Τετάρτη, Ιανουαρίου 26, 2011

No 736



Αμέσως μετά το θάνατο του Ρούντολφ Νουρέγεφ, ο γιατρός και φίλος του Michel Canesi ανήγγειλε ότι ο Νουρέγεφ πέθανε από καρδιακές επιπλοκές που ακολούθησαν μια μακρόχρονη αρρώστια και αρνήθηκε να δώσει άλλες λεπτομέρειες. «Ακολουθώντας τις επιθυμίες του κ. Νουρέγεφ, δεν μπορώ να πω περισσότερα». Όμως πολλοί από τον περίγυρό του έλεγαν ανοιχτά πως είχε AIDS. Κάποιοι άνθρωποι που είχαν χτυπηθεί από την ασθένεια αντέδρασαν με θυμό. Ο συγγραφέας Paul Monette δήλωσε: «Τον θεωρώ άναδρο, δεν με νοιάζει πόσο σπουδαίος χορευτής ήταν».
Τότε, στις 15 Ιανουαρίου, ο Κανεζί έδωσε μια αποκλειστική συνέντευξη στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro με τίτλο «Οι τελευταίες μέρες του Ρούντολφ Νουρέγεφ. Σ’ αυτήν ο Κανεζί επιβεβαίωνε ότι ο Ρούντολφ είχε πράγματι AIDS, και έδωσε την εξής εξήγηση για το γεγονός ότι πήρε την απόφαση να μιλήσει:
«Ξεκαθαρίζω τα πράγματα τώρα, γιατί πιστεύω πως καμιά αρρώστια δεν είναι ντροπιαστική. Σκέφτομαι όλους τους ανώνυμους ασθενείς που υποφέρουν από εξοστρακισμό. Ο Ρούντολφ έζησε 13-14 χρόνια με τον ιό, χάρη στη δύναμη του, την αγωνιστικότητά του. Οι άνθρωποι πρέπει να το μάθουν αυτό. Ήταν πολύ διάσημος για να κρύψουμε την αλήθεια».
Ο λόγος για τον οποίο ο Νουρέγεφ δεν ήθελε κανείς να μάθει πως είχε διαγνωσθεί φορέας του AIDS ήταν απλός: κάποιες χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, αρνούνταν βίζα εισόδου στους φορείς του ιού.

Ροζίτα Σώκου: Νουρέγεφ. Όπως τον γνώρισα (Κάκτος)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 19, 2011

Νο 735

Yulonda Rios

Δεν είμαι, είπαμε, των δεσμών αλλά τέτοιο καρασεβντά σαν αυτόν του Αρίστου δεν είχα ξαναζήσει. Απ’ αυτά τα παιδιά, τα σακάτικα, που τα πετάει η ζωή στην άκρη σαν τα σπουργίτια στην ανεμοδούρα και δεν έχουν ποτέ στον ήλιο μοίρα, ε, απ’ αυτά τα παιδιά μπορεί κάτι να πάρεις. Όχι απ’ τα χορτασμένα, τα σαλονίσια, τα φλωρίστικα! Πώς χάθηκε; Πώς να ζήσω πια χωρίς τα φλογισμένα μάτια του; Ο χωρισμός, καλέ, είναι μισός θάνατος. Δεν είμαι της κλαψομουνιάσεως αλλά βαλάντωσα στο λάκριμο, η καψερή. Πού χάθηκε; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. Τον αγαπούσα, τον αγαπούσα βαθιά. Τι καλά να ξανασμίγαμε! Να τον αποφυλάκιζαν και να τα βρίσκαμε πάλι. Τι λατσά που θα περνούσαμε! Μα ήταν πια πολύ αργά. Και για μένα και γι’ αυτόν. Και προπαντός γι’ αυτόν, που η μοίρα του τον έστειλε ίσια στην κόλαση.

Θωμάς Κοροβίνης: Ο γύρος του θανάτου (Άγρα)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011

No 734

Sergei Vasilevitch Ivanov (Ρωσία)

Ο Τζίλμπερτ Άντριαν είναι μια από τις πιο φανταστικές μορφές του Χόλυγουντ. Εικοσιτεσσάρων ετών, έχει ήδη μια μεγάλη θέση, είναι αναγνωρισμένος ως το Νούμερο 1 για όλα τα σχέδια κουστουμιών στο στούντιο του Σεσίλ ντε Μιλ. Η αίσθηση του για το διακοσμητικό στοιχείο, που εν πρώτοις φαίνεται να τον χαρακτηρίζει είναι μόνο μια πλευρά από το πλατύ και σημαντικό ταλέντο του. Το μυστικό όμως που κάνει τις δουλειές του συναρπαστικές είναι η ιδιοφυής γνώση του για το ανθρώπινο σώμα. Διαθέτει μια ασύγκριτη ερωτική ευαισθησία. Η σάρκα την οποία ζωγραφίζει, ζει.
Το καλλιτεχνικό του ένστικτο ερεθίζεται από τον εκφυλισμό, την κατάπτωση, το υπερεκλεπτυσμένο πάθος. Αυτό δεν θεωρείται μοντέρνο σε μια εποχή όπου το υγιές θεωρείται ύψιστη αξία, δεν είναι «μέσα στο ρεύμα» -και στην Αμερική είναι διπλά παράξενο.
Ο Αντριαν είναι το καλύτερο παράδειγμα για το ότι μπορεί κανείς σήμερα να λατρεύει τα Άνθη του Κακού, να είναι μαθητής του Μπήρντσλεϋ, μόνο χάρη στο ταλέντο. Σχεδιάζει μορφές χορευτών, παλλόμενες, ευλύγιστες, σχδόν απροσδιόριστου φύλου, με ερμαφρόδιτα χαριτωμένα κορμιά, με πρόσωπα όπου κυριαρχούν τα στενόμακρα μάτια πλαισιωμένα με σαγηνευτικούς ίσκιους. (…) Το σχεδιαστικό χάρισμα του Άντριαν αν δεν πάει κάτι στραβά, σύντομα θα προκαλέσει αίσθηση και στην Ευρώπη. Ο ίδιος ο Αντριαν είναι σαν τα μοντέλα που προτιμάει: υπερβολικά λεπτός, αλλόκοτα χαριτωμένος με μια ιδιοφυή παιδικότητα. Στο εκκεντρικό του διαμέρισμα έχουμε περάσει τις πιο μαγικές βραδιές στο φως των κεριών με γλυκό κόκκινο κρασί.
(…) Αργότερα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ο Αντριαν χόρεψε. Πρώτα αιγυπτιακά και τελετουργικά, στο τέλος όμως μόνο με ένα μποά από φτερά γύρω από τους γοφούς.

Έρρικα και Κλάους Μανν: Ο κόσμος γύρω-γύρω (Ολκός)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 12, 2011

No 733


Η καρδιά του Λουδοβίκου ήταν συγκλονισμένη όπως τότε, όταν ο έφηβος αντίκρισε για πρώτη φορά την επιβλητική μορφή του Βάγκνερ και ένιωσε τη μαγική δύναμη του βλέμματος του. «Ναι, τον είχα αγαπήσει», σκέφθηκε μέσα στην παραζάλη του. «Όπως αγαπά τον δάσκαλό του ένας μαθητής – έτσι τον είχα αγαπήσει». Και συνέχισε χωρίς συστολές: «Αγάπησα τον Βάγκνερ όπως μια γυναίκα αγαπάει έναν άντρα».
Ένιωσε τη φλογερή επιθυμία να γονατίσει πάνω στο πάτωμα, σ’ εκείνο το σημείο όπου είχε σταθεί για πρώτη φορά ο δάσκαλος. Όμως κατάφερε να συγκρατηθεί. Γύρισε προς τον νοσοκόμο που στεκόταν σε στάση αναμονής δίπλα στην πόρτα, και του είπε με μαλακιά, σχεδόν τρυφερή φωνή:
«Το δωμάτιο αυτό το αγαπώ περισσότερο απ’ όλα στο ανάκτορο του Μπεργκ».

Kaus Mann: Λούντβιχ. Σιδερόφραχτο παράθυρο (Άγρα)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 06, 2011

No 732


Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού πρωτοεμφανίζεται στην Ορθόδοξη Ανατολική εικονογραφία τον 15ο αιώνα, δηλαδή πέντε αιώνες μετά το σχίσμα, και δέκα τρεις περίπου αιώνες μετά την πρώτη του εικονογραφική εμφάνιση στη γενέτειρά του Ιταλία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι βρίσκουμε τον Άγιο Σεβαστιανό για πρώτη φορά στο β’ μισό του 15ου αιώνα σε φορητή εικόνα του Κρητικού Ανδρέα Ρίτζου, που είναι τώρα στο Τόκιο της Ιαπωνίας, αλλά με τη μορφή που του είχε προσδώσει η δυτική τέχνη στις αρχές του 15ου αιώνα.
Ο Σεβαστιανός εικονίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1543, σε τοιχογραφία της Μονής Ντίλιου στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων και το 1548 στις μονές Βαρλαάμ και Ρουσάνου των Μετεώρων. Και τα τρία αυτά έργα ανήκουν στην ζωγραφική νοοτροπία της ΒΔ Ελλάδας, με επικεφαλής τον Θηβαίο Φράγκο Κατελάνο, η οποία συνηθίζει να δανείζεται τύπους θεμάτων από τους Κρητικούς.
Στη συνέχεια τον συναντούμε στο Άγιον Όρος όπου οι περισσότερες τοιχογραφίες του 16ου αι. είναι έργα του γόνιμου καλλιτεχνικού φαινομένου της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, του γνωστού ως «Κρητική σχολή», που ήκμασε από τον 15ο μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, και συγκεκριμένα στις μονές Σταυρονικήτα και Διονυσίου.

Γιάννης Σουλιώτης: Ο Άγιος Σεβαστιανός γυμνός σ’ Ανατολή και Δύση (Οδός Πανός)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2011

No 731


[...] Το παρόν λοιπόν βιβλίο έχει συγκεντρώσει ένα πολύτιμο οπτικό συναξάρι στρατιωτικών αγίων επιμένοντας, πολύ ορθά, στον πρωταγωντσικό τους ρόλο ως προς την επικράτηση της νέας, μαχόμενης διαρκώς, θρησκείας. Οι στρατιωτικοί Άγιοι είναι δύο ειδών: Αυτοί που αποδίδονται πεζοί και οι έφιπποι. Αμφότερες οι περιπτώσεις εκπορεύονται από την πλούσια εικονογραφία της ρωμαϊκής τέχνης. Οι κολοσσοί, οι ανδριάντες των αυτοκρατόρων, τα υπατικά δίπτυχα με τις στυλιζαρισμένες αφηγήσεις τους, τα έφιππα αγάλματα όπως λ.χ. ο "Μάρκος Αυρήλιος" στο Καπιτώλιο, οι προτομές, οι νωπογραφίες ή τα ψηφιδωτά -όχι πολλά ομολογουμένως- με πολεμικές σκηνές αποτελούν τις πρώτες πηγές έμπνευσης, την πεπατημένη από την οποία θα εκκινήσουν οι Χριστιανοί δημιουργοί για να απογειωθούν. Επειδή βεβαίως όταν ωριμάζουν οι αγιογραφικοί τύποι μετά την Εικονομαχία, δεν έχουν καμία ή έχουν ελάχιστη σχέση με τα αρχικά πρότυπα τους. Εφόσον τώρα οι εξεικονιζόμενοι παρουσιάζονται ως θριαμβευτές της άνωθεν Ιερουσαλήμ, πλασμένοι από φως και ταγμένοι στην υπηρεσία του αρρήτου φωτός. Ιδού η μεγάλη σύμβαση της βυζαντινής έκφρασης: Μέσα από μιαν αυστηρή, εικαστική διαδικασία κι έναν μορφοπλαστικό κώδικα που επιτρέπει ελάχιστες αποκλίσεις αποδίδεται όχι ένα φυσικό γεγονός ή ένα επίγειο ον αλλά τα πλάσματα εκείνα που χάριτι θεία μετεωρίζονται ανάμεσα ουρανού και γης και αποτελούν αισθητοποιήσεις μάλλον πνευματικών υποστάσεων παρά ανακλάσεις της όποιας πραγματικότητας. [...]
(από τον πρόλογο του Μάνου Στεφανίδη)

Γιάννης Σουλιώτης: Οι άγιοι στρατιώτες. Εικόνες και βίοι (Φυτράκης)