Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2009

No 660

Γιαννης Τσαρούχης

Θυμάμαι τα χέρια του να κόβουν το μαλακό χαρτόνι και να το ζωγραφίζουν, σχηματίζοντας τα φυλλαράκια- περνώντας επιδέξια και το λεπτό σύρμα- που χρειάζονταν στο σκηνικό για το «Φυντανάκι» που ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» πριν από δύο χρόνια. Ενώ δούλευε τη λεπτομέρεια, δεν είχε καμιά ανυπομονησία για το τελικό αποτέλεσμα. Η επιμέλειά του, βέβαια, ήταν τόση ώστε αν και διαμόρφωνε, λεπτομέρεια στη λεπτομέρεια, ένα σύνολο θαυμαστό, δεν φαινόταν να το έχει στο μυαλό του, ή να τον απασχολεί, την ώρα που χαιρόταν την ποίηση της επιδεξιοσύνης του και του ξοδέματός του. Το αποτέλεσμα το αντιμετώπιζε και ο ίδιος, εκ των υστέρων, με ανυπόκριτη καλλιτεχνική αγωνία, αλλά δεν ήταν ο λόγος που γι΄ αυτόν είχε αφοσιωθεί στην εργασία του. Το αποτέλεσμα για τον Τσαρούχη ήταν η ίδια η εργασία, γι΄ αυτό και η εργασία ήταν συνεχής. Η αίσθηση αυτή γινόταν πολύ αμεσότερη όταν δούλευε κανείς μαζί του πάνω σε κείμενά του.
Για δέκα ολόκληρα χρόνια είχα τη χαρά και την τιμή να μου υπαγορεύσει πλήθος κείμενά του, ή να τον ακούω να διορθώνει παλιότερά του. Μόνο αν μπορούσε να νοηθεί πανεπιστήμιο, ή σχολή, στον κόσμο που αυθόρμητα θα προσέρχονταν οι σπουδαστές, ανυπόμονοι να ξημερώσει, ή περιχαρείς που υπάρχει η επόμενη μέρα, για ν΄ ακούσουν τους δασκάλους τους, μπορεί να συγκριθεί μ΄ όσα ζήσαμε στο εργαστήρι, ή στο υπνοδωμάτιό του, που κι αυτό ανάλογα με τις ανάγκες μεταβαλλόταν σε εργαστήρι. Είτε ο λόγος έτρεχε σα νεράκι, ξέροντας όμως να του δίνει τον κατάλληλο βηματισμό ώστε να προλαβαίνει ο άλλος να τον καταγράφει, είτε σταματούσε δήθεν για να βρει μια λέξη, στην ουσία όμως για να παρασυρθούμε, όλοι μαζί, σε ιστορίες άσχετες με το κείμενο που γραφόταν, δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή που να μην ανασαίνουμε όλοι μας φυσιολογικά, φιλικά, όπως σε μια συντροφιά που απλά κάποιος συμβαίνει να αφηγείται ιστορίες, ενώ οι υπόλοιποι έτυχε να μην έχουν παραβρεθεί στο ξετύλιγμά τους. Μπορεί να μιλούσε για τον Ζαν Κοκτώ, ή τον Λουκίνο Βισκόντι, την Μαρία Κάλλας, ή τον Φράνκο Ζεφιρέλι, αλλά αν τους θυμόταν δεν ήταν για κείνα που είχανε κάνει ή είχανε πει. Τους θυμόταν για περιστατικά της ζωής τους που μόνον ο ίδιος ο Τσαρούχης είχε προσέξει, για τους καθημερινούς τους φόβους, για τις αδυναμίες τους, για τα όνειρά τους, για τις σχέσεις τους με τους φίλους τους, κάνοντάς τους όλους τόσο απτούς και συγκεκριμένους ώστε μπορούσε να τους φαντάζεται κανείς ζωντανούς στο διπλανό δωμάτιο.

Θανάσης Θ. Νιάρχος: Γιάννης Τσαρούχης. Καθάπερ φερομένης βιαίας πνοής ( Καστανιώτης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2009

No 659

Γιάννης Τσαρούχης

Η Ελένη Παπαδάκη, που τον είχε ακούσει κάποτε να τραγουδάει άριες από την «Τραβιάτα» ντυμένος ως κυρία με τα καμελίας, του είχε πει: «Γιάννη μου, ήσουνα υπέροχος. Κι όπου δεν έφτανε η φωνή σου, έφτανε η βεντάλια σου!..».
Η μεγάλη πρωταγωνίστρια δεν ήταν η μόνη θαυμάστρια των μεταμφιέσεων του Γιάννη Τσαρούχη. Οι περίφημες παραστάσεις του, που έφτασαν στο αποκορύφωμα της ευρηματικότητας στα πάρτι της Κατοχής, τα αναγκαστικά ολονύχτια λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας, είχαν πάντοτε εκλεκτό καλλιτεχνικό κοινό. Γι΄ αυτό και οι περιγραφές τους έχουν διασωθεί στην προφορική παράδοση της αθηναϊκής κοινωνίας. Κι όχι μόνο ανεκδοτολογικά. Εχουν φτάσει ως τις μέρες μας όλες οι λεπτομέρειες για το πώς ήταν φτιαγμένα τα διάφορα κοστούμια, με τα υποτυπώδη υλικά που είχε στη διάθεσή του εκείνο τον καιρό της τραγικής ανέχειας ο ζωγράφος. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, οι εμφανίσεις του αυτές έχουν διασωθεί σε μικρές τσακισμένες και ξεθωριασμένες από τον καιρό φωτογραφίες, που επιβεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο εκείνων των κοστουμιών, τη φαντασία, τη βαθιά, βαθύτατη γνώση του για την εποχή και το αιώνιο χιούμορ τουκράμα οξύτατης κοινωνικής παρατήρησης και ειρωνείας. (…)
Η Ολυμπία Παπαδούκα γράφει για την πολύτιμη προσφορά του Γιάννη Τσαρούχη στην Εθνική Αλληλεγγύη, που εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν τον Ερυθρό Σταυρό του ΕΑΜ. Το κοινό των παραστάσεών του συγκεντρωνόταν στο σπίτι της Ελένης Θεοχάρη-Περράκη, της γνωστής δημιουργού του κουκλοθέατρου του μπαρμπα-Μυτούση στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στην οδό Μαρασλή. «Τον είδα σε μία από τις παραστάσεις που έδινε, κρατώντας όλο το πρόγραμμα μόνος του, παίζοντας και τραγουδώντας άριες από όπερες. Εκείνο που εντυπωσίαζε ήταν η σωστότατη μουσική απόδοση κάθε άριας που τραγουδούσε. Τότε μελετούσα μουσική με τον Ζήζο Χαρατσάρη, έναν ταλαντούχο συνθέτη, μαέστρο, σκηνοθέτη και φιλόλογο. Εμενε σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, στην οδό Λένορμαν 165. Εκεί ερχόταν κάθε μέρα ο Τσαρούχης και μελετούσε τις άριες. Η μελέτη γινότανε στο αρμόνιο γιατί ο Ζήζος δεν είχε πιάνο. Ετσι, ο Τσαρούχης έμαθε και τραγουδούσε τις άριες με απόλυτη μουσική ακρίβεια. Στην άρια της Βιολέτας από την “Τραβιάτα”, τραγουδούσε κι έπαιζε τη σκηνή που η Βιολέτα έχει αποσυρθεί στο μικρό της διαμέρισμα λησμονημένη και περνάει τις τελευταίες της μέρες περιμένοντας τον θάνατο. Ο Γιαννάκης-Βιολέτα σηκωνόταν από το κρεβάτι και με κόπο, γιατί τα πόδια της δεν τη βαστούσαν, τρικλίζοντας, πήγαινε στον καθρέφτη, έκλαιγε και μόλις αναπνέοντας τραγουδούσε σπαραχτικά το “Αντίο ντελ πασάτο!”. Τραγουδούσε επίσης την άρια της Μαργαρίτας από τον “Φάουστ”, τη σκηνή που η Μαργαρίτα γυρίζοντας τη ρόδα της ανέμης τραγουδάει την άρια για τον βασιλιά της Θούλης. Το πρόγραμμα τελείωνε με μιμήσεις παλαιών σταρ του βωβού κινηματογράφου Μπερτίνι, Πόλα Νέγκρι. Αξέχαστος ο Γιαννάκης μας...».

Μαρία Καραβία: Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη (Καπόν)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 16, 2009

No 658

Image Hosted by ImageShack.usJ.A. Rohne

Βρίσκοντας τις λέξεις

Βρήκα τις λέξεις φυλαγμένες σ’ ένα συρτάρι,
με μαύρο κρέπι τυλιγμένες, σαν δυο βέρες που κύλησαν
από χέρι νεκρής, κρύο, άτονο χρυσό. Τις είχα κρατήσει ξανά

χρόνια πάνε πολλά, έπειτα τις έκανα στην άκρη
ξεχνώντας και όλους τους λόγους που μου χρησίμευαν για να
τις ξεστομίσω. Σαν χείλη την πρώτη ακουμπώ, τη δεύτερη μετά
σαν θεία μετάληψη, σαν φίλημα μαζί κι όρκο ιερό,

και η ανάσα μου θα τις ζεστάνει τις λέξεις που χρειάζομαι
για να προφέρω αυτό, λέξεις σύντομες, μικρές. Το στόμα μου
ακολουθούν, σημείο τριβής, και στην παλάμη μου ξανά
λαμποκοπούν – σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ – ολοκαίνουριες θαρρείς.

Κάρολ Ανν Ντάφυ: Σαγήνη (Ηριδανός)
Μετάφραση: Θάλεια Μελή-Χωλ

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2009

No 657

Image Hosted by ImageShack.us
Αττική μελανόμορφη λήκυθος. ο εραστής συνευρίσκεται με το ερώμενο στη στάση του "διαμηρίζειν"
500-475 π.Χ.
Τσίβιτα Καστελλάνα, Αρχ. Μουσείο του Argo Falisco, αρ. ευρ. 1392


(...) απεικονίζεται το δέλεαρ των ενηλίκων εραστών προς τους ερωμένους σαν έρωτες και αντέρωτες που παλεύουν με σώματα ανοιξιάτικα, εαρινά, με σώματα άφθαρτα ωραία, γιατί ωραίο είναι ό,τι είναι στην ώρα του. "Πιο γλυκό είναι το ερωτικό άνθος που ανοίγει στα δεκατέσσαρα και όλο πιο γοητευτικό εκείνο των δεκαπέντε. τα δεκαέξι είναι θεϊκή ηλικία. για τα δεκαεπτά όμως, δεν θα μπορούσα να το πω: μονάχα ο Δίας έχει αυτό το δικαίωμα" (Παλατινή Ανθολογία ΧΙΙ, 4). Φυσικά θα πρέπει να διευκρινισθεί εδώ ότι οι ηλικιακές κατηγορίες διέφεραν από τις σημερινές σε αρκετά σημεία. λόγου χάρη, κορίτσια στην ηλικία τωμ 13-14 ετών ήσαν ήδη παντρεμένα και όταν οι αρχαίοι μιλούν για παίδες εννοούν εφήβους, όπου ερωτική και σεξουαλική διαπαιδαγώγηση ελιναι αναγκαία, όπως η φύση ορίζει.

Ν. Σταμπολίδης (επιμ.): ‘Ερως. Η τέχνη του έρωτα στην αρχαιότητα. Από τον Ησίοδο έως τον 4ο αι. μ.Χ. (Το Βήμα)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 09, 2009

Νο 656

Image Hosted by ImageShack.us
212 Αττική μελανόμορφη λήκυθος με ώμο
550-530 π.Χ.
Από τη Τανάγρα
Αθήνα, Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 1121

Πηλός πορτοκαλέρυθρος. Γάνωμα μελανό, στιλπνό, κατά τόπους απολεπισμένο.
Χρήση επίθετου ιώδους χρώματος στις μορφές’ με επίθετο λευκό χρώμα αποδίδονται τα σώματα των πετεινών και με ιώδες τα λειριά τους. Συγκολλημένη και συμπληρωμένη.
Υ. 26 ΜΔ. 14,5

Ο ώμος κοσμείται με ροπαλοειδή' χαμηλότερα, ανθέμια εναλλάσσονται με σταγονόσχημα πέταλα που πατούν σε αλυσίδα κύκλων με στιγμές στο κέντρο.
Η παράσταση στο σώμα του αγγείου ορίζεται πάνω και κάτω από λεπτές ιώδεις ταινίες: στο μέσον της σκηνής, δυο αγένειοι άνδρες αποδίδονται αντωποί και τυλιγμένοι από κοινού με ιμάτιο που διακοσμείται με τεθλασμένη γραμμή και ελικοειδή μοτίβα. Έχουν τις κεφαλές τους ελαφρώς χαμηλωμένες και φαίνονται πως παρατηρούν τα γυμνά σώματά τους. Το ζευγάρι πλαισιώνεται από δύο γυμνούς νέους που κρατούν πετεινούς' ο νεαρός στα αριστερά φαίνεται πως πλησιάζει προς το ζεύγος, ενώ η μορφή στα δεξιά απομακρύνεται στρέφοντας την κεφαλή της προς την κεντρική σκηνή.

ΠΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Η μορφή του πετεινού στη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη αττική αγγειογραφία έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα και παραπέμπει πάντα στο ερωτικό πνεύμα της παράστασης. Πρόκειται για το πλέον συνηθισμένο δώρο που προσφέρεται σε εφήβους (ερωμένους) από μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες (εραστές) στο πλαίσιο του «όμοιου» έρωτα. Για τον πετεινό ως δώρο και ερωτικό σύμβολο βλ. Koch-Harmack 1983, 97-105. Η γενναιότητα, η μαχητικότητα και η λαγνεία είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πετεινό' παράλληλα, όμως, χαρακτηρίζουν τον επιτυχημένο εραστή, που επιθυμεί να κατακτήσει τον ερώμενο, αλλά και τον ιδανικό ερώμενο, που οφείλει να αντισταθεί στην επίμονη πολιορκία προτού υποκύψει. Σχετικά βλ. Barringer 2001, 90-95, 102-103.
Για την χρήση του κοινού ιματίου – που τυλίγει τις ερωτοτροπούσες μορφές, καλύπτοντας τη ερωτική συνεύρεσή τους από τα αδιάκριτα βλέμματα των παρευρισκομένων – τόσο σε ετεροφυλοφιλικές όσο και ομοερωτικές σκηνές, βλ. Koch-Harmack 1989, 109 κ.εξ., κυρίως 138-143, εικ 10 και Dierichs 1993, 50-51. (Αναστασία Γκαδόλου)

Σταμπολίδης Ν.- Τασούλας Γ. (επιμ.): Έρως: Από τη Θεογονία του Ησιόδου στην ύστερη Αρχαιότητα (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2009

No 655


Η ΑΛΛΗ

Σκότωσα μία μέσα μου:
δεν την αγαπούσα

Ήταν το φλογάτο άνθος
του βουνίσιου κάκτου’
ήταν η φωτιά και η ξηρασία’
και ποτέ δεν δροσιζόταν.

Ουρανό και πέτρα είχε
στα ποδάρια της και στην πλάτη
και ποτέ της δεν κατέβαινε
να βρει «μάτια του νερού».

Όπου ξεκουραζόταν,
τα χορτάρια μαραίνονταν
από την αναπνοή της
κι απ’ τη θέρμη του προσώπου της.

Σαν σε γρήγορα ρετσίνια
σκλήραινε η ομιλία της,
για να μην πέσει σαν ωραίο
κυνήγι αμολημένο.

Δεν ήξερε να λυγίσει
το βουνίσιο σύθαμνο,
και στο δικό της πλευρό
εγώ λύγιζα…

Την άφησα να πεθάνει,
κλέβοντάς της τα σωθικά μου.
Τέλειωσε σαν την αετίνα
που δεν είχε τι να φάει.

Ησύχασε το φτερούγισμα,
διπλώθηκε, χαλαρή,
κι έπεσε στο χέρι μου
η σβησμένη σπίθα της…

Αυτή ακόμα οι αδελφές της
μου την κλαίνε με λυγμούς,
και οι πήλινες φωτιές
σαν περνάω με πληγώνουν.

Όταν διαβαίνω εγώ τους λέω:
-ψάξτε μες στα φαράγγια
Και φτιάξτε με πηλό
μια άλλη φλογισμένη αετίνα.

Αν δεν μπορέσετε, τότε,
αχ! να την ξεχάσετε.
Εγώ την σκότωσα. Εσείς
σκοτώστε την πάλι!

Gabriela Mistral / Χιλή

Gabriela Mistral. Τα καλύτερα ποιήματά της (Εκάτη)
Μετάφραση: Ρήγας Καπάτος