Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2009

No 597

Image Hosted by ImageShack.usΑχιλλέας Δρούγκας
.
«Ε, λοιπόν, αν δεν ήμουν ωραίος –κι εγώ πιστεύω πως είμαι-, δίκαια σεις θα καταδικαζόσατε για απάτη’ διότι, χωρίς κανείς να σας ζητήσει να το κάνετε, ορκίζεστε πάντα ότι είμαι ωραίος. Κι εγώ, φυσικά, σας πιστεύω επειδή σας θεωρώ έντιμους. Αν εξάλλου είμαι όντως ωραίος κι εσείς αισθάνεστε για μένα το ίδιο που αισθάνομαι εγώ για κάποιον που μου φαίνεται ωραίος, ορκίζομαι σε όλους τους θεούς ότι δεν θα άλλαζα την ομορφιά μου ούτε με την εξουσία του μεγάλου βασιλιά. Κι αυτό επειδή τώρα εγώ προτιμώ να αποθαυμάζω τον Κλεινία παρά να βλέπω όλες τις άλλες ομορφιές του κόσμου. Και πιο πρόθυμα θα έστεργα να είμαι τυφλός για όλα τα άλλα παρά για έναν και μόνο: τον Κλεινία. Τα βάζω με τη νύχτα και τον ύπνο επειδή με εμποδίζει να τον βλέπω και ευγνωμονώ την ημέρα και τον ήλιο επειδή μου τον φανερώνουν ξανά. Είναι εξάλλου σωστό εμείς οι ωραίοι να καμαρώνουμε και για τούτο: ότι, ενώ ο ισχυρός αποκτάει τα αγαθά με μόχθους, ο ανδρείος με κινδύνους και ο σοφός με λόγους, ο ωραίος, και χωρίς να κάνει τίποτε, όλα τα κατορθώνει. Εγώ λοιπόν, αν και ξέρω ότι τα χρήματα είναι ευχάριστο απόκτημα, προθυμότερα θα έδινα όλα όσα έχω στον Κλεινία παρά που θα έπαιρνα άλλα τόσα από άλλον’ κι αν με ήθελε δούλο του ο Κλεινίας, πιο χαρούμενος θα ήμουν σαν σκλάβος παρά σαν ελεύθερος: ευκολότερο θα μου ήταν να μοχθώ για κείνον παρά να αναπαύομαι, και πολύ θα χαιρόμουν να κινδυνεύω για χάρη του παρά να ζω ασφαλής (…)»

Ξενοφών: Συμπόσιον (Άγρα)
Μετάφραση: Αλόη Σιδέρη

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 25, 2009

No 596

Image Hosted by ImageShack.us
Βάδιζα κατευθείαν από την Ακαδημεία προς το Λύκειο στο δρόμο που είναι έξω από το τείχος και ακριβώς κάτω από το τείχος’ κι όταν έφτασα στη μικρή πύλη, στην κρήνη του Πάνοπα, συνάντησα τυχαία τον Ιπποθέλη του Ιερώνυμου και τον Κτήσιππο από την Παιανία μαζί με πολλούς άλλους νέους που στέκονταν εκεί. Κι ο Ιπποθάλης μόλις με είδε να πλησιάζω, «Σωκράτη», μου είπε, «πού πηγαίνεις; Από πού έρχεασαι;»
Έρχομαι από την Ακαδημεία, είπα εγώ, και πηγαίνω κατευθείαν στο Λύκειο.
«Έλα κατευθείαν εδώ, σ’εμάς», είπε εκείνος. «Δεν έρχεσαι πιο κοντά; Αξίζει τον κόπο».
Πού, είπα εγώ, σε ποιους εσάς;
«Εδώ», είπε, και μου έδειξε ένα περίφραγμα και μια πόρτα ανοιχτή ακριβώς απέναντι από το τείχος. «Περνούμε τον καιρό μας εδώ», συνέχισε ο Ιπποθάλης, «εμείς και άλλοι πάρα πολλοί και ωραίοι».
Τι ακριβώς είναι τούτο το μέρος; Τι κάνετε εδώ;
«Είναι παλαίστρα», είπε, «την έχτισαν τώρα τελευταία και περνούμε τον καιρό μας τις πιο πολλές φορές συζητώντας’ θα ήταν χαρά μας αν συζητούσες κι εσύ μαζί μας».
Πολύ ωραία, είπα εγώ’ και ποιος διδάσκει εδώ;
«Ο φίλος σου ο Μίκκος», απάντησε, «που μιλάει επαινετικά για σένα».
Μα τον Δια, είπα, πραγματικά δεν είναι ασήμαντος ο άνθρωπος, κάθε άλλο μάλιστα, είναι επιδέξιος σοφιστής.
«Θέλεις, λοιπόν να έρθεις μαζί μας, για να δεις κι αυτούς που είναι μέσα;»
Πρώτα πρώτα θα ήθελα να μάθω για ποιο λόγο θα μπω, ποιος είναι ο ωραίος.
«Στον καθένα μας, Σωκράτη», απάντησε αυτός, «αρέσει και κάποιος άλλος».
Και σ’ εσένα, Ιπποθάλη, πιος αρέσει; Για πες μου.
Στην ερώτηση αυτή κοκκίνησε. Κι εγώ του είπα: «Ιπποθάλη, γιέ του Ιερώνυμου, δεν χρειάζεται πια να μου πεις αν αγαπάς κάποιον ή όχι’ γιατί τώρα ξέρω ότι δεν αγαπάς απλώς, αλλά σ’ έχει κυριέψει ο έρωτας. Εγώ βλέπεις, σ’ όλα τα άλλα είμαι ασήμαντος και άχρηστος, έχω όμως τούτο το, ας πούμε, θεϊκό χάρισμα: να μπορώ να ξεχωρίζω γρήγορα εκείνον που αγαπάει και εκείνον που αγαπιέται».
Κι αυτός, μόλις με άκουσε, κοκκίνησε ακόμη περισσότερο. Τότε ο Κτήσιππος του λέει, «Είναι πολύ αστείο, Ιπποθάλη, να κοκκινίζεις και να διστάζεις να πεις το όνομα στο Σωκράτη’ αν μείνει έστω και λίγο μαζί σου, θα υποφέρει από τις πολλές φορές που θα σε ακούσει να το αναφέρεις. Εμάς τουλάχιστον, Σωκράτη, μας έχει ξεκουφάνει, μας έχει πάρει τα αυτιά με τον Λύσι’ αν τύχει μάλιστα και τα έχει κοπανήσει λιγάκι, τότε πια ξυπνάμε στον ύπνο μας και νομίζουμε πως ακούμε το όνομα του Λύσι. Κι όσα διηγείται, όταν κουβεντιάζουμε μαζί του, είναι βέβαια τρομερά αλλά όχι και πάρα πολύ. Ουαί και αλλοίμονο όμως όταν αρχίζει να μας κατακλύζει με τα ποιήματα και τα πεζά του. Και το πιο φοβερό απ’ όλα: οι ύμνοι που τραγουδά για τον αγαπημένο του με υπέροχη φωνή, που είμαστε υποχρεωμένοι να την ακούμε και να την υπομένουμε. Κι όμως τώρα που τον ρωτάς εσύ, να που αυτός κοκκινίζει».

Πλάτων: Λύσις (Καρδαμίτσας)
Μετάφραση: Ν.Μ. Σκουτερόπουλος

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2009

No 595

Image Hosted by ImageShack.usΑνδρέας Καραγιάν (Κύπρος)

Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου όταν γνώρισα τον Μάρκο. Ήταν στην ίδια ηλικία μ’ εμένα και μικροκαμωμένος. Στην αρχή με κούραζε με την προσκόλλησή του για να τον βοηθάω στα μαθήματα, μια και οι δικοί του δεν του έδιναν και ιδιαίτερη σημασία. Σιγά σιγά όμως ως άλλος Πυγμαλίων συνδέθηκα μαζί του, γίναμε αχώριστοι. Κάποια μέρα, που πήγα σπίτι απροειδοποίητα, κοιμότανε γυμνός στο κρεβάτι. Καθώς τον άγγιξα για να τον ξυπνήσω, το χέρι μου γλίστρησε στο στήθος του. Στο αισθησιακό μισοσκόταδο της κάμαρας με την ατμόσφαιρα γλυκιά από τη μυρωδιά του κορμιού και του ήπιου ρυθμού της αναπνοής του - ένα γαληνεμένο αγόρι στα μυστηριώδη μονοπάτια του ύπνου – ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα, μια πρωτόγνωρη ηδονή να με κατακλύζει' τότε κατάλαβα γιατί η Σελήνη ερωτεύτηκε τον κοιμισμένο έφηβο. Τον Ενδυμίωνα. Συνάμα όμως ένιωσα να κυλώ και ν’ ανακαλύπτω μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού μου που μου προκάλεσε πανικό.
Όταν ο Μάρκος έφυγε στην εξοχή με την οικογένεια του, μάζεψα τα πράγματά μου και πήγα να τον βρω, παρά την άρνηση της μητέρας μου, που δεν έβλεπε τη σχέση αυτή με καλό μάτι.
Στην εξοχή μας βάλανε να κοιμηθούμε στο ίδιο κρεβάτι μια και δεν υπήρχε χώρος. Ήταν ένα γλυκό μαρτύριο, γιατί φοβόμουν να κάνω την όποια κίνηση, όταν ήμασταν γυμνοί στο κρεβάτι μόνο με το εσώρουχο, αλλά με ζέσταινε η παρουσία του και η απαλότητα της σάρκας που άγγιζα ανάλαφρα. Έμενα ακίνητος, ζαλισμένος, ενήδονος, όλη νύκτα με τις αισθήσεις μου έτοιμες να εκραγούν, αλλά αναγκασμένος να τις συγκρατήσω.
.
Ανδρέας Καραγιάν: Η αληθής ιστορία (Καστανιώτης)

Κυριακή, Φεβρουαρίου 15, 2009

Νο 594

Image Hosted by ImageShack.us
Ο πολιτικός στοχασμός του Φασμπίντερ είναι σε κάπως ακατέργαστη μορφή που τον κάνει όμως περισσότερο άμεσο και ίσως πιο συγκροτημένο.. καθώς δε διαθέτει το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο για να επιζητά την τελειότητα της αφήγησης ή τη δόμηση μιας συμπαγούς φόρμας, καταφεύγει στην ειλικρίνεια του αυθόρμητου και τη φυσικότητα των ενστίκτων. Δυο στοιχεία που πλαισιώνουν μόνιμα το ερωτικό παράγοντας μια ενέργεια ικανή να αποτελέσει ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο. «Οι ερωτικές σχέσεις στις ταινίες του Φασμπίντερ είναι εναύσματα και δρόμοι για μια μεταφορά των όρων δράσης στα κοινωνικά τους αντίστοιχα» (..) Αν τα Πικρά δάκρυα της Πέτρα δον Καντ αποτελούν μια απόπειρα καταγραφής και σχολιασμού της κοινωνικής ανισονομίας και εκμετάλλευσης μέσω της ερωτικής σχέσης δυο γυναικών, και Η γυναίκα του σταθμάρχη την επιβολή της θηλυκής εξουσίας μέσω της σεξουαλικότητας της, η ταινία Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια (1978) επανέρχεται στον ίδιο προβληματισμό αναφερόμενη στον έρωτα δυο αντρών. Ο Φασμπίντερ σκιαγραφεί τις τρεις τελευταίες μέρες ενός τραβεστί και καταδύεται για μια ακόμη φορά κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια μιας κοινωνίας που διανύει περίοδο οικονομικής ευμάρειας για να καταδείξει τα πραγματικά αδιέξοδα που δημιουργούνται στα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα. Εδώ το ερωτικό στοιχείο είναι ένα εμπορεύσιμο είδος (όπως και στην προηγούμενη ταινία, άλλωστε), αποτελώντας το μοναδικό όπλο για την επιβίωση ή την καλύτερη διαβίωση του φτωχού ανθρώπου, ενώ για μια ακόμη φορά είναι ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο δομείται η αφήγηση. Ο έρωτας μετατρέπεται σε κινητήρια δύναμη της ζωής του ήρωα οδηγώντας τον σε μια σειρά λάθος εκτιμήσεις που θα πληρώσει τελικά με την ίδια του τη ζωή. Ο Φασμπίντερ γνωρίζει πως η ασφαλής αυτοδιαχείριση της ερωτικής επιθυμίας προϋποθέτει ένα περίβλημα ικανό να προστατεύει από τις κοινωνικές αντιδράσεις και ανατροπές, καθώς κάθε ανάλογη πράξη δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή χωρίς να επιφέρει συνέπειες, όταν εκδηλώνεται από άτομα που δεν μετέχουν στις τάξεις των ισχυρών. Ο ήρωας κάνει ακριβώς αυτό το λάθος. Αλλάζοντας φύλο για χάρη του εραστή του, μπερδεύει τη δική του αδύναμη κοινωνική θέση μ’ αυτήν του άλλου. Επιζητά την αποδέσμευση από τον ίδιο του τον εαυτό, ανίκανος να αντιληφθεί τους πραγματικούς δεσμώτες του.

Κωνσταντίνος Νούλας: Το ερωτικό στον κινηματογράφο (Αιγόκερως)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 13, 2009

No 593

Image Hosted by ImageShack.us
(…) προς το τέλος της ζωής του, αυτό που ο Φουκώ αποκαλούσε γενεαλογία μετεξελίχθηκε σε ένα είδος φιλοσοφίας. Δεν θα μπορούσα να αναπτύξω καλύτερα την άποψη αυτή, παρά σχολιάζοντας τον οριστικό εφ’ όλης της ύλης χαρακτηρισμό του ίδιου του Φουκώ για το έργο του, στον πρόλογο του Η χρήση των Απολαύσεων. Υποστηρίζει εδώ, πως, εξαρχής, είχε αναπτύξει μια «ιστορία της αλήθειας». Θεωρεί ότι η ιστορία αυτή έχει τρεις κυρίως πτυχές: μία ανάλυση των μηχανισμών της αλήθειας (τουτέστιν, διαφόρων συστημάτων λόγου για την παραγωγή της αλήθειας) και καθεαυτών και σε σχέση μεταξύ τους’ μία ανάλυση της σχέσης των μηχανισμών της αλήθειας με τους συσχετισμούς εξουσίας’ τέλος, μία ανάλυση της σχέσης των μηχανισμών της αλήθειας με τον εαυτό τους (…) Το Η χρήση των απολαύσεων πραγματεύεται τη θέση του Πλάτωνα για τον έρωτα της αλήθειας ως το αγνό ιδανικό πίσω από τον ομοφυλοφιλικό έρωτα των αγοριών. Ο Πλάτων, ωστόσο, είχε τουλάχιστον μία ισχυρή τάση να αντιμετωπίζει τη φιλοσοφία περισσότερο ως μία θεωρητική ενατένιση παρά ως τρόπο ζωής κι έτσι ο Φουκώ είναι προσεκτικός αρκετά, ώστε να κρατήσει απόσταση από αυτού του είδους τον Πλατωνισμό.

Gary Gutting: Φουκώ (ελληνικά γράμματα)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2009

Νο 592

Image Hosted by ImageShack.usAlberto Giacometti

«Από μια έμφυτη κλίση που είχα για τον κόσμο των παραμυθιών» γράφει ο Ζενέ στο Ημερολόγιο ενός κλέφτη «ήμουν έτοιμος να πράξω όχι σύμφωνα με τους νόμους της ηθικής, αλλά σύμφωνα με ορισμένους νόμους μιας μυθιστορηματικής αισθητικής». Το κριτήριο για να κρίνει κανείς μια πράξη ή έναν άνθρωπο δεν είναι το αγαθό που αυτός παράγει αλλά το ωραίο για το οποίο είναι αυτουργός, «το άσμα που ξεσηκώνει μέσα μου και το οποίο μεταφράζω σε λέξεις έτσι ώστε να μπορώ να το μεταδώσω». Στο έργο του Ζενέ «η αισθητική είναι αυτή που θεμελιώνει την ηθική» συνοψίζει ο Μισέλ Κορβέν χωρίς να έχει καμία συνέπεια αυτή του η διαίσθηση, η κατά τα άλλα απολύτως ακριβής’ διότι η υποταγή της ηθικής στην αισθητική είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές του λογοτεχνικού φασισμού από τον Ντ’ Ανούντσιο ως τον Μπραζιγιάκ.
Το ωραίο δένεται με τις πράξεις και με τους ανθρώπους που κατευθύνονται από το κακό.

Ιβάν Γιαμπλόνκα: Ζαν Ζενέ. Οι ανομολόγητες αλήθειες (Καστανιώτης)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 06, 2009

No 591

Image Hosted by ImageShack.us
Αλλά οι ενοχές του Wittgenstein για τον Francis δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με το γεγονός ότι τον είχε επηρεάσει. Είχαν να κάνουν με πιο εσωτερικά θέματα – με το πώς ο Wittgenstein αισθανόταν απέναντι στον Francis κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής του. Στις 28 Δεκεμβρίου 1941 έγραφε:
Σκέφτομαι πολύ τον Francis, αλλά πάντα γεμάτος τύψεις για την έλλειψη αγάπης εκ μέρους μου’ όχι με ευγνωμοσύνη. Η ζωή του και ο θάνατός του μοιάζουν να με κατηγορούν, γιατί τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του ήμουν πολύ συχνά κενός από αγάπη, και στην καρδιά μου δεν του ήμουν πιστός. Αν δεν ήταν τόσο απέραντα γλυκός και πιστός, δεν θα είχα καθόλου αγάπη γι’ αυτόν.
Αμέσως μετά το απόσπασμα αυτό, συνεχίζει αναφερόμενος στα αισθήματά του για τον Kirk: «Βλέπω τον Keith συχνά, αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό δεν ξέρω. Απογοήτευση που μου αξίζει, αγωνία, ανησυχία, αδυναμία να μπω σ’ ένα ρυθμό ζωής». Περίπου εφτά χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 1948, έγραφε: «Σκέφτομαι πολύ την τελευταία φορά που ήμουν με τον Francis. Σκέφτομαι την απεχθή μου συμπεριφορά, απέναντί του (…) Δεν βλέπω πώς θα καταφέρω ν’ απελευθερωθώ από αυτή την ενοχή».
.
Ray Monk: Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Το χρέος της μεγαλοφυίας (Scripta)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2009

No 590

Image Hosted by ImageShack.usThoman Phillips (Ην. Βασίλειο)

Στις περιγραφές του ταξιδιού από το Αργοστόλι προς το Μεσολόγγι ο Βύρων μνημονεύει συχνά τον Λουκά Χαλανδριτσάνο με την παρορμητικότητα με την οποία μιλά κανείς για τον αγαπημένο του ακόμη κι εκεί που δεν το δικαιολογεί απόλυτα η περίσταση.
(…) όπως σε ένα από τα λιγοστά ποιήματα που έγραψε στο Μεσολόγγι, ένα ποίημα άμεσου αλλά ανανταπόδοτου πόθου, μια ύστερη άνθηση του προστατευτικού ενστίκτου του.

Σε κοιτούσα όταν μας πλεύριζε ο εχθρός –
έτοιμος να τον χτυπήσω – ή εμάς τους δυο
αν χανόταν η ελπίδα – παρά να μοιραστώ
κάτι από έναν που αγαπώ – εκτός ελευθερία κι αγάπη
Σε κοιτούσα , μπροστά στα κύματα – όταν τα βράχια
δέχτηκαν την πλώρη μας – γύρω θύελλα και φόβος
και κάθε που τράνταζε σού έλεγα πιάσου πάνω μου
το μπράτσο μου η βάρκα σου θα ήταν το στερνό το φορείο σου.

Fiona MacCarthy: Βύρων. Ο βίος και ο θρύλος (Ποταμός)