Παρασκευή, Μαρτίου 31, 2006

No 290

Image Hosted by ImageShack.us Henry Scott Tuke (Μ.Βρετανία)

Ο Καυγατζής κοιμόταν στη γέφυρα, κάτω απ’ τον ήλιο. Όρθιος, τον κοίταζα για ώρα. Το πρόσωπό μου βούλιαζε μέσα στο δικό του και μόλις που πρόφτασα ν’ αποτραβήξω το βλέμμα μου, για να μη με πάρει είδηση. Από τις ήρεμες και γεμάτες ασφάλεια μακριές ώρες που θα μπορούσαμε ίσως να κοιμόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, προτιμώ αυτές τις στιγμές της αμηχανίας, αυτές τις σύντομες στιγμές που πρέπει να διακόψω γιατί τα πόδια δεν αντέχουν να στηριζόμαστε για ώρα πάνω τους, γιατί ένα χέρι έχει ζαρωθεί άβολα, κάποια πόρτα ή κάποιο βλέφαρο δεν έχει κλείσει τελείως. Ξεκλέβω αυτές τις στιγμές κι ο Καβγατζής δεν το ξέρει.

Ο Καβγατζής ξέχασε το σλιπ του στη καμπίνα μου. Δεν τολμώ να το αγγίξω. Αυτό το γαριασμένο σλιπ του ναύτη είχε την ίδια δύναμη μ’ ένα τομάρι λεοπάρδαλης. Κι ακόμα μεγαλύτερη απ’ αυτό. Ήταν το ίδιο το ζώο που είχε ξαπλωθεί κατάχαμα, που είχε λουφάξει κι είχε κουλουριαστεί μέσα στο κορμί του και δεν είχε αφήσει παρά μόνο το περίγραμμά του. «Θα έπρεπε να το πετάξουμε στην άκρη». Αν κάνω όμως να το αγγίξω, ν’ απλώσω το χέρι μου πάνω του, θα φουσκώσει μεμιάς μ’ όλους τους μυς του Καβγατζή.

Ζαν Ζενέ: Ο Καβγατζής της Βρέστης (Εξάντας)

Πέμπτη, Μαρτίου 30, 2006

No 289

Image Hosted by ImageShack.us Kent

Κι έτσι συνέχισε. Ποτέ δεν μιλούσαν για το ίδιο το σεξ, το αφήναν να συμβεί, τις πρώτες φορές μονάχα τη νύχτα, έπειτα έξω, με ντάλα ήλιο από πάνω τους, και το σούρουπο πλάι στη φωτιά, άγρια, βιαστικά, γελώντας και ξεφυσώντας, με ήχους άφθονους, αλλά χωρίς ούτε μια λέξη, παρά μόνο μια φορά που ο Ένις είπε: « Πούστης εγώ δεν είμαι πάντως», κι ο Τζακ πετάχτηκε κι είπε: «Ούτε εγώ. Αυτό και τελείωσε. Λογαριασμός δικός μας». Το βουνό ήταν όλο δικό τους καθώς πετούσαν στον ευφορικό, πικρό αέρα, κοιτώντας από ψηλά τη ράχη του γερακιού και τα φώτα των αυτοκινήτων σαν μυρμήγκια στη γη αποκάτω τους, αιωρούμενοι πάνω απ’ τα τετριμμένα κι απόμακροι απ’ τα ήμερα τσομπανόσκυλα και τα νυχτερινά γαβγίσματα τους. Πίστευαν πως είναι αόρατοι, χωρίς να ξέρουν ότι μια μέρα ο Τζο Αγκίρε τους παρατηρούσε με τα δυνατά του κιάλια δέκα ολόκληρα λεπτά, περιμένοντας ώσπου κουμπώθηκαν, περιμένοντας να φύγει ο Ένις για τα πρόβατα για να στείλει μήνυμα στον Τζακ ότι οι δικοί του είχαν ειδοποιήσει πως ο θείος του ο Χάρολντ ήταν στο νοσοκομείο με πνευμονία και μάλλον δε θα την έβγαζε καθαρή. Αν και την έβγαλε, κι ο Αγκίρε ανέβηκε πάλι να ειδοποιήσει, καρφώνοντας με το βλέμμα τον Τζακ απ’ το άλογό του.

Άννυ Πρου: Το μυστικό του Brokeback Mountain (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2006

No 288

Image Hosted by ImageShack.us Mark Beard (ΗΠΑ)
.
Στην αρχή δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Δυο μέτρα πιο κει ακουμπισμένος πάνω σε μια βελανιδιά τον κοιτούσε ο στρατιώτης, ο στρατιώτης που τόσο μισούσε. Ήταν ολόγυμνος. Το λεπτό του κορμί γυάλιζε κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στο λοχαγό ψυχρά, ανέκφραστα σα να κοιτούσε κάποιο έντομο που το ‘βλεπε για πρώτη φορά. Ο Πέντερτον είχε παραλύσει από το ξάφνιασμα. Έκανε να μιλήσει αλλά από το λαρύγγι του βγήκε μονάχα ένας ξερός ήχος. Αγνοώντας τη ματιά του ο στρατιώτης γύρισε και κοίταξε το άλογο. Ο Κεραυνός ήταν ακόμα μουσκεμένος από τον ιδρώτα και τα καπούλια του ήταν γεμάτα σημάδια από τις καμτσικιές. Από καθαρόαιμο μέσα σ’ ένα απόγευμα είχε γίνει ψωράλογο της πεντάρας που μόνο για αλέτρι έκανε.
Ο λοχαγός ήταν πεσμένος ανάμεσα στο στρατιώτη και στο άλογο. Ο γυμνός άντρας ούτε που μπήκε στον κόπο να κάνει το γύρο του ξαπλωμένου κορμιού. Άφησε το δέντρο όπου στεκόταν και ο λοχαγός είδε τα γυμνά του πόδια να περνάνε από πάνω του’ ήταν λεπτά, καλοφτιαγμένα και γαλάζιες φλεβίτσες διέσχιζαν το τονισμένο τόξο του ποδιού του. Ο στρατιώτης έλυσε τ’ άλογο και του χάιδεψε τη μουσούδα,. Έπειτα χωρίς να ρίξει μια ματιά στο λοχαγό το πήρε μαζί του και χάθηκαν μες στο πυκνό δάσος.

Κάρσον ΜακΚάλερς : Ανταύγειες σε χρυσό μάτι (γράμματα)

Τρίτη, Μαρτίου 28, 2006

No 287

Τα μάτια του αγοριού, όλο περιέργεια και αδημονία, μισοκρυμμένα από τις φωτεινές ανταύγειες, τον ενοχλούσαν και τον σάστιζαν. Ο Τζο είχε βγάλει τη γραβάτα του και είχε ανοίξει το πουκάμισό του. Και τώρα με μια καθαρή ατσαλένια χτένα, έφτιαχνε προσεκτικά τα μαλλιά του, ένα ίσιο μεταξωτό ξανθό κοτσιδάκι. Κοίταξε κι αυτός επίμονα τον Κάτωνα, επίμονα αλλά και έντονα, τόσο που δεν μπορούσε να χάσει τον αυτοέλεγχο και να ξεσπάσει σε ένα γέλιο τρελό. Ο Κάτωνας σκίρτησε απ’ τον πόθο, ένιωσε την ανάγκη να τον αγγίξει.

Iris Murdoch: Ερρίκος και Κάτωνας (Χατζηνικολή)

Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2006

No 286

Εξακολουθώντας να περπατάει και στρέφοντας το κεφάλι, ο Μπένετ είδε τότε ένα νεαρό με σκούρα πυκνά ίσια μαλλιά που του έπεφταν σχεδόν μέχρι τους ώμους και στο μέτωπο του σχημάτιζαν φράντζα, ενώ τα μεγάλα σκούρα όμορφα μάτια του αγκάλιαζαν απαλά τον Μπένετ και τα χείλη του ήταν προτεταμένα σαν έτοιμα να μιλήσουν. Εκείνη τη στιγμή ο Μπένετ ένιωσε να λιποθυμάει. Αγωνίστηκε σαν αν πολεμούμε μια δύναμη στην οποία θα έπρεπε σύντομα να υποκύψει. Γύρισε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Είδε πως στο δεξί του χέρι βρισκόταν μια εκκλησία, έστρεψε απότομα την πλάτη στον σύντροφό του, και με μεγάλα και γρήγορα βήματα, έτοιμος να σωριαστεί, μπήκε μέσα.

Iris Murdoch: Το δίλημμα του Τζάκσον (Χατζηνικολή)