Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 39

Μόνον ανίδεοι και ξιπασμένοι μπορούν σήμερα να λένε πως ο Λαπαθιώτης ήταν ένας μέτριος ή και ασήμαντος ποιητής του μεσοπολέμου, κι αυτό γιατί δεν μπορούν να δουν άλλο τίποτε παρά μονάχα τα ποιήματα του, και μάλιστα αυτά τα δημοσιεύσιμα, ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν ένας δυνατός αισθησιακός ποιητής και προπαντός μια πνευματική προσωπικότητα. Η ποίηση του Λαπαθιώτη βρίσκεται στα ανέκδοτα τολμηρά ποιήματα του.(...)
Το σπίτι ήταν γυμνό από έπιπλα και πολύ βρώμικο. Ο Νίκος Καρύδης δεν είχε γνωρίσει τον ποιητή. Ο ποιητής είχε αυτοκτονήσει στο πρώτο πάτωμα, μπαίνοντας. Οι φορατζήδες ήταν εκεί, καθώς και ο αρρενωπός φίλος του ποιητή. Ήταν ένα κρεβάτι μπαίνοντας δεξιά, το στρώμα χωρίς σεντόνι. Το στρώμα με λεκέδες, ίσως αίματα. Πίσω από την πόρτα πολλές κουρελιασμένες γραβάτες. Στο βάθος απέναντι ένας μικρός νιπτήρας. Αριστερά μια πόρτα, απόπου περνούσες σ' ένα μεγάλο χώρο. Όμως όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία. Ήταν τόσο πολλά τα βιβλία, ώστε υπήρχαν και βιβλιοθήκες κάθετες προς το χώρο των δωματίων, σαν χώρισμα στη μέση. Τα βιβλία ήταν εκλεκτά και ακριβά, σε γαλλική γλώσσα κυρίως. Μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, βαριές καλλιτεχνικές εκδόσεις. Και ήταν διαβασμένα βιβλία, χρησιμοποιημένα βιβλία-ζεστά. Γεμάτα σκόνη, βέβαια. "Μια βδομάδα κουβαλούσαν οι κληρονόμοι τη βιβλιοθήκη του. Είχε αγανακτήσει η γειτονιά". Ο κύριος Ναπολέων! "Κανείς δεν ξέρει την τύχη της βιβλιοθήκης του", Είναι εφτάψυχα τα βιβλία, εμείς να δούμε τι θα απογίνουμε... Καμιά μέρα θα γκρεμίσουν και το σπίτι ή θα το κάψουν. Κανείς δεν άκουσε την πιστολιά! Ούτε πρόκειται να ακούσει.
Πικρή αλλά γνωστή πια η μοίρα του γείτονα μου Λαπαθιώτη. Η μοίρα του γείτονα του όμως άγνωστη. Ο κύριος Γιώργος!

Γιώργος Ιωάννου : ο της φύσεως έρως (Κέδρος)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Όπως γράφει ο Κώστας Καφαντάρης στο αφιέρωμα της Καθημερινής, ο Γιώργος Ιωάννου λίγες μέρες προτού εισαχθεί στο Σισμανόγλειο Nοσοκομείο για μια απλή εγχείρηση, έγραψε σε ένα χαρτάκι τα σχέδιά του για το μέλλον: 1. Δουλειά - 2. Δράσις - 3. Έρωτας.

Και συνεχίζει αναφέροντας πως σε ό.τι αφορούσε στη δουλειά του, σχεδίαζε να γράψει τρία μυθιστορήματα: Το “Aίμα στην αρένα”, και άλλα δύο στα οποία είχε δώσει τους συνθηματικούς τίτλους. “Kάτω στις ακτές της Aφρικής” (από το ομώνυμο πεζογράφημα) και “Συμπόσιο”.

Αλλά, καθώς λένε όσοι τον γνώριζαν, ο Γιώργος Ιωάννου ήθελε ακόμα, να συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο τα δοκίμια για τον Καβάφη, τον Παπαδιαμάντη και τον Λαπαθιώτη, που είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά ή είχαν διαβαστεί ως εισηγήσεις σε διάφορες ομιλίες.

Η εγχείρηση αυτή στάθηκε μοιραία και ο συγγραφέας αφήνει την τελευταία του πνοή στις 16 Φεβρουαρίου του 1985. Μυθιστορήματα δεν πρόλαβε να γράψει όπως το σχεδίαζε. Τον Δεκέμβριο όμως της ίδιας χρονιάς, τα δοκίμια και οι εισηγήσεις του για τους τρεις Έλληνες λογοτέχνες, συγκεντρώνονται και εκδίδονται σε έναν τόμο με τον τίτλο «Ο της φύσεως Έρως».

Ανώνυμος είπε...

[...ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν ένας δυνατός αισθησιακός ποιητής...]

Άσμα Ασμάτων

Κι έφεγγαν τα μάτια Σου, Καλέ μου,
μες στη μαύρη νύχτα του Κυρίου,
κι ήτανε χυμένη στη μορφή σου
σα μιαν ηδονή του μαρτυρίου'

κι έλεγαν τα μάτια Σου, Καλέ μου,
σα για μιαν αλάθητη θυσία,
-κι όλη μας η κάμαρα, Καλέ μου,
φάνταζε βαθιά, σαν εκκλησία'

κι ήρθανε τα χέρια Σου, Καλέ μου,
τα λευκά χεράκια τα γλυκά μου,
κι έμειναν ακίνητα, Καλέ μου,
σαν πουλάκια, μέσα στα δικά μου.

Κι όλη νύχτα, τρέμοντας, Καλέ μου,
μες στο βουβαμό του μυστηρίου,
λιώναμε, κι οι δυο, σα δυο λαμπάδες,
την Αιώνια Δόξα του Κυρίου...

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Από τo βιβλίο του Άρη Α. Δρουκόπουλου Γιώργος Ιωάννου, Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του [βλέπε καταχώρηση No 227]
:

Η διαμόρφωση τον ερωτισμού

Στο πεζογράφημα «Έτσι θα 'ναι και τότε...» αφηγείται σε δεύτερο πρόσωπο πώς δημιουργήθηκε ο εσωτερικός κόσμος του προσώπου προς το οποίο -υποτίθεται ότι- απευθύνεται. Θα έλεγε κανείς ότι βλέπει τον εαυτό του μέσα από κάτοπτρο. Πόσο παραμορφωτικό, δεν μπορούμε να ξέρουμε' ούτε και ενδιαφέρει. Πάντως στη βάση των λεγομένων βρίσκονται βιώματα του Ιωάννου:

«Κι έμαθες να μη μιλάς πολύ, ούτε όμως και να στοχάζεσαι πολύ - οδυνηρά και επίμονα. Αλλά έμαθες να βυθίζεσαι» (σ. 19). Είναι ενδιαφέρουσα εδώ η σιωπή, γιατί εκεί ρίζωσε ο ερωτισμός του, όπως εκφράζεται στα πεζογραφήματα του. Αλλά ταυτόχρονα μας δίνει και μια εικόνα της μοναξιάς του: «Και σιγά σιγά όλα τ' ανακάλυψες και τ' ανακάλυψες μόνος σου, γιατί ούτε σου λέγανε ούτε και ρωτούσες ποτέ. [ ] Κι έτσι ανακάλυψες τους τρόπους της ζωής σχεδόν ολομόναχος, περπατώντας και βλέποντας» (σ. 19). Η σιωπή-μοναξιά όξυνε την όραση, όπως ακριβώς η έλλειψη όρασης στους τυφλούς οξύνει τις άλλες αισθήσεις τους. Στην όραση στηρίζεται ο ερωτισμός του Ιωάννου' είναι ερωτισμός βλέμματος. Από κει αρχίζουν όλα.

Πριν όμως διαμορφωθεί η εξωτερική όραση, φαίνεται ότι διαμορφώθηκε η εσωτερική. Προς τα εκεί μας πηγαίνει η φράση που είδαμε στο αρχικό παράθεμα: «έμαθες να βυθίζεσαι». Πώς έφτασε στο «βύθισμα»; «Απ' όσο μπορείς να θυμηθείς, όταν ήσουν μικρός και τα πράγματα δυσκόλευαν - σε έδερναν, ας πούμε, σε χτυπούσαν μάλλον, όχι τόσο με δύναμη, όσο με σκληρότητα [ ], για πράγματα και αφορμές εντελώς ασήμαντες και ίσως γι' αυτό σε πονούσε τόσο, [ ] όταν δυσκόλευαν τα πράγματα, πήγαινες και κλεινόσουν μες στην αποθήκη, όχι για να κρυφτείς, [ ] αλλά να συγκεντρωθείς, να ρθεις σε επαφή με τη μέσα ύλη σου και να νιώσεις πάλι μεστός, ζεστός και ολόκληρος. Στεκόσουνα ακίνητος μέσα στα ξύλα και στα πετροκάρβουνα, στο μισοσκόταδο του χώρου [ ]. Στεκόσουν κρατώντας το πρόσωπο σου με τις παλάμες σου, πιέζοντας κάπως με τα δάχτυλα τους καλυμμένους βολβούς των ματιών και σκεπάζοντας με τις παλάμες τα μάγουλα, μέχρι το στόμα. Η μύτη έμενε απέξω, για ν' αναπνέει λίγο την κατά βάθος ευχάριστη μυρωδιά της μούχλας των ξύλων, να την κρατάει μέσα στα πνεμόνια και να την κρατάει πάρα πολύ, σε σημείο που να πιστεύεις πως πια έπαψες να αναπνέεις. Και δεν έχεις ανάγκη από αυτό. Αυτό που άγγιζες με τις αισθήσεις σου από μέσα ήταν ένα πράγμα ευχάριστο, κάτι σαν μαλακό, γλυκά μαλακό, κερί μέσα σου, που ερχόταν και σε γέμιζε, κεφάλι, ώμους, στέρνο, στομάχι και γόνατα. Ευχάριστο και ζεστό, όπως όταν το πλάθουμε και μας ευχαριστεί μαλακωμένο. Ύστερα έβγαινες από την αποθήκη και ήσουν πάλι ένα παιδί, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε» (σσ. 20-21).

Έτσι διαμορφώνεται η όραση η εσωτερική. Αυτή η όραση έχει ένα χαρακτήρα έντονα υποκειμενικό, όπως φαίνεται και από τα ενδιάμεσα μέρη του κειμένου που παραλείφθηκαν. Επίσης εδώ βρίσκεται η αρχή των φαντασιώσεων που θα αποτελέσουν κύριο στοιχείο της πεζογραφίας του Ιωάννου.

Στην εφηβική ηλικία η τακτική αλλάζει εξωτερικά, κατά βάση όμως παραμένει η ίδια: «Κι αργότερα, όταν πια σαν έφηβο σε πολιορκούσαν μέρα νύχτα με τα βλέμματα, όχι γι' αυτά που έκαμνες, αλλά γι' αυτά που κόντευες να κάνεις [ ] και σε μαστιγώνανε με τα βλέμματα και τα πικρά λόγια, [ ] για να τ' ακούς και να ζαρώνεις, να σιγολιώνεις μέσα σου, να μην ξεθαρρεύεσαι ποτέ σου κι ένιωθες κλεισμένος από παντού, χωρίς καμιά διέξοδο και καμιά ελπίδα, ούτε καν αποθήκη υπήρχε πια για να κλειστείς και να συνέρθεις, και σκεπαζόσουν στο κρεβάτι πάνω από το κεφάλι σου, καθώς εκείνες μπαινοβγαίνανε σκουπίζοντας, τινάζοντας, ξεσκονίζοντας με λύσσα, χτυπώντας τις πόρτες αδιάφορα, κι εσύ κρατώντας πάλι την αναπνοή σου κάτω από τις κουβέρτες εκεί στα σκοτεινά και κουνώντας μόνο τα πόδια σου, δηλαδή απ' τον αστράγαλο και κάτω, κουνώντας τα ρυθμικά, κατόρθωνες να ρθεις σε επαφή με τον εαυτό σου, με κείνο δηλαδή το ρευστό, το ευχάριστο, που σε ζέσταινε και σε έκαμνε να ξεχάσεις. Και σηκωνόσουν κάποτε αδιάφορος σχεδόν με όλα τα γύρω σου συμβαίνοντα, είχες βρει τη μυστική διέξοδο σου, που επειδή μάλιστα ήταν άδηλη και ασύλληπτη δεν μπορούσαν να σου την κλειδώσουν ούτε και να την κηλιδώσουν» (σσ. 21-22).

Αργότερα, μετά από μια τέτοια διεργασία, οι εξάψεις του, όπως λέει στο ίδιο κείμενο, τόλμησαν να προσδιορίσουν το ερωτικό αντικείμενο τους, να το ανακαλύψουν, δηλαδή, και να το πλάσουν εντός του με κάθε επιθυμητή λεπτομέρεια: «Μερικές φορές είχες την εντύπωση ότι αγγίζεις το εσωτερικό σώμα των άλλων. Και ίσως να ήταν έτσι, μια και διαπίστωνες το ιδιαίτερο δέσιμο ορισμένων προσώπων μαζί σου. Και πιθανόν κι αυτά ν' αγγίζανε τη δική σου ζύμη, γιατί κι εσύ ένιωθες μια ιδιαίτερη χαρά που ποτέ άλλοτε δεν την είχες νιώσει» (σσ. 22-23). Θα έλεγε κανείς ότι ο Ιωάννου περιγράφει τη γένεση ενός συγγραφέα’ την παιδική ηλικία και την εφηβική ενός συγγραφέα, όχι ειδικά, αλλά γενικά ερωτικού.

Αυτή η διεύρυνση του εγώ, τόσο γνωστή κατάσταση για τους συγγραφείς, ποιητές ή πεζογράφους, φαίνεται πως συντελέστηκε εκεί στην αποθήκη, που κλεινόταν παιδί το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο Ιωάννου, το είδωλο του. Έτσι η αποθήκη ταυτίστηκε με το εγώ του: «Χώροι εξαγιασμένοι οι αποθήκες: προϊόντα του ανθρώπινου μόχθου, αντικείμενα του ξεθυμασμένου πια ανθρώπινου πόθου, άνθρωποι του μόχθου, όπου κουβάλησαν τα πάντα κάποτε με την πλάτη τους, ιδρώτας, βαριανάσαμα, πατίκωμα και σκοτάδι [ ]. Το ανθρώπινο σώμα η πιο σίγουρη αν και θνητή αποθήκη - αυτό το δικό μας και αυτό των αγαπημένων μας, αλλά και των μη αγαπημένων μας ακόμα. Το σώμα μας είναι μια απέραντη αποθήκη εικόνων, φωνών, κραυγών, επαφών, πόνων, βασάνων, στερήσεων, ερωτικών παροξυσμών [ ]» («Σκοτεινές αποθήκες» [η Καταπακτή], σσ. 187-188).

Σιγά σιγά ο γενικός ερωτισμός θα καταλήξει σε ειδικό, όταν ο συγγραφέας διαμορφώσει το ερωτικό βλέμμα. Με αυτό θα εισδύσει στο σώμα του Αλλου και θα οργανώσει ανάλογα και τις άλλες αισθήσεις' ακοή, αφή, όσφρηση, ακόμη και γεύση' αυτό που τελικά θα γίνει ερωτική ατμόσφαιρα.

«Εκείνη την εποχή πάνω στο στήθος μερικών από μας είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μαύρος σταυρός από χνούδι. Όσοι τον είχαν ξεχώριζαν και από άλλα κοινά σημάδια, λες και ήταν για κάτι ιδιαίτερο προορισμένοι. Τις περισσότερες φορές από μια μόνο κίνηση μάντευα τον προορισμένο. Κατόπι άρχιζα την παρακολούθηση και συνήθως τα επιβεβαίωνα όλα, όταν, αργά ή γρήγορα, τύχαινε να μας πάνε στο λουτρό. Στην αρχή, όταν μπαίναμε, σηκώναμε τον κόσμο απ' τα γέλια και τις διάφορες τσιρίδες, μόλις όμως βγάζαμε εντελώς τη στολή κι άρχιζε να τρέχει το νερό, έπεφτε βαριά βουβαμάρα. Τα βλέμματα ορισμένων χάναν την ευθύτητα τους» («Τα εβραίικα μνήματα» [Για ένα φιλότιμο], σσ. 22/21). Αυτά τα βλέμματα που χάνουν την ευθύτητα τους ή που «αποστρακίζονται», όπως λέει αλλού ο Ιωάννου, είναι βλέμματα ερωτικά.

Το διεισδυτικό ερωτικό βλέμμα και τα αποτελέσματα του τα παρουσιάζει στο πεζογράφημα «Το κέλυφος»([η Καταπακτή], σσ. 87-89): «Μέσα σ' αυτό το κέλυφος κρύβεται πεισματικά η αληθινή χαρά και η έκσταση. Γι' αυτό και όταν κυκλοφορείς στους δρόμους είσαι, συνήθως, σαν αδιάφορος ερωτικά, σαν ξεχωρισμένος από τις ερωτικές ώρες σου - δεν είσαι περιχυμένος από ερωτικούς χυμούς ανά πάσα στιγμή. Αυτό γίνεται μόνο όταν αντικριστείς με το πρόσωπο που θαρρείς ότι έχει την ικανότητα να σου σπάσει το κέλυφος [ ]. Όχι μόνο ερωτικές επαφές και πράξεις δεν είναι απαραίτητες, μα δεν χρειάζεται ούτε καλημέρα καμιά φορά, για να πάρει να ραγίζει το κέλυφος. Μια ματιά είναι αρκετή, ακόμα και μόνο δική σου, μη διασταυρωμένη ματιά, για να νιώσεις πως κάτι το ιδιαίτερο συμβαίνει μέσα σου. Και πως ούτε χρόνος υπάρχει πια, ούτε επείγουσες δουλειές, ούτε αρρώστιες, ούτε προχωρημένη ηλικία [ ]».

Αυτό το βλέμμα είναι που δημιουργεί τη μυστική βίωση του έρωτα, η οποία οδηγεί στην ερωτική κατάσταση’ η βαθιά προσήλωση σ' αυτήν γεννά τον ερωτισμό' αυτή είναι η αλυσίδα, όπως περίπου την έχει περιγράψει ο Ιωάννου στο κείμενο «Θεωρούμαι ερωτικός συγγραφέας».
~~~~~~~~~~~~

Άλλες καταχωρήσεις για τον Γιώργο Ιωάννου:

- No 224: Καταπακτή
- No 225: Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα
- No 226: Ομόνοια 1980
- No 227: Άρης Δρουκόπουλος: Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του
- No 228: Έλενα Χουζούρη: «Σαν σπόρος αγκαθιού…»
- No 257: Tο δικό μας αίμα
- No 258: Πολλαπλά κατάγματα