Σάββατο, Δεκεμβρίου 25, 2010

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Γιάννης Τσαρούχης

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 22, 2010

No 730

Ross Watson (Αυστραλία)

Είχαν ανακαινίσει τ’ αποδυτήρια των αντρών την άνοιξη και στη θέση των ανοιχτών ντους υπήρχαν τώρα έξι καμπίνες. Ο Έκτορας πλενόταν στη μια, η πόρτα της καμπίνας του αφημένη ορθάνοιχτη. Ο Ρίτσι έμεινε να κοιτάζει τον τριχωτό κώλο του άντρα, το ψηλό, καλογραμμένο κορμί του. Ο Έκτορας φαινόταν έτοιμος να γυρίσει προς το μέρος του από στιγμή προς στιγμή, κι ο Ρίτσι τρύπωσε γρήγορα στη διπλανή καμπίνα. Άνοιξε αστραπιαία το νερό και τα’ άφησε να πέσει με δύναμη πάνω του, εντελώς παγωμένο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Άκουσε τον άντρα δίπλα του να κλείνει τη βρύση του ντους. Ο Ρίτσι στάθηκε κάτω απ’ το νερό. Έβγαλε το μαγιό του. Αποφάσισε να μετρήσει ως το δεκαπέντε. Το δεκαπέντε ήταν τυχερός αριθμός.
Δεκαπέντε. Έκλεισε το νερό του ντους και πήγε στ’ αποδυτήρια.
Ο Έκτορας στεκόταν απέναντί του, γυμνός, μια υγρή λευκή πετσέτα κρεμασμένη στον ώμο του. Ο Ρίτσι, μην τολμώντας να πάρει ανάσα, κοίταξε τον άντρα, ύστερα του χάρισε ένα ντροπαλό, φοβισμένο χαμόγελο. Ο Έκτορας του ανταπέδωσε αμήχανα το χαμόγελο. «Γεια σου».
Ο Ρίτσι κούνησε απλώς το κεφάλι του, μη τολμώντας να πει λέξη. ΘΑ στρίγκλιζε, θ’ ακουγόταν σαν κοριτσάκι, το ‘ξερε. Θα ‘πρεπε να ρωτήσει για την Αίσα, για τα παιδιά –πώς διάολο τα ‘λεγαν; Ο Έκτορας συνέχιζε να σκουπίζεται. Ο Ρίτσι τον έτρωγε με τα μάτια, ξέροντας ότι μάλλον δεν θα ξαναείχε τέτοια ευκαιρία. Κοίταξε το λαιμό του άντρα, το στήθος του, την κοιλιά του, τα μπούτια του, τον πούτσο του, τ’ αρχίδια του, τα γόνατά του, τους αγκώνες, τα δάχτυλα, τα χέρια. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια. Τις πυκνές, σκούρες, κατσαρές τρίχες γύρω από τος ρώγες του, την αχνή ροζ ουλή στ’ αριστερό του μπράτσο, το ότι το δεξιό του αρχίδι φαινόταν πιο στρογγυλό, πιο μεγάλο απ’ το άλλο. Ο Έκτορας σήκωσε το πετσάκι του πέους του και σκουπίστηκε. Ο πούτσος του Ρίτσι ξαφνικά σηκώθηκε –δεν μπορούσε να τον ελέγξει. Τινάχτηκε μπροστά, κουνιόταν πάνω κάτω, τεράστιος , άσχημος. Καθώς ο Έκτορας σκούπιζε τους ώμους του, έριξε μια ματιά στον Ρίτσι, ύστερα τράβηξε αμέσως το βλέμμα του, σοκαρισμένος, ενοχλημένος, όχι όμως προτού προλάβει ο Ρίτσι να διακρίνει στα μάτια του μεγαλύτερου άντρα κάτι ανάμεσα σε λύπη και αηδία.

Χρήστος Τσιόλκας: Το χαστούκι (Ωκεανίδα)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010

No 729

Fero (Τουρκία)

Έτσι, το βραδάκι, ενώ οι δυο φίλοι ντύνονταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κάνοντας εξάσκηση στα τουρκικα τους από την τηλεόραση, χτυπάει η πόρτα και εμφανίζεται ο Τζεμάλ. Είχε έρθει να πάρει το δώρο του και να τους συνοδέψει έξω. Ο Χρήστος μόλις είχε βγει από το μπάνιο και ήταν η σειρά του Διονύση να αποκαθαρθεί. Μπαίνοντας στο μικρό λουτρό, ο Διονύσης αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να καθυστερήσει, καθώς –παρά την κλειστή πόρτα- ακούγονταν ποδοβολητά στο δωμάτιο. Ο Διονύσης τράβηξε τη νάιλον κουρτίνα και περίμενε στωικά. Τρεις φορές τρίφτηκε αίροντας τις αμαρτίες των άλλων.
Κι ενώ δεν ακουγόταν τίποτε πια απ’ έξω, ανοίγει η πόρτα του μπάνιου και αισθάνεται δίπλα στη νάιλον κουρτίνα τη χρυσή βροχή του παλαιστή. Κράτησε την ανάσα του περιμένοντας να τελειώσει και ξαφνικά ο Τζεμάλ τραβάει την κουρτίνα και να τος ολόγυμνος, ολόγιομος.
«Τι κρύβεσαι στο μπάνιο;»
Είχε χαλαρώσει, αλλά ακόμα κι έτσι ήταν θεαματικός. Γελούσε και αποχώρησε θριαμβευτικά.
Με κομμένη την ανάσα, ο Διονύσης ρώτησε «Μπορώ να βγω;»

Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Ο παλαιστής και ο δερβίσης (Πατάκης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2010

No 728

Θάλεια Φλωρά-Καραβία

Ο Καβάφης ήρθε ξαφνικά σαν πυρετός και ξεσήκωσε την τάξη. Πέσαμε μονομιάς όλοι άρρωστοι. Ως και οι πιο ανίδεοι από ποίηση –κουμπούρες και καζουροποιοί- ένιωσαν ενδιαφέρον μαζί κι ενόχληση. Ήταν σαν να είχαμε φέρει μέσα στην τάξη κάτι το απαγορευμένο. (…)
Ο Καβάφης ξέσπασε σαν μια επιδημία που υπόβοσκε, μια ασθένεια απ’ την οποία λίγο πολύ όλοι είχαμε προσβληθεί και που θέλαμε, αψήφιστα, να τη μεταδώσουμε και σε άλλους. Σκύβαμε πάνω στο βιβλίο του αφιονισμένοι. «Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος» κι είχαμε μια τάση να σοκαριστούμε και να ταυτιστούμε συνάμα.
«Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες…», τη στιγμή που, όντως, μερικοί από μας είχαμε αρχίσει να ‘χουμε μεταμέλειες για κάποιες ατασθαλίες μας ερωτικές. Βρισκόμασταν στην εποχή που «η κοινωνία… σεμνότυφη πολύ, συσχέτιζε κουτά». «Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε».
Βέβαια ο φιλόλογος μας φρόντιζε να μας κάνει μόνο τα ιστορικά και τα παραινετικά ποιήματα του, παραμερίζοντας επιδέξια κάθε άλλο κείμενο του προκλητικό.

Μένης Κουμανταρέας: Ξεχασμένη φρουρά (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 01, 2010

No 727

Simeon Solomon (Ην. Βασίλειο)

Η παιδεραστία αποτελεί ένα φυσιολογικό στάδιο στην εξέλιξη και την ωρίμανση των εφήβων. Πρόκειται για μια εφήμερη συνήθως σχέση με εκπαιδευτικό και όχι συστηματικά σαρκικό χαρακτήρα, με σκοπό την ανάπτυξη των ηθικών αρετών του νέου, η οποία κατέληγε με την πάροδο της ηλικίας σε μια σταθερή, ισόβια φιλία. Οι ενήλικες εραστές επιδίδονταν στη συστηματική έρευνα προκειμένου να ανακαλύψουν το αντικείμενο του πόθου τους στα γυμναστήρια και τις παλαίστρες, όπου αθλούνται γυμνοί νέοι και εκτός από τα θαυμαστικά σχόλια των υποψηφίων εραστών δέχονται και τα πλουσιοπάροχα δώρα τους. Χαρακτηριστικός είναι ο πρόλογος από τους Διαλόγους του Πλάτωνα που μας περιγράφει την ισχυρή αίσθηση που προκάλεσε στο Σωκράτη η εμφάνιση ενός ινδάλματος, του ωραιότερου νέου της εποχής, του Χαρμίδη. Οι λεπτομέρειες των γεγονότων που έλαβαν χώρα στην παλαίστρα του Ταυρέα, όπως μας τις μεταφέρει ο Πλάτων, οδήγησαν τον Σωκράτη να ερωτευθεί τόσο παράφορα τον Χαρμίδη, ώστε να χάσει την ψυχραιμία του και την αυτοπεποίθησή του. Τέτοιοι σπουδαίοι και διάσημοι άνδρες μαγεύουν τα νεαρά αγόρια, μέχρις ότου τα κατακτήσουν και γίνουν ερωτικό ζευγάρι.
Τα παιδεραστικά, ερωτικά ζευγάρια δεν έχουν κανένα πρόβλημα να εμφανιστούν δημόσια και η παρουσία τους σε συμπόσια και οποιες άλλες εκδηλώσεις δεν σοκάρει καθόλου τους Αθηναίους πολίτες.

Σπύρος Κ. Ζερβός: Ροζ σκάνδαλα στην αρχαιότητα (Ταξιδευτής)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 25, 2010

No 726



Η ομοφυλοφιλία εμφανίζεται στα ελληνικά μυθιστορήματα – και γίνεται κεντρικό θέμα στον Ρωμαίο Πετρώνιο. Ο Χαρίτων είναι ο πιο διακριτικός: ο ήρωάς του, ο Χαιρέας, συνοδεύεται πάντοτε από τον πιστό του φίλο, τον Πολύχαρμο. Ο συγγραφέας υπαινίσσεται την πραγματική διάσταση της φιλίας τους, παραπέμποντας απλώς στη φιλία του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο στην Ιλιάδα: ο υπαινιγμός αυτός πρέπει να ήταν αρκετός για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη. Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Χαιρέας δίνει την αδελφή του στον Πολύχαρμο’ η πλούσια προίκα που συνοδεύει τη νύφη είναι σαφώς η ανταμοιβή για την αφοσίωση του Πολύχαρμου’ πουθενά δεν γίνεται λόγος για ρομαντικό έρωτα.
Ο Ξενοφών είναι αμεσότερος. Ένας βασικός ήρωας του μυθιστορήματος του είναι ο ληστής Ιππόθοος, που τον συναντούμε άλλοτε με την Άνθεια και άλλοτε με τον Αβρακόμη –αν και είναι σαφές ποιον από τους δυο προτιμά. Οι διαθέσεις του απέναντι στην Άνθεια είναι ενδεικτικές: σε κάποιο σημείο είναι έτοιμος να τη θυσιάσει στον θεό του πολέμου, τον Άρη, και σε κάποιο άλλο τη ρίχνει σε μια τάφρο με πεινασμένα σκυλιά’ όταν, στο τέλος, συμβάλλει στην ένωση των ερωτευμένων, το κάνει μόνο από φιλία για τον Αβροκόμη. Στο μεταξύ, έχει υιοθετήσει ένα ωραίο αγόρι- ενώ πιο πριν είχε μιλήσει στον Αβροκόμη για τον μεγάλο νεανικό του έρωτα, τον ωραίο Υπεράνθη, που τον έχασε σ΄ ένα ναυάγιο ανοιχτά της Λέσβου, κι από τον καημό του έγινε ληστής!
Ο Αχιλλέας Τάτιος, φιλοπερίεργος και φιλομαθής πάντοτε, εξετάζει το θέμα και θεωρητικά. Στο ταξίδι από τη Βηρυτό στην Αλεξάνδρεια, όσο η Λευκίππη κοιμάται «εν μυχω της νηός», οι άντρες συζητούν για το ιδεώδες αντικείμενο του ερωτικού πόθου και διαφωνούν: άλλοι προτιμούν τις γυναίκες και άλλοι τα αγόρια’ οι παιδεραστές έχουν την τελευταία λέξη, όμως ο συγγραφέας δεν αφήνει την παραμικρή υποψία να σκιάσει τον ήρωά του, που είναι απόλυτα αφοσιωμένος στη Λευκίππη.

Tomas Hägg: Το αρχαίο μυθιστόρημα (ΜΙΕΤ)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 24, 2010

No 725



«(…) Αλήθεια δεν ξέρω για ποιο λόγο στις μέρες μας συνηθίζεται ο έρωτας μεταξύ αρσενικών».
«Γιατί, πολύ καλύτερος δεν είναι;» απάντησε ο Μενέλαος. «Τ’ αγόρια είναι πιο απλοϊκά απ‘ ό,τι οι γυναίκες κι η ομορφιά τους πιο ερεθιστική για ηδονή. (…) Στις γυναίκες όλα είναι ψεύτικα, και τα λόγια κι η εμφάνιση. Αν φαίνονται όμορφες, αυτό είναι περίτεχνο κατόρθωμα των φτιασιδιών. Η ομορφιά τους δεν είναι άλλο παρά αρώματα, βαφές μαλλιών και καλλυντικά. Αν όμως τις απογυμνώσεις από όλες αυτές τις απάτες, τότε μοιάζουν με την ξεπουπουλιασμένη καλιακούδα του παραμυθιού. Η αγορίστικη ομορφιά δεν ποτίζεται με μυρωδιές αρωμάτων, ούτε μ’ απατηλές και ξένες οσμές' απ’ όλα τα μύρα των γυναικών ο ιδρώτας των αγοριών μυρίζει πιο ωραία. Μπορείς μάλιστα, πριν από τα ερωτικά αγκαλιάσματα, να πέσεις μαζί τους στην παλαίστρα και ν’ αρχίσεις φανερά τις περιπτύξεις, γιατί αυτά τ’ αγκαλιάσματα δεν είναι ντροπή. Δεν έχουν σάρκες χαλαρές για να κάνουν χαλαρά και τα ερωτικά αγκαλιάσματα, τα κορμιά αντιχτυπούν το ένα στ’ άλλο και συναγωνίζονται σε ηδονή. Τα φιλιά τους δεν έχουν γυναικεία σοφία, ούτε επινοούν με τα χείλη τους απάτες κολασμένες. Φιλούν όπως ξέρουν, και τα φιλιά τους δεν είναι αποτέλεσμα της τέχνης αλλά της φύσης. Να ποια είναι η εικόνα του αγορίστικου φιλιού: αν έπηζε το νέκταρ και γινόταν δυο χείλη, τότε μόνο θα έπαιρνες παρόμοια φιλιά. Φιλάς και δεν χορταίνεις, κι όσο τα δοκιμάζεις τόσο πιο πολύ διψάς για φιλιά' το στόμα σου δεν μπορείς να τ’ αποτραβήξεις προτού η ηδονή σε κάνει να ξεφύγεις από τα φιλήματα».

Αχιλλεύς Τάτιος: Τα περί Λευκίππην και Κλειτοφώντα (Κάκτος)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 18, 2010

No 724



Έτσι ο Ιππόθοος άρχισε να του αφηγείται από την αρχή (καθώς συνέβαινε να είναι μόνοι οι δυο τους) τις περιπέτειες του.
«Εγώ», είπε, «κατάγομαι από την Πέρινθο (η πόλη αυτή βρίσκεται κοντά στη Θράκη), και η οικογένειά μου ήταν από τις ισχυρότερες εκεί’ σίγουρα θα έχεις ακούσει για την Πέρινθο, πόσο ξακουστή είναι και πόσο ευημερούν οι άνθρωπου σ’ αυτήν. Εκεί ότανήμουν νέος, ερωτεύτηκα ένα ωραίο αγόρι της περιοχής, που το έλεγαν Υπεράνθη. Το πάθος μου γι’ αυτόν γεννήθηκε όταν τον είδα στο γυμναστήριο να ασκείται στην πάλη, και δεν μπορούσα πια να αντέξω. Μια μέρα λοιπόν που τελείτο μια τοπική γιορτή με θρησκευτική ολονυχτία, πλησιάζω τον Υπεράνθη και τον ικετεύω να με λυπηθεί’ το αγόρι, όταν με άκουσε, συγκινήθηκε από το πάθος μου και μου υποσχέθηκε τα πάντα. Έτσι άρχισε το πρώτο στάδιο ου έρωτά μας, με φιλιά, αγγίγματα και πολλά δικά μου δάκρυα’ τέλος κατορθώσαμε σε μια κατάλληλη στιγμή να βρεθούμε μόνοι μαζί, και κανείς δεν μας υποπτευόταν, επειδή ήμασταν συνομήλικοι. Η σχέση μας κράτησε για μεγάλο διάστημα και αγαπιόμασταν πολύ, μέχρι που κάποιος θεός ζήλεψε την ευτυχία μας. Μια μέρα ήλθε από το Βυζάντιο (το Βυζάντιο βρίσκεται κοντά στην Πέρινθο) ένας άντρας από τους επιφανέστερους στην πόλη του, που καυχιόταν για τα πλούτη και την περιουσία του’ το όνομά του ήταν Αριστόμαχος. Με το που πάτησε λοιπόν αυτός το πόδι του στην Πέρινθο, λες και τον είχε στείλει κάποιος θεός για να με καταστρέψει, βλέπει στο πλευρό μου τον Υπεράνθη και αμέσως τον ερωτεύεται’ τον θάμπωσε η ομορφιά του αγοριού, που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Από την στιγμή που τον ερωτεύτηκε, δεν μπορούσε να ελέγξει το πάθος του’ […]

Ξενοφών Εφέσιος: Εφεσιακά (Κάκτος)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 17, 2010

No 723


Αξίζει όμως να μνημονεύσουμε κι άλλο επεισόδιο, διόλου ευκαταφρόνητο, που φανερώνει τη δύναμη της φιλίας: ο Πολύχαρμος, ο φίλος του Χαιρέα, στην αρχή όχι μόνο δε φάνηκε στη συγκέντρωση, αλλά δήλωσε και στους γονείς του:
«Αγαπώ τον Χαιρέα, και βέβαια τον αγαπάω, όχι όμως στο σημείο να ριψοκινδυνεύσω τη ζωή μου μαζί του. Γι’ αυτό λοιπόν, μέχρι ν’ αποπλεύσει, εγώ θα σταθώ παράμερα».
Τη στιγμή όμως που το πλοίο άφηνε τη στεριά, τους αποχαιρέτησε από την πρύμνη’ ήταν αργά πια για να τον συγκρατήσουν.

Χαρίτωνος Αφροδισιέως: Χαιρέας και Καλλιρόη (Το Ροδακιό)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 12, 2010

No 722

Giovanni Bazzi, Il Sodoma (Ιταλία)

Μολονότι ο Αλέξανδρος έτρεφε μεγάλη αγάπη για όλους τους συντρόφους του, περισσότερο ξεχώριζε τον Ηφαιστίωνα, που και κείνος με τη σειρά του ανταπόδινε τα τρυφερά αισθήματα του συντρόφου του. Κάποια μέρα ο Αλέξανδρος απαγγέλλοντας μπροστά στους φίλους του την εικοστή δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας δάκρυσε, και με θλίψη είπε:
«Πόσο υα ‘θελα να ήμουν κι εγώ Αχιλλέας, αλλά νε έχω και έναν τέτοια φίλο, όπως ήταν ο Πάτροκλος».
Ο Ηφαιστίωνας του είπε τότε:
«Αν εσύ, Αλέξανδρε, επιθυμείς να αντικαταστήσεις τον Αχιλλέα, κι εγώ επιθυμώ ν’ αντικαταστήσω τον Πάτροκλο».
Από την απάντηση αυτή, ο Αλέξανδρος ευχαριστήθηκε πάρα πολύ κι αγκαλιάζοντας τον Ηφαιστίωνα του είπε:
«Από τώρα και στο εξής, ο Αλέξανδρος είναι Ηφαιστίωνας και ο Ηφαιστίωνας, Αλέξανδρος».
Από τότε ο Φιλώτας έβλεπε με άσχημο μάτι το καινούργιο ζευγάρι της αληθινής και παραδειγματικής αυτής φιλίας.

Κόιντος Κούρτιος Ρούφος: Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 10, 2010

No 721

Etienne (Dom Orejudos) [ΗΠΑ]

Ο Αλκιβιάδης, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ γέρος: πέθανε περίπου πενήντα χρόνων. Την εποχή του Συμποσίου δεν ήταν πια ένας νέος άνδρας. Πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ του 492 και του 450. Όταν άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, μόλις είχε απαλλαγεί από την κηδεμονία του Περικλή. Από τότε είχε το δικό του σπίτι, τους δούλους του. Σε λίγο θα μπορεί να αναλάβει πολιτικές ευθύνες. Ο χαρακτήρας όμως του ανθρώπου παρέμεινε, ως προς αυτό το σημείο, ίδιος με ενός εφήβου, λαμπερού, αναιδέστατου, κάπως ανεύθυνου, και έτσι θα τον φανταζόμαστε πάντοτε. Στο συμπόσιο, η σκηνή υποτίθεται ότι συμβαίνει το 416: ο Αλκιβιάδης είναι λοιπόν τριάντα πέντε χρόνων: του φέρονται όμως όπως σε «ερωμένο», τον οποίον οι άνδρες ενοχλούν με τις προτάσεις τους, και σαν χαϊδεμένο παιδί που μπορεί να λέει οτιδήποτε και του συγχωρούνται τα πάντα. Η εικόνα αυτού του έφηβου έχει, κατά κάποιον τρόπο, επιβληθεί, χαραχτεί στις εντυπώσεις μας και έχει για πάντα επιβληθεί.

Jaquline de Romilly : Αλκιβιάδης (το άστυ)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010

No 720


Απέπλευσαν τον Ιούλιο (για το Μεσολόγγι). Μαζί του ήταν: ο πιστός υπηρέτης Φλέτσερ, που συνόδευε πάντα από παιδί τον Μπάυρον’ ο θαλαμηπόλος του Λέγκα Ζαμπέλλι, που ήδη από τη Ραβένα είχε προστεθεί στο προσωπικό του, καθώς κι ένας νεαρός γιατρός, ο Φραντσέσκο Μπρούνο. Επίσης –παράξενη αναπαράσταση των νεανικών του χρόνων- πήρε μαζί του έναν σκύλο που του ‘χαν χαρίσει, τον Λέοντα, ράτσας Νέας Γης και αργότερα πρόσθεσε στην ομάδα κι έναν νεαρό Έλληνα, τον Λουκά, ως ακόλουθό του. Ο Μπάυρον συνδέθηκε μ’ αυτό το αγόρι τόσο στενά όσο και με τον Ρόμπερ Ράστιν. Στα τελευταία ποιήματα της ζωής του εξέφρασε τον πόνο του για την αδιαφορία που του έδειχνε αυτό το αγόρι:

…ο έρωτας δεν εξαρτάται από τη θέλησή μου.
Δεν φταις εσύ γι’ αυτό – αν κι ειν’ της μοίρας μου γραφτό
με πάθος, ανάρμοστα και μάταια, εσένα πάντα ν’ αγαπώ.

Πέρα απ’ αυτούς τους στίχους, ο Μπάυρον δεν ξανάγραψε άλλα ποιήματα. Τώρα πια είχε έρθει η ώρα της δράσης, κάτι που πάντα επιθυμούσε.

Catherine Peters: Byron. Ποιητής, εραστής ή επαναστάτης; (Νεφέλη)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 03, 2010

No 719

Edward Hopper (ΗΠΑ)

Δεν βρήκα φωτογραφία που να δείχνει την Πάολα Σανζύστ ντι Τεουλάντα, χέρι χέρι με τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε στη Ντωβίλ, στην έξοδο του ξενοδοχείου Paris, η καθεμιά δίνει το χέρι της σε έναν άνδρα: η Φρανσουάζ στον Ζαν Σάκο και η Πάολα στον Ζαν-Πωλ Φωρ. Θολώνουν τα νερά. Ακόμα και αν στη Φρανσουάζ αρέσουν οι γυναίκες, κρύβει τις σχέσεις της που παραμένουν παράνομες. Δεν υπάρχουν ερωτικές εικόνες της Σαγκάν με εκείνες που αγάπησε ή που τη γοήτευσαν, την Πάολα, Τη Ζυλιέτ Γκρεκό, τη Πέγκυ Ρος ή την Άβα Γκάρντνερ. Στο θέατρο ή στο καζίνο, κάνει την είσοδό της στηριγμένη στο μπράτσο ενός άνδρα, προκειμένου να αποφύγει να φωτογραφηθεί με κάποιαν επιστήθια φίλη.
Η επίσημη ερωτική ζωή της Φρανσουάζ Σαγκάν συμμορφώνεται με τους όρους της σύμβασης που υπαγορεύονται από τον μύθο της.

Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ: Σαγκάν, μια ζωή στο κόκκινο (Μεταίχμιο).

Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010

Νο 718

David Cantero (Ισπανία)

γιατί, όταν κοιμάσαι γίνεσαι παιδί
χαρταετός, παλίρροια, ταξιδιάρικο πουλί
μπορείς να καθορίσεις τη ζωή με τη σκανδάλη
να πατήσεις σαν τσιγάρο έναν παραπάνω
μπορείς να πας όπου θες να βρεις ελευθερία
να πετάξεις τα λεφτά σου
σε μια μεγάλη πλατεία
εσύ έφυγες
εγώ είχα μείνει εκεί
μέχρι που έσπασε το χρώμα και ήρθε το πρωί

Κωνσταντίνος Βήτα: θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο (οξύ)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 27, 2010

No 717

Rodrigo (Ισπανία)

Σημεία των καιρών

Ένα αμυδρό φωτάκι
σε μια παλάμη μέσα λαμπυρίζει.
Αντικατοπτρισμός μάλλον θα ‘ναι.
Ώσπου στ’ αυτί του τ’ ακουμπά.
Η τρυφερότητά του με κερδίζει.
Δυο χαλαροί δίπλα μου με λυμένα κορδόνια.
Απ‘ ό,τι πιάνω:
- Κατάπιε το.
- Με τίποτα δεν κατεβαίνει.
- Ε, τότε φτύσ’ το.

Χριστόφορος Λιοντάκης: Στο τέρμα της πλάνης (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 21, 2010

No 716

Raphael Perez (Ισραήλ)

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Ερεσό αρχίζει να σχηματίζεται μια μορφή λεσβιακής κοινότητας κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Μια κοινότητα που χαρακτηρίζεται από έντονες σεπαρατιστικές τάσεις αποκλεισμού των ανδρών, οριοθέτηση των δικών της χωρικών ορίων, ωραία ατμόσφαιρα και έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό της, αλλά και από αψιμαχίες και συγκρούσεις με τους ντόπιους. Οι πρώτες γυναίκες που ήρθαν έφτιαξαν καλύβες στη δεξιά πλευρά του Ψαροποταμού από καλάμια που μάζευαν από την γύρω περιοχή. Τους ανήκε ολόκληρο το τμήμα της αμμουδιάς που ήταν εγκατεστημένες οι καλύβες καθώς και το κομμάτι της θάλασσας και της παραλίας που εκτεινόταν μπροστά. Στο συγκεκριμένο σημείο της παραλίας η διέλευση των ανδρών ήταν απαγορευμένη και οι παραβάτες αντιμετωπίζονταν με αυστηρότητα. Με τον τρόπο αυτό οριοθέτησαν τα δικά τους χωρικά όρια και «χάραξαν» σύνορα η διέλευση των οποίων ήταν απαγορευμένη για τους «εκτός» της κοινότητας.
Η οριοθέτηση των συνόρων και η απαγόρευση της διέλευσης των ανδρών από το συγκεκριμένο κομμάτι της παραλίας ήταν μια κίνηση που προκάλεσε αντιδράσεις.
Οι σχέσεις με τους κατοίκους της Ερεσού χαρακτηρίζονταν από ένταση και αντιπαράθεση που φτάνει μέχρι την ανοιχτή σύγκρουση. Οι γυναίκες πήγαιναν στα καφενεία της Σκάλας μόνο για φαγητό. Αποτελούσαν ένα περίεργο φαινόμενο για τους ντόπιους. Κοντοκουρεμένες γυναίκες με «αλλόκοτη» εμφάνιση, ντύσιμο, τρόπους, συμπεριφορά, ομιλία. Δεν ήταν ευπρόσδεκτες σε αρκετά εστιατόρια, αλλά, και οι ίδιες προτιμούσαν να συχνάζουν σε έναν «δικό» τους χώρο, αν και ο ιδιοκτήτης του ήταν άνδρας. Ο χώρος αυτός βρισκόταν στη βορειοδυτική πλευρά της παραλίας λίγο πιο πάνω από τις καλύβες με τα καλάμια.

Βενετία Καντσά: δυνάμει φίλες, δυνάμει ερωμένες (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 20, 2010

No 715

Javier Ciga (Ισπανία)

Την εποχή των παλιών συμμαθητών τα πράγματα ήταν ξεκαθαρισμένα. Ο πούστης λεγόταν πούστης. Ο κωλομπαράς, κωλομπαράς. Και ο μπινές, μπινές. (Στη Μυτιλήνη τον μπινέ τον λένε ιμπνέ κι αυτό με κάνει να σκέφτομαι μήπως η λέξη είναι τούρκικη). Αυτά τα γκέι, τα μπάι, τα αμφί, τα ομοφυλόφιλος που συνηθίζουμε σήμερα δεν είχαν βγει στην αγορά.
Πούστης ή αδελφή ή τοιούτος ή ντιγκιντάγκας (κατά την έκφραση μερικών κυριών) ήταν αυτός που έσκυβε για να …πιάσει το σαπούνι (κουβέντα του αείμνηστου Στούπη που είχε το μεγαλύτερο παπάρι της πλατείας), κι ερχόταν ο άλλος από πίσω και “του τον φόραγε” ή “του τον έχωνε” ή του ξηγιόταν αρμυρό φιστίκι, όπως έλεγε ο Λιάκος, όταν μιλούσε μπροστά σε γυναίκες.
Κωλομπαράς ή κολόμπος ή κολόμβος ή (συντετμημένα) όμβος ή μερακλής ήταν εκείνος που δεν γούσταρε τις γυναίκες στο κρεβάτι αλλά τ’ αγοράκια. Και, φυσικά, τα όμορφα, στρουμπουλά και ροδομάγουλα αγοράκια, που, προφανώς, θα είχαν και τρυφερό κωλαράκι.
Τέλος, μπινές ήταν ο παντρεμένος που, στη σεξουαλική του ζωή, άλλοτε ήταν ενεργητικός (με τη γυναίκα του ή άλλες γυναίκες) και άλλοτε παθητικός: “τον έπαιρνε”, κατά το κοινώς λεγόμενο, από άντρες, νεαρής ηλικίας, τους οποίους πλήρωνε. Αν δεν είχε λεφτά (φτωχομπινές), ήταν διατεθειμένος να τους κάνει πλάτες για να κοιμηθούν με τη γυναίκα του, κι έτσι, να βγάλει την υποχρέωση.

Λευτέρης Παπαδόπουλος: Οι Παλιοί Συμμαθητές (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2010

Νο 714

Károly Ferenczy (Ουγγαρία)

ΓΕΦΥΡΑ ΕΛΙΣΑΒΕΤ

Μαζί κρυώναμε στη γέφυρα της Ελισάβετ,
όταν αγκαλιαστήκαμε για πρώτη φορά,
εγώ κρατούσα το κράνος του μπέιζμπολ,
για να μην το πάρει στον Δούναβη ο αέρας,
εσύ χαμογελούσες αμήχανα,
που δυο άντρες, να έτσι, και μόνο εδώ,
φιλιούνται ανάμεσα σε αυτοκίνητα και σε λεωφορεία.
Εσύ μένεις στην Πέστη, εγώ στη Βούδα,
δε μας ενώνει όμως η γέφυρα,
γιατί το δικό μου σώμα είναι ο Δούναβης,
το δικό σου σώμα η πόλη -
θα ήθελα να ρέω επάνω σου:
εις τους αιώνες των αιώνων μέσα σου, πάντα σε κίνηση,
να καθρεφτίζω θέλω τα φώτα σου που αναβοσβήνουν ασταμάτητα

Αντράς Γκέρεβιτς /Ουγγαρία

Ρούλα Κακλαμανάκη (επιμ.): Η κοινή μας φούγκα. Ανθολογία νέων Ούγγρων ποιητών (Γαβριηλίδης)
Μετάφραση: Vangi Szabó – Ρούλα Κακλαμανάκη

Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010

No 713


«Κάνουν όπως οι παντρεμένοι. Μοιάζουν μ’ εμάς».
«Είναι πιο πιστοί. Έχουν τα κόμπλεξ των κυνηγημένων αιρετικών και είναι πιο πιστοί ο ένας στον άλλο».
«Όχι ο Πάολο κι ο Ντονάτο».
«Ανήκουν σε διαφορετική γενιά».
«Έτσι είπε κι ο Ράφα».
«Ο Ράφα φέρεται περίεργα. Ένας άνθρωπος τόσο ισορροπημένος, να κάνει το λάθος να παρουσιάζει στον κόσμο τον εραστή του… Το φθινόπωρο δεν θα μιλάμε γι’ άλλο πράγμα».
Η Προύδεν μάς άκουγε λες και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να παρέμεβει’ και τη βρήκε.
«Διάβηκε τον Ρουβίκωνα. Μου το είπε».
«Του μίλησες καθαρά;
«Υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ μας. Τον ρώτησα τι επεδίωκε παρουσιάζοντας στον κόσμο τον Βιθέντε και μου απάντησε ότι βαρέθηκε να προσποιείται, ότι βρισκόμαστε πλέον στον εικοστό αιώνα, ότι κουράστηκε να έχει διπλή προσωπικότητας».
«Ο Βιθέντε δεν φαίνεται κακό παιδί».
«Θα μπορούσε να είναι χειρότερος».
Παρατήρησε η Προύδεν με κάποια στενοχώρια.
«Είναι τόσο ευαίσθητοι… Οι καημένοι!»

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν: Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα (Κατσανιώτης)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 07, 2010

No 712

Jean Léon Gerôme (Γαλλία)

Ο Γνάθων αντίθετα ήταν άνθρωπος που ήξερε μόνο να τρώει, να πίνει, να μεθάει και μετά το μεθύσι να νοιάζεται για τις σαρκικές ηδονές. Δεν ήξερε άλλο από τα σαγόνια, την κοιλιά και τα κάτω από την κοιλιά. Στην θέα του Δάφνη, όταν αυτός έφερε τα δώρα, δεν έμεινε ασυγκίνητος, αλλά, καθώς ήταν από φυσικού του παιδεραστής, μπροστά σε τέτοια ομορφιά που ούτε στην πόλη δεν έβρισκε, αποφάσισε να του κάνει ερωτικές προτάσεις και πίστευε πως ο νέος σαν βοσκός που ήταν θα πειθόταν εύκολα.
Αφού πήρε την απόφαση, δεν ακολούθησε τον Άστυλο στο κυνήγι, αλλά κατέβηκε στο μέρος όπου έβοσκε ο Δάφνης τα κοπάδια για να δει τις κατσίκες, όπως είπε, στην πραγματικότητα όμως για να δει τον Δάφνη. Τον καλόπιανε μιλώντας κολακευτικά για τις κατσίκες του και του ζήτησε να παίξει στη φλογέρα ένα βουκολικό σκοπό, λέγοντας του πως γρήγορα θα τον κάνει ελεύθερο, αφού είχε μεγάλη δύναμη.
Όταν είδε πως του κέρδισε την εμπιστοσύνη, μια νύχτα του έστησε καρτέρι την ώρα που έφερνε τις κατσίκες από τη βοσκή. Στην αρχή έτρεξε εμπρός του και τον φίλησε κι ύστερα του ζήτησε να του δοθεί από πίσω, όπως δίνονται οι κατσίκες στους τράγους.
Ο Δάφνης, που δεν κατάλαβε αμέσως, του είπε πως το σωστό είναι οι τράγοι να βατεύουν τις κατσίκες κι ότι ποτέ κανείς δεν είδε τράγο να βατεύει τράγο ή κριάρι αντί για προβατίνα, ούτε τους πετεινούς άλλους πετεινούς αντί για κότες.
Όμως ο Γνάθων πήγε να τον πιάσει με τα χέρια του και να τον βιάσει. Ο Δάφνης έσπρωξε τον μεθυσμένο, που με δυσκολία στεκόταν στα πόδια του, και τον έριξε κατά γης.

Λόγγος: Δάφνης και Χλόη (Κάκτος)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 06, 2010

No 711


Η παιδεραστία
Ο έρωτας των αρχαίων Ελλήνων έχει διπλό χαρακτήρα. Είναι έρωτας προς τις γυναίκες και έρωτας προς τούς άνδρες, με την πλήρη υποταγή τού γυναικείου φύλου, ο υψηλός έρωτας είναι κυρίως προς τούς άνδρες. και για την ακρίβεια προς το νεαρά αγόρια, τούς παίδες, εξ ου και η λέξη παιδεραστία και παιδεραστής. ο ερωμένος ήταν νέο παιδί στην περίοδο της ήβης, απ' τα 14 ως τα 20, αλλά ο Πλάτων στο Συμπόσιο (18 Ι ΟΕ) μας πληροφορεί πώς συνήθως άρχιζαν νωρίτερα, πριν ακόμα εμφανιστεί το γένι στα παιδιά. Βέβαια αυτός ήταν ο κανόνας, γιατί γνωρίζουμε πώς ο Ευριπίδης ήταν ερωτευμένος με τον τραγικό ποιητή Αγάθωνα όταν ο τελευταίος ήταν ήδη 40 χρονών, λέγοντας πώς δεν είναι μόνον όμορφη η άνοιξη των ωραίων παιδιών, αλλά και το φθινόπωρό τους. το ερωτικό πάθος ήταν τόσο μεγάλο ώστε οδηγούσε σε σκηνές άγριας ζηλοτυπίας, ή σε περίπτωση άρνησης οδηγούσε και σε αυτοκτονία, όπως μας παραδίδει η Σούδα για κάποιον Μέλητο. Ο εραστής, αν τύχαινε ο ερωμένος να τον βασανίζει, έχανε τον ύπνο του. Περνούσε συχνά όλη τη νύχτα έξω απ' την πόρτα τού σπιτιού τού αγαπημένου του, κι αυτό λεγόταν «θυραυλεϊν» ή τού έκανε καντάδες προσπαθώντας με το τραγούδι να τού μαλακώσει την καρδιά. Είναι τα περίφημα «παρακλαυσίθυρα» τραγούδια, αυτά δηλαδή πού έλεγε κλαίγοντας έξω άπ' την πόρτα. το όνομα τού αγαπημένου του το έγραφε στα δέντρα, στους τοίχους, στους δρόμους, παντού, προσθέτοντας συνήθως δίπλα τη λέξη καλός (δηλαδή ο τάδε είναι ωραίος, ή αγαπώ τον τάδε). Ο Ησύχιος στη λέξη «Δήμος καλός» μας πληροφορεί ότι «έθος ήν τοίς έρασταίς (ήταν συνήθιο οι εραστές) επιγράφειν πανταχού τα των παίδων ονόματα» (εικ. 12). Ή παιδεραστία ήταν διαδομένη σε πάρα πολλές πόλεις - κράτη, όχι όμως σε όλες, καθώς πληροφορεί ο Ξενοφών (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 2.13) πού λέει πώς υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι απαγορεύουν εξ ολόκληρου να πλησιάζουν οι εραστές τα αγόρια. Ή παιδεραστία στην Ελλάδα, λέει ο Λουκιανός, πώς αναπτύχθηκε μεταγενέστερα και το αποδίδει στην άνθιση της φιλοσοφίας και της έρευνας πού οδήγησε στον παιδεραστικό έρωτα. Ή μυθική παράδοση αναφέρει ως πρώτο παιδεραστή, το βασιλιά της Θήβας Λάιο πού απήγαγε το νεαρό Χρύσιππο, ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος ήταν ζευγάρι παιδεραστικό, καθώς παραδίδουν μεταγενέστεροι συγγραφείς, το ίδιο και ο Αχιλλέας κι ο Αντίλοχος, ο γιος τού Νέστορα. για τον έρωτα τού Αχιλλέα και τού Πάτροκλου ο Αισχύλος έγραψε την τραγωδία Μυρμιδόνες. Ο ίδιος έγραψε και την τραγωδία Λάιος για τον έρωτα προς το Χρύσιππο. Ο Σοφοκλής διαπραγματεύθηκε παιδεραστικούς έρωτες στην τραγωδία Νιόβη και στο σατιρικό δράμα Αχιλλέως ερασταί. Κι ο Ευριπίδης έγραψε τραγωδία με τίτλο Χρύσιππος. Γι' αυτό και πολλοί, καθώς αναφέρει ο Αθηναίος, αποκάλεσαν την τραγωδία παιδεράστρια. Ολόκληρη φιλολογία αναπτύχθηκε γύρω άπ' τον έρωτα των αγοριών. ο Στησίχορος εγκαινίασε ένα ποιητικό είδος, τα παίδια ή παιδικά, δηλ. τα παιδεραστικά ποιήματα και γνωρίζουμε πώς ο Στράτων κατάρτισε ολόκληρη ανθολογία αποκλειστικά από παιδεραστικά ποιήματα πού σώζονται στο 12ο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας με τίτλο Στράτωνος Μούσα Παιδική (δηλ. παιδεραστική ποίηση). Ρήτορες όπως ο Λυσίας κι ο Δημοσθένης (αν είναι γνήσιος ο λόγος πού τού αποδίδεται) έγραψαν ερωτικούς λόγους. «Είς έρως γνήσιος, ο παιδικός (δηλ. ο παιδεραστικός) έστιν» διακήρυσσαν, καθώς παραδίδει ο Πλούταρχος (είκ.13).

Ανδρέας Λεντάκης: Η ερωτική ζωή στην αρχαία Ελλάδα (περιοδικό Αρχαιολογία τχ. 10)

Παρασκευή, Οκτωβρίου 01, 2010

No 710

Γιάννης Τσαρούχης

«Είναι ένας ψηλός, αδύνατος νέος με αεικίνητα, διεισδυτικά μάτια που γυαλίζουν από εξυπνάδα και πνεύμα. Όσοι τον γνώρισαν και έμειναν κοντά του, έχουν να κάνουν με την ευστροφία του μυαλού του, με την πολυμέρεια των ενδιαφερόντων του και την ευρυμάθειά του. Ακούραστος μελετητής, το πιο συνηθισμένο είναι να τον συναντήσεις να γυρίζει μ’ ένα βιβλίο στην τσέπη».
Το πιο πάνω πορτρέτο, δημοσιευμένο το 1957 από τον Αλέξανδρο Κοτζιά, αναφέρεται στον τριαντάχρονο Μίνω Βολανάκη που τη χρονιά εκείνη είχε παρουσιάσει τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη στο θεατρόφιλο κοινό του Λονδίνου.
[…]
Η ενασχόληση του Βολανάκη με τη μετάφραση επιγραμμάτων από τη λεγόμενη Ελληνική Ανθολογία ή Παλατινή Ανθολογία χρονολογείται πριν από το 1998. Τον Μάρτιο του 1998 ο Βολανάκης ανέγνωσε αποσπάσματα από τις μεταφράσεις του στο πλαίσιο ποιητικών βραδιών διοργανωμένων από τη θεατρική εταιρεία «Πράξη» στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας*

*«Ο Βολανάκης διαβάζει ποίηση» Το Βήμα 15/3/1998. Τα χειρόγραφα και δακτυλόγραφα έγγραφα από τη μετάφραση της Παλατινή Ανθολογίας φυλάσσονται στο Σωματείο Φίλων Μίνου Βολανάκη.

Κων/να Σταματογιάννη: Μίνως Βολανάκης. Το προνόμιο της παρουσίας (ergo)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 29, 2010

No 709

Frida Kahlo (Μεξικό)

Σύμφωνα με τον Άλεξ, η βιβλιοθηκάριος έπιασε τη Φρίντα και την τράβηξε πάνω της κι εκείνη ήταν πολύ σοκαρισμένη για να αντιδράσει. Σύμφωνα με τον Ντιέγκο, η Φρίντα ένιωσε να υπνωτίζεται από το γλυκό άρωμα της Λετίσια και στην πραγματικότητα έκανε εκείνη την πρώτη κίνηση. Στην εκδοχή της Φρίντα, η Λετίσια άγγιξε ξαφνικά το σημείο ανάμεσα στη μύτη και το πάνω χείλος της και είπε: «Έχεις ένα μικρό μουστάκι. Είναι αξιολάτρευτο». Στη συνέχεια, η Λετίσια πέρασε το δάχτυλό της πάνω στο φρύδι της Φρίντα. «Μου αρέσει ο τρόπος που ενώνονται τα φρύδια σου. Μοιάζουν με φτερούγες πουλιού». Η σκιά του μουστακιού και τα ενωμένα φρύδια της έκαναν κάποτε τη Φρίντα να ντρέπεται, αλλά έμαθε να τα αγαπάει, ακόμα και να τα τονίζει στους πίνακές της. Οι άνθρωποι που την ενδιέφεραν τα έβρισκαν ελκυστικά, αν και, για να σας πω την αλήθεια, εγώ δε συμφωνούσα.
Η Λετίσια πήρε το πρόσωπο της Φρίντα στα χέρια της και τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Γλυκιά μου, έχεις κάνει ποτέ έρωτα με γυναίκα;» τη ρώτησε ψιθυριστά. «Είναι πολύ καλύτερο από το να το κάνεις με άντρα. Μια γυναίκα καταλαβαίνει αυτό που θέλει μια άλλη γυναίκα». Άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά το σώμα της Φρίντα, φροντίζοντας να πιέζει τα πιο επίμαχα σημεία.
«Βλέπεις;» είπε η Λετίσια. «Καμιά σχέση με τον άντρα. Εκείνος σε αρπάζει άγρια, αλλά μια γυναίκα είναι τρυφερή. Έλα γλυκιά μου, άσε με. Δεν είναι ωραία; Τώρα, κάνε κι εσύ το ίδιο σ’ εμένα!»

Μπάρμπαρα Μουχίκα: Frida (Ελληνικά γράμματα)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 23, 2010

No 708



Ένας νέος παράγοντας, ωστόσο, εμφανίστηκε τώρα για να περιπλέξει ακόμα περισσότερο τη μπερδεμένη σχέση τους: Ο Τρούμαν είχε αρχίσει να υποφέρει από παρανοϊκές παραισθήσεις, σχεδόν σίγουρο αποτέλεσμα της υπερβολικής κατανάλωσης πολλών δόσεων ναρκωτικών. Μόλις κάθισαν εκείνη την Κυριακή του Πάσχα του 1980 για το εορταστικό δείπνο τους στο Λα Πετίτ Μαρμίτ, ένα ακριβό εστιατόριο απέναντι από το Πλάζα, ο Τρούμαν έσφιξε τρυφερά το χέρι του Τζον. Έπειτα, αλλάζοντας διάθεση τόσο γρήγορα, που για μια στιγμή ο Τζον νόμιζε πως αστειευόταν, είπε: «Συμπεριφέρθηκες ασυμπερίφορα». Επαναλαμβάνοντας αυτό το παράξενο και γλωσσικά λανθασμένο σχόλιο, ο Τρούμαν σηκώθηκε και παρολίγο να ρίξει ένα διπλανό τραπέζι. «Μπορείς να τελειώσεις το γεύμα σου κι εγώ θα πληρώσω», είπε προτού επιστρέψει παραπατώντας στο κτίριο όπου ζούσε. «Έπειτα δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ πια».
Έχοντας μείνει έκπληκτος, ο Τζον τον ακολούθησε δέκα λεπτά αργότερα, για να έρθει αντιμέτωπος με μια ακόμα έκπληξη όταν μπήκε στο Πλάζα. Ο Τρούμαν είχε δώσει εντολή στον αρχιθυρωρό να διώξει από το διαμέρισμά του. (…) Ο Τζον πρότεινε να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή, μακριά από το ποτό και τα ναρκωτικά. «Τρούμαν, ας ζήσουμε», τον παρακάλεσε. «Έχουμε μια ευκαιρία να ζήσουμε! Αυτό που κάνουμε δεν μπορεί να ονομαστεί ζωή».

Τζέραλντ Κλαρκ: Καπότε. Μια ζωή εν θερμώ (Μεταίχμιο)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 22, 2010

No 707


Το θέμα της σεξουαλικότητας του Σαίξπηρ - τόσο το αν είχε σεξουαλικότητα όσο και το αν οι προτιμήσεις του παρέκκλιναν από την πεπατημένη – δημιουργεί ήδη από την εποχή του προβλήματα για τους θαυμαστές του. Ένας από τους παλαιότερους εκδότες των σονέτων έλυσε το πρόβλημα μετατρέποντας όλες τις αντωνυμίες αρσενικού γένους σε θηλυκό, εξαλείφοντας επομένως με μια κίνηση οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει λαβή για αντιπαραθέσεις. (…) Οι περισσότεροι κριτικοί θεωρούν ότι οι στίχοι των σονέτων δείχνουν πως η σχέση του Σαίξπηρ με τον ωραίο νεαρό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αλλά όπως παρατηρεί ο Στάνλεϊ Ουέλς: «Μπορεί μεν ο ίδιος ο Σαίξπηρ να μην είχε ερωτική σχέση με κάποιον άντρα με την πλήρη έννοια αυτής της έκφρασης, αλλά σίγουρα καταλάβαινε τα αισθήματα όσων έχουν τέτοιες σχέσεις».

Μπιλ Μπράϊσον: Σαίξπηρ. Όλη η αλήθεια για τη ζωή του (Μεταίχμιο)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 16, 2010

No 706


«Τι φοβερή ιστορία είναι πάλι αυτή που μου λέτε; Τι είναι αυτή η ιστορία της στρατιωτικής θητείας; Από τότε που ήμουνα είκοσι έξι χρόνων δεν σας έστειλα από το Άντεν πιστοποιητικό που αποδείκνυε πως ήμουν υπάλληλος σε γαλλική εταιρεία, πράγμα που δίνει αναβολή – και στη συνέχεια, όταν ρωτούσα τη μαμά μου, απαντούσε πάντοτε πως όλα ήταν εντάξει και πως δεν είχα
τίποτα να φοβηθώ. Είναι δεν είναι τέσσερις μήνες που σας ρώτησα σε ένα γράμμα μου γιατί επιθυμούσα να γυρίσω στη Γαλλία. Και δεν έλαβα απάντηση. Νόμιζα πως τα είχατε κανονίσει όλα. Τώρα μου δίνετε να καταλάβω πως είμαι ανυπότακτος, πως με αναζητούν κ.λπ., κ.λπ. Να ζητήσετε πληροφορίες γι’ αυτό μόνο αν είστε βέβαιες πως δεν θα τραβήξετε την προσοχή επάνω μου. Όσο για μένα, δεν υπάρχει κίνδυνος, υπό αυτές τις συνθήκες, να ξανάρθω! Στη φυλακή μετά από όσα υπέφερα, καλύτερα ο θάνατος!
Ναι, εξάλλου εδώ και πολύ καιρό θα ήταν καλύτερα ο θάνατος! Τι μπορεί να κάνει στον κόσμο ένας άνθρωπος σακατεμένος; Και που τώρα είναι αναγκασμένος να εκπατρισθεί οριστικά; Γιατί βέβαια δεν θα γυρίσω πια με αυτές τις ιστορίες – θα είμαι ευτυχής αν μπορέσω να βγω από δω και, από θάλασσα ή ξηρά, να φύγω στο εξωτερικό.
Σήμερα προσπάθησα να περπατήσω με τις πατερίτσες, αλλά δεν μπόρεσα να κάνω παρά μερικά βήματα. Το πόδι μου είναι κομμένο πολύ ψηλά και μου είναι δύσκολο να κρατήσω ισορροπία. Δεν
θα ησυχάσω παρά όταν θα βάλω τεχνητό πόδι, αλλά η αποκοπή προκαλεί νευραλγίες στο υπόλοιπο μέλος και είναι αδύνατον να βάλω μηχανικό πόδι προτού να περάσουν εντελώς αυτές οι νευραλγίες, και υπάρχουν χειρουργημένοι όπου αυτό διαρκεί τέσσερις, έξι, οκτώ, δώδεκα μήνες! Όσο για το αν βγω με τις πατερίτσες, δεν βλέπω σε τι θα με ωφελήσει. Δεν μπορεί κανείς ούτε να ανεβεί ούτε να κατεβεί, είναι κάτι τρομερό. Κινδυνεύεις να πέσεις και να σακατευτείς ακόμη περισσότερο. Είχα σκεφτεί να έρθω σε σας να περάσω μερικούς μήνες περιμένοντας να βρω τη δύναμη να συνηθίσω το τεχνητό πόδι, αλλά τώρα βλέπω πως είναι αδύνατον.
Και τώρα η ζωή ενός σακάτη! Και εγώ που μόλις είχα αποφασίσει να γυρίσω στη Γαλλία αυτό το καλοκαίρι για να παντρευτώ! Αντίο γάμος, οικογένεια, μέλλον! Η ζωή μου είναι χαμένη, δεν είμαι παρά ένα ακίνητο κούτσουρο»
(Μασσαλία, 29 Ιουνίου, 11 Ιουλίου 1891)

Jean Arthur Rimbaud : Γράμματα από το Χαράρ (Άγρα)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 15, 2010

No 705

Jordan Samper

Χτύπησαν το κουδούνι. Δύο αδέλφια: ο Λίνκολν είκοσι τριώ κι ο Αντριου δεκαεφτά χρονώ. Ανοιξε την πόρτα ο ίδιος. Ο Ραμόν Βασκέζ, το παλιό αστέρι του βωβού κινηματογράφου. Ηταν κοντά στα εξήντα τώρα, αλλά ακόμα διατηρούσε την ντελικάτη του ομορφιά. Τον παλιό καιρό, στις ταινίες και στη ζωή του, λάδωνε τα μαλλιά του με βαζελίνη και τα χτένιζε προς τα πίσω. Με το μουστακάκι του, τη μακριά λεπτή μύτη και με τον τρόπο του να κοιτάει βαθιά στα μάτια των κυριών, ε, ήταν το κάτι άλλο. Τον θεωρούσαν "Μεγάλο Εραστή". Οι κυρίες έλιωναν όταν τον έβλεπαν στο πανί. "Ελιωναν", έτσι έλεγαν οι δημοσιογράφοι. Αλλά στην πραγματικότητα ο Ραμόν Βασκέζ ήταν ομοφυλόφιλος. Τώρα τα μαλλιά του ήταν άσπρα και το μουστάκι του πιο παχύ.
Ήταν ένα κρύο καλιφορνέζικο βράδυ και το σπίτι του Ραμόν βρισκόταν πάνω στους λόφους. Τ' αγόρια φόραγαν στρατιωτικά παντελόνια και άσπρες μακό μπλούζες. Και οι δυο τους φαίνονταν καρδαμωμένοι κι είχαν ευχάριστα πρόσωπα, ευχάριστα κι απολογητικά.

Τσαρλς Μπουκόφσκι: «Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας» (Οδυσσέας).

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 08, 2010

No 704


Αναγνώστη, τον/την παντρεύτηκα.
Και ιδού! Χάπι εντ.

Δεν εννοώ ότι κάναμε πολιτικό γάμο. Δεν εννοώ ότι κάναμε συμφωνία συμβίωσης. Εννοώ ότι κάναμε κάτι που θεωρείται ακατόρθωτο ακόμη και σήμερα, τόσους αιώνες μετά. Εννοώ ότι κάναμε κάτι που θεωρείται απίστευτο ακόμη και στις μέρες μας. Εννοώ, παντρευτήκαμε. Εννοώ, ιδού ο νυμφίος έρχεται. Εννοώ ότι διασχίσαμε μαζί τον διάδρομο της εκκλησίας. Εννοώ, χαρωπές βαδίσαμε, πήγαμε μπροστά, με Μέντελσον, με επιθαλάμιο, μάστορες, σηκώσαμε στα ύψη του μεγάρου τη σκεπή, διότι άλλη νύφη, γαμπρέ, σαν κι αυτή δεν υπάρχει.
Στεφανωθήκαμε με τις λουλουδένιες γιρλάντες (…) Δώσαμε η μια στην άλλη σπόρους κόλας που συμβολίζουν αφοσίωση, αυγά και χουρμάδες και αμύγδαλα που συμβολίζουν την αρετή, τη γονιμότητα, δεκατρία χρυσά νομίσματα που συμβολίζουν την παντοτινή αυτοθυσία.
Με αυτές τις βέρες παντρευτήκαμε.

Άλι Σμιθ: Κορίτσι Συναντά Αγόρι (Τόπος)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 02, 2010

No 703

David Park (HΠΑ)

Η Λίσμπετ βρήκε στην ιστοσελίδα μιας τοπικής εφημερίδας της Κεντρικής Σουηδίας ένα άρθρο που της προκάλεσε κατάπληξη. Το διάβασε τρεις φορές πριν κλείσει τον υπολογιστή και ανάψει τσιγάρο. Κάθισε σ’ ένα τσιγάρο. Κάθισε σ’ ένα μαξιλάρι στο περβάζι του παραθύρου και κοίταξε αποκαρδιωμένη τα νυχτερινά φώρα απ’ έξω.

«“Είναι αμφιφυλόφιλη”, λέει μια παιδική της φίλη.
»Η εικοσιεξάχρονη γυναίκα που καταζητείται για τρεις δολοφονίες περιγράφεται ως κλειστό και ιδιόρρυθμο άτομο, που είχε μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο.
Παρά τις προσπάθειες των άλλων να την ενθαρρύνουν να συμμετέχει στα κοινά, έμενε πάντα απ’ έξω.
» ‘Ήταν ολοφάνερο πως είχε προβλήματα με τη σεξουαλική της ταυτότητα’, θυμάται η Γιοχάνα, μια από τις λιγοστές φίλες που είχε η εικοσιεξάχρονη στο σχολείο.
» “Είχαμε καταλάβει από νωρίς πως ήταν διαφορετική και αμφιφυλόφιλη. Ανησυχούσαμε για κείνη”»


Το κείμενο συνέχιζε περιγράφοντας διάφορα γεγονότα που θυμόταν η Γιοχάνα. Η Λισμπέτ συνοφρυώθηκε. Η ίδια δε θυμόταν ούτε τα συγκεκριμένα γεγονότα ούτε πως είχε μια φίλη που την έλεγαν Γιοχάνα. Δεν μπορούσε καν να ανασύρει από τη μνήμη της κάποιο πρόσωπο που να το θεωρούσε κοντινό της άνθρωπο ή κάποιον που να είχε προσπαθήσει να την ενσωματώσει στη συντροφιά και στα κοινά της σχολικής ζωής.
Το κείμενο ήταν ασαφές όσον αφορά τη χρονική στιγμή που είχαν διαδραματιστεί αυτά τα γεγονότα. Η Λίσμπετ είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει το σχολείο από τα δώδεκα της χρόνια. Πράγμα που σήμαινε πως η ανήσυχη συμμαθήτριά της είχε ανακαλύψει ήδη από την Τρίτη ή την Τετάρτη δημοτικού πώς εκφραζόταν σεξουαλικά η Λίσμπετ.

Στγκ Λάρσον: Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά (Ψυχογιός)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 01, 2010

No 702


Σε αντίθεση με τη Μίμι, η Λίσμπετ δεν έβλεπε τον εαυτό της ως λεσβία. Δεν είχε ποτέ καθίσει να σκεφτεί αν ήταν ετεροφυλόφιλη, ομοφυλόφιλη ή αμφιφυλόφιλη. Γενικά, αδιαφορούσε για τις ετικέτες και ήταν της γνώμης πως δεν αφορούσε κανέναν το ποιον ή ποιαν θα διάλεγε για να περάσει τη νύχτα της. Αν ήταν υποχρεωμένη να διαλέξει ερωτικό σύντροφο, τότε προτιμούσε τα αγόρια –στατιστικά τουλάχιστον αυτά προηγούνταν στη ζωή της. Το ζήτημα ήταν να έβρισκε ένα αγόρι που δεν θα ήταν ηλίθιο και που θα άξιζε στο κρεβάτι. Η Μίμι ήταν μια συμβιβαστική λύση –ήταν γλυκιά και είχε την ικανότητα να την ανάβει ερωτικά. Την είχε συναντήσει έναν χρόνο πρωτύτερα, σε μια μπυραρία στο φεστιβάλ της «Ομοφυλόφιλης περηφάνιας». Η Μίμι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε συστήσει η Λίσμπετ στις Evil Fingers.Παρόλο που δεν είχαν συχνή επαφή, η σχέση τους είχε διαρκέσει όλη τη χρονιά –περνούσαν απλώς όμορφα τον καιρό τους. Ένιωθε το κορμί της της Μίμι ζεστό και μαλακό πάνω της. Ήταν μια γυναίκα με την οποία μπορούσε να ξυπνήσει μαζί και να φάει πρωινό.

Στιγκ Λάρσον: Το κορίτσι με το τατουάζ (Ψυχογιός)

Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2010

No 701

Γιάννης Τσαρούχης

Μα δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα. Τά’ μαθα απ’ τη μαμά. Μου τά’ πε με μια σκληρότητα που αν της έχω συγχωρήσει είναι μόνον επειδή ξέρω πόσο ακριβά το πλήρωσε στον αγαπημένο της το γιο. Ό,τι κοροϊδεύει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο, το λούζεται. «Πάψε να μας ζαλίζεις» μου λέει, «έτσι κι έτσι έχουν τα πράματα». Όλα τά’ χε βάλει ο νους μου εκτός απ' αυτό. Έκλαψα, χτυπήθηκα, μα ύστερ’ άρχισα να σκέφτομαι: κι αν είναι αλήθεια; Κι αποφάσισα να δω τον Αργύρη και να του μιλήσω. (Συνήθως συναντιόμασταν μπροστά στην Ακαδημία.) Αλλά όταν ήρθε εκείνη η στιγμή ήμουνα τόσο ταραγμένη, που ήταν αδύνατον να μιλήσω ήρεμα. Του είπα, χωρίς περιστροφές, ότι ο θείος Μαρκούσης είχε βάλει έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να τον παρακολουθήσει κι έμαθαν ότι είχε σχέσεις μ’ έναν…
Δεν τελείωσα τη φράση μου. Τον είδα να κοκκινίζει και κατάλαβα ότι ήξερε τι εννοούσα. Τον κοιτούσα άφωνη, παρακαλώντας από μέσα μου να μου πει πως είναι ψέματα. Ακόμα και σήμερα διερωτώμαι τι απ’ την κατηγορία ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ένας αθώος άντρας θα το ‘ριχνε στο σορολόπ ή θα θύμωνε και θά’ λεγε πως τον συκοφαντούσαν άδικα. Θα μού’ λεγε πως ήμουνα τρελή να τους πιστεύω, θα μ’ έπιανε και θα με φιλούσε. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μου κλείσει το στόμα. Μα ο Αργύρης κοκκίνισε, ύστερα χλώμιασε, με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια –ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω εκείνο το βλέμμα- έβαλε τα χέρια στις τσέπες, και σηκώθηκε κι έφυγε, χωρίς να πει λέξη. Κι έμεινα μόνη μου κάτω απ’ το άγαλμα του Πλάτωνος, άναυδη, παρακαλώντας ν’ ανοίξ’ η γη να με καταπιεί.

Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι (Ερμής)

Τετάρτη, Αυγούστου 04, 2010

No 700

Nebojsa Zdravkovic (Σερβία)

Στη βεράντα το καλοκαίρι

Είμ’ ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στα λαιμό
φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα
σβήσει, αισθάνομαι τα κόκκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες
επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μες στις
τούφες των μαλλιών του, στα δάχτυλά του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν
με τα δικά μου μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λά-
μπουν σαν φανοί αυτοκινήτων που 'ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα
να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι' οι διαφημίσεις του κορμιού να μην
υπάρχουν -cette rumeur-là vient de la ville- τίποτα παρ' αυτός κι' εγώ,
σε μια βεράντα το καλοκαίρι.

Κώστας Ταχτσής
από την ανθολογία Α. Φωστιέρης-Ν. Νιάρχος (επιμ.): Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση (Καστανιώτης)

Nebojsa Zdravkovic (Σερβία)

Στη Χαλκίδα, τα μεσάνυχτα, ανέβηκαν στο πλοίο κι άλλοι επιβάτες. Γέμισε το κατάστρωμα. Ο φίλος μου μού εξήγησε το φαινόμενο της παλίρροιας. Όταν χάθηκαν τα φώτα της Χαλκίδας στον ορίζοντα, μας έβαλαν να κοιμηθούμε μαζί σε μια κουβέρτα, στη μισή ξαπλώσαμε, με την άλλη μισή σκεπαστήκαμε, γιατί, παρόλο πού ήταν Αύγουστος κι η βραδιά γλυκιά, φυσούσε στο κατάστρωμα. Κολλήσαμε αναγκαστικά ο ένας πλάι στον άλλο. Αισθανόμουν την ανάσα του στο πρόσωπό μου, τη θέρμη του κορμιού του να ζεσταίνει το δικό μου πιο πολύ κι απ' την κουβέρτα. Αλλά αυτό, αντί να με αποκοιμίσει, μ' ερέθιζε και δεν έλεγε να με πάρει ο ύπνος. [...]
Ο φίλος μου είχε αποκοιμηθεί. Κοίταξα για λίγο τ' άστρα, που θαρρείς και κουνιούνταν αυτά, κι όχι το πλοίο, στον ουράνιο θόλο, ύστερα αλλαξα πλευρό καε με πήρε κι εμένα ο ύπνος. Εμείς κατεβήκαμε στο Βόλο, εκείνοι θα συνέχιζαν ως τη Θεσσαλονίκη κι από κει στη Χαλκιδική για να παραθερίσουν. Ο χωρισμός ήταν σπαρακτικός. Η κυρία απ' την Αίγυπτο χάρισε στη μάνα μου ένα βάζο με γλυκό από χουρμάδες. Εγώ κι ο φίλος μου ανταλλάξαμε διευθύνσεις, και μου υποσχέθηκε ότι, μόλις γύριζε στήν Αλεξάνδρεια, θα μου έστελνε μια καρτ-ποστάλ. Μου χάρισε και μια μικρή φωτογραφία του. Ήταν ντυμένος πρόσκοπος και την έχω ακόμα, καμιά φορά, όταν ψάχνω το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες, βγαίνει στην επιφάνεια, τον κοιτάζω, νοστιμούλης ήταν, εγώ όμως «τον θυμούμαι σαν πιο εμορφο...». Ήταν ο δεύτερος, άτυχος κι αυτός, έρωτάς μου. ...

Κώστας Ταχτσής: Το φοβερό βήμα (Εξάντας)

Τετάρτη, Ιουλίου 28, 2010

No 699

Francis Picabia

Η μαμά θεωρεί τη μητέρα της ανήθικη, διότι πλάγιασε με πολλούς ανθρώπους. (…) η γιαγιά Έρρα είχε διάφορους αρραβωνιαστικούς και τώρα ζει με μια γυναίκα και αυτό που συμβαίνει ονομάζεται ομοφυλοφιλία […]
Την επομένη μάς τηλεφωνεί η γιαγιά Έρρα και απαντώ εγώ’ (…)
«Θέλετε να κάνουμε πικ-νικ και οι τέσσερις, την Κυριακή;» Όταν λέει και οι τέσσερις, καταλαβαίνω ότι επιτέλους θα γνωρίσω τη φίλη της, άλλο ένα μυστικό θα προστεθεί στον μακρύ κατάλογο με τα μυστικά στον «όρκο φιλίας» ανάμεσα σε μένα και τον μπαμπά.
Το Σάββατο το βράδυ επιστρέφοντας, τα χέρια του μπαμπά είναι γεμάτα με σακούλες από το σούπερ-μάρκετ, και όλη την Κυριακή το πρωί προετοιμάζει το πικ-νικ, αλλά ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να βάζει τα πάντα στο καλάθι, ο ουρανός σκοτεινιάζει. Δεν είναι μερικές σταγονίτσες ούτε μια καλοκαιρινή μπόρα που μετά ο ουρανός θα είναι γαλανός και λαμπερός, αλλά πραγματικός κατακλυσμός. (…)
Όταν φτάνουμε, είμαστε βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Η γιαγιά Έρρα και η φίλη της ορμούν πάνω μας με πετσέτες και τρίβουν τα κεφάλια μας μέχρι να μας ζαλίσουν. Η καταιγίδα εξελίχθηκε σε ένα δραματικό στοιχείο της ημέρας, σαν ένα είδος δράκου που βρυχάται και θέλησε να επιτεθεί στο πικ-νικ μας, αλλά ευτυχώς καταφέραμε να γλιτώσουμε από τα νύχια του. Οι δυο γυναίκες άπλωσαν ένα τραπεζομάντιλο στο πάτωμα στο κεντρικό μέρος του λοφτ και τώρα τοποθετούν χάρτινα πιάτα και πλαστικά πιρούνια. Η φίλη της Έρρα είναι κοντή, τα μαλλιά της και τα μάτια της είναι σκούρα, διότι είναι από το Μεξικό και ονομάζεται Μερτσέντες σαν αυτοκίνητο πολυτλείας. Σφίγγοντας το χέρι μου μού λέει: «Χαίρομαι πάρα πολύ, Ράνταλ», σαν να το πίστευε πραγματικά.
Η γιαγιά Έρρα είναι πιο δυνατή απ’ αυτό που φαίνεται, με παίρνει στην αγκαλιά της, με σηκώνει ψηλά και με φιλά σε όλο το πρόσωπο, με κοιτάζει και χαμογελάει ανάμεσα σε κάθε φιλί. Τα μάτια της είναι μπλε σαν ζαφείρια με ρυτίδες τριγύρω που φαίνονται από κοντά, και τα μαλλιά της είναι κάτασπρα με λίγες μικρές ξανθιές τούφες που έχουν απομείνει. «Α, αγοράκι μου» λέει. «Πάει πολύς καιρός, ε;», και εγώ απαντώ «Ναι».

Nancy Huston: Ίχνη ρήγματος (Άγρα)

Τετάρτη, Ιουλίου 21, 2010

No 698












Πολλά πράγματα συνωμότησαν για να τον αποθαρρύνουν, το χειρότερο απ’ όλα όμως ήταν το σφοδρό ξύπνημα αισθημάτων για τον Λουκά, μια και ο Μπάιρον πίστευε ότι, όπως συνέβη με τον Έντελστον και τον Ρόμπερτ Ράστον, έτσι και ο νεαρός ακόλουθος θα γινόταν αιχμάλωτος του συνήθους μαγνητισμού του. Μόνο που αυτό δεν συνέβη. Για τον Λουκά, ο Μπάιρον ήταν γέρος, τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, τα δόντια του είχαν λεκιαστεί, είχε τάση προς την παχυσαρκία, ήταν απλώς ένας δυνάστης που πρόσφερε στολές, χρυσές περικεφαλαίες και όλα τα στολίδια ενός πολεμιστή. Για τον Μπάιρον, η δυσφορία του Λουκά ήταν ανησυχητική «σαν μάτι έχιδνας». Στα τριακοστά έκτα γενέθλιά του, τον Ιανουάριο του 1824, μολονότι καταλάβαινε ότι οι σεξουαλικές ικανότητες του έφθιναν, έγραψε ένα ποίημα για το πείσμα του έρωτα, ακόμα και σε μια καρδιά που γερνά:

Ώρα να πάψει να ταράζεται η καρδιά
Σαν άλλες πια έχει πάψει να ταράζει’
Μα κι αν ακόμα δεν μπορώ να αγαπηθώ
ας αγαπώ!
(…)
Η που τον κόρφο μου βαραίνει πυρκαγιά
Μοιάζει μ’ ηφαίστειο σε νησί μονάχο
Δαυλός κανείς δεν άναψε με τούτη τη φωτιά -
Μια νεκρική πυρά

Έντνα Ο’ Μπράιεν: Λόρδος Μπάιρον. Οι έρωτές του (Μεταίχμιο)

Τετάρτη, Ιουλίου 14, 2010

Νο 697

Maureen Mullarkey (ΗΠΑ)

Το ότι ένα βιβλίο μπορεί να γίνει αιτία μιας απ’ τις πιο άγριες και μυστηριώδεις δολοφονίες ενός συγγραφέα στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδος, μπορεί ν’ ακούγεται κάπως ως προϊόν πλοκής ενός ευφάνταστου αστυνομικού μυθιστορήματος. Ωστόσο, κάποιοι άνθρωποι είναι απόλυτα πεπεισμένοι πως πρόκειται για γεγονός αναμφισβήτητο. Η αλήθεια είναι –ισχυρίζονται- ότι ο Ταχτσής, μέσα απ’ το τελευταίο βιβλίο που έγραφε, έκανε ή επρόκειτο να κάνει σοβαρότατες καταγγελίες και/ή αποκαλύψεις για γνωστούς και επώνυμους της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίαςτους οποίους και θα «έκαιγε». Κι επειδή διακυβευόταν το κύρος και η υπόληψη κάποιων «ειδώλων» του ελληνικού κατεστημένου, απόλυτα φυσικό ήταν να θέλουν αυτοί πρώτοι να τον εξοντώσουν βιολογικά, πριν τους καταστρέψει εκείνος με τη δημοσίευση του επίσημου βιβλίου του (…)
Όπως υποστηρίζει κατηγορηματικά η αδελφή του Ταχτσή Ελπίδα, φοβόταν όντως για τη ζωή του, λόγω των αποκαλύψεων που (θα) έκανε στο βιβλίο που έγραφε, και προσθέτει ότι κρατούσε ημερολόγιο, στο οποίο έδινε οδηγίες στον εαυτό του να προσέχει κι επεξηγεί:
«Για τους ανθρώπους του στενού κύκλου του αδελφού μου, δηλαδή εμάς και τους φίλους του, είναι ξεκάθαρο ότι δολοφονήθηκε για το βιβλίο που έγραφε. Στο ημερολόγιο που κράταγε τον τελευταίο καιρό, αναφέρει: “δεν πρέπει να λέω σε κανέναν τι γράφω!” Οι σελίδες που βρήκαμε σκόρπιες από τα γραφτά του, δεν συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο έργο. Λείπουν πολλά κομμάτια.» (…)
Η σημαντικότερη όμως μαρτυρία είναι αυτή της φίλης του συγγραφέα, Νένης Σταμάτη. Ιδού τι ακριβώς ισχυρίζεται:
«(…) Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι, αυτά τα κεφάλαι που είχε γράψει, δεν τα είδα εγώ μέσα στο βιβλίο που κυκλοφόρησε. Δεν μίλαγε με ονόματα μέσα στο βιβλίο που έγραφε, ααλλά σκιαγραφούσε ανθρώπους, τους φωτογράφιζε. Απ’ αυτή την άποψη το βιβλίο ήταν και πιο δελεαστικό. Ήταν πολύ έντεχνα γραμμένο – λέξη-λέξη το ‘γραφε και το παίδευε…»

Γιάννης Βασιλακάκος: Κώστας Ταχτσής. Η αθέατη πλευρά της σελήνης (Ηλέκτρα)

Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2010

No 696

Maureen Mullarkey (ΗΠΑ)

Στις αρχές του ’81, ο Ταχτσής, κάτω από την πίεση και τον εκφοβισμό από τους τραβεστί, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, που απέτυχε.
«Ώσπου ένα βράδυ, σε μια στιγμή μαύρης απελπισίας, πήρα 60 Valium των 5. Μπήκε τυχαία η νοικοκυρά-οικονόμος μου να πάρει έναν τενεκέ ντοματάκια για να τα ‘χει την επομένη το πρωί και με βρήκε αναίσθητο, να βγάζω αφρούς απ’ το στόμα… Με πήγαν στο νοσοκομείο. Σε τρεις μέρες βγήκα. Αλλά σε μια περίεργη κατάσταση έκστασης-αμνησίας. Εκινούμην, ενεργούσα μηχανικά. Σαν υπνοβάτης. Μου τηλεφώνησε ένας δημοσιογράφος της… «Ακρόπολης»: “Γιατί; Κύριε Ταχτσή, εμείς που σας εκτιμούμε” κλπ. “Εμ, απ’ την μια η Οδύσσεια της ταινίας, απ’ την άλλη οι παρανοϊκές, απηνείς διώξεις εκ μέρους δυο ψυχοπαθών τραβεστί-ξεχάστε το”. Έγραφε: “Η μαφία των τραβεστί μ’ έσπρωξε στην αυτοκτονία”»
Δεν είχε νόημα πλέον να σωπαίνει. Κατέθεσε μηνύσεις, εναντίον των διωκτών του. Και η ιστορία με τους τραβεστί τελείωσε ως εξής:
«Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αμέσως μετά το δημοσίευμα με τίτλο “Η μαφία των τραβεστί κλπ”. Έφυγα για το Πήλιο, λίγο μετά θα ‘ρχόντουσαν κι οι δικοί μου να περάσουμε τα Χριστούγεννα. Μαύρα Χριστούγεννα. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ήρθε κι ένα τηλεφώνημα απ’ τον Μπέττυ: “Να δεις τι σου ετοιμάζω ακόμα. Θα πεθάνεις πουστόγερε…” Mια φίλη της αδελφής μου είπε: “Kάτι διάβασα προχτές στην Απογευματινή”. Ο “Μπέττυ” είχε στείλει ένα γράμμα-απάντηση στο δημοσίευμα “Ναι, εγώ απήγαγα κι έσπασα στο ξύλο τον Ταχτσή και θα τον καταδιώκω σ’ όλη μου τη ζωή χωρίς να μπορεί κανένα σύστημα να το σώσει…”. Τότε ακόμα κι ο δικηγόρος μου, που ως τότε μ’ είχε συμβουλέψει ν’ αποφύγω τη μήνυση, συμφώνησε ότι δεν μπορούσα πια να σωπαίνω.
Μετά τη μήνυση γλίτωσα απ’ τον “Μπέττυ”, όχι όμως κι απ’ τον Αλόμα. Γιατί τώρα βέβαια κατέβαινα στη Σωκράτους, τώρα δεν είχα πια να χάσω τίποτα, τα ‘χα χάσει όλα, δεν θα μου στερούσαν ακόμα και το ναρκωτικό μου…»


Κώστας Τσαρουχάς: Η δολοφονία του συγγραφέα (Αλήθεια)

Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2010

No 695

Πολύκλειτος Ρέγκος

ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΛΑΘΟΣ, ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;

Μην κοιμηθείς ακόμα.
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τον κόσμο σου
μιά ώρα αρχίτερα με σπρώχνεις.

Ξέρεις πόσες νύχτες ξόδεψα να σε περιμένω
κάτω από αυτό το ταβάνι
που απόψε και τους δυο μας σκεπάζει
και παράλογα μας κρύβει
από το φώς των αστεριών και το φεγγάρι;
Το φεγγάρι - που πολύ θα χαιρόταν να μ’ έβλεπε
...μαζί σου.
Σαν κουρασμένο μου φάνηκε την τελευταία φορά˙
χρόνια και χρόνια εκεί επάνω κρεμασμένο
να προσπαθεί μάταια να φωτίσει
τόση γκρεμισμένη ανθρωπότητα
με τέτοια δύστροπη ψυχή.

Ξέρεις πόσο αβάσταχτα γίνονται όλα εδώ μέσα
όταν λείπεις;
Τίποτα δεν είναι αγαπημένα ίδιο.
Τη δυσκολία να υπάρχω μόνος μου
με πράγματα πού άγγιξες
την ξέρεις;

Φαντάστηκες ποτέ
την απόλυτη μοναξιά των χεριών μου
όταν τραβούν τά παράθυρα
για να υποδεχτούν το σκοτάδι
και τη δύναμη που χρειάζεται
να ζεις με μια απώλεια;

Σκληρό που είναι
να ξυπνάς το πρωί και να ψάχνεις
μια παρουσία να ευχηθείς «καλημέρα».
Και να μη βιάζεσαι να γυρίσεις από τη δουλειά
γιατί δεν σου βρίσκεται κάποιος
να προσδοκεί την επιστροφή σου…

Ξέρεις
πού πηγαίνει ο Ἐρωτας όταν χάνεται;
Πίσω από ποιόν θάνατο
πάει και συντονίζεται
για την εφήμερη την φύση του
να κλάψει;
Μια αλήθεια που να μη σκοτώνει τη χαρά
που μου δίνει το καθαρόαιμο το ψέμα σου
- μήπως ξέρεις;

Μην κοιμηθείς ακόμα.
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τα όνειρά σου
έξω πάλι με αφήσεις.
Μην κοιμηθείς ακόμα˙
και τη σιωπή σου ας τρέμω
έτσι όπως εμμένεις
να μη μου απαντάς…

Μην κάνεις τάχα πώς λυπάσαι.
Τη σπούδασα καλά την απογοήτευση.
Περήφανα σηκώνει το σταυρό σου
που ορθόδοξα επάνω του
θα πας να καρφωθείς.

Φίλιππος Αγγελής: Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2010

No 694

Auguste Caillebotte (Γαλλία)

Ο Θίοντορ ανυπομονούσε να βγει στον κόσμο με τον Έλιοτ. Ο έρωτάς του (ίσως κάθε έρωτας) χρειαζόταν να βγαίνει βόλτα όπως ένας σκύλος, να εκτίθεται στην περιπέτεια των δρόμων και στα βλέμματα των αγνώστων, να του επιτρέπεται να μαρκάρει την περιοχή του και να βροντοφωνάζει την ύπαρξή του.
Όμως, η διακριτικότητα απαγόρευε τις εξορμήσεις. (…)
«Φλέρταρες καθόλου με άλλους άντρες τότε;»
«Όχι» είπε ο Θίοντορ. Ύστερα, στηρίχτηκε στον έναν αγκώνα και γύρισε στο πλάι για να βλέπει τον Έλιοτ. «Ήμουν πολύ αθώος και πολύ… αφελής –όχι τόσο στις σπουδές μου όσο στην αντίληψή μου για τον κόσμο».
«Δεν Μπορεί, όμως, θα το ‘παιζες το πουλάκι σου!»
«Ονειρώξεις. Στα όνειρά μου ήμουν πάντα μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα γυμνών σωμάτων, αρσενικών και θηλυκών. Αλλά ας μη μιλήσουμε γι’ αυτό. Ντρέπομαι».
«Είμαι το πρώτο αγόρι στη ζωή σου;»
«Ναι» είπε ο Θίοντορ σοβαρά, «και το δεύτερο άτομο. Η γυναίκα μου… κι εσύ. Αλλά με… αγχώνει να μιλήσω για κείνην».
«Και ποιον αγαπάς περισσότερο;» ρώτησε ο Έλιοτ. «Εκείνην ή εμένα;»
Γλίστρησε προς τα κάτω, πλάγιασε δίπλα στον Θίοντορ, πήρε το χέρι του και το ‘βαλε πάνω στον γαλαζωπό γοφό του που γυάλιζε σαν μάρμαρο.
«Εσένα σε σκέφτομαι συνέχεια. Τα αισθήματά μου για τη γυναίκα μου είναι ιερά».
Ο Θίοντορ άρχισε να χαϊδεύει το μηρό του Έλιοτ. Στενοχωριόταν που το μεσημέρι της επομένης θα συναντούσε τη Μάγκι, την ντετέκτιβ, ένιωθε τύψεις που τη είχε προσλάβει για α κατασκοπεύει τον Έλιοτ, κι αηδίαζε προκαταβολικά γι’ αυτά που ίσως εκείνη είχε ανακαλύψει.

Edmund White: HOTEL de DREAM (Πατάκης)

Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010

Νο 693

Henri de Toulouse-Lautrec (Γαλλία)

Στο πεδίον μάχης του κορμιού σου

Ι.
Την τελευταία φορά χρησιμοποιήσαμε
τη σιωπή
για σφαίρες,
τραυματιστήκαμε θανάσιμα
στη σύγκρουση.

Τώρα, έχουμε αρχίσει με το ζόρι
την ανάρρωση,
και τα τουφέκια μας είναι ήδη
για μάχη οπλισμένα.

Ανίκανες την ήττα
να δεχτούμε,
είμαστ’ αντιμέτωπες ακόμη μια φορά
στο πεδίον μάχης
του κορμιού σου.

ΙΙ.
Στις σκιές,
μεσ’ στα χέρια σου να κρύβομαι,
ξεχνώ να νοιώθω φόβο.
Με εσένα διασχίζω τα σύνορα
του πόθου,
εισχωρώ στην περιοχή
όπου διαλύονται θάνατος και ζωή.

Ναυαγισμένη,
μα για περιπέτεια ακόμα διψασμένη,
βυθίζομαι
στων υδάτων σου τον στροβιλισμό.
Ξανά παγιδευμένη.

Bessy Reina / Παναμάς

Δὲν εἶμαι δική σου, εἶμαι ἐσὺ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑ [1650 - 2000] (Κρωπία)
Μετάφραση καὶ ἐπιμέλεια: Κώστας Ἰωάννου

Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2010

No 692

Σπύρος Παπαλουκάς

Μεσολόγγι, 9 του Ιούνη 1903
Αγαπημένε μου, καλέ μου φίλε,
Με τη γλυκειά σου θύμηση, σύντροφον αχώριστο, το ταξίδι μου απέρασα και νοερές κουβέντες ψιθυρίσαμε και λόγια, λόγια, απ’ εκείνα που ασυνείδητα γεννιώνται και σβύνουνται, γεννήθηκαν και σβύστηκαν μέσα στη φαντασιά μου. Και τώρα να’ μια εδώ, απαντέχοντάς σε, μέσα στο εγώ μου αυστηρά κλεισμένος, από έλλειψη κάθε κοινωνιάς πνευματικής,τριγυρισμένος από τα γνωστά μου πράματα, που ανάμεσά τους εβλάστησε και άνθησε στου καιρού το γοργόταχο διάβα, η θλιβερή μου Σκέψη. Τα βιβλία μου, του τοίχου η ζωγραφιέςμ και η λίγεςακόμα ζωγραφιές που στα περασμένα έπλασα, η θαμπές, η αχνές, η άπιαστες δημιουργίες, κρεμασμένες κι αυτές ανάερες, στο κενό, απ’ τα σιδερένια καρφιά που τις εσύνδεσεν με την ψυχή στα άψυχα, ο Χρόνος. Και σου γράφω με τη βαθύτατη νοσταλγία προς το αισθαντικό σου είναι, που τόσο γλυκά μού φανέρωσε, σε ωραίες ώρες, την εσωτερική του αρμονία που άκοπα το κατέχει και το κυβερνά.

Γιώργος Ιω. Κοκοσούλας: Γύρω από μια φιλία. Μίμης Λυμπεράκης-Απόστολος Μελαχρινός. Επιστολές 1903-1924 (Φιλιππότης)

Σάββατο, Ιουνίου 05, 2010

Τετάρτη, Μαΐου 26, 2010

No 691

24 Μαΐου
Αγαπημένη μητέρα,
Τι αιώνιος Άμλετ που σου είναι ο άνθρωπος, τι ωραία που φιλοσοφούσα στα τελευταία μου γράμματα και σε τι αξιοθρήνητη κατάσταση με έφεραν τώρα οι πράξεις μου! Φοβάμαι πως έφτασα στο σημείο όπου ο πνευματικός δεσμός ανάμεσα μας έσπασε, πέφτοντας σε άλλες μαγικές παγίδες.
Αυτή τη νύχτα... ντρέπομαι σχεδόν να σου τα αφηγηθώ... δεν μπορώ να το εξηγήσω μήτε στον ίδιο τον εαυτό μου, αλλά αφότου ο πνευματικός μου έρωτας για τον Ανατόλ έσβησε, τον βρίσκω τόσο ωραίο, να... να, αυτή ακριβώς είναι η λέξη: γοητευτικό.
Άρα η ομορφιά του σώματος είναι κι αυτή κάτι, όταν υπάρχει και η ομορφιά της ψυχής. Και όταν ένα πλάσμα έχει τόσο πλούσια χαρίσματα, αυτό δεν το οφείλει βασικά στην εκπαίδευση του; Αυτό το πλάσμα το τόσο λαμπρά προικισμένο, δεν θα μπορούσε επίσης να έχει κερδίσει και σε βάθος; Αλλά να που φιλοσοφώ και πάλι. Αυτή τη νύχτα, λοιπόν... Αχ! Είμαι λίγο ταραγμένος σήμερα... Να είσαι επιεικής μαζί μου.
Μέχρι τώρα είχα δει τον Ανατόλ μονάχα με τη ρωσική μαύρη φορεσιά του που οι φαρδιές πτυχώσεις της σε άφηναν να μαντεύεις μάλλον τη σιλουέτα του. Αυτή τη νύχτα εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ένα εφαρμοστό ρούχο από μοβ βελούδο, το χρώμα που τόσο αγαπώ, και με τις μακριές ξανθές μπούκλες του έμοιαζε με σκανδαλιάρη νεαρό ακόλουθο της εποχής του Λουδοβίκου 14ου. Καθώς ερχόταν προς εμένα, και το βελούδο που εφάρμοζε στενά στις εξαίσιες γραμμές του κορμιού του θρόιζε και έτριζε σε κάθε κίνηση του, για πρώτη φορά στη ζωή μου, καταλήφθηκα από εκείνη τη δύναμη της φύσης από την οποία κανείς θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει εντελώς, μήτε για πάντα.
Ένιωσα τη μυστηριώδη επιρροή της σωματικής ομορφιάς.
Για να κρύψω τη διέγερση μου, άρπαξα μηχανικά ένα βιβλίο που βρισκόταν πεσμένο στα μαξιλάρια του ντιβανιού.
Ο Ανατόλ το παρατήρησε, έπεσε με μια κραυγή στην αγκαλιά μου και προσπάθησε να μου πάρει το βιβλίο.
Για μια στιγμή παλέψαμε κι ένιωσα ένα τρυφερό, σχεδόν παρθενικό στήθος να ακραγγίζει το δικό μου• το αίμα μου ανέβηκε στο πρόσωπο.
Αλλά κρατούσα το βιβλίο και, για να σωθώ, βύθισα σε αυτό το βλέμμα μου. Ο Ανατόλ είχε πέσει στο ντιβάνι και καταντροπιασμένος έκρυβε το πρόσωπο με τα χέρια του. Καθώς διάβαζα χαμηλόφωνα Τα πάθη τον νεαρού Βέρθερον, μου έριξε ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, μισο-κρυμμένο ακόμα πίσω από τα δάχτυλα του.
Κι εγώ, την ίδια στιγμή, βρέθηκα στα πόδια του και σκέπαζα το χέρι του με φιλιά, ήμουν ξαναμμένος κι έτρεμα. Αλλά μέσα στα γαλάζια και περήφανα μάτια του είδα μια λάμψη θριάμβου.
Αυτό με συνέφερε.
Σηκώθηκα και κάθισα στο πιάνο.
Ο Πλάτωνας σου.

Λεοπόλντ φον Ζάχερ-Μαζόχ: Ο έρωτας του Πλάτωνα (Αστάρτη)

Πέμπτη, Μαΐου 20, 2010

Νο 690

Paul Cadmus (ΗΠΑ)

Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από πνιγμένους ήχους. Το προδοτικό φως στην τουαλέτα του πάρκου έμενε πάντα αναμμένο και φώτιζε αυτό που συνέβαινε ακόμα και για εκείνους που δεν έπρεπε να το δουν, για εκείνους που αντιμετώπιζαν την παράξενη δραστηριότητα γύρω από την τουαλέτα με την υπεροψία της κοινής αντίληψης ή με εκείνη την υπηρεσιακή περιέργεια που έδειχνε η αστυνομία, όταν έβγαινε σε άτακτα διαστήματα για να κάνει μπλόκο και κάθε φορά συνελάμβανε κάποιους ηλικιωμένους άντρες, που ύστερα από λίγες ώρες τους άφηνε πάλι ελεύθερους. Συχνά ήταν ανάμεσα τους και τρομαγμένοι οικογενειάρχες. (…)
Εκείνη τη στιγμή κάποιος τον άρπαξε και τον τράβηξε προς τα πίσω. Ένιωσε το σιδερένιο σφίξιμο ενός μπράτσου στο λαρύγγι του κι έχασε την ισορροπία του. Η ατσάλινη λαβή τού έκοψε το αίμα και την ανάσα. Ένα πυκνό, άχρωμο παραπέτασμα έπεσε αμέσως μετά και ο Ερνέστ έχασε τις αισθήσεις του, πρόλαβε μόνο να ακούσει δυο λέξεις που του είχαν ψιθυρίσει στο αυτί: «Πούστη, γαμιόλη!»
Όταν συνήλθε, ήταν πεσμένος στο έδαφος, δεν απόρησε, προσπάθησε να ανασάνει, ήταν πεσμένος ανάσκελα, άκουσε το λαχάνιασμά του, την ίδια του την πνιχτή αναπνοή, τότε τον χτύπησαν με ένα βαρύ αντικείμενο, πρώτα στο στήθος, ύστερα στο στομάχι, με κάτι σαν κλομπ. Διπλώθηκε στα δύο, και μόλις γύρισε στο πλάι, δέχτηκε κι αποκεί μια κλοτσιά, ήταν λοιπόν περισσότεροι. Άκουσε ξεφωνητά εκεί κοντά, μετά σιωπή, δεν ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή άσχετων περαστικών, δεν ήθελαν να κινητοποιηθεί η αστυνομία, όλοι φοβόντουσαν. Ο Ερνέστ δεν ήταν ο μόνος τον οποίο είχαν διαλέξει για τη νυχτερινή διασκέδασή τους, δυο ή τρεις άλλοι δεν είχαν προλάβει να το βάλουν έγκαιρα στα πόδια. Οι τραμπούκοι ήταν περισσότεροι, τουλάχιστον τρεις, μόνοι δεν έρχονταν ποτέ, πάντα ήταν οπλισμένοι με κάποια αντικείμενα.
Αυτό που πάντα φοβόταν είχε συμβεί, τον είχαν αιφνιδιάσει, τώρα ήταν γεγονός, θα τον χτυπούσαν ώσπου να πάψει να κινείται.

Αλέν Κλοντ Ζούλτσερ: Ένας τέλειος σερβιτόρος (Μεταίχμιο)

Τετάρτη, Μαΐου 19, 2010

Νο 689

Kent Neffendorf (ΗΠΑ)

«Του αγόρασα εκείνο το καινούριο μπουφάν, το North Face που φορούσε» είπε ο Τζόνσον, κοιτώντας το χορταριασμένο μέρος του γκαζόν στα πόδια του' η φωνή του χαμήλωσε ξαφνικά. «Διακόσια εβδομήντα πέντε δολάρια. Κάναμε συμφωνία μαζί: του είπα ότι, αν έπαιρνε εκείνο το μπουφάν, θα έπρεπε την επόμενη σεζόν να ξαναβγεί στο γήπεδο. Έφτασαν τα δοκιμαστικά του καλοκαιριού και βρήκε κάποια δικαιολογία για να μην παίξει. Έκανε πολλή ζέστη, δεν είχε διάθεση… τέτοιες μπούρδες. Τον τσάκισα. Του είπα ότι μ’ έκανε να ντρέπομαι». Το κάτω χείλος του Τζόνσον έτρεμε ελαφρά. «Του είπα: "θα κάθεσαι στο δωμάτιό σου σαν να είσαι καμιά αδερφάρα, ενώ τα’ άλλα αγόρια θα είναι στο γήπεδο και θα γίνονται άντρες;"»
Ο Ραμόουν, αμήχανος, και λίγο θυμωμένος, δεν κοίταξε τον Τζόνσον.
«Πότε το είδες τελευταία φορά;» είπε ο Ραμόουν.
«Δουλεύω εφτά με τρεις, οπότε είμαι συνήθως σπίτι την ώρα που επιστρέφει από το σχολείο. Βγήκε έξω και τον ρώτησα πού πάει. "Πάω μια βόλτα" μου είπε και του είπα "Κάνει πολλή ζέστη για να φοράς αυτό το μπουφάν. Και το ξέρεις ότι δεν πρέπει να το φοράς, ούτως ή άλλως, γιατί αθέτησες τη συμφωνία που κάναμε"».
«Και;»
«Μου είπε: "Σ’αγαπώ, μπαμπά"». Ένα δάκρυ άρχισε να τρέχει από το μάτι του Τζόνσον και να κυλάει στο μάγουλό του. «Μόνο αυτό μου είπε. Και γύρισε αμέσως κι έφυγε από το σπίτι. Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν παγωμένος. Κάποιος είχε φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του γιου μου»
Ο Ραμόουν κοίταξε τον ουρανό και τις σκιές που μεγάλωναν στο γρασίδι. Θα είχε φως για λίγες μόνο ώρες ακόμα. Σηκώθηκε από το κάθισμά του.

Τζόρτζ Πελεκάνος: Ο κηπουρός της νύχτας (Πατάκης)

Τετάρτη, Μαΐου 05, 2010

No 688


Σε μια χολυγουντιανή ταινία του 1934 (Καμπαρέ των ονείρων), ένα ζευγάρι χορεύει. Τους πλησιάζει ένας τρίτος, χτυπάει τον άντρα στον ώμο και τον ρωτάει: «Μου επιτρέπετε;» Είναι μια κλασική σκηνή χορού, μόνο που αυτή τη φορά οι θεατές θα αιφνιδιαστούν καθώς οι δύο άντρες αγκαλιάζονται και συνεχίζουν τον χορό. Η σεναριογράφος Αννίτα Λόος έλεγε: «Οι ξανθιές δεν έχουν πια πέραση. Τώρα οι κύριοι μοιάζουν να προτιμούν τους κυρίους». Η πρώτη ταινία που ασχολήθηκε ευθέως με την ομοφυλοφιλία ήταν το Αλλιώτικοι απ’ τους άλλους (1919): ο Κόνραντ Βάιντ γνωρίζει σε μια γκέι χοροεσπερίδα τον Ράινχολντ Σύντσελ, τον πηγαίνει σπίτι του και του χαϊδεύει (φευγαλέα) το (εντελώς ντυμένο) στήθος του. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Έφτασε όμως για να καταρρίψει, έστω και υπαινικτικά, το ταμπού της ερωτικής επαφής δύο αρσενικών.
Κάποιες γκέι ταινίες που ακολούθησαν, αναζήτησαν με τη σειρά τους υπαινικτικούς τρόπους, ακόμη και σε εποχές όπου η λογοκρισία δεν το απαιτούσε ρητά. Στην ταινία Ο ροζ νάρκισσος (1971) μια πεταλούδα που βγαίνει από το κουκούλι της και κάθεται πολύ κοντά στον φουσκωμένο καβάλο ενός άντρα, δηλώνει μεταφορικά τη δημόσια αποκάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας, ενώ στην ταινία Πυροτεχνήματα (1947) η έκσταση του οργασμού υποδηλώνεται με την εικόνα ενός πυροτεχνήματος που προεξέχει, πετώντας σπίθες, από το φερμουάρ ενός ανδρικού παντελονιού. Στον Καραβάτζιο (1986) είναι ολοφάνερο πως το ενδιαφέρον του ζωγράφου (Νάιτζελ Τέρι) για το μοντέλο του (Σων Μπιν) είναι παραπάνω από επαγγελματικό: πιάνει ένα νόμισμα με τα χείλη του, ενώ στο Ερωτικό τργούδι (1950) δύο κρατούμενοι σε διπλανά κελιά μοιράζονται άτι παραπάνω από τσιγάρο όταν ο ένας τους φυσάει τον καπνό στο στόμα του άλλου από ένα καλαμάκι χωμένο στον τοίχο.

Douglas Keesey – Paul Duncan (επιμ): Ο ερωτικός κινηματογράφος (Taschen)

Τετάρτη, Απριλίου 28, 2010

No 687

Darold Perkins

Η γραφή των ποιημάτων είναι ιερό πράγμα

H γραφή των ποιημάτων είναι ιερό πράγμα, ξεσπάει η καρδιά
σαν να ταΐζει ερυθρά κοτόπουλα πάνω σ' έναν πράσινο λόφο, ή
κα8ισμένη σ' ένα μπαλόνι να κατεβαίνει εγκαίρως σ' ένα περβάζι
σαν πρωινό να με καλωσορίσει
μέσα στην αυγινή σου έγερση με το ψωμί και το μπέικον κι εκείνο
το τραγούδι στο ραδιόφωνο για χορό γύρω απ' της κουζίνας το τραπέζι
με κουτάλια μες στο στόμα σου.
Ένα δωμάτιο είναι το μόνο που θα κατέχω στην αιωνιότητα, ένα κρεβάτι -
Ασυνάρτητες
μνήμες
πάνω από ψηλά βουνά με μεταφέρουν μακριά στη γη των νομάδων όπου
η ανάσα δεν είναι παρά αναστεναγμός σε κάποιο χαμένο όνειρο
που πέρα μακριά απ' τα μάτια μου εξελίσσεται -
Η βροχή και το χιόνι ρολόι στο παράθυρο μου. Τι ωφελεί
που το δωμάτιο μου να χωρέσει δεν μπορεί της γης όλους τους ανθρώπους
και που οι καρέκλες είναι μόνες γιατί φτιαγμένες είναι για έναν μόνο;
Σου λέω οι νέοι ζητούν κάτι περισσότερο από αυτόν τον κόσμο
που μας άφησαν οι πρόγονοί μας.
Ένας καθρέφτης μας κάνει δύο κι αυτό είναι ευλογία.
Να τρίζω τα δόντια γιατί μου λείπει η αγάπη, μπαίνοντας στον καθεδρικό
είναι σαν να περπατώ μέσα σε μια κρύα σόμπα, σε ένα παγωμένο γάντι.
Ξέρω πως ο άγγελος πίσω απ' την πόρτα θα μου φέρει ωραίους πίνακες σε λίγο.
Όλοι οι άγγελοι μαζεύονται πάνω στης γης την καμπύλη και δημιουργούν
μια πομπή που γίνεται γέφυρα προς τον ήλιο.

Πήτερ Ορλόφσκυ
από την Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα (Ηριδανός)
μτφ: Γιάννης Λειβαδάς

Τετάρτη, Απριλίου 21, 2010

No 686

Γιώργος Σικελιώτης

Ακόμα και με ομοφυλόφιλους είχα κάνει έρωτα. Καλά παιδιά, θερμά παιδιά. (…) Τα πρώτα στελέχη της ομορφιάς και της πουστιάς στην Πάτρα. Καλά παιδιά, γιόρταζα και μου φέρνανε κασέτες, να με πάρουνε να βγούμε έξω, ωραία παιδιά και πολύ θερμά. Έχω να το πω και θα το πω μέχρι να πεθάνω ότι πας πούστης άγιος και πάσα πουτάνα σκατά. Ούτε κλέφτης μπαίνει μέσα τον βλέπεις, πόσο είναι κυρία μου η βίζιτα σας, πάρτε, ή κύριε θέλω ένα άρωμα, ένα πορτοκάλι, ή κύριε θέλω μια πάστα, τον βλέπεις γεια σας κι ευχαριστώ. Σε γοητεύει. Στο χορό του, στις κινήσεις του, στην ομορφιά του; Στην ωραία του ενδυμασία; Που ερχόντουσαν τα παιδιά και φοράγανε τότε άρωμα με 5000. Αυτοί σε γοητεύανε κι εσύ που ήσουνα γυναίκα έλεγες νάχω πέντε μάτια να τους κοιτάζω, γδυνόντουσαν κι είχαν ωραία χυτά σώματα, που βγαίνουν έτσι οι άλλοι άντρες, δεν ξέρω γυμναστικές κάνανε, κάτι ωραία σουλούπια.

Γιώργος Χρονάς: Η γυναίκα της Πάτρας (Οδός Πανός)

Πέμπτη, Απριλίου 15, 2010

No 685


Επιμονή

. ..Είναι ένας σιδεράς που δουλεύει
. ..στ' αμόνι
. ..κι ο Νιζίνσκι που χορεύει αιθέρια
. ..σαν φαύνος.
.. .Ο ένας δίνει το ρυθμό
.. .χωρίς τον οποίο είναι αδιανόητη
.. .η έκσταση του άλλου

Νιζίνσκι: Χόρεψα ώρες πολλές
στο σύφφλογο του πάγου
ίσαμε που τα πόδια μου έλιωσαν
και γύρισε ο ιδρώτας μου
να χαϊδέψει το μέτωπο μου
σαν χέρι

Σιδεράς: Δούλεψα τόσο πολύ
το καυτό σίδερο
στην παγωμένη αδιάφορη
επιφάνεια του αμονιού
μέχρι που τα χέρια μου πάγωσαν
κι η καρδιά μου
έγινε σβησμένο άστρο
στην αγκαλιά του ατσαλιού


Τώρα δε με νοιάζει πια
αν θα πεθάνω
ανασαίνω με νεροσυρμές
-απ' το ταμπάκο-
και θα ‘θελα να ξέρω
πόσο λάδι απομένει
στο καντήλι της ζωής μου

Νιζίνσκι: Τρομάζω την ιδέα του θανάτου
Είναι ένα κρύο χέρι
που ανασκαλεύει τα σωθικά μου
και μου φέρνει ανατριχίλα
κι αηδιάζω να πιστεύω
ότι η πεταλούδα του κορμιού μου
κάμπια θα έχει γίνει
και σαρανταποδαρούσα
που θα ξεμυτίζει αργά
από το μακιγιαρισμένο κουφάρι
για να ζευγαρώσει στο φως

Κωνσταντίνος Μπούρας: Αγαύης έρως (Οδυσσέας)

Τετάρτη, Απριλίου 14, 2010

No 684


Ο Ντιαγκίλεφ είναι ένας διεφθαρμένος’ αγαπά τα αγόρια. Οφείλουμε να κάνουμε τα πάντα για να εμποδίσουμε τους ανθρώπους που έχουν τέτοιες συνήθειες, όμως δεν πρέπει να τους φυλακίζουμε, μήτε να τους κάνουμε να υποφέρουν. (…)
Ο Ντιαγκίλεφ αγάπησε έναν άντρα πριν από μένα. Κατάλαβα καλά, ότι τον αγαπούσε μονάχα φυσικά, και το ίδιο περίμενε κι απ’ αυτόν. Στον εαυτό του, ο Ντιαγκίλεφ καλλιέργησε το πάθος για τα έργα τέχνης, στον Μασσίν τον έρωτα της δόξας. Εγώ δεν είχα πάθος μήτε για τα έργα τέχνης, μήτε για τη δόξα. Ο Ντιαγκίλεφ, καταλαβαίνοντάς το, έπαψε να ενδιαφέρεται για μένα’ μετά απ’ αυτό, άρχισα να τρέχω πίσω απ’ τα κορίτσια. (…)
Δεν αγαπούσα τον Ντιαγκίλεφ, κι όμως ζούσα μαζί του. Αλλά τον μίσησα απ’ την πρώτη μέρα που τον είδα. Μου επεβλήθη εκμεταλλευόμενος την φτώχεια μου και το γεγονός ότι εξήντα πέντε ρούβλια τον μήνα δεν αρκούσαν για να μην πεθάνουμε απ’ την πείνα η μητέρα μου κι εγώ.

Το ημερολόγιο του Νιζίνσκυ (Νεφέλη)

Πέμπτη, Απριλίου 08, 2010

No 683

Παύλος Μαθιόπουλος

Ήμουνα στο κρεβάτι του Αντρέα κι έσερνα το δάχτυλό μου απαλά πάνω στο στήθος και την κοιλιά του. Πες μου για τον Κόλιν, μου είπε.
-Τι να σου πως για τον Κόλιν;
-Περίγραψέ τον.
Δίστασα, αναρωτήθηκα τι να πω.
-Είναι καλός κι ευγενικός, απάντησα.
-Περίγραψέ τον.
Έπιασα τα μαλιά του Αντρέα.
-Τα μαλλιά του είναι κόκκινα και κατσαρά, και τα κουρεύει πάντοτε κοντά.
-Τι χρώμα έχουν τα μάτια του;
-Πράσινα.
-Είναι κοντός ή ψηλός;
-Είναι ψηλός με μεγάλες πλάτες.
-Και είναι μαλλιαρός;
-Ναι. Λίγοι στην κοιλιά και λίγο στο στήθος. Όσο μεγαλώνει γίνεται πιο μαλλιαρός.
Και πώς είναι ο πούτσος του;
Γέλασα’ γέλασα με τον εαυτό μου, με την αμηχανία που ένιωσα.
-Πες μου.
-Είναι μακρύς και χοντρός. Έχει πετσάκι.
Ο Αντρέας μετακίνησε τον κοντόχοντρο πούτσο του, κι εγώ έβαλα το ΄χερι μου πάνω του.
-Δεν τον πειράζει που πηγαίνεις με άλλους άντρες;
Τράβηξα το χέρι μου. Ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι και κοίταξα το άσπρο ταβάνι.
-Δεν του το λέω. Πιστεύεις ότι αυτός πηγαίνει με άλλους;
Κοίταξα τον Αντρέα, το λεπτό, μελαχρινό του πρόσωπο. Η φωνή του έβγαινε νωχελικά και νυσταγμένα, ωστόσο εγώ ήμουν επιφυλακτικός με τις ερωτήσεις του. Φυσικά και το πίστευα’ ακριβώς επειδή δεν εμπιστευόμουν ούτε τον ίσιο μου τον εαυτό.
-Μερικές φορές. Μερικές φορές τον μυρίζω, όταν έρχεται στο σπίτι αργά, κι αναρωτιέμαι αν έχει πάει με άλλους άντρες.
-Οπότε έχετε αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «ανοιχτό γάμο».
Τραβήχτηκα απότομα από κοντά του κι έψαξα να βρω τα τσιγάρα μου.
-Άντε γαμήσου. Εγώ προσπαθούσα να είμαι ειλικρινής. Τον αγαπάω τον Κόλιν. Τον αγαπάω πολύ και είμαστε μαζί πολύ καιρό. Μακάρι να ήμουν αρκετά δυνατός και να μην χρειαζόμουν να κάνω σεξ με άλλους ανθρώπους. Χαμογέλασα και τράβηξα μια μικρή τζούρα απ’ το αναμμένο μου τσιγάρο. Τον αγαπάω τον Κόλιν, επανέλαβα.

Christos Tsiolkas: Νεκρή Ευρώπη (Printa)