Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2005

No 250

Με το ποίημα του Γιώργου Χρονά θα σας αποχαιρετήσουμε για φέτος.
Σας ευχόμαστε «Καλές Γιορτές» και «Ευτυχισμένο το 2006».
Ανανεώνουμε το καθημερινό ραντεβού μας για την Τετάρτη 4 Ιανουαρίου κι ελπίζουμε να είστε όλες και όλοι εδώ.
.
.
Image Hosted by ImageShack.us Bret Wexler
.
ΑΠΗΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
.
Δε νομίζω να φωτογραφηθήκαμε ποτέ μαζί
Μόνο τώρα θυμάμαι
μια μέρα βγαίνοντας από το σινεμά
είδαμε το σχήμα μας στον καθρέφτη
ενός εμπορικού καταστήματος – πουλούσε έπιπλα φορμάϊκας
τραπέζια, φτηνά κάδρα, νομίζω,
κι εσύ κούμπωσες βιαστικά το πουκάμισο
γύρω στο λαιμά σου, σα να πήγες σε χαμάμ
οδός Ζήνωνος, οδός Επικούρου
και αγαπήθηκες με πάθος στο χαμάμ
και βγαίνοντας στο δρόμο το απόγευμα
από το χαμάμ πρόσεχες τα βήματα,
τις αιωρήσεις των χεριών σου.
Έπρεπε να τό 'χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας
μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
όπως σ' εκείνες τις εκδρομές με το μηχανάκι
στο Μαραθώνα, στα Βίλλια, στη Λούτσα
να χορεύεις με δίσκους στα τζουκ-μποξ
μάμπο το Τεκίλα ή άλλοτε ζεϊμπέκικο
και μελαγχολία σάμπας και να μεθάς.
Έπρεπε να τό 'χαμε σκεφτεί πριν μπει ο χειμώνας
μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
μετά θα μπορούσες να φύγεις
για το Νείλο ή τ' Αλγέρι
με τους ποδηλατιστές του ήλιου.
Τώρα πια τ' απογεύματα δεν έχω όνομα
Αν βγω στο δρόμο έξω
έχω συμφωνήσει ν' ακούω στα ονόματα
Αλέξανδρος, Αλέξιος, Αλέξης, Βασίλειος, Γεράσιμος, Γρηγόρης, Ραχήλ, Δημήτριος, Γιάννης, Λεωνίδας, Νίκος, Μιχάλης, Μάρθα, Κωνσταντίνος, Μανώλης.


Γιώργος Χρονάς : Τα αρχαία βρέφη (Άκμων)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

No 249

O ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Είσαι ένα μικρό, μαδημένο τριαντάφυλλο
σε αδειασμένο λουτήρα

Μια πεσμένη καρέκλα, ή απλά, ένα φύσημα
πίσω από μια άσπρη κουρτίνα

Είσαι η στάχτη στο βαθύ σου ξημέρωμα
σωριασμένη σε χίλια κεντίδια

Είσαι ένα σώμα από αίμα και αλάβαστρο
καμωμένο για εφήβους και νήπια.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Ωδές στον πρίγκιπα (Ύψιλον)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2005

No 248

Image Hosted by ImageShack.us Frazer Diesel (Ν. Αφρική)

I
Προστάτης της γης μου
κι αφέντης του σώματος,
κανείς δεν ξέρει πιο καλά
τον κίνδυνο που διατρέχω
κάτω απ’ το βλέμμα σου.
Μιλάς κι απολύομαι
απ’ την πλειάδα των άστρων
και σε πυκνά καταφεύγω δασύλλια
με το φόβο του ζώου
δαγκώνοντας μου την έπαρση.
Σωπαίνεις και χάνομαι
ανάμεσα στο χτες και στο αύριο,
στο μηδέν της οργής μου.

Λαχτάρα μου είσαι
κι οροθεσία στυγνή
της αβύσσου μου.

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος : Τέσσερις ποιητικές συλλογές (Νεφέλη)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16, 2005

No 247

ΔΥΟ ΑΓΟΡΙΑ

Τα δυο παιδιά φορούσαν μπλε εργατικές στολές.
Τα μάγουλά τους ροδαλά και άτριχα τα στήθια.
Μόνο τα χέρια τους είχαν σκληρύνει απ΄ τη δουλειά.
Καθίσανε στο καφενείο ανάμεσα σε κρότους από πούλια.
Βλαστήμιες των χαρτοπαικτών και ιταμές παραγγελίες.
Χαμογελούσαν λίγο αδέξια αλλά τρισχαριτωμένα
(σα να ζητούσανε συγγνώμη που ήταν τόσο όμορφα τόσο διακριτικά…)
Ανέβασαν ταυτόχρονα στα χείλη τα ποτήρια με το κρύο νερό. Στο γκαρσόνι φέρθηκαν ήπια κ’ ευγενικά.
Ανάμεσα στο σαματά και τις φωνές ο χρόνος είχε σταματήσει.
Σηκώθηκαν να φύγουνε κ’ όπως τα ρούφηξε η νύχτα
Τότε ευθύς αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε στο στόμα.

Νίκος Σπάνιας: Το μαύρο γάλα της αυγής (Οδός Πανός)

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 15, 2005

No 246

ΟΡΕΣΤΗΣ (απόσπασμα)

Μια λέξη ερωτική μένει πάντα κλεισμένη στο στόμα μας, ανείπωτη,
σαν ένα χαλίκι στο σανδάλι μας ή και ένα καρφί΄ βαριέσαι
να σταθείς , να το βγάλεις, να λύνεις τα κορδόνια σου,
ν’ αργοπορείς΄- σ’ έχει κυριεύσει ο μυστικός ρυθμός της πορείας
πιότερο απ’ την ενόχληση του χαλικιού, πιότερο
απ’ την επίμονη υπενθύμιση της κούρασής σου,
της αναβλητικότητας σου΄ κι είναι ακόμη
κάποια μικρή, αγκαθωτή αναγάλλια κι αναπόληση
που τούτο το χαλίκι το κρατάς από ακρογιάλι αγαπημένο,
από σεργιάνι ευχάριστο με ωραίους διαλογισμούς, με υδάτινες εικόνες,
όταν ακούγονταν απ΄ το παραθαλάσσιο καπηλειό οι κουβέντες των καπνεμπόρων
μαζί με το τραγούδι των θαλασσινών και το τραγούδι της θάλασσας
μακριά, μακριά, χαμένο, κοντινό, ξένο, δικό μας.

Γιάννης Ρίτσος: Ορέστης (Κέδρος)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2005

No 245

Image Hosted by ImageShack.usTed Fusby (ΗΠΑ)

ΜΑΝΑ: Περίμενε, περίμενε, περίμενε. Προσπαθείς να συγκρίνεις το γάμο μου με το γάμο σου με τον Άλαν; (Υπεροπτικά και εξαγριωμένα) Ο πατέρας σου κι εγώ ήμασταν παντρεμένοι επί τριάντα πέντε χρόνια, κάναμε δυο παιδιά και περάσαμε μια θαυμάσια ζωή. Έχεις την τόλμη να συγκρίνεις τη ζωή σου με τη δική μας;
ΑΡΝΟΛΝΤ (φοβισμένα): Δεν εννοώ αυτό, μιλάω για την απώλεια.
ΜΑΝΑ : Τι απώλεια είχες; Επειδή σαχλαμάριζες με κάποιο αγόρι; Από πού και ως πού να κάνεις σύγκριση μ’ ένα γάμο τριάντα πέντε χρόνων;
ΑΡΝΟΛΝΤ: Μαμά έχασα κάποιον που αγαπούσα πάρα πολύ.
ΜΑΝΑ: Και φυσικά λυπήθηκες. Ίσως έκλαψες και λίγο. Αλλά τι ξέρεις απ’ όσα υπέφερα εγώ; Τριάντα πέντε χρόνια ζούσα μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Αρρώστησε, τον έφερα στο νοσοκομείο και ξέρεις τι μου επέστρεψαν; Τους έδωσα έναν άντρα… και μου έδωσαν πίσω μια χάρτινη σακούλα με το ρολόι του, το πορτοφόλι και τη βέρα του. Πώς θα μπορούσες ποτέ να ξέρεις πώς ένιωσα; Μου πήρε δυο μήνες μέχρι να μπορέσω να κοιμηθώ μόνη στο κρεβάτι μας, κι ένα χρόνο για να μάθω να λέω «εγώ»
Αντί «εμείς». Και τώρα θα ‘ρθεις να μου μιλήσεις για «χηρεία». Πώς τολμάς;
ΑΡΝΟΛΝΤ: Τι σωστά που τα λες, Μαμά. Πώς τολμώ.(…) Άκου, Μαμά μου, για σένα ήταν εύκολο. Έχεις τριάντα πέντε χρόνια να θυμάσαι, εγώ έχω μόνο πέντε. Είχες τα παιδιά σου και τους φίλους σου να σε παρηγορήσουν, εγώ είχα τον εαυτό μου μόνο! Οι φίλοι μου βαριόντουσαν να μ’ ακούνε να μιλάω για όλα αυτά. ,που έλεγαν: «Τι κόλλησες πια εκεί και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις; Τουλάχιστον είχες έναν εραστή». Επειδή όλοι ξέρουν πως οι πούστηδες δεν αισθάνονται τίποτα. Πώς τολμώ να λέω ότι τον αγαπούσα; Εσύ τα βρήκες εύκολα, Μαμά. Έχασες τον άντρα σου, σ’ ένα ωραίο καθαρό νοσοκομείο, όμως εγώ τον έχασα εκεί χάμου. Τον σκότωσαν εκεί, πάνω στο δρόμο. Σκοτωμένος από μια συμμορία αληταράδων με ρόπαλα του μπέιζ-μπωλ. (Η μαμά φεύγει τρέχοντας από το δωμάτιο). Από παιδιά. Παιδιά που τα δίδαξαν άνθρωποι σαν κι εσένα. Γιατί όλοι ξέρουν πως οι ανώμαλοι δεν έχουν καμιά αξία! Οι ανώμαλοι δεν αγαπάνε! Κι αυτοί που αγαπήσανε, καλά να πάθουν!

Χάρβεϋ Φέρστιν: Ερωτική τριλογία (Γνώση)
Μετάφραση: Ανδρέας Αγγελάκης

Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2005

No 244

Image Hosted by ImageShack.usJoseph D. Lawrence (ΗΠΑ)
.
ΤΖΕΡΡΥ: (Μαλακά): Δε θα βρεις αστυφύλακα εδώ γύρω, έχουν όλοι σκορπιστεί στη δυτική πλευρά του πάρκου και κυνηγάνε τις αδελφές πάνω στα δέντρα και τους θάμνους. Αυτό κάνουνε μόνο. Αυτή είν’ η δουλειά τους. Γι’ αυτό, γκάριξε όσο θες, δε θα βγάλεις τίποτα.
ΠΗΤΕΡ (Φωνάζει): Αστυνομία! Σε προειδοποιώ, θα τους πω να σε συλλάβουν. (Φωνάζει) Αστυνομία! (Σταματάει) Φώναξα την αστυνομία! (Σταματάει) Αισθάνομαι γελοίος.

ΤΖΕΡΡΥ. Πάλεψε, πάλεψε, ρε μαλάκα!(Χαστουκίζει τον Π σε κάθε «πάλεψε».) Πάλεψε για τα παπαγαλάκια σου, πάλεψε για τις γάτες σου, πάλεψε για τις κόρες σου, πάλεψε για τη γυναίκα σου, πάλεψε για τον ανδρισμό σου, πάλεψε, ρε ανίκανο φυτό!(Φτύνει τον Π. στο πρόσωπο) Ρε συ, ούτ’ ένα γιο δεν κατάφερες να κάνεις στη γυναίκα σου.
ΠΗΤΕΡ (Τσακίζει, έξαλλος): Είναι κληρονομικό αυτό. Δε φταίει ο δικός μου ανδρισμός, ρε κτήνος. (Ορμάει, αρπάζει το σουγιά και κάνει λίγο πίσω, ασθμαίνοντας.) Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία, φύγε από δω κι άσε με ήσυχο! (Κρατάει το σουγιά σφιχτά, αλλά μακριά του, όχι για να επιτεθεί αλλά για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.)
ΤΖΕΡΡΥ (Αναστενάζοντας βαριά): Έτσι πρέπει!
(Ορμάει, αρπάζει το χέρι του Π. με το σουγιά και καρφώνεται πάνω του. Για μια στιγμή απόλυτη σιωπή. Ο Τ. καρφωμένος στο σουγιά, που κρατάει σφιχτά ο Π., μετά ο Π. ουρλιάζει κι αποτραβιέται, αφήνοντας τον σουγιά στον Τ…)
ΠΗΤΕΡ (Ψιθυριστά): Ω, Θεέ μου! Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου!
ΤΖΕΡΡΥ (Χαμογελώντας): Σ’ ευχαριστώ, Πήτερ. Το εννοώ αυτό. Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Έντουαρντ Άλμπη: Η ιστορία του ζωολογικού κήπου (Πατάκης)
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2005

No 243

Image Hosted by ImageShack.usJean Marc Plassard(Γαλλία)
.
ΕΝΤΙ: Δεν έχεις να πας πουθενά.
ΚΑΘΡΗΝ: Έντι, δεν είμαι παιδί πια. Εσύ…
(Απλώνει ξαφνικά το χέρι του, την τραβάει κοντά του και καθώς εκείνη παλεύει να ελευθερωθεί, τη φιλάει στο στόμα).
ΡΟΝΤ: Μη! (Τραβάει το χέρι του Έντι.) Ντροπή. Έντι, μη!
ΕΝΤΙ, την αφήνει πιεζόμενος από τον Ροντ: Τι θες εσύ, ρε;
ΡΟΝΤ: Θα τη κάνω γυναίκα μου. Αυτό θέλω. Γυναίκα μου.
ΕΝΤΙ: Και τι θα κάνετε;
ΡΟΝΤ: Θα σου δείξω εγώ τι:
ΚΑΘΡΗΝ: Περίμενε έξω συ: Μη μιλάς μαζί του!…
ΕΝΤΙ: Έλα ντε, δείξε μου. Τι θα κάνετε, ρε, δείξε μου:
ΡΟΝΤ, με δάκρυα οργής: Μη μου μιλάς έτσι εμένα!
(Ο Ροντ του ρίχνεται. Ο Έντι του πιάνει τα χέρια γελώντας και τον φιλάει στο στόμα.)

ΕΝΤΙ: Αυτή είναι η αλήθεια. Μια γυναίκα πρέπει να πιστεύει στον άντρα της. Αφού σου λέω δεν είναι εντάξει- δεν είν’ εντάξει.
ΜΠΗ: Και πώς το ξέρεις;
ΕΝΤΙ: Το ξέρω, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Τι θαρρείς, στον αέρα μιλάω;

Άρθουρ Μίλλερ: Ψηλά απ’ τη γέφυρα (Δωδώνη)
Μετάφραση: Μάνθος Κρίσπης

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2005

No 242

Image Hosted by ImageShack.usEmma Fernández

Εκείνη τη νύχτα η Μάρτς είδε ένα άλλο όνειρο. Ονειρεύτηκε πως η Μπάνφορντ ήταν νεκρή, κι εκείνη, η Μαρτς, έκλεγε απαρηγόρητα. Ύστερα, λέει, έπρεπε να βάλει την Μπάνφορντ μέσα στο φέρετρο της, και το φέρετρο ήταν εκείνο το χοντροκομμένο ξύλινο κασόνι που στοίβαζαν τα κούτσουρα, κοντά στη φωτιά, μέσα στην κουζίνα. Αυτό ήταν το φέρετρο όλο κι όλο, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο και η Μαρτς βρισκόταν σε απόγνωση και τάχε χαμένα ψάχνοντας μέσα στην αγωνία του ονείρου να βρει κάτι να ντύσει το κασόνι, κάτι να το κάνει πιο απαλό, κάτι που να καλύψει μ’ αυτό τη φτωχή, νεκρή, αγαπημένη φίλη. Γιατί δεν μπορούσε να τη βάλει έτσι, με το λεπτό άσπρο νυχτικό της μέσα στο φριχτό ξύλινο κασόνι. Κι έτσι, έψαχνε ολόγυρω, κι άρπαζε τα πράγματα το ένα μετά το άλλο και τα πέταγε μακριά, μέσα στην αγωνία του φριχτού εφιάλτη. Και μέσα στην απελπισία της το μόνο κατάλληλο για την περίσταση πράγμα που βρήκε ήταν το τομάρι μιας αλεπούς. Μέσα της ήξερε πως δεν ήταν σωστό, πως δεν ήταν αυτό που έπρεπε να βάλει στο φέρετρο’ μα ήταν το μόνο που μπόρεσε να βρει. Κι έτσι, δίπλωσε τη φουντωτή ουρά της αλεπούς, την έκανε προσκέφαλο κι ακούμπησε εκεί πάνω το κεφάλι της αγαπημένης Τζιλλ. Ύστερα, δίπλωσε το τομάρι και σκέπασε μ’ αυτό το σώμα της έτσι που έμοιαζε με ένα ζεστό, κοκκινωπό, φλογάτο σκέπασμα’ και έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητα ωσότου ξύπνησε κι ένιωσε τα δάκρυα να κυλάνε πραγματικά στο πρόσωπο της.

Δ.Ε. Λώρενς : Η αλεπού (Άγκυρα)

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 08, 2005

No 241

Image Hosted by ImageShack.usDolores Barreiro

Μήνες πέρασαν έτσι. Φαίνεται τελικά πως ήταν αδύνατον για μένα να παραμείνω ικανοποιημένη από τη σχέση με την Αθηνά. Χρειαζόμουν τη Μελίνα, την οποιαδήποτε Μελίνα. Το πιθανότερο είναι πως στο βάθος του μυαλού της η Αθηνά γνώριζε ότι διατηρούσα «εξωσυζυγική» σχέση. Όμως τώρα όλα πήγαιναν καλά μεταξύ μας και ίσως ένιωθε πως θα μ’ έχανε αν μιλούσε για τους φόβους της. Εφόσον κάθε βράδυ γυρνούσα σ’ αυτή, είχε ακόμα τον έλεγχο. Δεν κάναμε πια έρωτα, αλλά αυτό δεν πείραζε καμιά μας. Το πάθος που έβγαλε στη φόρα όλα τον πόνο κι όλους τους φόβους μας εκείνη τη μέρα, το πάθος που μας θύμιζε το θάνατο, αποφασίσαμε να το αποφύγουμε. Σαν να ‘χαμε κάνει ένα συμβόλαιο αιώνιας ψυχικής δέσμευσης, και οι δύο παραμέναμε ικανοποιημένες απ’ τη νέα μορφή της σχέσης μας. Η προσωπική μας ζωή είχε αδειάσει, κι έτσι είχαμε ανοίξει προς τον κόσμο. Καλούσαμε συχνά φίλους στο σπίτι και βγαίναμε πολύ έξω. Η Μελίνα ήταν απ’ τα πρόσωπα που μας επισκέπτονταν συχνά με την ιδιότητα της κοινής φίλης. Σεβόταν τη σχέση μου με την Αθηνά, κι έτσι ουδέποτε φανερώθηκε κάποιο σημάδι της κρυφής μας ιστορίας.

Μάρα Σέη : Μόνο γυναίκες (Κέδρος)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2005

No 240

Image Hosted by ImageShack.usSalvador Dalí(Ισπανία)

Μέσα σ’ ένα χρόνο είχα φύγει από το Σαν Φραντσίσκο κι είχα έρθει στο Παρίσι. Εκεί πήγα να δω την κυρία Στάιν που είχε γυρίσει στο μεταξύ στο Παρίσι κι εκεί στο σπίτι της συνάντησα τη Γερτρούδη Στάιν,. Με εντυπωσίασαν η κοραλένια καρφίτσα που φορούσε και η φωνή της. (….) Μ’ αυτό τον τρόπο άρχισε η νέα γεμάτη ζωή μου.

Γερτρούδη Στάιν : Η αυτοβιογραφία της Άλις Τόκλας (Οδυσσέας)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2005

No 239

Image Hosted by ImageShack.usFrida Kahlo (Μεξικό)

Πήρε ένα ακόμη κομμάτι γλυκό, μου έδωσε το μισό και έφαγε το υπόλοιπο κλείνοντας τα μάτια με φανερή ευχαρίστηση.
Την άγγιξα με την άκρη των δακτύλων μου, όπως όταν αγγίζουμε ένα πολύτιμο αντικείμενο με θαυμασμό και φόβο μαζί. Μου αρκούσε να τη βλέπω έτσι, με κλειστά μάτια, χαλαρωμένη στον καναπέ, έχοντας κάνει εξαίρεση στον κανόνα της, εξαίρεση για μένα. Αν αυτό δεν ήταν μια μικρή ευτυχία, τότε τι ήταν;
Εγώ, εγώ, Ελμίνα, η Ελένη Κάστα, η μέτρια σε όλα, γινόμουν αποδεκτή από ένα τόσο χαρισματικό άτομο.(…)
Σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου η Άννα, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου και είπε απλά «Ελένη, θέλω να γίνουμε φίλες».

Μάκης Συνοδινός : Η περιττή του Θεού (Πατάκης)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2005

No 238

Image Hosted by ImageShack.usTamara de Lempicka (Πολωνία-ΗΠΑ)

Ανοίγω τα χαρτιά. Διαλέγει. Δέκα καρό. Τρία κούπα. Ύστερα ντάμα πίκα.
«Τυχερό χαρτί. Το σύμβολο της Βενετίας. Κερδίσατε.»
μου χαμογέλασε και βγάζοντας τη μάσκα άφησε να φανούν δυο γκριζοπράσινα μάτια με χρυσαφιές πιτσιλιές. Τα μήλα του προσώπου της είναι ψηλά και τα έχει βαμμένα. Τα μαλλιά της κόκκινα σαν τα δικά μου, λίγο πιο σκούρα.
«Θα ξαναπαίξετε;»
κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και είπε σ’ ένα σερβιτόρο να της φέρει μια μποτίλια σαμπάνια. Κι όχι οποιαδήποτε.
Της Κυρίας Κλικό. Το μόνο καλό πράγμα που μας ήρθε απ’ τη Γαλλία. Κράτησε το ποτήρι σιωπηλή σαν να έκανε πρόποση – ίσως στην καλή της τύχη. Η ντάμα πίκα κερδίζει πολλά κι εμείς προσπαθούμε να την αποφύγουμε. Ωστόσο εκείνη δεν εμίλησε, με κοίταξε μόνο μέσα από το κρύσταλλο κι ύστερα, ξαφνικά, στράγγιξε το ποτήρι και μου χάιδεψε το μάγουλο. Μ’ άγγιξε μόνο μια στιγμή κι ύστερα χάθηκε κι εγώ έμεινα με την καρδιά μου νε χτυπάει στο στήθος μου και μια σχεδόν γεμάτη μποτίλια από την καλύτερη σαμπάνια. Τις έκρυψα και τις δυο.
Τον έρωτα τον αντιμετωπίζω ρεαλιστικά και έχω γνωρίσει την ηδονή τόσο με άντρες όσο και με γυναίκες. Ποτέ ως τώρα όμως δεν χρειάστηκε να προφυλάξω την καρδιά μου. Είναι ένα όργανο που πάνω του στηρίζομαι.

Ζανέτ Ουίντερσον : Το πάθος (Μέδουσα)

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2005

No 237

Image Hosted by ImageShack.usWilliam Etty (Μ.Βρετανία)

Ο Νικ κειτόταν γυμνός πάνω στο πάπλωμα, με την καρδιά να σφυροκοπά από έκπληξη. Ο Λίο είχε τηλεφωνήσει στη μητέρα του, της είχε πει πως θα κοιμόταν εκεί: ήταν ένα ρίσκο, μια παραχώρηση κι επομένως μια δέσμευση. Ο Νικ άκουγε το σφύριγμα του ντους στο μπάνιο απέναντι. Τότε, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη της ντουλάπας, μπήκε κάτω απ’ τα σκεπάσματα(…)
Υπήρχε κάτι το μαγικό έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, στο μονό κρεβάτι, με όλα όσα υπονοούσε, χαϊδεύοντας απαλά τον εαυτό του και περιμένοντας τον εραστή του να έρθει. Ήταν η στάση μιας ισόβιας μοναχικότητας, αδιάλειπτων φαντασιώσεων, η υπεροχή του αγοριού σ’ έναν κόσμο ονείρων, όπου διαρκώς εμφανίζονταν άντρες για να του κάνουν τις χάρες’ και τώρα, αυτό το στρίγκλισμα της πόρτας του μπάνιου, το κλικ του διακόπτη, το τρίξιμο του δαπέδου στο κεφαλόσκαλο, ήταν τα σημάδια ενός αληθινού ερχομού και μέσα σε τρία δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιγε και θα ‘μπαινε ο Λίο…

Άλαν Χόλινγκχερστ: Η γραμμή της ομορφιάς (Καστανιώτης)