Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007

No 472

Image Hosted by ImageShack.usToktam Baghdadi - Tayefeh (Ιράν)

Στην καλύβα άναψα όλα τα κεριά, μετά ξάπλωσες στο πάτωμα και φύσηξες στη σόμπα. Έκοβες λαχανικά και μου διηγιόσουν μια μέρα στη Ταϊλάνδη, που είχες δει χελώνες να εκκολάπτονται στην άμμο. Οι περισσότερες από αυτές δεν τα καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα, και αν φτάσουν τις περιμένουν οι καρχαρίες. Με παρόμοιο τρόπο χάνονται και καταβροχθίζονται οι μέρες, οι μέρες, όμως, που τα καταφέρνουν, επιπλέουν και επιστρέφουν σε σένα για το υπόλοιπο υης ζωής σου.
Σε ευχαριστώ που με έκανες ευτυχισμένη.
Στεκόμασταν όρθιες στο μισοσκόταδο. Είχα τα χέρια μου πάνω στους γοφούς σου, τα δικά σου ήταν πάνω στους ώμους μου. Όταν φιληθήκαμε, στάθηκα στα δάχτυλα των ποδιών μου. Είσαι πολύ ωφέλιμη για τις γάμπες μου.
Μου έβγαλες το πουκάμισό μου, και άρχισες να αγγίζεις το στήθος μου μέσα από το σουτιέν, που είναι απαλό και σφιχτό στις ρόγες μου. Κάτι είπες για το κρεβάτι και ξαπλώσαμε, εσύ κλοτσώντας τα λυτά σου παπούτσια και το λινό παντελόνι σου, τα πόδια σου μαυρισμένα και γυμνά.
Για αρκετή ώρα σταθήκαμε δίπλα δίπλα, χαϊδεύοντας η μία την άλλη χωρίς να μιλάμε, και μετά πέρασες το δείκτη σου πάνω από τη μύτη μου, και τον έφερες στο στόμα μου. Με έσπρωξες κάτω από σένα, φιλώντας με, βρίσκοντας την είσοδο του κορμιού μου, βρίσκοντας με μουσκεμένη.

Τζάνετ Γουίντερσον: Πες μου μια ιστορία (Μελάνι)

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από το diavasame.gr:

"Το φως είναι ένα σταθερό σημείο στο σκοτάδι"

μπορεί κι η λάμψη μέσα σου
να 'ναι σκοτάδι
...
μπορεί κι η καταιγίδα μέσα σου
να 'ναι γαλήνη
και η γαλήνη εγκυμοσύνη
θύελλας

Στρατής Πασχάλης


Ποιές ιστορίες λέμε στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής μας, όταν μένουμε μόνοι; Ιστορίες για το φως ενός φάρου που δεν σβήνει και μας δείχνει τον δρόμο- τουλάχιστον αυτό θέλουμε να πιστεύουμε, μια και κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων αν το φως μας οδηγεί στην σωστή ρότα ή στους βράχους που καραδοκούν οι ναυαγιστές.

Ένα δεκάχρονο κορίτσι μένει μόνο στον κόσμο και βρίσκει καταφύγιο στο φάρο του Κέιπ Ραθ στη Σκωτία με συντροφιά τον σκύλο της και τον τυφλό Πιου, αιωνόβιο φαροφύλακα που διηγείται περίεργες ιστορίες ανάμεσα στην αλήθεια και τον μύθο. Μια ιστορία ξεχωρίζει και γίνεται ο μίτος της Σίλβερ στο ταξίδι της ζωής της: εκείνη του Μπέιμπελ Νταρκ, κληρικού του δέκατου ένατου αιώνα που έζησε διχασμένος και δυστυχής γιατί την κρίσιμη στιγμή έκανε την λάθος επιλογή- απαρνήθηκε την αληθινή αγάπη.

Η αφήγηση έχει τη μορφή ενός παζλ από ιστορίες που ταξιδεύουν στο χώρο και το χρόνο: τα γεγονότα της ζωής του Νταρκ, η συγγραφή του ''Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ'' από τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, η σύλληψη της θεωρίας για την καταγωγή των ειδών από τον Δαρβίνο, ο έρωτας του Τριστάνου και της Ιζόλδης, η περιπλάνηση της ενήλικης πια Σίλβερ στον κόσμο, όλα τα παραπάνω συνδέονται μεταξύ τους και οδηγούν τον αναγνώστη στο κοινό τους κέντρο- στο φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής.

Η Αγγλίδα Τζάνετ Γουίντερσον γεννήθηκε το 1959 και έχει ήδη γράψει 15 βιβλία που μεταφράστηκαν σε 32 χώρες και απέσπασαν λογοτεχνικές διακρίσεις. Με γλώσσα ποιητική δημιουργεί ένα βιβλίο γοητευτικό στην απλότητα του, που σε κερδίζει από την πρώτη σελίδα και σε αφήνει με το χαμόγελο της ελπίδας στην τελευταία:
"είμαστε τυχεροί, ακόμα και οι χειρότεροι από εμάς είμαστε τυχεροί, γιατί στο τέλος πάντα ξημερώνει."

Η Αργυρώ Μάντογλου για μία ακόμα φορά μεταφέρει επιτυχημένα στα ελληνικά τις λυρικές εικόνες και την δροσιά του κειμένου.

Αγγέλα Γαβρίλη

Ανώνυμος είπε...

Από την Καθημερινή της 24ης Ιουνίου του 2007

Γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια

Καμβάς φωτός και σκότους

Μια αφήγηση-πάτσγουερκ με υλικά τις αντιφάσεις του ανθρώπου και του κόσμου

Μια νύχτα που «τα κύματα θρυμματίζονταν σαν σκούρα γυαλιά», ένας θαλασσοδαρμένος ναύτης βγαίνει στη στεριά, ανοίγει μια πόρτα που ξεχάστηκε ανοιχτή, πλαγιάζει με μια γυναίκα και χάνεται, αφήνοντας πίσω του ένα παιδί, την Ασημένια – Σίλβερ. Μεγαλωμένη σε ένα επικλινές σπίτι, σε μια πλαγιά όπου τα πάντα κατρακυλούν επιθυμώντας ιλιγγιωδώς το κενό, ως και η μητέρα της η ίδια, η νόθα και ορφανή Σίλβερ καταλήγει στον φάρο που κατασκεύασε κάποτε ένας κύριος Στήβενσον δαπάναις του κ. Σκοτεινού (Νταρκ) του πρεσβύτερου, για να σώζει με το φως του τους ναυτικούς, σαν τον πατέρα της. Προορίζεται για φαροφύλακας και την «εκπαιδεύει» ο νυν κατέχων τη θέση, ο τυφλός κύριος Πιου, με ατελείωτες ιστορίες, αγκιστρωμένες στον τόπο, τα κοφτερά βράχια, τις κρυφές σπηλιές, τα φανταστικά πανδοχεία, τα μυστικά και τα θαύματά του.

Δύο Ατλαντικοί

Ζώντας στο σκοτάδι και φυλάσσοντας το φως, ανάμεσα στους δύο Ατλαντικούς, των κυμάτων και της ψυχής, η Σίλβερ θα προσπαθήσει να μεγαλώσει, να νικήσει την απώλεια, να επιβάλει τη διαφορετικότητά της, να ζήσει ελεύθερη, να βρει την αγάπη, να βρει τον εαυτό της. «Μέσα από τις ιστορίες για έναν κόσμο ρευστό, μεταβλητό, πειραματικό, δοκιμαστικό και εσφαλμένο», όπως τον περιέγραψε ο Δαρβίνος, φίλος του Νταρκ του νεότερου που επισκέφτηκε αυτόν τον τόπο του αλατιού για να μελετήσει μια σπηλιά απολιθωμάτων, έναν κόσμο στον οποίο, ωστόσο, «το ανθρώπινο σώμα είναι ακόμα το μέτρο όλων των πραγμάτων». Μέσα από τις ιστορίες για τον άνθρωπο που κρύβει μέσα του χιλιάδες εαυτούς, οι οποίοι κατοικούν την απόσταση ανάμεσα στον δρα Τζέκιλ και τον κ. Χάιντ, του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον, της οικογενείας των φαροκατασκευαστών.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, παλαιά ιστορία, αντίστροφη. Η ιστορία του Μπέιμπελ Νταρκ, που ενσάρκωσε το όνομά του, τον κατακερματισμό του νοήματος της Βαβέλ και τη σκοτεινότητα. Ερωτευμένος μέχρις εσχάτων, εγκατέλειψε την αγαπημένη του, προκάλεσε την τύφλωση της κόρης τους, έγινε εφημέριος, παντρεύτηκε μια γυναίκα που μισούσε, έκανε ένα γιο που του ήταν αδιάφορος. Του δόθηκε η ευλογία μιας δεύτερης ευκαιρίας και την έχασε κι αυτή. Κι αρνούμενος τον «ραγισμένο κόσμο» του φίλου του Δαρβίνου, έζησε o ίδιος τη ζωή ενός «κομματιασμένου άντρα», προσευχόμενος «για κάτι τη στιγμή που οδηγούσε τη ζωή του σε άλλη κατεύθυνση».

Διάπλατα ανοιχτές οι ιστορίες του βιβλίου, «χωρίς αρχή, μέση και τέλος», «χωρίς τέλος» καθόλου, φτιάχνονται κομμάτι κομμάτι, σαν παζλ. Πάνω στο βασικό σχέδιο, μέσα από τα ονόματα, τους τόπους, τα σύμβολα, τις αναφορές, είναι κεντημένα κάθε λογής ρητά και αφανή διακείμενα: Στήβενσον, το όνομα της Σίλβερ, που παραπέμπει στο «Νησί των θησαυρών», ο δρ Τζέκιλ και ο κ. Χάιντ• Κόλεριτζ, οι θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί και οι βόρειες θάλασσες• Μπόρχες, ο τυφλός παραμυθάς και φύλακας των ιστοριών• Βιρτζίνια Γουλφ, ο φάρος και η αναζήτηση της αγάπης• «Τριστάνος και Ιζόλδη», που επίσης παραπέμπει στον Βάγκνερ• το «Παρίσι - Τέξας» του άστεγου – ίσως και το «Δαμάζοντας τα κύματα», ως αίσθηση του τόπου και της καταδίκης της διαφορετικότητας. Ολες μαζί, αυτές οι ιστορίες δημιουργούν έναν κόσμο πραγματικό και φανταστικό, άγριο και παρηγορητικό, έναν αληθινό κόσμο δηλαδή.

Απλή παρουσίαση

Ρομαντικό και φιλοσοφικό, το μυθιστόρημα της Γουίντερσον είναι μια αλληγορία για την έννοια του φωτός και του σκότους, της ελευθερίας και της δέσμευσης, της ολοκλήρωσης και της ατέλειας, του κανονικού και του μη κανονικού, του αυτού και του ετέρου, του καλού και του κακού, όλων των μειζόνων αντιθέσεων του δυτικού πολιτισμού – όπως εντοπίζονται στον πεπερασμένο βίο των ατόμων. Εναλλάσσοντας πολλές και διαφορετικές βελονιές, την τεχνική των οποίων γνωρίζει με κλειστά μάτια – ή με τη δεύτερη αυτή όραση που διαθέτει και ο τυφλός φαροφύλακας - ραψωδός της, η συγγραφέας συνθέτει μια αφήγηση-πάτσγουερκ, που διαρκώς σχολιάζει την ύφανσή της. Η Γουίντερσον, που έχει δώσει και η ίδια τη μάχη της πραγμάτωσης του εαυτού, κοπανώντας την από τους Πεντηκοστιανούς θετούς γονείς της για να ακολουθήσει ένα κορίτσι στα δεκάξι της, σπουδάζοντας με πείσμα, διακηρύσσοντας τη διαφορετικότητά της ως άλλη μια κανονικότητα, έχει χιούμορ, συχνά πικρό, σπιρτάδα και ένα ιδιαίτερο ποιητικό ύφος, στο οποίο τα σχήματα λόγου υποστηρίζουν εικόνες που κεντρίζουν διαρκώς τη φαντασία – πώς μπορεί κανείς να προφέρει μια λέξη κρατώντας την από την ουρά, πώς μια πόρτα γίνεται το σώμα ενός ανθρώπου, πώς μοιάζει μια γυναίκα που η φύση της είναι εξίσου θαυματουργή με έναν κουβά και ένας άντρας που τα μάτια του είναι κάγκελα και πίσω τους παραμονεύει «ένα άγριο, ατάιστο ζώο»;

Το μεγάλο προσόν της, αυτό που την κατατάσσει ανάμεσα στις μεγαλύτερες σημερινές συγγραφείς της Αγγλίας, είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει απλά την πολλαπλότητα, την αντίφαση, το εύθρυπτο του κόσμου και του ανθρώπου και την τεράστια αντοχή των υλικών τους, χωρίς να αποθαρρύνει τον αναγνώστη, χωρίς να τον αποξενώνει από την ιστορία στην οποία τον καλεί να προσέλθει με την ψυχή του και μόνο, χωρίς κανένα προαπαιτούμενο. Το μοναδικό μείον του βιβλίου, η κοιλιά που κάνει κάποια στιγμή στην αφήγηση των περιπετειών της ενήλικης Σίλβερ. Ο απολογισμός, παραπάνω από θετικός: ένα καλομεταφρασμένο, θαυμάσιο ανάγνωσμα που αποδεικνύει ότι μια ωραία ιστορία μπορεί να είναι κομμάτια και θρύψαλα και ο αναγνώστης να λαχταράει όσο τίποτα να τη διαβάσει – ή αλλιώς, ότι η μη γραμμικότητα και η μεταγλώσσα μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν με την αναγνωστική απόλαυση.

Ανώνυμος είπε...

H παρουσίαση του βιβλίου από το site των εκδόσεων Μελάνι:

Ο τυφλός φαροφύλακας Πιου είναι ένας τεχνίτης της αφήγησης. Οι ιστορίες που διηγείται στην μαθητευόμενή του, την ορφανή Σίλβερ, είναι αυτές που θα την βοηθήσουν να βρει το φως μέσα σε ένα σκοτεινό κόσμο αλλά και στον σκοτεινό φάρο στον οποίο ζουν. Σαν μέσα από μια μαγική σφαίρα παρακολουθούμε τη ζωή της Σίλβερ και του Πιου, και τη βασική ιστορία που αφηγείται ο Πιου, τη διπλή ζωή του Μπέιμπελ Νταρκ, που ξεδιπλώνεται σαν χάρτης που πρέπει να ακολουθήσει η Σίλβερ. Ο Μπέιμπελ Νταρκ, εξαιρετικά προικισμένος, γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας, έγινε κληρικός και έζησε μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο γυναίκες, μία που λάτρευε αλλά δεν εμπιστευόταν και μία που είχε παντρευτεί χωρίς έρωτα. Η παράνομη ζωή του τροφοδοτούσε την τακτοποιημένη, συμβατική ζωή. Μια ζωή, όμως, αλληλεπιδρά με το σύμπαν και το αποτέλεσμα είναι ακόμη περισσότερες ιστορίες που γεννούν κι άλλες, κι άλλες... Με άξονα τον Μπέιμπελ Νταρκ μαθαίνουμε για την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, την επίσκεψη του Δαρβίνου στο φάρο, αλλά και ενός άλλου επισκέπτη, του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, που συνάντησε τον Μπέιμπελ Νταρκ όσο έγραφε το μυθιστόρημά του «Δρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ».
Οι δύο ιστορίες, της Σίλβερ και του Νταρκ, με απόσταση ενός αιώνα, κινούνται παράλληλα, καθώς και οι δύο ψάχνουν τον έρωτα και την ολοκλήρωση, αυτό που διαχωρίζει το ανθρώπινο είδος από το ζωικό βασίλειο του Δαρβίνου. Ωστόσο οι φωνές τους διαφέρουν, της Σίλβερ είναι φωτεινή, μια που ο Πιου της έμαθε να βλέπει τη συνέχεια της ζωής και της ιστορίας, ενώ ο Νταρκ, νιώθοντας αποκομμένος από τη ροή της ιστορίας ζει μέσα στο σκοτάδι.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά, και όχι στο μυαλό. Οι ιστορίες είναι αυτές που μας βοηθούν να βρούμε τη ζωή μας και γεννούν όλο και περισσότερες ιστορίες, αφηγήσεις που δείχνουν πώς όλα σε αυτό το σύμπαν συνδέονται μεταξύ τους με έναν τρόπο υπόγειο, υπαινικτικό, αλλά πάντα δεκτικό στην αγάπη και την αλλαγή.

Η Τζάνετ Γουίντερσον διαθέτει μια μοναδική αφηγηματική δύναμη και μέσα από αυτό το μοντέρνο παραμύθι μας κάνει να σκεφτούμε ποιοι είμαστε ως άνθρωποι, ποια είναι η σχέση μας με το παρελθόν, και τι είναι αυτό που κάνει μια ζωή να αξίζει, μετατρέποντας τελικά, το σύμβολο του φάρου από ένα μακρινό σημείο ελπίδας μέσα στο σκοτάδι σε άσβεστο φως που κρύβουμε μέσα μας και κουβαλάμε πάντα μαζί μας.
~~~~~~~~~~~~

Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2007 σε μετάφραση της Αργυρώς Μάντογλου.

Παλαιότερες αναφορές στο συγγραφικό έργο της Jeanette Winterson:

Το πάθος (σχόλια με βιογραφικά στοιχεία & συνέντευξή της)
και
Το φύλλο της κερασιάς

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω ότι στην παρούσα καταχώρηση μπορεί να χωρέσει η παράθεση του πρώτου μέρους από το αφιέρωμα του e-poema.eu «Γυναίκες στην ποίηση» που έγραψε η μεταφράστρια του παρουσιαζόμενου βιβλίου, (και γνωστή πεζογράφος, ποιήτρια και δοκιμιογράφος) Αργυρώ Μάντογλου.

(στα σημεία που η Αργυρώ Μάντογλου αναφέρεται στην Jeanette Winterson, στην οποία και αφορά η καταχώρηση του ReyCorazon, σημειώνω με τονισμένους χαρακτήρες το όνομά της.)

Περί την «άλλη γραφή»
Η παρεμβατική διάσταση του γυναικείου λόγου στο μεταμοντέρνο τοπίο


Αρχή, μέση και τέλος είναι ο κανονικός τρόπος
για να πεις μια ιστορία. Εγώ, όμως, έχω μια δυσκολία
με αυτή τη μέθοδο

Jeanette Winterson


Θα ήθελα αρχικά να διευκρινίσω τον τρόπο με τον οποίο οι έννοιες «παρεμβατικό» και «μεταμοντέρνο» που φιλοξενούνται στον τίτλο συνυπάρχουν, επαναλαμβάνοντας ένα από τα πολυσυζητημένα ερωτήματα που θέτει ο θεωρητικός Φρεντερίκ Τζέιμσον: «Ομόφωνα ο μοντερνισμός λειτούργησε υπονομεύοντας την καθεστηκυία τάξη με τρόπους που έχουν περιγραφεί ως ανατρεπτικοί, κριτικοί, τρόποι αμφισβήτησης κά. Μπορεί κάποια από αυτές τις ιδιότητες να επιβιώσει στην εποχή του μεταμοντερνισμού; 'Εχουμε ήδη διαπιστώσει πως το μεταμοντέρνο αντιγράφει ή αναπαράγει και συχνά ενισχύει τη λογική του καταναλωτικού καπιταλισμού, γεννάται όμως ακόμα ένα ερώτημα: πώς μπορεί, σήμερα, κανείς να αντισταθεί σε αυτή τη λογική;»

Ο προσδιορισμός μεταμοντέρνο, μπορούμε να πούμε πως είναι μέρος μιας διαδικασίας η οποία ταξινομεί και περικλείει σύνθετες και συχνά αντιθετικές πρακτικές έτσι ώστε να καλύπτονται και να προσπερνιούνται οι συγκρούσεις και οι διαφορές. Ο όρος έχει ήδη εφαρμοστεί με πολλούς τρόπους, συχνά αντιθετικούς, γεγονός που σημαίνει πως η χρησιμότητά του είναι κατά κύριο λόγο σημαντικότερη για τους κριτικούς παρά για την παραγωγή. 'Οσον αφορά τους γράφοντες για να ασκήσει κανείς σήμερα κριτική στην κοινωνία του θεάματος και του άκρατου καταναλωτισμού μέσα από το έργο του, θα πρέπει άραγε να πάρει τις αποστάσεις και να διαφοροποιηθεί από αυτό ή μήπως θα μπορούσε να γίνει και εκ των έσω- χρησιμοποιώντας δηλαδή το ίδιο το έργο ως σχόλιο ή πρακτικές και τρόπους που υπονομεύουν τη δομή και τη διαδεδομένη ιεράρχηση της σκέψης;

Αν μια από τις τακτικές του μοντερνισμού ήταν η κριτική διαφοροποίηση από τη μαζική κουλτούρα, πιθανόν η μεταμοντέρνα τακτική να είναι η εμπλοκή και η συμμετοχή σε αυτή. Δηλαδή η άσκηση της κριτικής με τη χρήση των μέσων της, της γλώσσας της, τη δημιουργία μιας νέα ποιητικής που αναμιγνύει τα είδη, μια γλώσσα, τύπου cheap art που φιλοξενεί τη γλώσσα των κόμικ, στίχους από σουξεδάκια, διαφημιστικά κλισέ, υιοθετώντας τους τρόπους αναπαράστασης που αυτή χρησιμοποιεί και υπονομεύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τους κώδικές της. Φυσικά, αυτή η τακτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αντι-ελιτιστική», ενώ η διασάλευση των ορίων ανάμεσα στην «υψηλή», ποιοτική τέχνη και στη μαζική παραγωγή, προβάλλει ως μια παραδοξότητα που απαιτεί, συν των άλλων, και τη μύηση στην αναγνώριση και την ερμηνεία των κωδίκων.

Αν λοιπόν, - η άμεση εμπλοκή με τη μαζική παραγωγή- είναι ένας τρόπος, ποια είναι σήμερα η γραφή εκείνη η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί παρεμβατική, ή η «άλλη γραφή», ποιο είδος αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση στην ισοπεδωτικά ρευστή λογοτεχνική πραγματικότητα, με ποιο τρόπο γίνεται η ρήξη εκ των έσω, (αν υποθέσουμε πως υπάρχουν ακόμα περιθώρια ρήξης) και πώς μπορεί κανείς να παράγει ανατρεπτικά κείμενα από αυτή τη θέση: Με άλλα λόγια πως μπορούν τα υλικά της cheap art να συνθέσουν ένα high art κείμενο, και επιπλέον ποια είναι η σημασία του φύλου του γράφοντος ή της γράφουσας και πως αυτό συμβάλει σε αυτή την υποθετική ανατροπή;

Η Καναδέζα θεωρητικός Λίντα Χάτσεον στις καίριες αναλύσεις της για το μεταμοντέρνο μοιάζει να απαντάει στα ερωτήματα που θέσαμε παρέχοντας σαφείς αναλύσεις στα πλέον ολισθηρά θεωρητικά ζητήματα. Στο τελευταίο της βιβλίο Theorizing feminism and postmodernism, παρουσιάζει την τακτική εκείνη που θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο του ανατρεπτικού μεταμοντερνισμού: η παρωδία, η επεξεργασμένη ειρωνεία και ο σαρκασμός μέσα από την υιοθέτηση των στερεοτύπων, της γλώσσας της TV, των αγοραίων λεκτικών κλισέ, χρησιμοποιούνται σε όλο και περισσότερα κείμενα που παράγονται από γυναίκες και μέσα από αναπάντεχες ανατροπές μας δίνονται βιβλία που ασκούν δριμύτατη κριτική στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Η παρωδία, ισχυρίζεται η Χάτσεον, βρίσκεται στο κέντρο των πρακτικών του μεταμοντέρνου αλλά και στο κέντρο των γυναικείων αφηγήσεων. Οι γυναίκες συγγραφείς σήμερα, είναι σε θέση να αντιπαρατεθούν στον κυρίαρχο λόγο και στις επικρατούσες τάσεις και ένας τρόπος να γίνει αυτό, ένας τρόπος με μεγάλη ανατρεπτική δύναμη είναι να μιλήσεις με τη γλώσσα τους (γλώσσα που σου επιτρέπει και να ακουστείς) και να την ανατρέψεις με τις στρατηγικές της ειρωνείας, της υπερβολής, του σαρκασμού, της σκόπιμης μείωσης, μεγέθυνσης ή υπερβολής των γεγονότων που περιγράφεις κατά την αφήγησή σου, τονίζοντας έτσι τις παγίδες που θέτει η μαζική κουλτούρα, δίνοντας έμφαση στο επιφανειακό ύφος που αποτελεί έμβλημα ενός αβαθούς παρόντος, ύφος το οποίο εφ' ενός προβάλλει τα δεινά της ρηχότητας της γλώσσας και της σκέψης αφ' ετέρου εισηγείται μια καινούργια αφηγηματική μετατόπιση.

Η παρωδία είναι ο τρόπος που επιτρέπει τη μίμηση του mainstream ύφους και όταν αυτό συμπίπτει με την ανάμειξη των ειδών και τον επαναπροσδιορισμό των πλαισίων, ανάγεται σε μια τακτική η οποία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο και την αμφισβήτηση των κοινώς αποδεκτών στερεοτύπων και αξιών- αν μπορούμε ακόμα σήμερα να μιλάμε για αξίες.

Οι γυναίκες συγγραφείς γνωρίζουν καλά την τεχνική της παρωδίας και την ανατρεπτική δύναμή της, (αρχής γενομένης της Τζέιν Οστιν), παρότι υπάρχουν και άντρες συγγραφείς βεβαίως που ασκούν τη συγκεκριμένη τεχνική αλλά συνήθως από μια θέση περιθωριοποιημένη λόγω εθνικότητας, ερωτικών προτιμήσεων ή πολιτικών θέσεων.

Πολλές γυναίκες συγγραφείς κάνουν εξαιρετική χρήση της παρωδίας και επιδίδονται σε δημιουργική ανάμειξη των ειδών. Αναφέρω ενδεικτικά την Μάργκαρετ 'Ατγουντ, την Κάρολ Σιλντς, την 'Αντζελα Κάρτερ, την Κέιτ Ατκινσον, την Τζάνετ Γουίντερσον, την 'Αλι Σμιθ και άλλες. Σε ορισμένες, φυσικά, η παρωδία εμφανίζεται σε μέρη του έργου τους, αν και στις περισσότερες από τις προαναφερθείσες αποτελεί οργανικό μέρος.

Σήμερα, εποχή της πολυμορφίας και της πολλαπλότητας των σημείων -η κρίση της αναπαράστασης εκφράζεται μέσα από την υιοθέτηση τεχνικών της τεχνολογίας, του βιντεοκλίπ, των οπτιακουστικών μέσων, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου-, τίθεται για άλλη μια φορά το ερώτημα του ρόλου και της θέσης της ίδιας της γραφής. 'Οσο εμφανίζονται συνεχώς νέοι συγγραφείς με νέες θέσεις και εναλλακτικούς τρόπους γραφής τόσο πιο ενισχυμένη παρουσιάζεται και η πιθανότητα μιας κάποιας αλλαγής στη λογοτεχνία. Ταυτότητες και στιλ δανείζονται από άλλα μίντια (κινηματογράφο, μουσική, τηλεόραση) ενώ τις τελευταίες δεκαετίες παρά την κυριαρχία των αποκαλυψιακών συναισθημάτων του τέλους της γραφής και παρά την κατάθλιψη των αστικών κέντρων, τα αδιέξοδα της πολιτικής και της σύγχυσης των ρόλων, το μυθιστόρημα ως είδος ενισχύθηκε καθώς παρουσιάστηκαν πολλοί νέοι μυθιστοριογράφοι που δοκίμασαν νέες μορφές και πειραματίστηκαν με νέες αφηγηματικές τεχνικές, ανάμεσα στους οποίους μεγάλος αριθμός γυναικών.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε και το εξής παράδοξο: ενώ ιστορικά η γυναίκα ταυτίστηκε με τη μαζική κουλτούρα, με το «άλλο» του μοντερνισμού, όπως συγκεκριμένα ο Αντρέας Χιουσέιν στο δοκίμιο του «Η μαζική κουλτούρα ως γυναίκα: ο άλλος του μοντερνισμού» επισημαίνει, η «γυναίκα» υπήρξε ιστορικά συνδεδεμένη με το εύκολο, το εύπεπτο και το εμπορικό ανάγνωσμα ενώ η αυθεντική παραγωγή ήταν συνδεδεμένη με τα «υψιπετή» έργα των αντρών. Ο φόβος του μοντερνισμού για τον κίνδυνο σφετερισμού από τη μαζική κουλτούρα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό έργων της συμβατικής παραγωγής από τα πεδία άσκησης της αληθινής τέχνης στο όνομα της «αυθεντικής φόρμας» και οτιδήποτε ταυτιζόταν με το θηλυκό ήταν ο «ο άλλος» του μοντέρνου, κατώτερος ποιοτικά που μόνο περιφρόνηση θα μπορούσε να προκαλέσει.

Η ιστορία της λογοτεχνίας, όμως, έχει αποδείξει πως αυτή η θέση ήταν ψευδής καθώς πολλές γυναίκες παρέλαβαν παραδοσιακές φόρμες και τις έντυσαν με νέους μύθους, αποδομώντας, ξαναγράφοντας και μεταθέτοντας παλιές αφηγήσεις. Αν δούμε, για παράδειγμα, το έργο της 'Αντελα Κάρτερ η οποία παρέλαβε τα κλασσικά παραμύθια και τα αναδιηγήθηκε, αλλάζοντας τους ρόλους του κακού λύκου, του κυανοπώγωνα, της κοκκινοσκουφίτσας, της Χιονάτης και άλλων ηρωίδων παραμυθιών, προσφέροντας μια άλλη οπτική μέσα από την πλέον ανατρεπτική ανάγνωση της παραδοσιακής φόρμας των παραμυθιών. Τα παλιά δημοφιλή παραμύθια, μύθοι και θρύλοι αναβιώνουν, έντεχνα τροποποιημένα στο «Ματωμένη Κάμαρα» όπου η 'Αντζελα Κάρτερ επιτυγχάνει να διακωμωδήσει τις πατριαρχικές δομές και αξίες της αντρικής υπεροχής και τη θέση της γυναίκας ενώ μέσα από σύνθετες ανατροπές αποκαλύπτει τον τρόπο που αυτές έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο. Με τη σύγχρονη διασκευή των παλιών γνωστών αφηγήσεων που όλοι γνωρίσαμε και αγαπήσαμε σαν παιδιά περιγράφει τους τρόπους που οι γυναίκες έχουν λεηλατηθεί στο δυτικό πολιτισμό και καταδεικνύει τον τρόπο που τα φαινομενικά αθώα στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας μας έχουν επηρεάσει. Η Κάρτερ με το μαγικό ρεαλισμό της γραφής και την ποιητική χρήση της γλώσσας υφαίνει μια σειρά από εντυπωσιακές μεταμορφώσεις των παραδοσιακών ηρωίδων και αποδομεί το δίπτυχο της θηλυκότητας, της μυθικής κακιάς μάγισσας και του καλού αθώου κοριτσιού. 'Ολα τα κορίτσια/ θύματα στα παραμύθια όπως η Χιονάτη, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Ωραία και το Τέρας αλλάζουν ρόλους, μετουσιώνονται και εξελίσσονται μέσα από την εμπειρία. Στην Κάρτερ το κορίτσι των παραμυθιών πλέον μεγαλώνει, αφήνει πίσω τον κόσμο της παιδικής ηλικίας, έναν κόσμο ανημποριάς και φόβου και επιπλέον παίρνει αυτό που διεκδικεί.

Επίσης, ταυτόχρονα με την παραγωγή των ανατρεπτικών μυθιστορημάτων, πλήθος γυναικών θεωρητικών, τις τελευταίες δεκαετίες ερεύνησαν τη σχέση της γυναίκας με το λόγο και απόδειξαν πως από τη θέση της γυναίκας, τη θέση «της άλλης γλώσσας των αντρών», μπορούν να παραχθούν κείμενα ανατρεπτικά.

Στις μέρες μας το φαινόμενο έχει δυο όψεις: από τη μια μοιάζει να επιβεβαιώνεται η θέση του Χιουσέιν, «η γυναίκα ως άλλη του μοντερνισμού», με τη συστηματική και καταιγιστική παραγωγή τηλεμυθιστορημάτων στα οποία και αναπαράγονται με ακρίβεια όλα τα στερεοτυπικά μοντέλα και οι κυρίαρχες αξίες της αγοράς καθώς και η άκριτη επανάληψη των κλισέ, χωρίς μετουσίωση, με κίνδυνο να αναχθεί σε θεσμό και να θεωρείται, από ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού, ως γυναικεία λογοτεχνία. Γεγονός που εξυπηρετεί την αβασάνιστη και εύκολη ταξινόμηση των γυναικείων έργων στην κατηγορία των ροζ γυναικείων μυθιστορημάτων καθώς αυτά τα παρασκευάσματα εύκολα εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο, το πλαίσιο της τρέχουσας παραγωγής όπου η αξιολόγηση είναι ανάλογη της εμπορικότητας, δηλαδή το είδος εκείνο που προσφέρει εύκολη απόλαυση στους αναγνώστες και κέρδη στους εκδότες. Και δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα: αν μια γυναίκα δώσει ένα κείμενο αποδεκτό γίνεται και η ίδια αποδεκτή. Αν το κείμενο «τρέχει γρήγορα» και απαιτεί από τον αναγνώστη να τρέξει κι αυτός- τη στιγμή που εκείνος ή εκείνη επιθυμεί να παραμείνει καθισμένος ή καθισμένη αναπαυτικά στη θέση του και δεν έχει καμία διάθεση να καταβάλει καμία προσπάθεια, όταν το κείμενο ταξιδεύει τον αναγνώστη και τον αναγκάζει να δει κριτικά τις βεβαιότητες του, όταν τον ταξιδεύει σε ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό, τότε το φύλο του γράφοντος και του αναγνώστη δεν έχει και τόση σημασία, όσο η δεκτικότητα, η διαθεσιμότητα και η αποδοχή της συγκατοίκησης με το «άλλο» του εαυτού και το «άλλο» της γραφής.


Ο άλλος της γραφής και ο άλλος του εαυτού

Ο Ζακ Ντεριντά μιλώντας για τον άλλο της γραφής τονίζει πως είναι μια βασική προϋπόθεση έστω και ως απουσία. Και φυσικά «οι άλλοι άνθρωποι» δεν είναι μια κατάσταση, «ο άλλος στη γραφή» είναι αυτό που πρόκειται να συμβεί, το αναμενόμενο γεγονός, μια δυνητική κατάσταση που τοποθετείται στο μέλλον, δηλαδή «ένα γεγονός μέσα από το οποίο το μέλλον μας προσεγγίζει», η επινόηση του αδύνατου, του απίθανου, «μια μελλοντική συνθήκη που σημαίνει πως η νόρμα παραβιάζεται και το παρελθόν εξαρθρώνεται».

Μπορούμε να πούμε πως το μέλλον εμφανίζεται στη γραφή, σαν ένας «άλλος» και η άφιξή του ταράζει την επιβεβλημένη τάξη ή πως η γραφή απευθύνεται πάντα στον άλλο με την υπόσχεση πως θα τον κάνει να μιλήσει. Η γλώσσα καθρεφτίζει μια πραγματικότητα αλλά προσφέρει ταυτόχρονα και συνήθως ερήμην μας, τη θέαση άλλων γωνιών και σημείων που το βλέμμα εύκολα μπορεί να προσπεράσει όταν δεν είναι ασκημένο σε τέτοιου είδους παρατήρηση. Αν επιμείνουμε όμως προσφέρεται ο νέος τρόπος όρασης ο οποίος μπορεί να παρέμβει στην πραγματικότητα και μέσα από τη ματιά που παρωδεί, σατιρίζει ή φανερώνει το γκροτέσκο και ξεγυμνώνει την κακογουστιά, να αποκαλύψει δηλαδή την ασημαντότητα του προφανούς.

Η Ελεν Σιξούς, επίσης, τονίζει τη σημασία του άλλου όχι μόνο στη γραφή αλλά και στην ίδια τη ζωή, προσδιορίζοντας τη θέση του και εντός των ορίων του εαυτού, τονίζοντας, με κάθε ευκαιρία, και σε όλα σχεδόν τα κείμενά της το γεγονός πως αρχίσουμε να βλέπουμε και να αποκτάμε αίσθηση του εαυτού μας μέσα από τους άλλους, ο «άλλος του εαυτού» και «ο άλλος της γλώσσας» είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την προώθηση της γραφής, κάνει την εμφάνισή του μέσα από τις ανατροπές, τις αντιφάσεις, τις σιωπές και με την παρωδία συχνά του ίδιου του εαυτού ή τις παραφθορές της γλώσσας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται «το ύφος» που προσδίδει σε κάθε κείμενο μια μοναδικότητα, δημιουργώντας μια απόλυτα καινούργια δική του πραγματικότητα, η οποία προϋποθέτει τη συμμετοχή του άλλου για την εκτέλεση του παιχνιδιού- του παιχνιδιού που είναι η γραφή- της σύγκρουσης, της σύνθεσης και της αποκάλυψης. «Ο άλλος σε όλες του τις μορφές παρέχει το εγώ μου, ζωγραφίζει την προσωπογραφία μου, είναι σύνθετος και μπορεί να γίνει φίλος ή και εχθρός μου», γράφει η Ελεν Σιξούς.

Η γραφή, κάθε γραφή είναι πολυφωνική, είναι το εγώ και η γλώσσα, είναι τα πρόσωπα του συγγραφέα και τα πρόσωπα των τραυμάτων του, είναι το χαρτί και η ουλή και είναι το πεδίο πάνω στο οποίο αποτυπώνεται η γεωγραφία του σώματος και της ψυχής. 'Η, όπως το περιέγραψε ο φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ, λίγο πριν το θάνατό του «Μη ρωτάτε ποιος είμαι και μη ζητάτε να παραμείνω ο ίδιος...περισσότερα από ένα πρόσωπο γράφουν για να μείνω χωρίς πρόσωπο».

Το μυστικό στην κρύπτη του ποιήματος

Πώς εμφανίζεται λοιπόν «ο άλλος της γραφής» σε κείμενα γυναικών και πως αυτός ο άλλος γίνεται λέξεις; Μια από τις μεταμφιέσεις του άλλου, όπως προανέφερα, είναι και η εισαγωγή της παρωδίας, η υπερβολή, η ανάμειξη των ειδών, ο συνδυασμός των κλισέ που υπονομεύουν τα στερεότυπα μεταφέροντάς τα σε άλλο πλαίσιο, ή ακόμα και η ποιητική πρόζα, ή η εισαγωγή του αμιγούς ποιητικού λόγου.

Υπάρχουν μυθιστορήματα γραμμένα σε ποιητική πρόζα όπου η μνήμη και η νοσταλγία εμφανίζεται να λειτουργεί ως χαρτογράφος της επιθυμίας, μιας επιθυμίας που όλο διαφεύγει και αντιστέκεται σε έναν καθολικό ορισμό και η οποία έχει χαρακτήρα ουτοπικό καθώς ονειρεύεται συνεχώς μια ολοκλήρωση και μια ανεπίτευκτη μεταμόρφωση με αποτέλεσμα (η επιθυμία) να παραμένει άναρθρη, το εν δυνάμει, «άλλο της γλώσσας». Η απόπειρα της έκφρασης αυτής δεν θα έβρισκε καταλληλότερη μορφή από αυτή του ποιητικού λόγου, λόγος ο οποίος εκφράζει καλύτερα την αποσπασματικότητα της εμπειρίας και της νοσταλγίας ενός ανέφικτου όλου. Η ποιητική πρόζα είναι μια υβριδική μορφή λόγου επιχειρεί να περιγράψει το ανέφικτο της ολικής επαναφοράς της μνήμης, αλλά και την ταυτόχρονη άφιξη στο παρόν της περιπέτειας αυτής της αναζήτησης με τη μορφή ενός ποιήματος που πασχίζει να γραφεί (Ali Smith) και που θα φανερώσει κάποια αλήθεια που αποσιωπείται από τη συνείδηση των ηρώων αλλά και από το πρώτο επίπεδο της αφήγησης.

Ο τρόπος γραφής και σύνθεσης της «Τυχαίας», που είναι και το τελευταίο μυθιστόρημα της Σμιθ, βραβευμένο με το βραβείο Whitbread, ξεφεύγει από τον τρόπο που έχουμε μέχρι σήμερα συνηθίσει να συναντούμε στα παραδοσιακά μυθιστορήματα τα οποία και συνήθως αποσπούν τη θεσμική αποδοχή και επιβράβευση. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με τη μορφή μιας κατακλυσμικής συνειδησιακής ροής, καταδεικνύοντας πως οι άνθρωποι αισθάνονται και σκέφτονται πολύ περισσότερα από όσα φανερώνουν οι πράξεις τους αλλά και τα αποτελέσματα των πράξεων τους.

Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι ένα παλίμψηστο από κλισέ, διαφημιστικές λεζάντες, στίχους τραγουδιών, ατάκες από κινηματογραφικές ταινίες, κωδικοποιημένη γλώσσα του διαδικτύου, μαθηματική και επιστημονική ορολογία αλλά και συνεχείς λογοτεχνικές αναφορές σε κείμενα κλασικά, της Τζέιν Οστιν, Μπάιρον, Ντίκενς, Γουλφ, Τζόις κ. ά. αλλά και σε σύγχρονα έργα των Φίλιπ Ροθ, Φίλιπ Λάρκιν, Γιαν Μαρτέλ, Τζανέτ Γουίντερσον και άλλων.

Ανάμεσα στα κεφάλαια υπάρχουν σύντομα αποσπάσματα τα οποία αποτελούν και μια σύνοψη της δύναμης του κινηματογράφου και της φωτογραφίας να επηρεάζουν τη φαντασία μας, σε μια κουλτούρα πλημμυρισμένη από εικόνες. Απέναντι σε αυτή την εικονοποιητική αφήγηση αντιτίθεται η δύναμη του ποιητικού λόγου να αποκαλύψει και να φέρει στο φως το καίριο μυστικό.

Ο τρόπος που συνδυάζονται όλες αυτές οι πληροφορίες, αντλημένες από ετερόκλητα και συχνά ασυσχέτιστα μεταξύ τους πεδία, δηλαδή ο τρόπος που το μυθιστόρημα γίνεται χώρος υποδοχής της ποιητικής, κινηματογραφικής, επιστημονολογικής, δοκιμιακής, διαφημιστικής αλλά ακόμα και της ξύλινης γλώσσας της πολιτικής είναι ιδιαίτερα δημιουργικός -παράγοντας ένα μυθιστόρημα που παρά τις δυσκολίες του στην απόδοσή του στη γλώσσα μας, δυσκολία η οποία σε σημεία ενισχύεται λόγω της έλλειψης εισαγωγικών στους διαλόγους- κατορθώνει να είναι ταυτόχρονα διασκεδαστικό αλλά και ανησυχητικά επικαιρικό: Ο αναγνώστης προβληματίζεται για το πως κατορθώνουμε να γινόμαστε αποδέκτες όλων αυτών των πληροφοριών και ταυτόχρονα να παραμένουμε οι ίδιοι. Και η απάντηση βέβαια δίνεται στο μυθιστόρημα: Η τυχαία είναι ένα παστίς που αποτυπώνει μεν το χάος και τον κατακερματισμό της εποχής μας, το συνεχή βομβαρδισμό μας από εικόνες αλλά οδηγεί τον αναγνώστη λίγο πιο πέρα, αφήνοντας μέσα στο καταιγιστικό χαοτικό παρόν και το περιθώριο για την έλευση του τυχαίου, ώστε αν του επιτρέψεις, αν το ενθαρρύνεις να συμβεί, επιτρέπεις ταυτόχρονα και σε ένα πλήθος νέων εκδοχών του εαυτού να κάνουν την εμφάνισή τους.

Υπάρχουν κεφάλαια δοσμένα σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, ή ακόμα και σε μορφή συνέντευξης ή ρεπορτάζ. Αποδομούνται έννοιες, πεποιθήσεις, με αβυσσαλέο χιούμορ, υπονομεύοντας όχι μόνο το γραμμικό της αφήγησης αλλά και το γραμμικό της σκέψης. Και υπό μορφή ποιητικού σονέτου δίνεται το μυστικό, το κλειδί του μυστηρίου το οποίο δεν αναφέρεται σε κανένα άλλο σημείο του μυθιστορήματος.

Κάτουρα γάτας ακατάδεκτης παντού.
Μια οικογένεια που
δεν ήταν πια κομμάτια της ψυχής του.
Απατηλά εξαρθρωμένα και νεκρά θραύσματα απαρνημένα.
Επίμονες τσιγγάνες καθισμένες
στο
δικό του
αυτοκίνητο,
του έκαναν σινιάλα.
'Ενα
φυλαχτό δυνάμωσε το κρεσέντο του

'Ενας αγρός, του
γυμνός απομεινάρι λουλουδιού.
ΑΠΑΣΤΡΑΠΤΟΥΣΑ καρδιά π' ανοίγει
με ένα κρότο
Καινούργιος εαυτός θ ρ υ μ μ α τ ι σ μ έ ν ο ς απλώθηκε στον κόσμο-
Ο κ α ν έ ν α ς.

Καρδιά κουρέλι αποσπασμένη επιμεταλλωμένη καμία
Α π ό κ ρ ι σ η



Βαθύτατη μια
νέα γλώσσα κατα πίνει τον κόσμο.

Κι είδε πως δεν ήταν αρκετός.
ένα όμορφο ρυθμικό σονέτο τσακίστηκε.

Μια ολόκληρη αρχι τεκ τονική τόσο ζοφερή.

Και πίσω της, η ποίηση ξεχείλισε.


Γάμα την Ποίηση. Γάμα τα βιβλία. Γάμα την τέχνη. Γάμα τη ζωή.
Γάμα το Νόρφολκ Γάμα τη δουλειά Γάμα τη γυναίκα
Γάμα τα παιδιά που τα ξέρουν όλα
Γάμα την κοπελιά που σε αγνοεί εξακολουθητικά
Ποιο είναι το πόρισμα στον έρωτα και το γαμήσι;
Ποιο είναι το πόρισμα σ' αυτό τ' αλισβερίσι;
Ποιο είναι το πόρισμα κάθε βιβλίου επί γης;
Ποιο είναι το πόρισμα της κάθε στιγμής;
Πότε η ώθηση έγινε παρότρυνση;
Πότε ένας στίχος έγινε καημός;
Πότε ο στεναγμός ένας οδηγός;
Πέθαναν ποτέ, λοιπόν τα σουξεδάκια;
Και κορίτσι που είπε ποτέ μη λες ποτέ;
Υπήρξε αρτηρία που δεν διαχωρίστηκε;
Καρδιά να μη γαμάει το μυαλό με όλα τα συνεπακόλουθα;
Σέκσπιρ που δεν κατέληξε σε e.e.cummings?
Πάντα στο τέλος δεν ήταν τα σονέτα συντρίμμια επί γης?
Και πάντα ένας Σέκσπιρ δεν γίνεται στο τέλος
'Ενας Δον Ζουάν, γυναικοκατακτητής?

Ματωμένες ιστορίες

Η Αντζελα Κάρτερ, επίσης, κατόρθωσε να συνδυάσει στο έργο της διαφορετικές σχολές και λογοτεχνικές παραδόσεις, επιχειρώντας πάντοτε μέσα από αυτόν τον συνδυασμό τον αφηγηματικό και ιδεολογικό επαναπροσδιορισμό των ορίων. Ανάμεσα στις επιδράσεις που αφομοιώνονται στο έργο της είναι και εκείνες της γαλλικής φεμινιστικής θεωρίας και των γάλλων υπερρεαλιστών. Ο πιο αξιοσημείωτος, ωστόσο, από τους συνδυασμούς της Κάρτερ δεν αναφέρεται σε σχολές ή τεχνικές, αλλά στο ύφος, στο περιεχόμενο και στον τόνο της πρόζας της: είναι ο συνδυασμός του ερωτικού με το μακάβριο, του σοβαρού με το καρναβαλικό.

Η αφηγηματική και συνθετική ικανότητα της Κάρτερ φανερώνεται ιδιαίτερα στα διηγήματά της (Ματωμένη Κάμαρα) επειδή σε αυτά η περιορισμένη τροχιά της αφήγησης την τρέπει προς επινοητικές συμπυκνώσεις του νοήματος. Οι συμπυκνώσεις αυτές κατορθώνονται με μια κράση των εικόνων με τις σημασίες τους - μια κράση η οποία λειτουργεί, σε άλλη κλίμακα φυσικά- και στον ποιητικό λόγο.

Η Τζάνετ Γουίντερσον, επίσης, η οποία θεωρείται από τους κριτικούς μια από τις σημαντικότερες στιλίστες και κληρονόμος της πεζογραφικής παράδοσης της Γουλφ, η οποία αποτελεί και την κυριότερη από τις επιδράσεις που έχει δεχθεί, όχι μόνο ως προς τις διεκδικήσεις και τις προοπτικές της γυναικείας γραφής αλλά και ως προς την ικανότητα να γράφει πειραματική λογοτεχνία χωρίς να δυσκολεύει την ανάγνωση και να γίνεται αντιποιητική. Η πλοκή δεν την ενδιαφέρει ιδιαίτερα και αυτό φαίνεται από τα τελευταία μυθιστορήματά της που είναι γραμμένο με τη γλώσσα της αλχημείας, της αστρολογίας και της θεωρητικής φυσικής, γεμάτο φιλοσοφία, μυστικισμό, λογοτεχνικές αναφορές, γραμμένο σε απαστράπτουσα πρόζα, με κύριο μέλημα τη δημιουργία ενός πρωτότυπου λογοτεχνικού ύφους.

Η κυρίαρχη τάση παραμένει αυτή της επαναθεώρησης, ο πειραματισμός υποχωρεί, πολλά μυθιστορήματα έχουν ως θέμα τη νοσταλγία όπου ο άλλος εμφανίζεται ως ένα άγνωστο παρελθόν ή ένα κρυμμένο μυστικό ή το μέλλον όπου συχνά παρουσιάζονται τα επιτεύγματα της βιοϊατρικής, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Το μυθιστόρημα πέρα από όλα τα άλλα είναι και ιστορία αλλά θα επιθυμούσαμε να ήταν και προφητεία, μια προεικόνιση, μια επίκληση του καινούργιου, ένα εργαλείο ανακάλυψης και η ιστορία της λογοτεχνίας αποδεικνύει πως έστω και αν το μέλλον ερχόταν με τη μορφή τερατογένεσης στην κάθε εποχή, μόνο οι αφηγήσεις που τόλμησαν και δεξιώθηκαν το άλλο, προώθησαν και την τέχνη που υπηρετούσαν.

Με άλλα λόγια είναι η ικανότητα της «αναδιήγησης της "ιστορίας"», μέσα από την οποία η αφηγήτρια κατανοεί μέρη του εαυτού της και των άλλων, ακόμα και όταν η ιστορία αυτή συνεχώς μεταβάλλεται ή περιστασιακά καταρρέει. Οι αφηγήσεις του είδους λαμβάνουν χώρα σε μια συνεχή συζήτηση και σχέση με άλλες αφηγήσεις, αναπόφευκτα αναγνωρίζουν άλλες οπτικές, καθώς μια κάποιου άλλους είδους στρατηγική προβάλλει ανέφικτη ενώ η προοπτική του τέλους των αφηγήσεων συμπίπτει με την αποδοχή της ύπαρξης της μη αρχής.

Πιου, πες μου μια ιστορία.
Τι είδους ιστορία παιδί μου;
Μια ιστορία με ευτυχισμένο τέλος.
Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σε όλο τον κόσμο.
Δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος;
Δεν υπάρχειτέλος

(Winterson, lighthousekeeeping)

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα όσοι γράφουν είναι πως φθάσαμε πλέον στο τέλος της μεταμοντέρνας περιόδου και εισερχόμαστε σε μια εποχή που δεν έχει σαφές σχήμα, ούτε και καθαρές προοπτικές εξέλιξης, αλλά ούτε και συγκεκριμένη ονομασία. Το ζήτημα της διαπραγμάτευσης των τεχνών και ιδιαίτερα του μυθιστορήματος στην εξερεύνηση όχι μόνο του παρελθόντος και του άμεσου πολιτισμικού μας παρόντος αλλά της επερχόμενης εποχής. Τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα που πέρασε το αίσθημα της ημινάρκωσης και της παρακμής, η αίσθηση πως μια παλιά τάξη σβήνει και μια καινούργια περιμένει τη γέννησή της, κυριάρχησε.

Σε τέτοιες περιόδους οι συγγραφείς γράφουν σε κατάσταση αβεβαιότητας ύφους- που δεν είναι πάντα κάτι το αρνητικό- επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, τη σχέση ανάμεσα στις ιδέες και στις λογοτεχνικές φόρμες, ανάμεσα στο φύλο του γράφοντος ή της γράφουσας και στο ύφος. Επαναπροσδιορισμοί που είναι απαραίτητοι για την εξέλιξη και την προώθηση της γραφής αλλά και κάθε τέχνης γενικότερα.

Νέο κρασί σε παλιά μπουκάλια

Τελειώνοντας, θα αναφέρω ένα απόσπασμα από ένα κείμενο της Αντζελα Κάρτερ η οποία πέρα από τα υπέροχα βιβλία της μας έχει προσφέρει και έναν αριθμό έμφυλων αναγνώσεων σε κλασικά κείμενα αντρών συγγραφέων όπως του Λώρενς , του Φιτζέραλντ, του Ναμπόκοφ, Μπάροουζ κ.ά.

«Σήμερα έχει ιδιαίτερη σημασία για τις γυναίκες να γράφουν ως γυναίκες - είναι μέρος της αργής διαδικασίας της "απο-αποικειοποίησης" της γλώσσας και των θεμελιωδών συνηθειών της σκέψης. Και πιστεύω πως αυτό έχει να κάνει με τη δημιουργία ενός τρόπου έκφρασης, μια απείρως μεγαλύτερη ποικιλία εμπειρίας, να πεις τα πράγματα για τα οποία δεν υπήρχε γλώσσα πριν...Και αισθάνομαι πως έχω πολλά κοινά με κάποιους συγγραφείς του Τρίτου Κόσμου , γυναίκες και άντρες, που μεταμορφώνουν τη φόρμα του μυθιστορήματος για να καθρεφτίσουν και να συμπυκνώσουν τις αλλαγές στον τρόπο που οι άνθρωποι αισθάνονται -βάζοντας καινούργιο κρασί σε παλιά μπουκάλια ή σε κάποιες περιπτώσεις παλιό κρασί σε καινούργια μπουκάλια. Χρησιμοποιώντας φόρμες κληροδοτημένες από την περίοδο της αποικιοκρατίας για να ασκήσουν έτσι και κριτική αυτής της περιόδου...Γιατί η γλώσσα είναι δύναμη, ζωή και όργανο του πολιτισμού, το όργανο της κυριαρχίας αλλά και της ελευθέρωσης».

Θα έλεγα λοιπόν πως κάθε καινούργια γραφή και ανάγνωση μοιάζει με τη διαδικασία που τόσο εύστοχα περιέγραψε η Κάρτερ και θα ήθελα να προσθέσω πως στην προσπάθεια να βάλεις το κρασί σου (γραφή) στα παλιά μπουκάλια (φόρμες) μπορεί να χρειαστεί να σπάσεις μερικά για να βρεθεί το μέγεθος εκείνο που θα την αγκαλιάσει καλύτερα, θα τη διατηρήσει και θα εμπλουτίσει τη γεύση της.

Ανώνυμος είπε...

Από την Ελευθεροτυπία, 17 Αυγούστου 2007
(Βιβλιοθήκη)

Όλα ξεκινούν απλά και χαλαρά στο μυθιστόρημα της Αγγλίδας Τζάνετ Γουίντερσον (1959), η οποία έχει γράψει ώς τώρα 15 βιβλία, κάποια από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ενα ορφανό -κατ' αρχάς από πατέρα και μετά και από μητέρα- κορίτσι, η Σίλβερ, βρίσκεται υπό την προστασία και κηδεμόνευση ενός ηλικιωμένου τυφλού φαροφύλακα. Είναι μικρό κορίτσι και ο φαροφύλακας του μαθαίνει τις δουλειές του -να μαγειρεύει, να σκουπίζει, να γυαλίζει τα όργανα. Εκεί, στην ερημιά του φάρου, ο Τζον, ο φαροφύλακας, λέει ιστορίες στη Σίλβερ. Ιστορίες από τη ζωή του, ιστορίες παραβολικές που έχουν να κάνουν με τα μυστήρια του έρωτα και του θανάτου, τη συμβατική ζωή των ανθρώπων και τις άλλες κάποιων που σπάζουν τη ρουτίνα δημιιουργώντας ένα άλλο σύμπαν. Ιστορίες γεμάτες φως και αισιοδοξία στοχαστική, βγαλμένες μέσα από το σκοτάδι που κυριαρχούσε στην καθημερινότητα του τυφλού φαροφύλακα. Η Σίλβερ κάποτε θα εγκαταλείψει τον φάρο, αλλά χρόνια αργότερα θα ξαναβρεθεί εκεί για να ξαναζήσει συναισθηματικά και νοητικά το δώρο από τη ζωή της.

Νίκος Ντόκας & Βασίλης Κ. Καλαμαράς