Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2007

No 480

Image Hosted by ImageShack.usKatsushika Hokusai (Ιαπωνία)

Η Φαίηθ βγήκε από το ντους. Σκούπισε τον αχνό απ’ τον καθρέφτη με την πετσέτα της κι έριξε μια ικανοποιημένη ματιά στον εαυτό της. Το σώμα της ήταν κρουστό, οι μηροί της σφιχτοί κι όλα της ήταν σαν μια φόρμα πλασμένη από σοφά χέρια. Αν ήταν εκεί η Λουσίλ, θα είχε χτενίσει τα υγρά μαλλιά τής Φαίηθ. Θα τα είχε μαζέψει απαλά πίσω από τ’ αφτιά της Φαίηθ για να την κάνει να δείχνει αντράκι κι αν δεν είχαν να πάνε πουθενά, η Φαίηθ θα την είχε αφήσει να τους βάλει ζελέ για να εξαφανιστούν οι μπούκλες. Η Λουσίλ θα κούμπωνε ένα μαύρο γιλέκο πάνω από το γυμνό στήθος της Φαίηθ. Θα γονάτιζε μπροστά στα πόδια της Φαίηθ και θα την έβαζε να φορέσει ένα εφαρμοστό παντελόνι από μαύρο δέρμα,που θ’ ανέβαζε πάνω από τα γυμνά οπίσθια της. Θα έκανε τη Φαίηθ να νιώσει μεταμορφωμένη. Θα πήγαιναν σε κάποιο άλλο δωμάτιο του διαμερίσματος, στην κουζίνα πες, να ετοιμάσουν φαγητό και στην πορεία θα έπεφταν μαζί στον καναπέ κι η Λουσίλ θα την έγδυνε με την ίδια αργή προσοχή.

Μέγκαν Στάφφελ: Το σημειωματάριο των χαμένων πραγμάτων(Αστάρτη)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2007

No 479

Image Hosted by ImageShack.us

Όταν η Άννα ήρθε για πρώτη φορά στο ψυχρό, άδειο σπίτι μου, είπε: «Δεν τολμώ. Το σκέφτηκα πολύ καιρό, το φαντασιώθηκα. Σου αρέσει να πηγαίνεις μόνο με γυναίκες;»
«Μάλλον».
Χαχάνισε. «Τι σόι απάντηση είναι τώρα αυτή;»
«Μου αρέσει να πηγαίνω μόνο με …» Κράτησα την ανάσα μου. Είπα: «…μ’ εσένα».
Γδύσαμε η μια την άλλη. Έτρεμε. Πολύ αργά το σκέφθηκα ότι έπρεπε να είχα ανάψει το τζάκι. Τώρα δεν με έβλεπα με γυμνό τον κώλο να κουβαλάω καυσόξυλα.
«Τι θέλεις να πιεις; Υπάρχει σέρι, πόρτο». Ακούστηκα σαν γυναικοκατακτητής σε κατασκήνωση γυμνιστών.
«Τίποτα», είπε η Άννα. «Θέλω να έχω το μυαλό μου εδώ. Πουθενά αλλού. Πρέπει να μου δείξεις, να μου μάθεις».

Ούγκο Κλάους: Ο πειρασμός (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

No 478

Image Hosted by ImageShack.usDavid Wojnarowicz (ΗΠΑ)

«(…) Θυμάσαι τότε που γνωριστήκαμε στο Coppelia; Εκείνη τη μέρα, σου φέρθηκα ανέντιμα. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Περπατούσαμε με τον Χερμάν, και μόλις σε είδαμε βάλαμε στοίχημα πως θα σ’ έφερνα στο Άντρο και θα σ’ έριχνα στο κρεβάτι. Το στοίχημα ήταν σε συνάλλαγμα’ το δέχτηκα ώστε να πάρω θάρρος και να σε προσεγγίσω’ βλέπεις, μου ενέπνεες πάντα ένα σεβασμό που με παρέλυε. Το γάλα που έριξα πάνω σου, ήταν μέρος του σχεδίου. Το πουκάμισο δίπλα στο σάλι της Μανίλας, απλωμένα στο μπαλκόνι, ήταν σημάδια του θριάμβου. Φυσικά, ο Χέρμαν το έχει κάνει τούμπανο τριγύρω, πολλώ δε μάλλον τώρα που με μισεί. Σε μερικούς κύκλους, μάλιστα, ειδικά τελευταία που ασχολούμαι μόνο μαζί σου, κάποιοι με φωνάζουν Κομμουναδερφάρα κι είναι και κάτι άλλοι που πιστεύουν ότι η ιδέα μου αυτή δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια κι ότι, στην πραγματικότητα, είμαι κατάσκοπος που τον στέλνουν στη Δύση. Μη το παίρνεις πολύ στα σοβαρά… όλη αυτή η αμφιβολία που πλανάται γύρω από έναν άντρα, όχι μόνο δεν τον βλάπτει, αλλά και του προσδίδει έναν αέρα μυστηρίου, άσε που ένα σωρό γυναίκες πέφτουν στην αγκαλιά του γιατί τις ελκύει η ιδέα να τον επαναφέρουν στον σωστό δρόμο. Θα με συγχωρέσεις;» Έμεινα σιωπηλός, γεγονός που εκείνος ερμήνευσε ως ναι: θα τον συγχωρούσα
(…) θέλησα να κλείσω το κεφάλαιο ευχαριστώντας κατά κάποιον τρόπο τον Διέγο για όλα όσα είχε κάνει για μένα, και το ‘κανα προσερχόμενος στο Coppelia και παραγγέλλοντας ένα παγωτό όπως τούτο εδώ’ γιατί, αν και είχε σοκολάτα, εγώ πήρα φράουλα.
.
Senel Paz: Ο λύκος, το δάσος και ο νέος άνθρωπος
στο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς (επιμ.): Φράουλα και Σοκολάτα. Εννέα αφηγήματα δέκα ισπανόφωνων αφηγητών (Ύψιλον)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007

No 477

Image Hosted by ImageShack.usDavid Wojnarowicz (ΗΠΑ)

Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Νιλ και η κορυφή του κεφαλιού μου χτυπάει στο κεφαλάρι, επειδή ο πούτσος του βρίσκεται ανεξήγητα μέσα στο λαιμό μου. (…) Ο αέρας μπαίνει στα ρουθούνια μου σε διαστήματα ανάλογα των ωθήσεων των γοφών του. Ο Νιλ σπρώχνει’ εισπνέω αέρα. Ο αέρας βγαίνει από το στόμα μου, σπρώχνει γύρω από το καβλί του.
Το τριχωτό τρίγωνο έρχεται κατά πάνω μου, απομακρύνεται, έρχεται, φεύγει, έρχεται φεύγει, έρχεται, φεύγει.
«Γαμιόλη», λέει ο Μπούκμαν, δαγκώνοντας τη ξέλη στον αλερα, σαν να κόβει με τα δόντια του ένα κομμάτι κρέας.
Μυρίζει παράξενα. Σχεδόν μοιάζει με φαγητό, λες και θα μπορούσες να φας αυτή τη μυρωδιά. Μμμ, υποθέτω ότι όντως τρώω τη μυρωδιά. Αλλά δε μοιάζει με κανένα φαγητό που έχω φάει. Είναι κάπως σαν τυρί, ίσως; Αλλά πιο σκούρα, πιο ζεστή, πιο γλυκερή.
Το κεφάλι μου με πεθαίνει στο πόνο. Συνεχίζει να χτρυπάει, να χτυπάει πάνω στο κεφαλάρι. Και το κεφαλάρι χτυπάει στον τοίχο. Κάνουμε πολύ θόρυβο.
Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει.
Ποτέ πριν δεν είχα ανοίξει τόσο πολύ το στόμα μου. Είναι εξευτελιστικό. Αναρωτιέμαι πώς φαίνομαι με το στόμα έτσι ορθάνοιχτο και τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Νιώθω τα σάλια μου να τρέχουν στο λαιμό μου και θέλω να τα σκουπίσω, αλλά δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου, τα μπράτσα μου. (…)
Και τότε το μαύρο τρίγωνο συνθλίβεται στο πρόσωπό μου. Δεν μπορώ καθόλου να αναπνεύσω από τη μύτη. Βλέπω μόνο μαύρο.
Ο λαιμός μου γεμίζει με υγρό.

Augusten Burroughs: Οικογένεια της συμφοράς (IntroBooks)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2007

No 476

Image Hosted by ImageShack.usCarl Stewart

Όταν με πλησίασε τόσο που ανακατεύτηκαν οι ανάσες μας, σταμάτησε, παθητικός, περιμένοντας. Αισθάνθηκα την έξαψή του, ένιωσα τους παλμούς της καρδιάς του να αυξάνονται. Το αίμα κύλησε πιο γρήγορα στις φλέβες μου, η αναπνοή έγινε κοφτή, τα αρχίδια σφίχτηκαν. Στάθηκα ακίνητος, παίζοντας τον αφέντη, αναγκάζοντάς τον να κάνει την πρώτη κίνηση. Έγειρε το κεφάλι, γυαλιστερά γαλάζια μάτια συνάντησαν τα δικά μου, μετά έχωσε ένα ζεστό, χαλαρό χέρι μέσα στο σακάκι μου, απαλά δάχτυλα διέτρεξαν με ανάλαφρο χάδι το θώρακα μου από πάνω ως κάτω, ξεκουμπώνοντας το λευκό μου πουκάμισο, η γλώσσα του έγλειψε τις μαύρες τρίχες στο στήθος μου, πίνοντας τον αρμυρό ιδρώτα του κορμιού μου, περνώντας σα μαλακά από τον ώμο, έσφιξα τη λαβή μου αργά, ανάγκασα να γείρει πίσω το κεφάλι. Το σώμα του νεαρού σφίχτηκε, πλημμύρισε πανικό από την αλλαγή του τέμπου. Ο φόβος του λειτούργησε πάνω μου σαν δυναμωτικό. Τον ένιωσα να τρέμει στη λαβή μου και το καβλί μου σκλήρυνε.

Louise Welsh: Το τελευταίο καρέ (Αλεξάνδρεια)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2007

No 475

Image Hosted by ImageShack.usDouglas Jonsonson

Βράδυ ή πρωί

Άρχισε ξανά η βροντή του καλοριφέρ.
Τα στενάχωρα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, οι μισοσκότεινοι
δρόμοι, οι στοές,
έγιναν πάλι τόποι μυστικών συναντήσεων, εκμυστηρεύσεων,
......επαφών.
Οι φωτισμένοι ανελκυστήρες δεν πηγαίνουν πια στα τυφλά
σκοντάφτοντας σε κατώφλια μισανθρώπων και ενοίκων.
Μια πνοή από θερμές εκρήξεις εξατμιζομένων λιθανθράκων
γεμίζει τα γραφεία, τ' αμάξια.
Οι τόποι των ραντεβού μας έχουν χρωματιστεί από κάτι
που οι αραχνιασμένες μέρες δεν μέτραγαν -
από αναμονή κι ελπίδα.
Δεν απευχόμαστε πια το άγγιγμα
λυμφατικών σωμάτων κι ασπριδερών λαιμών.
Μπορεί μάλιστα να πει κανείς πως τα σταχτιά μαλλιά
κι οι κρύες πέψεις των αναπνοών
δεν μυρίζουν πια λίπος και σεξ.

Χάρης Μεγαλυνός: Καλοκαίρια και ενιαυτοί (Οδός Πανός)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 12, 2007

Νο 474

Η ανάρτηση αποσύρθηκε κατόπιν επιθυμίας του συγγραφέα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2007

Νο 473

Image Hosted by ImageShack.usThomas Plageman

Ροζ γραμμή

Ξημερώματα στη γνωστή γραμμή του τηλεφώνου
τα πρόστυχα λόγια μου δεν ταιριάξανε’
ακούστηκες σπασμένη φωνή με λαχτάρα για χάδι.
Ντράπηκα μετά τους σπασμούς
αμέσως πρότεινα για την επόμενη ταβέρνα στο χωριό.

Η μέρα φαγώθηκε με αγωνία’ η μορφή του ασυναρμολόγητη
να παλεύει στην καρδιά μου να βρει φουρίκι
τα λόγια που ειπώθηκαν να μπλέκονται συνέχεια
μέσα μου σαν καλώδια μελλοθανάτου να παραλύουν κάθε φαντασία,

μια ανατριχίλα-

Βασίλης Δημητράκος: Το χρώμα της φωνής του (το ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου, 21)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007

No 472

Image Hosted by ImageShack.usToktam Baghdadi - Tayefeh (Ιράν)

Στην καλύβα άναψα όλα τα κεριά, μετά ξάπλωσες στο πάτωμα και φύσηξες στη σόμπα. Έκοβες λαχανικά και μου διηγιόσουν μια μέρα στη Ταϊλάνδη, που είχες δει χελώνες να εκκολάπτονται στην άμμο. Οι περισσότερες από αυτές δεν τα καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα, και αν φτάσουν τις περιμένουν οι καρχαρίες. Με παρόμοιο τρόπο χάνονται και καταβροχθίζονται οι μέρες, οι μέρες, όμως, που τα καταφέρνουν, επιπλέουν και επιστρέφουν σε σένα για το υπόλοιπο υης ζωής σου.
Σε ευχαριστώ που με έκανες ευτυχισμένη.
Στεκόμασταν όρθιες στο μισοσκόταδο. Είχα τα χέρια μου πάνω στους γοφούς σου, τα δικά σου ήταν πάνω στους ώμους μου. Όταν φιληθήκαμε, στάθηκα στα δάχτυλα των ποδιών μου. Είσαι πολύ ωφέλιμη για τις γάμπες μου.
Μου έβγαλες το πουκάμισό μου, και άρχισες να αγγίζεις το στήθος μου μέσα από το σουτιέν, που είναι απαλό και σφιχτό στις ρόγες μου. Κάτι είπες για το κρεβάτι και ξαπλώσαμε, εσύ κλοτσώντας τα λυτά σου παπούτσια και το λινό παντελόνι σου, τα πόδια σου μαυρισμένα και γυμνά.
Για αρκετή ώρα σταθήκαμε δίπλα δίπλα, χαϊδεύοντας η μία την άλλη χωρίς να μιλάμε, και μετά πέρασες το δείκτη σου πάνω από τη μύτη μου, και τον έφερες στο στόμα μου. Με έσπρωξες κάτω από σένα, φιλώντας με, βρίσκοντας την είσοδο του κορμιού μου, βρίσκοντας με μουσκεμένη.

Τζάνετ Γουίντερσον: Πες μου μια ιστορία (Μελάνι)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

No 471

Image Hosted by ImageShack.usNelly Kahloun(Τυνησία)

Καθώς βαδίζαμε στο διάδρομο προς το δωμάτιό της, μου είπε πόσο χαιρόταν που είχε φτάσει η νύχτα. Δεν ρώτησα γιατί. Χαιρόμουνα κι εγώ. Έμοιαζε σαν ένα μυστικό που μοιραζόμασταν οι δυο μας. Έτσι, μπήκα μαζί της στο δωμάτιο για να ξεκουμπώσω εκείνες τις ενοχλητικές κόπιτσες. Άναψε ένα μικρό κερί σ’ ένα εμαγιέ κηροπήγιο. Το ασθενικό φως του έκανε πιο ορατό το σκοτάδι στο δωμάτιο. Γλίστρησε μέσα απ’ το φουστάνι της σαν ένα νυσταγμένο παιδί κι ύστερα γύρισε ξαφνικά προς το μέρος μου και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό μου.
Όλα τα πουλιά πάνω στην ανάγλυφη μπορντούρα ξέσπασαν σ’ ένα γλυκό κελάηδισμα. Κάθε μπουμπούκι πάνω στην κουρελιασμένη ταπετσαρία άνθησε και μεταμορφώθηκε σε ένα κόκκινο ρόδο. Ναι, ακόμη και τα πράσινα κλήματα που κοσμούσαν τις κουρτίνες του κρεβατιού πλέχτηκαν μεταξύ τους και σχημάτισαν παράξενα στεφάνια και γιρλάντες, τυλίχτηκαν γύρω μας σαν μια πυκνόφυλλη αγκαλιά και μας κρατούσαν ενωμένες μέσα στα χιλιάδες σφιγμένα κλαράκια τους

Κάθριν Μάνσφιλντ: Τρυφεροί έρωτες

Τότε θα κάνεις πως ξυπνάς! Κι εγώ θα μπορέσω να βρω καταφύγιο σ’ εσένα, μ’ ένα ταραγμένο και άδικο παράπονο, εκνευρισμένους αναστεναγμούς, με τις γροθιές σφιγμένες να καταριέμαι το φως της μέρας που ήρθε τόσο γρήγορα, τη νύχτα που τελείωσε τόσο σύντομα, το θόρυβο απ’ το δρόμο… Γιατί γνωρίζω πολύ καλά πως τότε εσύ θα σφίξεις τα δυο σου χέρια γύρω μου, κι αν το λίκνο της αγκαλιάς σου δεν καταφέρει να με ησυχάσει, το φιλί σου θα γίνει πιο λάβρο, τα χέρια σου πιο ερωτικά και ξέρω πως θα μου προσφέρεις τη σαρκική ηδονή, που είναι πεμπτουσία της αγάπης, σαν ένα λυτρωτικό εξορκισμό που θα αποτάξει από το σώμα μου τους δαίμονες του πυρετού, της οργής και της ταραχής… Θα μου προσφέρεις τη σαρκική απόλαυση, γέρνοντας πάνω μου φιλήδονα και μητρικά, εσύ που αναζητείς στη φλογερή σου ερωμένη το παιδί που δεν απόχτησες ποτέ.

Κολέτ: Λευκές νύχτες

στο Δήμητρα Τουλάτου (επιμ): Έρωτες Γυναικών (Εκδ. της Γαίας)