Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2006

No 268

Image Hosted by ImageShack.usRobert Bliss(ΗΠΑ)

Δεν πρόλαβε να με πάρει αυτός. Δεν άντεξα. Του είπα πως ήθελα να τον δω σύντομα κι εκείνος με ξάφνιασε.
«Γιατί δεν έρχεσαι τώρα; Δεν είναι κανείς εδώ». Δεν ξέρω αν τα λόγια του εμπεριείχαν κάποιο λάγνο υπονοούμενο ή έτσι ήθελα να πιστεύω. Πήγα σπίτι του. Χτύπησα το κουδούνι. Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω, απ’ αυτά που σε κάνουν ν’ αρχίζεις να υποψιάζεσαι και να το παίρνεις σχεδόν απόφαση ότι αυτός που περιμένεις ν΄ανοίξει λείπει ή έτσι θέλει να σου δώσει να καταλάβεις. Η αγωνία μου δεν παρατάθηκε πολύ. Το κεφάλι του ξεπρόβαλε δειλα μ’ ένα μικροπόνηρο χαμόγελο. Η πόρτα άνοιξε ελάχιστα, όσο να δω τη μισοκρυμμένη γραμμή ενός ολόγυμνου σώματος από πίσω της (…)
Έτσι όπως στεκόταν ολόγυμνος μπροστά μου ήθελα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου. Φοβήθηκα ότι θα την έβρισκε αδερφίστικη αδυναμία και συγκρατήθηκα. Του έτριψα τον ώμο κι έβαλα όλη μου την ένταση και στοργή στο φιλί που του ‘δωσα στο κούτελο.
«Μου ‘λειψες, ρε φίλε»
«Κι εμένα»
.
Ιωσήφ Αλυγιζάκης: Τρεις λευκές σελίδες (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2006

No 267

«Είστε η γιαγιά του Νέστορα, απ’ ό,τι ξέρω. Και μένετε μόνη σας με τ’ ορφανό. Εσείς είστε η κηδεμών του;»
«Μάλιστα, αλλά τι τρέχει με το παιδί;»
«Θέλω να σας τονίσω ότι αυτό που κάνω εγώ σήμερα πολύ λίγοι γυμνασιάρχες θα το ‘καναν. Εγώ, τιμώντας το αξίωμά μου, θεωρώ υποχρέωσή μου να σας ειδοποιήσω για κάτι που υπέπεσε στην αντίληψή μου. Βέβαια, για να δώσουμε λύση σ’ αυτό, θα ‘θελα αντί για σας να έχω έναν άντρα απέναντί μου να του μιλήσω. Αλλιώς θα το λύναμε το πρόβλημα!»
«Πείτε μου επιτέλους κι αν χρειαστεί, θα φωνάξουμε το γιο μου τον Σωτήρη να βοηθήσει. Αλλά προς Θεού! Πείτε μου, είναι κάτι πολύ σοβαρό;»
«Κυρία μου, λυπάμαι γι’ αυτό που θα σας πω, αλλά ο εγγονός σας είναι ομοφυλόφιλος».
«Τι είπατε;»
«Ακριβώς αυτό που είπα. Με άλλα λόγια δεν είναι άντρας».
Αφού πάγωσε για αρκετή ώρα η κυρα-Μαγδαληνή κι αφού έπεσε βαριά σιωπή, συνήλθε ξαφνικά από το σοκ.
«Είστε ευχαριστημένος με την επίδοση του στα μαθήματα και με τη συμπεριφορά του; Αν ναι, δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε», είπε κι έφυγε από το γραφείο του γυμνασιάρχη χτυπώντας με αρκετή δύναμη την πόρτα.

Βεατρίκη Σαϊας-Μαγρίζου: Ο Νέστορας που Τόρη τον φώναζε αυτή (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2006

No 266

Image Hosted by ImageShack.usLucien Freud
.
Είχε ζήσει πολύ.
Ξεκουραζόταν εκεί, σ’ ένα κούτσουρο, σ’ ένα ογκωδέστατο κούτσουρο, πολλά δειλινά, σαν έπεφτ’ ο ήλιος.
Εγώ περνούσα από κει κείνες τις ώρες και κοντοστεκόμουν να τον κοιτάξω.
Ήταν γέρος κι είχε πρόσωπο ζαρωμένο, σβησμένα κι όχι μόνο θλιμμένα τα μάτια.
Ξεκουραζόταν στο κούτσουρο κι ο ήλιος τον σίμωνε πρώτα, του δάγκωνε απαλά τα πόδια και περίμενε εκεί κάμποσες στιγμές λουφάζοντας.
Κατόπι ανέβαινε και σιγά-σιγά τον ρουφούσε, τον βούλιαζε, τραβώντας τον απαλά, σμίγοντάς τον με το γλυκό του φως.
Ω πώς διαλύονταν εκείν’ η γέρικη ζωή, το γέρικο υπόλειμμα.
Όλες οι λαχτάρες, η ιστορία της θλίψης, τ’ απομεινάρια των ρητίδων, η αθλιότητα του διαβρωμένου δέρματος πώς λιμάρονταν σιγά-σιγά, πώς αποσυντίθονταν.
Όπως ένας βράχος που στο σαρωτικό χείμαρρο αργολιώνει όλος γλύκα παραδομένος σ’ ένα βουερότατο έρωτα, έτσι κι εκείνη τη στιγμή ο γέρος σιγά-σιγά εκμηδενιζόταν, σιγά-σιγά παραδινόταν.
Κι εγώ κοίταζα τον πανίσχυρο ήλιο να τον δαγκώνει απαλά, γεμάτος αγάπη, και να τον αποκοιμίζει, για να τον πάρει έτσι λίγο-λίγο, για να τον διαλύσει λίγο-λίγο έτσι στο φως του, καθώς μια μάνα, που απαλότατα βάζει το μωρό της στο βυζί.
Εγώ περνούσα και τον κοίταζα. Ωστόσο μερικές φορές δεν έβλεπα παρά κάποια αδιόρατα απομεινάρια. Μόλις μια ανεπαίσθητη δαντέλα της ύπαρξης.
Αυτό που απόμεινε, αφού ο ερωτιάρης γέρος, ο γλυκούλης γέρος, είχε περάσει πια στο φως κι αργότατα, πολύ αργότατα, είχε απορροφηθεί απ’ τις τελευταίες ηλιαχτίδες, όπως τόσα άλλα αόρατα πράγματα στον κόσμο.
.
Vicente Aleixandre / Ισπανία
Ανθολογία ισπανικής ποίησης, ΧΙΙ-ΧΧ αιώνας (Γνώση)
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου

Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2006

No 265

Image Hosted by ImageShack.usFrancoise Nielly (Γαλλία)
.
Μια χορεία φάλτσων κραυγών, το γάβγισμα ενός σκύλου, δήλωνε το πέρασμά τους πριν ακόμη στρίψουν τη γωνία. Τελικά πρόβαλλαν, γελαστοί και σχεδόν ξιπασμένοι αυτάρεσκα για την πομπή που τους είχε πάρει στο κατόπι προσβάλλοντάς τους με απρεπή παρατσούκλια. Με την αξιοπρέπεια υψηλού προσώπου σε εξορία, ίσα που γύριζαν στη βλάσφημη ακολουθία για να εκτοξεύσουν κάποια πνευματώδη βρισιά. Όμως, σαν να μην ήθελαν να απογοητεύσουν τον κόσμο σε ό,τι περίμενε απ’ αυτούς, ακκίζονταν με ακόμη μεγαλύτερη υπερβολή, σφίγγοντας ακόμη περισσότερο το σακάκι στην εύκαμπτη μέση τους, διπλασιάζοντας έτσι τα χάχανα και τα πειράγματα του χορού.
Καμιά φορά ύψωναν το βλέμμα σε κάποιο μπαλκόνι, όπου περίεργοι πρόβαλλαν από το θόρυβο, και υπήρχε στα νεανικά αδιάντροπα μάτια τους η μεγίστη κοροϊδία, μια καταφρόνια πιο πραγματική από κείνων που με νοσηρή περιέργεια τους ακολουθούσαν. Τελικά χάνονταν στην άλλη άκρη του δρόμου.
Ήταν κάτι όντα μυστηριώδη που τα αποκαλούσαν «αδελφές»
.
Λουίς Θερνούδα: Όκνος (Ίκαρος)
Μετάφραση: Αντώνης Κουτσουραδής

Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2006

No 264

ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ

Μη μ’ αφήσεις να χάσω αυτό το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου, ούτε τον τόνο
που τη νύχτα ακουμπάει στο μάγουλο μου
το μοναχικό ρόδο της αναπνοής σου.

Με θλίβει να είμαι εδώ σ’ αυτή την όχθη
κορμός χωρίς κλαδιά και να υποφέρω
που δεν έχω χυμό ούτε πηλό ούτε άνθη
για το σαράκι που μου τρώει τα σωθικά μου.

Αν είσ’ εσύ ο κρυμμένος θησαυρός μου,
αν είσαι ο σταυρωμός και ο ζωντανός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της επικράτειας σου,

Μη μ΄ αφήνεις να χάσω αυτό που κέρδισα
και που στολίζει τα νερά του ποταμού σου
με νεκρά φύλλα απ’ το φθινόπωρο μου.

Τα εκατό ωραιότερα ερωτικά ποιήματα της ισπανικής γλώσσας (Εκάτη)
Μετάφραση: Ρήγας Καπάτος

Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2006

No 263

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
1

Ένα αγόρι όμορφο, από σκοίνο,
ώμοι φαρδιοί, μέση λεπτή,
δέρμα ενός μήλου της νυχτός,
στόμα θλιμμένο και μεγάλα
μάτια, και νεύρα από ζεστό
ασήμι, μες στην ερημιά
του δρόμου τριγυρίζει.
Τα λουστρινένια του παπούτσια
του αγέρα σπάζουνε τις ντάλιες,
με δυο ρυθμούς, που τραγουδούν
τα σύντομα τ’ ουρανού πένθη.
Στο ακροθαλάσσι, δεν υπάρχει
Ισάξιο του φοινικοδέντρι,
μήτε αυτοκράτορας με στέμμα,
ουδ’ ένα πορευάμενο άστρο.
Όταν την κεφαλή του γέρνη
πάνω στο ιάσπινό του στήθος,
η νύχτα αναζητά πεδιάδες,
θέλοντας να τον προσκυνήση.
Αντηχούν μόνες οι κιθάρες
για τον Αρχάγγελο Γαβριήλ,
τον δαμαστή περιστεριών
κ΄ εχθρό των κλαίουσων ιτιών.
Άγιε Γαβριήλ: Το αγόρι κλαίει
μες στης μητρός του την κοιλιά.
Μην τι ξεχνάς, πως οι τσιγγάνοι
σου δώρησαν το φόρεμα.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Ποιήματα (Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος)
Μετάφραση: Άρης Δικταίος

Πέμπτη, Ιανουαρίου 19, 2006

No 262

Image Hosted by ImageShack.usRichard Taddei (ΗΠΑ)


ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Πάτροκλε ακούς τη ντροπή που έφερε η αποκοτιά σου.
τους αγνούς μηρούς σου δεν σεβάστηκες αχάριστε, αφού
μου τους στερείς απ’ τα συχνά φιλιά μου.
Θρηνώ εκείνο των σωμάτων μας σεβάσμιο σμίξιμο.
(Θρηνώ την σεβάσμια συνεύρεση των μηρών μας.)
Όμως γιατί εξειτίας της φιλίας μας όλα είναι αμόλυντα πια τώρα.
ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Κλαίω αυτόν που άδικα πέθανε.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Αντίλοχε αντί για τον νεκρό κλάψε τον ζωντανό καλύτερα.
(Γιατί για μένα όλα χάθηκαν.)
Όπλα, χρειάζομαι όπλα.
ΕΞΟΔΟΣ
ΧΟΡΟΣ
Λένε πως δεν είναι στη γη κατάρα πιο μεγάλη
απ’ του συντρόφου τη θανή την πιο βαριά συφόρια.
Η κρίση είναι στον άνθρωπο η υψηλή του η γνώμη
κι όταν λαθέψει μια φορά, παντοτινά δεινά του.

Αισχύλου: Αχιλληίς (Περίπλους)
Μετάφραση – Μελέτη: Ηλίας Γ. Μαλανδρής

Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2006

No 261

Image Hosted by ImageShack.usAnne-Louis Girodet de Roussy (Γαλλία)

Πάτροκλος ή το πεπρωμένο
Είχε περάσει ο καιρός της ηρωικής τρυφερότητας, όπου ο αντίπαλος ήταν το σκοτεινό αντίστροφο του φίλου. Η Ιφιγένεια ήταν νεκρή, την είχαν τουφεκίσει στην εντολή του Αγαμέμνονα που είχε πεισθεί ότι είχε λάβει μέρος στη στάση των πληρωμάτων της Μαύρης Θάλασσας’ ο Πάρις είχε παραμορφωθεί από την έκρηξη μιας χειροβομβίδας’ η Πολυξένη, είχε μόλις υποκύψει στον τύφο στο νοσοκομείο της Τροίας’ γονατιστές πάνω στην αμμουδιά, οι Ωκεανίδες δεν επάσχιζαν πια να διώχνουνε τις μπλε μύγες από τον νεκρό του Πατρόκλου. Από τότε που είχε πεθάνει αυτός ο φίλος που μαζί, είχε γεμίσει και είχε αντικαταστήσει τον κόσμο, ο Αχιλλέας δεν άφηνε πια τη σκηνή του τη στοιχειωμένη από ίσκιους: γυμνός, πλαγιασμένος κατάχαμα σαν να πάσχιζε να μιμηθεί εκείνο το πτώμα, αφηνόταν να τον τρώει το σαράκι των αναμνήσεων. Ολοένα και πιο πολύ, ο θάνατος του φαινόταν σαν ένα μυστήριο που μόνο οι πιο αγνοί ήτανε άξιοί του: πολλοί φθείρονται, λίγοι πεθαίνουν. Όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που τα θυμόταν όταν σκεφτόταν τον Πάτροκλο: η ωχρότητά του, οι άκαμπτοι ώμοι του που ανασήκωνε μια ιδέα, τα χέρια του τα πάντα κάπως ψυχρά, το βάρος του κορμιού του που σωριαζόταν στον ύπνο συμπαγές σαν την πέτρα, αποκτούσαν επιτέλους τοπλήρες νόημα του μεταθανάτιου χαρακτήρα τους, σαν ο Πάτροκλος να μην είχε σταθεί ζωντανός παρά ένα σκιαγράφημα του πτώματός του: To ανομολόγητο μίσος που κοιμάται στα βάθη του έρωτα προδιάθετε τον Αχιλλέα σε σκέψεις γλύπτη: ζήλευε τον Έκτορα που είχε φτιάξει αυτό το αριστούργημα’ μόνον αυτός θα έπρεπε να ΄χει αποσπάσει τα τελευταία πέπλα που η σκέψη, η κίνηση, το γεγονός το ίδιο πως ήτανε στη ζωή, παρέμβαλλε ανάμεσά τους, για ν’ ανακαλύψει τον Πάτροκλο μέσα στη θεϊκή γύμνια του νεκρού. Μάταια τον καλούσανε με σαλπίσματα οι τρώες αρχηγοί σε αναμετρήσεις περίτεχνες, απαλλαγμένες από τις απλοϊκότητες των πρώτων χρόνων του πολέμου: χήρος αυτού του συντρόφου που θα ‘ξιζε να ‘ταν εχθρός, ο Αχιλλέας δεν σκότωνε πια, για να μην δημιουργεί αντιπάλους στον Πάτροκλο πέρα απ’ τον τάφο.

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: Φωτιές (Χατζηνικολή)

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2006

No 260

Image Hosted by ImageShack.us Jacques Louis David (Γαλλία)

Στην ραψωδία Ω ο Αχιλλέας κλαίει τον φίλο του. Οι αλεξανδρινοί εκδότες Αρίσταρχος και Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, απέρριπταν και τούτο το χωρίο. Η βιαιότητα των αισθημάτων του Αχιλλέα εκφράζεται όμως, στις τελευταίες ραψωδίες και με άλλους τρόπους, που δείχνούν, όλοι, την άκρα αφοσίωση, η οποία ένωνε τους δυο ήρωες. Στην αρχή της ραψωδίας Τα η Θέτις βρίσκει τον γιο της «πεσμένο απά στον Πάτροκλο…να κλαίει πικρά». Εδώ έχουμε, λέει ο Clarke, μιαν απολύτως μοναδική συμπεριφορά απέναντι στον θάνατο. Πέραν του ζεύγους Αχιλλέα – Πατρόκλου, σημειώνει ακόμα ο ίδιος συγγραφέας, ο Όμηρος χρησιμοποιεί συναισθηματικούς όρους μόνο όταν οι γυναίκες είναι το θέμα
Για τους Αρχαίους αυτά τα κείμενα είναι υπαινιγμοί παιδεραστίας. Ο Clarke δέχεται αυτήν την ερμηνεία και προσθέτει ένα χωρίο, που, κατά τη γνώμη του, είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός υπαινιγμός:
.
(Η Θέτις προς τον Αχιλλέα: )
«Ως πότε γιε μου, θα πικραίνεσαι και θα χτυπιέσαι;
Ως πότε τα σωθικά σου θα σπαράζονται; Κι ουδέ ψωμιού θυμάσαι
κι ουδέ φιλιού; Γλυκό το αγκάλιασμα, να σμίξεις με γυναίκα»

.
Εάν τα άλλα αποσπάσματα δηλώνουν μια ομοφυλοφιλική σχέση, τότε πράγματι αυτό ηχεί ως αντίθεση της Θέτιδας, όχι μόνο στην υπερβολική απελπισία του γιου της, αλλά και προς τον έρωτα του. Και ο συγγραφέας καταλήγει: στην Ιλιάδα είναι έκδηλη, αν όχι η ομοφυλοφιλία, η ομοερωτική διάθεση, μόνο που απουσιάζει ο όρος.

Bernard Sergent: Ομοφυλοφιλία στην Ελληνική Μυθολογία (Χατζηνικολή)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2006

No 259

Ο Ουρσανάμπι μίλησε στον Γκίλγκαμες και είπε:
«Γιατί είν’ τα μάγουλα σου μαραμένα, το πρόσωπο βαθιά χαρακωμένο;
Γιατί τόσο δυστυχισμένη είναι η καρδιά σου και τσακισμένη η όψη σου;
Γιατί τόση θλίψη βαθιά μέσα σου κλείνεις; (…)
Ο Γκίλγκαμες μίλησε στον Ουρσανάμπι και είπε:
(…) τον φίλο μου, που τόσο αγαπώ,
που αντάμα τόσες δυσκολίες περάσαμε,
τον Ενκιντού, τον φίλο μου, που τόσο αγαπώ,
που μαζί μου όλες τις δυσκολίες πέρασε,
η μοίρα των ανθρώπων τον ενίκησε.
Έξι μερόνυχτα τον έκλαψα
και να ταφεί δεν άφηνα,
ώσπου σκουλήκι έπεσ’ απ’ τη μύτη του.
Γεμάτος τρόμο άρχισα τον Χάρο να φοβάμαι,
γι’ αυτό στην ερημιά περιπλανιέμαι.
Η μοίρα με βαραίνει του Ενκιντού, του φίλου μου.
Σε μακρινούς δρόμους στην ερημιά πλανιέμαι.
Πώς να’ μια ήρεμος μπορώς πώς ήσυχος να’ μια;
Ο φίλος μου, που αγαπώ, έγινε χώμα,
ο Ενκιντού, ο φίλος μου, που αγαπώ, έγινε χώμα.

Το έπος του Γκίλγκαμες (Ιστός)
Απόδοση: Αύρα Ward

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2006

No 258

Έριχνε μια ψιλή κρύα βροχή κι εγώ κοίταζα τους αγαπημένους δρόμους μετά από ένα ολόκληρο τρίμηνο. Φορούσα τις πυζάμες μου και τη ρόμπα μου αποπάνω. Έφευγα χωρίς γύψους, αλλά δεν πατούσα δυνατά τα πόδια μου, γιατί δεν μου επιτρεπόταν. Οι άλλοι συζητούσαν εύθυμα, καθώς με πηγαίναν. Εγώ είχα απορροφηθεί ολότελα από το θέαμα της ζωής στους δρόμους. «Άλλαξε η μόδα στα μπουφάν» έλεγα μέσα μου, καθώς έβλεπα τους πρώτους νεαρούς να πηγαίνουν μέσα στη βροχή. Τι ωραία που περπατούσαν!
Και τώρα πώς θα έμπαινα στο σπίτι; Με απασχολούσε μυστικά ο τρόπος του κουβαλήματός μου από το αυτοκίνητο μέσα στο σπίτι, όπου περίμενε η μάνα μου, έχοντας κάνει χαλβά. Ο φόβος του κουβαλήματος, το απέναντι ανασηκωμένο κουρτινάκι, το κατάψυχρο σχόλιο, με παρέλυε. «Αυτός!» Όταν όμως ο Απόστολος και ο Γιώργος με κουβαλούσαν οι καημένοι με την καρέκλα, σαν ένα είδος Ίντι Αμίν, είναι ζήτημα αν μας είδε κανένας. Η αδιαφορία της Αθήνας είναι ανατριχιαστική. Το σπίτι ήταν λαμπρό, αλλά μικρότερο από όσο το θυμόμουν. Το χριστουγεννιάτικο ασημί δέντρο στολισμένο και πάλι. Η Αρλέτα εκεί, η Τζένη εκεί. Η Αρλέτα έφερε σαμπάνια. Η ζωή του εξαίσιου κοινοβίου μας ξανάρχισε.
Οι φίλοι ερχόντουσαν σωρηδόν - ας είναι καλά τα παιδιά. Στους πιστούς του νοσοκομείου προστέθηκαν τώρα οι πιστοί του σπιτιού, ακόμα και οι παλιοί πιστοί της κρεβατοκάμαρας. Αλλά «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο». Ο χώρος ήταν πολύ πιο επιτηρούμενος και από εκείνον του νοσοκομείου, όπου επιτέλους υπήρχαν και στιγμές ανασασμού. Στιγμές στιγμές σιγοτραγουδούσα μέσα από τα δόντια μου' «πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει...». Εγώ, βέβαια, δεν θα πάρω το ντουφέκι μου, που μακάρι και να είχα, αλλά θα πιάσω κάτι άλλο το ντουφεκοειδές και θα τρέχω και όποιον πάρει ο χάρος.
Μου φαίνεται πως θα βγάλω κομμάτι, θα κόψω εκλεκτό κομμάτι σάρκας με τα δόντια μου από το πρώτο πρόσωπο, που θα έχει το κουράγιο να ανέλθει στην παρθενική αυτή παστάδα, όπου παστώθηκα αναπάντεχα επί τόσους μήνες. Το αίσθημα αυτό της ασυγκράτητης σεξουαλικής ορμής έχω πολλά χρόνια να το νιώσω, από τότε που ήμουν διορισμένος στα όρη και στα βουνά και κατέβαινα στη χάση και στη φέξη - ο κώλος σου να φέξει. Αφήνω πια τη στοά Φέξη.
Γι αυτό καταλαβαίνω τόσο τους τσομπαναρέους, τους ασκητές, τους μοναχούς, τους ναυτικούς, τους ναύτες, τους φαντάρους, απάνω ψηλά στα φυλάκια. Τι ωραία επαγγέλματα, Θεέ μου, τι ωραίες αντρίκιες ασχολίες. Άνω σχώμεν τας καρδίας.

Γιώργος Ιωάννου : Πολλαπλά κατάγματα (Εστία)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 12, 2006

No 257

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης
.
Έχω ανέλθει, κατά γενική ομολογία, κοινωνικά εδώ στην Αθήνα, αναγνωρίστηκα ποικιλοτρόπως από τους διάφορους κύκλους μου. Αυτό το τόνισαν κατά κόρο, και μάλιστα ενώπιόν μου, οι εκ Θεσσαλονίκης ομιλητές σε κάτι εκδηλώσεις που έγιναν προ καιρού εδώ για την πόλη μας. Γεγονός, πάντως, είναι πως είμαι τώρα σε θέση να καλώ, όταν θέλω κόσμο στο σπίτι, ακόμα και ανθρώπους, που η ιδιότητά τους φαίνεται από μακριά, φαντάρους με μπερέδες χρωματιστούς, σήματα στο στήθος γυαλισμένα και αστραφτερά, συνθήματα περί θάρρους και τόλμης, σαν ζεστά, όσο ποτέ, θέματα περιφερομένων εκθέσεων ιδεών – ω ιδέες! ω εσείς από τη χώρα των ιδεών! – και κανείς να μην παραξενεύεται ή να το θεωρεί υποχρέωσή του να με καταπιέζει μ’ αυτή ή με εκείνη τη στάση του. Αυτό, βέβαια, είναι μια σημαντική πρόοδος, τολμώ να πω μια νίκη, μετά από μισόν αιώνα, όχι απλώς σκλαβιάς, όχι απλώς απολυταρχίας, μα κοινωνικού και επαγγελματικού εγκλεισμού στα τάρταρα, όπου ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων. Ελπίζω στα εξήντα μου να διημερεύω ή και να διανυκτερεύω – ποιος θα μπορεί να μου το απαγορέψει και ποιος θα ενδιαφέρεται άλλωστε; - στην Ομόνοια, εκεί στα τσιμέντα, όπου οι κυλιόμενες κλίμακες του Ηλεκτρικού, να κάθομαι με φυσικότητα ως ισότιμος ανάμεσα στους τόσους και τόσους αναμένοντες, επαρχιώτες και εντόπιους, - τότε πια και οι έγχρωμοι, τα εξαίρετα αυτά παιδιά, θα έχουνε παραπερισσέψει – και να κουνώ τα ποδάρια μου παίζοντας το μπεγλέρι ή να συχναλλάζω παγκάκι στο Ζάππειο, ώσπου να βρω το βαθύ ανθρώπινο πηγάδι με το δροσιστικό νερό.

Γιώργος Ιωάννου : Tο δικό μας αίμα (Κέδρος)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 11, 2006

No 256

Ξεκουμπώνει ως κάτου το βρακί του, τη χουφτώνει, τη βγάζει, τεντωμένη και σπαρταριστή. Το ίδιο κάνει κι ο άλλος, μη φανεί δειλός, έτσι συντροφικάτα. Τις κοιτάζουν, καθένας τη δική του. Ύστερα ο ένας του αλλουνού. – Μεγάλη που την έχεις. – Αμ’ η δικιά σου’ κι είναι και πιο χοντρή’ χωρίς καθόλου χαλινό’ να’ όπως κι η δικιά μου’ τις παίζουμε; εσύ τη δικιά μου κι εγώ τη δικιά σου’ θα ‘ναι πιο μερακλίδικα. – όχι’ δε μου ‘ρχεται’ είναι αμαρτία. – Τι αμαρτία; δεν την παίζεις ποτέ σου; - Ναι, αλλά μονάχος, στα κρυφά. – Σαχλαμάρες. τι μονάχος, τι μ’ έναν άλλο; Κι εμείς είμαστε φίλοι. δεν θα το πούμε πουθενά. απλώνει πρώτοις το χέρι του, του τη χουφτώνει, ξεθαρρεύεται κι ο άλλος. Του την πιάνει κι αυτός. Δε μιλάνε. Δεν κοιτιούνται. Κοιτάει ο ένας του αλλουνού. Λαχανιάζουν. Θέλουν να φωνάξουν, δεν ξέρουν τι’ κάτι δυνατά, πολύ δυνατά’ να βουίξει το πάρκο, να μαζευτεί κόσμος, κι αυτοί ν’ αναληφθούν απλησίαστοι, ασύλληπτοι, οι δυο τους μόνοι, μόνοι, μόνοι, ολόκληροι, αθάνατοι, ως τη μέγιστη στιγμή της έκρηξης, και πια δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει κι ούτε έχει σημασία, γιατί αυτή η στιγμή είναι όλος ο χρόνος, έξω απ’ το χρόνο, και το μόνο που θέλουν είναι να φωνάξουν όλη τη συγκεντρωμένη σιωπή και ν’ ακουστούν πέρα, παντού, ούουου, ούουου, λόγια συναγμένα απ’ τους δρόμους, απ’ τις ταβέρνες, απ’ τα μπορντέλα, τα πιο αισχρά, τα πιο άγια, ποτές δεν τα’ αρθρώσανε, κι είναι πετρωμένα μέσα τους, βράχια, ε, ωρέ ντουνιά, στην κορυφή του καυλιού μου σε σηκώνω, χύνω μέσα σου, νόημα σου δίνω, κόκκινο’ μα κείνη ακριβώς τη στιγμή μια βαμμένη γυναίκα περνάει’ σκεπάζει ο καθένας με την παλάμη του το δικό του πέος’ ντροπαλοσύνη’ τους πέφτει’ μαλακώνει’ – ε, κοπελιά δεν έρχεσαι κατά δω; - δεν πηδιόσατε μόνοι σας, θα βολευτείτε καλύτερα. Και φεύγει. Και ξαφνικά βραδιάζει.
.
Γιάννης Ρίτσος: Ίσως να ‘ναι έτσι (Κέδρος)

Τρίτη, Ιανουαρίου 10, 2006

No 255

Στη σκηνή παίζεται ένα νούμερο σατιρικό: Ένας άντρακλας ως εκεί απάνου, ακκίζεται, ντυμένος γυναίκα. Οι θεατές διασκεδάζουν τρομερά. Το ίδιο κι εγώ. Κάθε χειρονομία του θεατρίνου γίνεται ένα γυάλινο ποτήρι που πέφτει απ’ το δίσκο και κυλάει στο πάτωμα. Εμείς προσέχουμε τούτο το ποτήρι μ’ ένταση. Γινόμαστε εμείς ένα ποτήρι που κυλάει κουδουνίζοντας στο πάτωμα. Θα σπάσει. Θα σπάσει. Να το. Όχι. Δεν έσπασε. Το γέλιο ξεσπάει δυνατότερο. Δεν έσπασε. Δεν έσπασε. Κυλάμε χάμου γυάλινοι. Πλάι μου κάποιος γελάει με τέτοιο θόρυβο που αρχίζω πια να τον υποψιάζουμαι. Τον παρατηρώ. Καταλαβαίνω. Γελάει για να τιμωρήσει το θηλυκό μέρος του εαυτού του ενώ παροτρύνει το άλλο μέρος, το αρσενικό. Η φυσιογνωμία του είναι αντρική, αυστηρά αντρική. Όμως το χέρι του που τινάζει το τσιγάρο – ένα χέρι με μακριά, λεπτά δάχτυλα – σχεδιάζει μέσα στον καπνό το προφίλ μιας γυναίκας. Τώρα χειροκροτάει πιο δυνατά απ’ όσο του επιτρέπουν τα χέρια του. Το γέλιο του δυναμώνει. Γελώ κι εγώ. Ακούω. Ναι. Κι εγώ δυνατά. Κοιτάζω ύποπτα γύρω μου. Τι να κάνω; Να μη γελώ; Θα μ’ ακούσουν οι γύρω μου. Να γελώ; Ίσως πλάι μου κάποιος να με παρατηρεί καταλογίζοντάς μου όσα εγώ στον προηγούμενο. Κοιτώ τα δάχτυλα μου. Μακριά και πιο λεπτά απ’ του άλλου. Σηκώνουμαι να φύγω. Πίσω απ’ τη ράχη μου ξεσπάει πολύβουο το γέλιο του κόσμου. Μη και γελάνε μαζί μου;

Γιάννης Ρίτσος: Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του (Κέδρος)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2006

Νο 254

Image Hosted by ImageShack.usGuillermo Muñoz Vera
.
Μιαν αίσθηση μελαγχολίας
ενός ουρανού
αναρμένιστου,
μιαν αίσθηση ανασφάλειας
ενός ωκεανού
περιπλανώμενου
και μιας άγουρης σελήνης από κυκλάμινα
την ανυπομονησία
αναγνώρισα
στο βλέμμα της
.
Σταυρούλα Πετρέλλη : 'Αγρια Ηρεμία (Αστάρτη)
.
21
Τι να μου λένε, πες μου, όλα αυτά
Όταν εσύ, καλή μου, είσαι τόσο μακριά
Κι όταν μου λείπει τόσο
η δική σου παρέα και ζεστασιά.

Φιλίες ερωτικές, έρωτες φιλικοί
μπλεγμένοι μαγευτικά στο μίτο της ψυχής.
Ιστορίες που ανακυκλώνονται μια ζωή,
μια ζωή Αγαπώντας Γυναίκες.

Ρούλα Σκούταρη : Του έρωτα και του θανάτου (Δωδώνη)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2006

No 253

Image Hosted by ImageShack.usAmi Blu
.
Όταν συνειδητοποίησα τι μου αποκάλυπτε, κόντεψα να τρελαθώ από τη χαρά μου. Μ’ αγαπούσε λοιπόν; Kαθόταν πλάι μου στο εστιατόριο, κι ήταν μικρή, συνεσταλμένη, λιγομίλητη, πανικοβλημένη. Έλεγε κάτι, κι έπειτα έσπευδε να ζητήσει συγγνώμη για την ανοησία της. Δεν το ανεχόμουν άλλο αυτό. «Έχουμε χάσει τον εαυτό μας και οι δυο, αλλά, μερικές φορές, όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε απ’ τον εαυτό μας, τόσο πιο σημαντικά πράγματα αποκαλύπτουμε. Δεν προσπαθώ πλέον να σκεφτώ. Δεν μπορώ να σκεφτώ, όταν είμαι μαζί σου. Είσαι σαν κι εμένα. Εύχεσαι να έρθει μια τέλεια στιγμή, αλλά τίποτα απ’ όσα έχεις για τόσο πολύ καιρό πλάσει με τη φαντασία σου, δεν μπορεί να εκφραστεί τέλεια με τις λέξεις. Καμμιά από μας δεν μπορεί να πει το σωστό. Είμαστε κι οι δυο αναστατωμένες. Είναι όλα τόσο υπέροχα, τόσο λατρευτά. Σ’ αγαπώ, Τζουν», της είπα.
.
Αναΐς Νιν : Henry & June (Σμίλη)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2006

No 252

Image Hosted by ImageShack.usToulous Lotrec (Γαλλία)
.
Ήταν θαύμα ιδέσθαι με το ψιλό λεπτό κορμί, που ‘χε σοκολατένια σάρκα. Καθόμουν σε μια γωνιά του κρεβατιού σταυροπόδι και ζαρωμένη, μισοτρέμοντας, μύριζα ένα μεγάλο γαρίφαλο που πήρα απ’ το ανθογυάλι. Ψιθύρισα «αν χόρευες έτσι». Είχε κέφι. Έκανε με κάτι λαφρά κινήματα έναν ισπανο-αιγυπτιο-ανατολικό χορό της έμπνευσης της. Κάθε τόσο έγερνε τα γυμνά της στήθια. Εγώ πρόφταινα αρπαχτά να τη φιλήσω μα ξεγλίστραγε. Σωστή Σαλώμη. Ύστερα, πέφτοντας στο κρεβάτι, έβγαλε την πετσέτα και παραδοθήκαμε σ’ αληθινά όργια. Όλη η νύχτα ήταν μια ατελείωτη μουσική από λυσσώδικα φιλιά. Για μια στιγμή τράβηξε την κουβέρτα να σκεπαστεί λιγάκι, κει κατά τα ξημερώματα. Θα την έπαιρνε ο ύπνος. Εγώ άρχισα να θλίβομαι, αλλ’ υποχώρησασεβόμενη την κούραση της. Δυο-τρεις φορές σηκώθηκα και άναψα σπίρτα φέρνοντάς τα πλάι στο πρόσωπο της. Ήθελα να τη δω λίγο. Το πυκνό σκοτάδι μ’ έπνιγε.
Την άλλη μέρα μ’ ερώτησε αν ζητούσα να την κάψω…

Ντόρα Ρωζέττη: Η ερωμένη της (Μεταίχμιο)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2006

No 251

Image Hosted by ImageShack.us
.
Τα βαθιά, αστραφτερά γκρίζα της μάτια ήταν σαν να με ρουφούσαν ολόκληρη – να με μετρούσαν. Ένιωθα ολότελα κυριαρχημένη από τη δύναμή της – και ηλίθια, απελπιστικά αδέξια και ηλίθια. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν χτενισμένα σ’ έναν ψηλό κότσο, αλά Πομπαδούρ, και μέσα τους έλαμπαν παράξενες σγουρές, τεθλασμένες, λευκές ραβδώσεις, που τα έκαναν να μοιάζουν σαν το τρίχωμα περσικής κατσίκας η κάποιου άλλου ζώου με μεταξωτό μαλλί. Δεν άντεχα την παιχνιδιάρα περιέργεια των ματιών της, κι έτσι κάρφωσα το βλέμμα μου σ’ ένα περιδέραιο από λαξεμένους αμέθυστους που φορούσε μέσα από το τετράγωνο ντεκολτέ του φουστανιού της. Φαντάζομαι πως είχα απομείνει να την κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια, γιατί εκείνη είπε ξαφνικά: «Μήπως σ’ ενοχλεί αυτό το κολιέ; Αν είναι, να το βγάλω».

Γουίλα Κάθερ: Ο θανάσιμος εχθρός μου (Νεφέλη)