Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2009

No 659

Γιάννης Τσαρούχης

Η Ελένη Παπαδάκη, που τον είχε ακούσει κάποτε να τραγουδάει άριες από την «Τραβιάτα» ντυμένος ως κυρία με τα καμελίας, του είχε πει: «Γιάννη μου, ήσουνα υπέροχος. Κι όπου δεν έφτανε η φωνή σου, έφτανε η βεντάλια σου!..».
Η μεγάλη πρωταγωνίστρια δεν ήταν η μόνη θαυμάστρια των μεταμφιέσεων του Γιάννη Τσαρούχη. Οι περίφημες παραστάσεις του, που έφτασαν στο αποκορύφωμα της ευρηματικότητας στα πάρτι της Κατοχής, τα αναγκαστικά ολονύχτια λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας, είχαν πάντοτε εκλεκτό καλλιτεχνικό κοινό. Γι΄ αυτό και οι περιγραφές τους έχουν διασωθεί στην προφορική παράδοση της αθηναϊκής κοινωνίας. Κι όχι μόνο ανεκδοτολογικά. Εχουν φτάσει ως τις μέρες μας όλες οι λεπτομέρειες για το πώς ήταν φτιαγμένα τα διάφορα κοστούμια, με τα υποτυπώδη υλικά που είχε στη διάθεσή του εκείνο τον καιρό της τραγικής ανέχειας ο ζωγράφος. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, οι εμφανίσεις του αυτές έχουν διασωθεί σε μικρές τσακισμένες και ξεθωριασμένες από τον καιρό φωτογραφίες, που επιβεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο εκείνων των κοστουμιών, τη φαντασία, τη βαθιά, βαθύτατη γνώση του για την εποχή και το αιώνιο χιούμορ τουκράμα οξύτατης κοινωνικής παρατήρησης και ειρωνείας. (…)
Η Ολυμπία Παπαδούκα γράφει για την πολύτιμη προσφορά του Γιάννη Τσαρούχη στην Εθνική Αλληλεγγύη, που εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν τον Ερυθρό Σταυρό του ΕΑΜ. Το κοινό των παραστάσεών του συγκεντρωνόταν στο σπίτι της Ελένης Θεοχάρη-Περράκη, της γνωστής δημιουργού του κουκλοθέατρου του μπαρμπα-Μυτούση στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στην οδό Μαρασλή. «Τον είδα σε μία από τις παραστάσεις που έδινε, κρατώντας όλο το πρόγραμμα μόνος του, παίζοντας και τραγουδώντας άριες από όπερες. Εκείνο που εντυπωσίαζε ήταν η σωστότατη μουσική απόδοση κάθε άριας που τραγουδούσε. Τότε μελετούσα μουσική με τον Ζήζο Χαρατσάρη, έναν ταλαντούχο συνθέτη, μαέστρο, σκηνοθέτη και φιλόλογο. Εμενε σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, στην οδό Λένορμαν 165. Εκεί ερχόταν κάθε μέρα ο Τσαρούχης και μελετούσε τις άριες. Η μελέτη γινότανε στο αρμόνιο γιατί ο Ζήζος δεν είχε πιάνο. Ετσι, ο Τσαρούχης έμαθε και τραγουδούσε τις άριες με απόλυτη μουσική ακρίβεια. Στην άρια της Βιολέτας από την “Τραβιάτα”, τραγουδούσε κι έπαιζε τη σκηνή που η Βιολέτα έχει αποσυρθεί στο μικρό της διαμέρισμα λησμονημένη και περνάει τις τελευταίες της μέρες περιμένοντας τον θάνατο. Ο Γιαννάκης-Βιολέτα σηκωνόταν από το κρεβάτι και με κόπο, γιατί τα πόδια της δεν τη βαστούσαν, τρικλίζοντας, πήγαινε στον καθρέφτη, έκλαιγε και μόλις αναπνέοντας τραγουδούσε σπαραχτικά το “Αντίο ντελ πασάτο!”. Τραγουδούσε επίσης την άρια της Μαργαρίτας από τον “Φάουστ”, τη σκηνή που η Μαργαρίτα γυρίζοντας τη ρόδα της ανέμης τραγουδάει την άρια για τον βασιλιά της Θούλης. Το πρόγραμμα τελείωνε με μιμήσεις παλαιών σταρ του βωβού κινηματογράφου Μπερτίνι, Πόλα Νέγκρι. Αξέχαστος ο Γιαννάκης μας...».

Μαρία Καραβία: Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη (Καπόν)

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το καρναβάλι της φυγής
Ο Τσαρούχης έβλεπε το Καρναβάλι ως φυγή από την πραγματικότητα. Μια κατά βάθος τραγική δυνατότητα να ενδυθείς κάποιον άλλο χαρακτήρα, κάτι που αποκαλύπτει ίσως μια μορφή παράνοιας καταχωνιασμένης στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης. «Βλέπουμε τον εαυτό μας σαν κάποιον άλλον κι αυτό είναι μια δυνατή φυγή. Και φέρνουμε τον άλλο στα μέτρα μας, κάτι που είναι μια ανθρωποφαγική ικανοποίηση. Ενας ζωγράφος αποφασίζει να ζωγραφίσει τον εαυτό του, όταν τον δει σε κάποιον άλλον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Εγγονόπουλο που μου είχε πει μια φορά: “Εκανα μία πολύ ωραία... αυτοπροσωπογραφία του Μιαούλη!”».
Στα χρόνια της νιότης του ντυνόταν για να εμφανιστεί «μασκέ» στους μεγάλους αποκριάτικους χορούς της κοσμικής Αθήνας. Η εμφάνισή του στο χορό των Συντακτών ως «λαίδη Χάμιλτον εν χηρεία» έκανε τον αείμνηστο Κώστα Σταματίου να αναφωνήσει: «Βάζει κάτω και τη Βίβιαν Λη!».
Ο Τσαρούχης, γνώστης του υφάσματος, της ιστορίας του ενδύματος και του θεάτρου, μπορούσε με ένα κουρέλι να ντυθεί καλόγρια ή να διακωμωδήσει το τάδε ή το δείνα πρόσωπο της Αθήνας. Οι μεταμφιέσεις του όμως που έμειναν αξέχαστες δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Ηταν εμφανίσεις καλά προετοιμασμένες και οργανωμένες. Βραδιές απολαυστικές, που συχνά μάλιστα είχαν και αντιστασιακό σκοπό.

Ανώνυμος είπε...

Τη δική του εκδοχή για τις παραστάσεις αυτές τις έχει καταθέσει σε συνομιλία με τον Διονύση Φωτόπουλο. Νομίζω μάλιστα πως από μετριοφροσύνη βάζει επίτηδες νερό στο αντιστασιακό κρασί:
«Η “Αΐντα” ήταν καμωμένη από πουκάμισο της γιαγιάς μου, ένα ψαριανό μεταξωτό κοστούμι το οποίο θαύμαζε πολύ η Μαρίκα Κοτοπούλη... Σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη, στις ρεκλάμες, η Αΐντα ήταν βαμμένη γκρίζα για να μην είναι μαύρη και εξαφανίζεται. Η “Εύθυμος χήρα” ήταν με παραδείσια μαύρα φτερά και καπέλο με φιόγκο μεγάλο. Η “Τραβιάτα” ήταν με τη φουστανέλα του παππού μου, κάτω κάτω, να σούρνεται και μια φανέλα αθλητική για ντεκολτέ, χάρτινα λουλούδια από λαμπάδα και γάντια άσπρα μακριά. Στη μέση ήταν ντραπαρισμένο ένα σεντόνι ριγωτό άσπρο, από αυτά τα υφαντά... Η πρώτη παράσταση δόθηκε στο σπίτι της Δανάης. Αλλά ήταν διάσημο το κοινό το οποίο παρακολουθούσε, όπως ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, η Παπαδάκη, ο πρεσβευτής Αλέ ξανδρος Μάτσας. Η Μαρία Κοτοπούλη εκτιμούσε πολύ αυτές τις παραστάσεις και απαγόρευε στον κόσμο να γελάει ενώ ήταν κωμικές, διότι έλεγε “Προσέχτε την τεχνική του”. Αρχικώς ήταν υπέρ της αντιστάσεως αυτές οι παραστάσεις. Μετά τις έκανα υπέρ του... ταμείου μου. Γινόταν στον κύκλο του θεάτρου όπου κάναμε διάφορες παραστάσεις και μαζεύανε λεφτά για τους αντάρτες, αλλά μετά τις έκανα κατά πρόσκληση. Ελεγαν θέλουμε την παράσταση αυτή. Η τελευταία παράσταση δόθηκε στο θέατρο Κατερίνας όπου παίχτηκαν όλα τα νούμερα. Αυτή η τελευταία παράσταση έγινε στην απελευθέρωση...».
«Είμαι ο μεγαλύτερος έλληνας ηθοποιός, μου είχε πει κάποτε. Επαιξα όμως τόσο καλά το ρόλο του ζωγράφου, που ούτε κι εγώ ξέρω πια αν είναι αλήθεια ή ψέματα. Αισθάνομαι πάντοτε ηθοποιός. Μήπως και η ηθοποιία δεν είναι κι αυτή τέχνη; Αλλά το όνειρό μου είναι να είμαι κάτι άλλο. Παραπάνω από καλλιτέχνης. Κι αυτό είναι δύσκολο...».
Ατμόσφαιρα με το τίποτα
Ενας από τους πιο προικισμένους σκηνογράφους και ενδυματολόγους που πέρασαν από το νεοελληνικό θέατρο, μελετητής του κοστουμιού και λεπταίσθητος γνώστης των υφασμάτων, ο Τσαρούχης είχε το ταλέντο να δημιουργεί ατμόσφαιρα με το τίποτα, τόσο στη ζωή όσο και στη σκηνή. Με λίγα μέτρα κάμποτ, που το έκανε να δίνει την εντύπωση βαρύτιμης στόφας, είχε κάνει κουρτίνες στο ατελιέ του στο Μαρούσι κάποτε, στολισμένες στην κορυφή με γιρλάντες από αληθινά πράσινα φύλλα και τριαντάφυλλα άσπρα και ροζ, καμωμένα από χαρτί τουαλέτας! Οι σοφές επεμβάσεις του είχαν κάνει το χώρο να φαίνεται σαν σαλόνι 19ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί για ένα βράδυ μόνο, στη δεξίωση που δόθηκε μετά το γάμο της ανιψιάς του.
Εχει πει: «Μ΄ αρέσει να εξευτελίζω τις αξίες, τα κοσμήματα στο θέατρο. Να τα κάνω από υλικά που στοιχίζουν μία πεντάρα...». Πράγματι. Στον Φωτόπουλο διηγείται ότι έπρεπε π.χ. να κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι με το μίνιμουμ του προϋπολογισμού. Δέκα σκηνικά και πάμπολλα κοστούμια που όλα έγιναν με χασέ, αλατζά και φθηνά υφάσματα. Θεωρούσε άλλωστε ότι τα φθηνά βαμβακερά υφάσματα, ιδιαίτερα ο αλατζάς, έρχονται πιο κοντά στη ζωγραφική υφή. Εντύπωση πάντως έκανε, όπως λέει, στην παράσταση αυτή «η ερμίνα της πρωταγωνίστριας από σκέτο κάμποτ και ένα γιακαδάκι από λευκό κουνέλι. Ο κόσμος τρόμαζε κάθε φορά που την πετούσε καταγής και έλεγαν «τέτοιο ακριβό γουναρικό».


Μαρία Καραβία: Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη (Καπόν)

Ανώνυμος είπε...

Τον περίμενα στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, στο κτίριο του ΟΤΕ, όπου στεγαζόταν η Πειραματική Τηλεόραση του ΕΙΡ. Σίγουρη «επιτυχία» για κάθε δημοσιογράφο μία συνέντευξη με τον Τσαρούχη, ήταν όμως τότε κάτι πολύ δύσκολο, αντίθετα απ’ ό, τι συνέβαινε τα τελευταία χρόνια που μιλούσε σε οποιονδήποτε ακόμα και με τη σπασμένη πια, μόλις ακουόμενη, φωνή του. Η ώρα περνούσε και δεν φαινόταν. Στο Μαρούσι δεν είχε τηλέφωνο. Ευτυχώς, κάποιος απάντησε στο «σπίτι πόλεως», το διαμέρισμά του στο Κολωνάκι: Ο κ. Τσαρούχης είχε γυρίσει κατάκοπος και βρισκόταν τώρα στο μπάνιο. Φώναξα. Ικέτευσα. Ηρθε στο τηλέφωνο. «Είμαι ένα πτώμα!..». Η τύχη της εκπομπής πέντε λεπτά πριν από την έναρξη ήταν άγνωστη. Αλλά πάνω στην ώρα άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο στούντιο καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος.
Είχε λάβει μέρος σε μία έκθεση αφιερωμένη στην προσωπογραφία εκείνο τον καιρό, στην Γκαλερί Κλωντ Μπερνάρ, στο Παρίσι. Γι’ αυτό και η τηλεοπτική συζήτηση είχε ως θέμα το πορτραίτο. Ο, τι διασώθηκε απ’ αυτή την πρώτη εμφάνισή του στη «μικρή οθόνη» είναι μια φωτογραφία και ένα σύντομο σχόλιο δημοσιευμένο σε αθηναϊκή εφημερίδα.
Κοιτάζω την ημερομηνία. 20 Απριλίου 1967. Από την επομένη, οι μεταδόσεις γίνονταν παρουσία ενόπλων φρουρών, ενώ ένας συνταγματάρχης - λογοκριτής, καθισμένος δίπλα στο ρυθμιστή του ήχου, παρακολουθούσε τις ζωντανές εκπομπές έτοιμος να επέμβει ανά πάσα στιγμή, στην καλύτερη περίπτωση ρίχνοντας την κάρτα «ΔΙΑΚΟΠΗ».
Ηταν ο καιρός που, όπως το έχει πει ο Τσαρούχης ο ίδιος, «έχτισε ένα σπίτι κι έχασε το οικόπεδο». Τα πράγματα χειροτέρευαν. Φύγαμε από την Ελλάδα. Σκορπίσαμε.
Βράδυ με πολύ κρύο, κάπου εκεί γύρω στο Σαιν Ζερμαίν, ένα συρτό βήμα στο μισοσκόταδο. Ο Τσαρούχης με το ναυτικό αμπέχονο, το κασκέτο και με γένια τώρα που κάνουν πιο ξεχωριστή την ωραία μορφή του. Ηξερε τις γωνιές και τα κατατόπια. Παρόλο που δεν το αγαπούσε ιδιαίτερα το «γερασμένο» Παρίσι. Πίστευε «πως θα ’τανε η πιο ανιαρή λουτρόπολη, αν ο Σηκουάνας είχε ιαματικές ιδιότητες και αν δεν το είχαν διαλέξει ως ιδεώδη φυλακή οι εξαιρετικοί εξόριστοι που αγάπησαν την ελευθερία…». Για τη δική του αυτοεξορία μιλάει, όπως πάντα, σε χαμηλό τόνο: «Με υποχρέωναν να φύγω απ’ την Ελλάδα ασθένειες οικογενειακές και ασθένειες εθνικές…».

Ανώνυμος είπε...

Μόλις στρίβεις απ’ τον κεντρικό δρόμο, βρίσκεις ένα μικρομάγαζο που προσφέρει σάντουιτς και κάθε λογής αφεψήματα. Ο Τσαρούχης ίδιος πάντα. Με την πληθωρική έξυπνη κουβέντα του κατευθύνει τη συζήτηση όπου θέλει αυτός, έχοντας μπροστά του ένα μεγάλο φλιτζάνι τίλιο. Θυμάται την Κατίνα Παξινού για την οποία έτρεφε λατρεία μαζί και φόβο. Της χρωστούσε κάποια κοστούμια που δεν κατάφερνε να τα φτιάξει όπως τα ήθελε. Αναγκάστηκε να δηλώσει στη διεύθυνση του θεάτρου ασθένεια. Η Παξινού, συνηθισμένη σε καλλιτεχνικές ασθένειες, πήρε ένα ταξί και στις δώδεκα το μεσημέρι έκανε έφοδο στο σπίτι του, στο Μαρούσι. Ο Τσαρούχης ήταν στο επάνω πάτωμα με τους μαθητές του. Κάποιος έσκυψε απ’ το παράθυρο μόλις ακούστηκε το αυτοκίνητο. «Η Παξινού!..», είπε. Κι εκείνος, μόλις το άκουσε, άφησε κατά μέρος το ύφος του δασκάλου και κρύφτηκε σε μια ντουλάπα... Οταν έφτασε στο Παρίσι η είδηση του θανάτου της, κλείστηκε στο σπίτι του κι άρχισε να ζωγραφίζει το πορτραίτο της. Μια τραγική μάσκα θανάτου, ένα πρόσωπο πετρωμένο σε κραυγή αγωνίας με φόντο σκοτεινό κι απρόσωπο σαν την αιωνιότητα…
Εγραφε με την ίδια χάρη που μιλούσε. Χρησιμοποιούσε μια γλώσσα ανάμεικτη, μια αστική, θα την έλεγα, δημοτική, όπου οι λαϊκές εκφράσεις έλαμπαν σαν πετράδια και οι παλαιικοί, καθαρευουσιάνικοι τύποι έμπαιναν μ’ ένα σκόπιμο, ελαφρά ειρωνικό καθωσπρεπισμό στην κουβέντα του, υπερτονισμένοι από το ελαφρό του «ρο» σαν για να υποδηλώνουν την οικογενειακή προέλευση και την ανατροφή του που δεν την είχε απαρνηθεί ποτέ, ακόμα κι όταν σύχναζε σε λαϊκά στέκια. Κοσμούσε τις διηγήσεις του με παραδοξολογίες που αντικατόπτριζαν, όμως, την πραγματικότητα κάποιας περασμένης ζωής. Διηγόταν πως η κυρία Παρθένη τον άφηνε μόνο με τη Σοφία όταν πήγαινε στο σπίτι της Ακρόπολης να δει τον Παρθένη ή ν’ αντιγράψει κάποιο απ’ τα υπέροχα παλιά έπιπλα που είχαν. Πίστευε πως τα δράματα είναι όλα «δράματα αστικά» και στεκόταν στοχαστικά μπροστά τους.
Κάποτε, στο σπίτι της Λητώς Κατακουζηνού, μετά από μία συναρπαστική αφήγηση του Τσαρούχη, ο Τεριάντ, που είχε συμφωνήσει να κάνουμε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο πατρικό του σπίτι στη Μυτιλήνη και στο μουσείο του, στη Βαρειά, με πήρε παράμερα και μου είπε πως θέλει να το ματαιώσουμε: «Δεν μπορώ εγώ να μιλήσω σαν τον Γιάννη…».

Ανώνυμος είπε...

Ο Τσαρούχης μας έλεγε πώς γνώρισε ο Ιόλας τον μαρκήσιο Ντε Κουέβας. Για μια Ελληνοαμερικανίδα που στο Ντάλας του Τέξας τον ρωτούσε πως λέγεται ελληνικά ο… ταφτάς. «Ταφτάς», της απάντησε κι εκείνη εντυπωσιάστηκε τόσο, που άρχισε να φωνάζει: «Μάμυ, τρέχα, θα χάσεις. Ολες οι επιστημονικές λέξεις είναι ελληνικές!..». Ισχυριζόταν πως την εποχή που έκανε τα κοστούμια της Μήδειας για την παράσταση της Κάλλας στην Επίδαυρο, ο Ωνάσης τον είχε ρωτήσει: «Κύριε Τσαρούχη, ήθελα εσείς, που είστε μόδιστρος, να μου πείτε τη γνώμη σας για τη μίνι φούστα». Ενώ η Κάλλας αγωνιζόταν να μαζέψει τα μπόσικα: «Αρίστο, ο κύριος Τσαρούχης δεν είναι μόδιστρος είναι πιτόρος». Ο Ωνάσης όμως εξακολουθούσε: «Μα, τι μου λέει η Μαρία, το ’ριξες τώρα και στη ζωγραφική!...».
Ο Τσαρούχης δεν ήταν ανέκαθεν τόσο διάσημος. Ούτε το έργο του έγινε από την αθηναϊκή κοινωνία εύκολα αποδεκτό. Τα τελάρα με τα ερωτικά ανδρικά γυμνά και τις φρουρές με τους ατημέλητους στρατιώτες, τις αποξεχασμένες σ’ ερημικές παραλίες, τα έβαζε με το πρόσωπο στον τοίχο όταν επρόκειτο να επισκεφθούν το ατελιέ του ευυπόληπτοι αστοί. Ο ίδιος έλεγε, και όχι χωρίς πικρία, πως οι πίνακές του ούτε ως γαμήλια δώρα δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Γι’ αυτό και δεν έγινε ποτέ πλούσιος. Η άνοδος τιμών των πινάκων του, που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια ήταν χρηματιστηριακό φαινόμενο που, απλώς, τον εμπόδισε να ξαναγοράσει πίνακες που θεωρούσε σημαντικούς για τη συλλογή του Ιδρύματος Τσαρούχη.
Αμέσως μετά τον πόλεμο είχε κάνει σκηνικά και κοστούμια για τον Μάκβεθ που ανέβασε ο θίασος Κοτοπούλη στο «ΡΕΞ». Η αμοιβή του ήταν τότε πέντε χιλιάδες δραχμές. Αλλά ο Χέλμης, ο πασίγνωστος για την τσιγκουνιά του σύζυγος της Μεγάλης Μαρίκας, τον παίδευε για να του τα δώσει, όπως το συνήθιζε συχνά. Την Παρασκευή του έλεγε να περάσει τη Δευτέρα. Τη Δευτέρα του έδινε πεντακόσιες δραχμές και του έλεγε να περάσει πάλι την άλλη Παρασκευή. Ο Τσαρούχης ανεβοκατέβαινε έξω φρενών την τεράστια σκάλα του «ΡΕΞ». Και καθώς εκείνο τον καιρό είχε ανοίξει το πρώτο κατάστημα στην Αθήνα που διαφημιζόταν «Ζελιώτης – Ενδύματα με δόσεις», δεν κρατήθηκε και του είπε: «Ακούστε, κύριε Χέλμη, εγώ κάνω ενδυμασίες θεάτρου, όχι… ενδύματα με δόσεις!...».
Πέρυσι το καλοκαίρι πήγε να δει μια παράσταση στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού. Ανέβηκε με κόπο τα σκαλοπάτια και κάθισε στο θώκο. Η ταξιθέτρια φοβήθηκε μη βρει τον μπελά της. «Αυτές οι θέσεις είναι για τους επισήμους», του είπε. «Εγώ είμαι κάτι παραπάνω από επίσημος. Είμαι άρρωστος», ήταν η απάντησή του.
Θα’ λεγε κανείς πως η αρρώστια ζήλεψε αυτή τη χάρη του Τσαρούχη. Τον έξυπνο, πρωτότυπο λόγο του, τις γρήγορες παρατηρήσεις του, το μοναδικό τρόπο με τον οποίο ήξερε ν’ αφηγείται χιουμοριστικά και κριτικά συγχρόνως τις αναμνήσεις ενός πλούσιου βίου. Την ευκολία να μιλάει, το κέφι να χορεύει με ιερατική μεγαλοπρέπεια τα τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα, «κύκλο» ολόκληρο στο έργο του, που το θέμα το γνώριζε εκ των έσω. Εδωσε σκληρή μάχη για να σταματήσει την εξέλιξή της. Μόνο στα γλυκά δεν μπορούσε να κάνει «κράτει», αν και ήξερε πως ήταν ολέθριο το αυξημένο του ζάχαρο για το πάρκινσον, τη σοβαρή ασθένεια που τον απειλούσε. Μια χειμωνιάτικη Κυριακή τον συνάντησα στην οδό Κανάρη, έξω απ’ το «Ντελισιέ», την ώρα που προσπαθούσε ν’ ανοίξει την πόρτα. «Αυτά είναι τα πορνό μου», μου είπε κοιτάζοντας με λαχτάρα τα γλυκά. «Ερχομαι και τρώω καμιά πάστα όταν δεν με βλέπουν». Ηξερε. «Ο θάνατος ούτε πεσκέσια δέχεται ούτε ρουσφέτια κάνει».


Μαρία Καραβία: Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη (Καπόν)