Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2010

No 695

Πολύκλειτος Ρέγκος

ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΛΑΘΟΣ, ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;

Μην κοιμηθείς ακόμα.
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τον κόσμο σου
μιά ώρα αρχίτερα με σπρώχνεις.

Ξέρεις πόσες νύχτες ξόδεψα να σε περιμένω
κάτω από αυτό το ταβάνι
που απόψε και τους δυο μας σκεπάζει
και παράλογα μας κρύβει
από το φώς των αστεριών και το φεγγάρι;
Το φεγγάρι - που πολύ θα χαιρόταν να μ’ έβλεπε
...μαζί σου.
Σαν κουρασμένο μου φάνηκε την τελευταία φορά˙
χρόνια και χρόνια εκεί επάνω κρεμασμένο
να προσπαθεί μάταια να φωτίσει
τόση γκρεμισμένη ανθρωπότητα
με τέτοια δύστροπη ψυχή.

Ξέρεις πόσο αβάσταχτα γίνονται όλα εδώ μέσα
όταν λείπεις;
Τίποτα δεν είναι αγαπημένα ίδιο.
Τη δυσκολία να υπάρχω μόνος μου
με πράγματα πού άγγιξες
την ξέρεις;

Φαντάστηκες ποτέ
την απόλυτη μοναξιά των χεριών μου
όταν τραβούν τά παράθυρα
για να υποδεχτούν το σκοτάδι
και τη δύναμη που χρειάζεται
να ζεις με μια απώλεια;

Σκληρό που είναι
να ξυπνάς το πρωί και να ψάχνεις
μια παρουσία να ευχηθείς «καλημέρα».
Και να μη βιάζεσαι να γυρίσεις από τη δουλειά
γιατί δεν σου βρίσκεται κάποιος
να προσδοκεί την επιστροφή σου…

Ξέρεις
πού πηγαίνει ο Ἐρωτας όταν χάνεται;
Πίσω από ποιόν θάνατο
πάει και συντονίζεται
για την εφήμερη την φύση του
να κλάψει;
Μια αλήθεια που να μη σκοτώνει τη χαρά
που μου δίνει το καθαρόαιμο το ψέμα σου
- μήπως ξέρεις;

Μην κοιμηθείς ακόμα.
Μην κλείνεις τα μάτια σου τόσο νωρίς
κι από τα όνειρά σου
έξω πάλι με αφήσεις.
Μην κοιμηθείς ακόμα˙
και τη σιωπή σου ας τρέμω
έτσι όπως εμμένεις
να μη μου απαντάς…

Μην κάνεις τάχα πώς λυπάσαι.
Τη σπούδασα καλά την απογοήτευση.
Περήφανα σηκώνει το σταυρό σου
που ορθόδοξα επάνω του
θα πας να καρφωθείς.

Φίλιππος Αγγελής: Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2010

No 694

Auguste Caillebotte (Γαλλία)

Ο Θίοντορ ανυπομονούσε να βγει στον κόσμο με τον Έλιοτ. Ο έρωτάς του (ίσως κάθε έρωτας) χρειαζόταν να βγαίνει βόλτα όπως ένας σκύλος, να εκτίθεται στην περιπέτεια των δρόμων και στα βλέμματα των αγνώστων, να του επιτρέπεται να μαρκάρει την περιοχή του και να βροντοφωνάζει την ύπαρξή του.
Όμως, η διακριτικότητα απαγόρευε τις εξορμήσεις. (…)
«Φλέρταρες καθόλου με άλλους άντρες τότε;»
«Όχι» είπε ο Θίοντορ. Ύστερα, στηρίχτηκε στον έναν αγκώνα και γύρισε στο πλάι για να βλέπει τον Έλιοτ. «Ήμουν πολύ αθώος και πολύ… αφελής –όχι τόσο στις σπουδές μου όσο στην αντίληψή μου για τον κόσμο».
«Δεν Μπορεί, όμως, θα το ‘παιζες το πουλάκι σου!»
«Ονειρώξεις. Στα όνειρά μου ήμουν πάντα μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα γυμνών σωμάτων, αρσενικών και θηλυκών. Αλλά ας μη μιλήσουμε γι’ αυτό. Ντρέπομαι».
«Είμαι το πρώτο αγόρι στη ζωή σου;»
«Ναι» είπε ο Θίοντορ σοβαρά, «και το δεύτερο άτομο. Η γυναίκα μου… κι εσύ. Αλλά με… αγχώνει να μιλήσω για κείνην».
«Και ποιον αγαπάς περισσότερο;» ρώτησε ο Έλιοτ. «Εκείνην ή εμένα;»
Γλίστρησε προς τα κάτω, πλάγιασε δίπλα στον Θίοντορ, πήρε το χέρι του και το ‘βαλε πάνω στον γαλαζωπό γοφό του που γυάλιζε σαν μάρμαρο.
«Εσένα σε σκέφτομαι συνέχεια. Τα αισθήματά μου για τη γυναίκα μου είναι ιερά».
Ο Θίοντορ άρχισε να χαϊδεύει το μηρό του Έλιοτ. Στενοχωριόταν που το μεσημέρι της επομένης θα συναντούσε τη Μάγκι, την ντετέκτιβ, ένιωθε τύψεις που τη είχε προσλάβει για α κατασκοπεύει τον Έλιοτ, κι αηδίαζε προκαταβολικά γι’ αυτά που ίσως εκείνη είχε ανακαλύψει.

Edmund White: HOTEL de DREAM (Πατάκης)

Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010

Νο 693

Henri de Toulouse-Lautrec (Γαλλία)

Στο πεδίον μάχης του κορμιού σου

Ι.
Την τελευταία φορά χρησιμοποιήσαμε
τη σιωπή
για σφαίρες,
τραυματιστήκαμε θανάσιμα
στη σύγκρουση.

Τώρα, έχουμε αρχίσει με το ζόρι
την ανάρρωση,
και τα τουφέκια μας είναι ήδη
για μάχη οπλισμένα.

Ανίκανες την ήττα
να δεχτούμε,
είμαστ’ αντιμέτωπες ακόμη μια φορά
στο πεδίον μάχης
του κορμιού σου.

ΙΙ.
Στις σκιές,
μεσ’ στα χέρια σου να κρύβομαι,
ξεχνώ να νοιώθω φόβο.
Με εσένα διασχίζω τα σύνορα
του πόθου,
εισχωρώ στην περιοχή
όπου διαλύονται θάνατος και ζωή.

Ναυαγισμένη,
μα για περιπέτεια ακόμα διψασμένη,
βυθίζομαι
στων υδάτων σου τον στροβιλισμό.
Ξανά παγιδευμένη.

Bessy Reina / Παναμάς

Δὲν εἶμαι δική σου, εἶμαι ἐσὺ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑ [1650 - 2000] (Κρωπία)
Μετάφραση καὶ ἐπιμέλεια: Κώστας Ἰωάννου

Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2010

No 692

Σπύρος Παπαλουκάς

Μεσολόγγι, 9 του Ιούνη 1903
Αγαπημένε μου, καλέ μου φίλε,
Με τη γλυκειά σου θύμηση, σύντροφον αχώριστο, το ταξίδι μου απέρασα και νοερές κουβέντες ψιθυρίσαμε και λόγια, λόγια, απ’ εκείνα που ασυνείδητα γεννιώνται και σβύνουνται, γεννήθηκαν και σβύστηκαν μέσα στη φαντασιά μου. Και τώρα να’ μια εδώ, απαντέχοντάς σε, μέσα στο εγώ μου αυστηρά κλεισμένος, από έλλειψη κάθε κοινωνιάς πνευματικής,τριγυρισμένος από τα γνωστά μου πράματα, που ανάμεσά τους εβλάστησε και άνθησε στου καιρού το γοργόταχο διάβα, η θλιβερή μου Σκέψη. Τα βιβλία μου, του τοίχου η ζωγραφιέςμ και η λίγεςακόμα ζωγραφιές που στα περασμένα έπλασα, η θαμπές, η αχνές, η άπιαστες δημιουργίες, κρεμασμένες κι αυτές ανάερες, στο κενό, απ’ τα σιδερένια καρφιά που τις εσύνδεσεν με την ψυχή στα άψυχα, ο Χρόνος. Και σου γράφω με τη βαθύτατη νοσταλγία προς το αισθαντικό σου είναι, που τόσο γλυκά μού φανέρωσε, σε ωραίες ώρες, την εσωτερική του αρμονία που άκοπα το κατέχει και το κυβερνά.

Γιώργος Ιω. Κοκοσούλας: Γύρω από μια φιλία. Μίμης Λυμπεράκης-Απόστολος Μελαχρινός. Επιστολές 1903-1924 (Φιλιππότης)

Σάββατο, Ιουνίου 05, 2010