Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2010

No 692

Σπύρος Παπαλουκάς

Μεσολόγγι, 9 του Ιούνη 1903
Αγαπημένε μου, καλέ μου φίλε,
Με τη γλυκειά σου θύμηση, σύντροφον αχώριστο, το ταξίδι μου απέρασα και νοερές κουβέντες ψιθυρίσαμε και λόγια, λόγια, απ’ εκείνα που ασυνείδητα γεννιώνται και σβύνουνται, γεννήθηκαν και σβύστηκαν μέσα στη φαντασιά μου. Και τώρα να’ μια εδώ, απαντέχοντάς σε, μέσα στο εγώ μου αυστηρά κλεισμένος, από έλλειψη κάθε κοινωνιάς πνευματικής,τριγυρισμένος από τα γνωστά μου πράματα, που ανάμεσά τους εβλάστησε και άνθησε στου καιρού το γοργόταχο διάβα, η θλιβερή μου Σκέψη. Τα βιβλία μου, του τοίχου η ζωγραφιέςμ και η λίγεςακόμα ζωγραφιές που στα περασμένα έπλασα, η θαμπές, η αχνές, η άπιαστες δημιουργίες, κρεμασμένες κι αυτές ανάερες, στο κενό, απ’ τα σιδερένια καρφιά που τις εσύνδεσεν με την ψυχή στα άψυχα, ο Χρόνος. Και σου γράφω με τη βαθύτατη νοσταλγία προς το αισθαντικό σου είναι, που τόσο γλυκά μού φανέρωσε, σε ωραίες ώρες, την εσωτερική του αρμονία που άκοπα το κατέχει και το κυβερνά.

Γιώργος Ιω. Κοκοσούλας: Γύρω από μια φιλία. Μίμης Λυμπεράκης-Απόστολος Μελαχρινός. Επιστολές 1903-1924 (Φιλιππότης)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΜΙΜΗΣ ΛΙΜΠΕΡΑΚΗΣ (Λυμπεράκης)
Ο Μίμης Λιμπεράκης, γιος του πλούσιου κτηματία Γιώργου Λιμπεράκη, γεννήθηκε το 1880 στο Μεσολόγγι και πέθανε στις 15 Απριλίου του 1967. Ήταν ένας ιδιόρρυθμος λόγιος, του οποίου εκδοθήκανε το 1934 μονάχα δεκαπέντε ποιήματα με τίτλο «Παιδικοί Ύμνοι». Κυκλοφορήσανε σε δεκαπέντε αντίτυπα σε στενό κύκλο φίλων του.
Επίσης επιστολές προς φίλο του Απόστολο Μελαχρινό στην Κωνσταντινούπολη, με τον οποίο ίσως διατηρούσε σχέσεις! Τον αναφέρουμε στους μεσολογγίτες λογοτέχνες, αλλά δεν βρεθήκανε τα έργα του μετά το θάνατό του. Η πρώτη ποιητική εμφάνισή του έγινε το 1899 σε μεσολογγίτικο εφημερίδα και από το 1901 ως το 1912 εμφανίζεται σε περιοδικά της Αθήνας, του Πειραιά, της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Μετά το θάνατό στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, το Νοέμβριο του 1968, δημοσιεύτηκε το ποίημα «Στους Πύργους της Αγγλίας τα Μεγάλα Όργανα». Το ποίημα αυτό μαγνητοφωνήθηκε από τον Δημ. Μαλακάση και τον Τάκη Παναγόπουλο σε επίσκεψή τους στον τυφλό πλέον Λιμπεράκη.
Ο Λιμπεράκης ήτανε πρωτοπόρος του νεορομαντικού κινήματος στην ελληνική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση, μαζί με τον Βάρναλη και το Φιλύρα.
Ο αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος στη διαθήκη του εξέφρασε την επιθυμία στην κηδεία του κάποιος να απαγγείλει ποίημα του Μίμη Λι(υ)μπεράκη. Απάγγειλε ποίημα η κοινή φίλη τους, η τραγωδός Κατίνα Παξινού, που είπε:

Αγαπητέ κι αξέχαστε κυρ Μίμη. Σε ποιόν ουρανό άραγε ζεις, φιλάς, γράφεις, ζωγραφίζεις, ακούς μουσική; Σε ποιόν ουρανό πίνεις τον καφέ σου και καπνίζεις το τσιγάρο σου; Στο μεσολογγίτικο, φυσικά.
Σπάνια ένα καλλιτεχνικό έργο είναι πλημμυρισμένο από τις ομορφιές και τις χάρες της πατρίδας του δημιουργού και τα φαρμάκια και τους πόνους των ανθρώπων. Το Μεσολόγγι και η Ελλάδα χρωστάει στον Μίμη Λιμπεράκη.

Στις εργασίες που έχουν γραφτεί σχετικά με το Μίμη Λιμπεράκη, υπάρχει ένα μυστήριο όσον αφορά τη λογοτεχνική του προσφορά. Μένει περισσότερο ο θρύλος, παρά η προσφορά του. Ήταν μονήρης και απόμακρος. Οι μεσολογγίτες τον θυμούνται να περπατά μονάχος του στον δρόμο της Τουρλίδας κάθε απόγευμα. Δεν είχε συντροφιές και ιδιαίτερες σχέσεις με ανθρώπους. Ήταν νυμφευμένος, αλλά δεν είχε σχέσεις ούτε με τη γυναίκα του, η οποία για να εξοικονομά χρήματα έκανε τη δασκάλα του πιάνου. Ο ίδιος είχε μεγάλη περιουσία, αλλά ήταν σφικτός και φαίνεται ότι δεν της έδινε χρήματα. Γεννήθηκε το 1880. Ταξίδευε επί σαράντα χρόνια στην Ευρώπη, αλλά είχε πάντα μία κλειστή ζωή. Υπήρξε φίλος του Μωρουά, του ντε Μπαρός, του Ντάνκαν, του Ρίλκε, του Νίκου Καζαντζάκη, του Λαπαθιώτη, του Μελαχροινού., του Βάρναλη και άλλων λογοτεχνών. Ήταν αντικομφορμιστής, αλλά ιδιότυπος στην φρασεολογία του και ωμός, είχε ποιότητα και γνώριζε την παγκόσμια φιλολογία, ενώ αγαπούσε τον Βερλαίν, τον οποίο είχε μεταφράσει. Δημοσίευσε διάφορα κείμενα με το ψευδώνυμο FINGAL, κυρίως αισθητικές μελέτες. Ο Καμπάνης τα ποιήματά του και τα πεζά του τα σχολιάζει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ως αξιόλογα. Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Το Περιοδικό μας» του Βώκου, την «Ηγησώ», την «Ζωή» της Πόλης, τα «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, τον «Πάνα» του Καμπάνη και τον «Ακρίτα» του Σκίπη.
Δεν συμπαθούσε το λαό, γιατί ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του εστέτ, γεγονός που τον γέμιζε με εγωισμό. Δεν συμπαθούσε τις γυναίκες.

Να ένα απόσπασμα από το ποίημα «Κουρσάρικο», που είναι δείγμα ενός «ανώμαλου ερωτισμού»:

Ο τρίτος ήτανε Ναπολετάνος
Κι΄ όλο ετραγουδούσε, τραγουδούσε
Καϋμός σ΄ αρσενικά και θηλυκά όπου περνούσε,
Ο ξένος ναυτικός, ο πλάνος…

Και τώρα σαν φυσάν του χινοπώρου οι γαρμπήδες
Που φέρνουν πόθους ταξιδιού σε μέρη αλαργινά,
Το πέρασμά τους νείρονται κι΄ αηχολογάν σ΄ ανάλαφρες γαϊτες
Ψαρόπουλα που νύχτωσαν στα σκοτεινά νερά.

Κι αλλού στους "Παιδικούς Ύμνους":

Αγαπημένε, αγαπημένε,
Έτσι τη βρήκε την ψυχή μου ο ερχομός σου
Κι ωσάν εωθινό μιας νέας ζωής
Ακούστηκε ο πρωτολάλητος σκοπός σου.

Και η φωνή σου είναι γεμάτη
Από ένα πόθο άγνωρο ερωτικό,
Νάταν να πέθαινε στα χέρια του
Στης λύρας το ρυθμό μεγαλωμένο
Έχοντας για στερνή χαρά απάνω του γυρμένα
Τα μάτια σου για ουρανό.

Ανώνυμος είπε...

Κι άλλο:

Μα όταν θα διαβαίνουν την αυλή και θ΄ αντικρύσει
Τους κλώνους της ανθισμένης πασχαλιάς
Που τα μαλλιά του εκείνος που εχάθη είχε στολίσει
Στα χείλη του τα φιλημένα απ΄ τον έρωτα
Ένα χαμόγελο ας ανθίσει.
Απόξω από την ταβέρνα που προσμένω
Το παλληκάρι μου τ΄ αγαπημένο
Για να πλαγιάσουμε μαζί και πάλι
Πάνω στα ρίσκια στ΄ ακρογιάλι.

Στη φουρτούνα σαν θα γροικάω τη μιλιά του
Πούναι απαλή και παιδακίσια
Με τι κουράγιο θα κρατάω την ορμή την πελαγίσια
Τα καστανόξανθα χαϊδεύοντας μαλλιά του.
Μα εμείς αγκαλιαστοί θα σιγολέμε
Μέσα στις γειτονιές μερακλωμένοι
Παληά κουρσάρικα τραγούδια
Εκείνο άγουρο παιδί και εγώ ψαράς.

Πώς εκδοθήκανε οι «Παιδικοί Ύμνοι» σε δεκαπέντε αντίτυπα; Αναφέρεται ότι μία γνωστή του κυρία που τον θαύμαζε, του ζήτησε τα ποιήματα να τα διαβάσει. Εκείνη όμως τα έδωσε κρυφά σ΄ ένα αθηναίο εκδότη να τα εκδώσει. Ο Λιμπεράκης ήρθε στην Αθήνα και έμενε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Εκεί τον αναζήτησε ο διορθωτής του βιβλίου, που ήθελε κάποιες εξηγήσεις. Ο Λιμπεράκης ξαφνιασμένος πληροφορήθηκε το γεγονός. Ζητά το λόγο από την κυρία και στο τέλος ο ποιητής πείθεται να εκδοθούν μονάχα δεκαπέντε αντίτυπα. Τυπωθήκανε, λοιπόν, δεκαπέντε αντίτυπα και πήρε η κυρία τα δέκα και ο Λιμπεράκης τα πέντε!
Ο Κώστας Ουράνης χαρακτηρίζει ως εξής την «ενοχοποιητική ποίηση» του Μίμη Λιμπεράκη:

* «Αλήτης ευγενικός γυρίζει στον κόσμο ο ποιητής τζέντλεμαν στο παράστημά του, στους τρόπους. Οι εμπνεύσεις του περνούν τα όρια τα στενά πατριδολογικά όρια, που θέλουν μερικοί να περιορίσουν την τέχνη τους. Και η ποίησή του δεν φορά ποτέ μάσκα».

Ο Θανάσης Παπαθανασόπουλος αφιέρωσε στο Μίμη Λιμπεράκη ένα ποίημα, που γράφει (δεύτερη στροφή):

Τώρα οι στίχοι του και τ΄ όνομά του,
Μουσικοί της ζωής του άγραφοι φθόγγοι
Κι αρχάγγελοι με τα φτερά τους κάτου,
Ηχούν κάποιες νυχτιές στο Μεσολόγγι.

Αυτή η ενοχοποιητική και λαγνορομαντική ποίηση του Μίμη Λιμπεράκη και οι «ιδιαζούσης φύσεως» προτιμήσεις του, φαίνεται ότι τον κάνανε να κρύβεται και να μη φανερώνει τις μύχιες σκέψεις του και τα ποιήματά του, τα οποία δεν βρεθήκανε, ούτε μετά το θάνατό του. Ο φίλος του Απόστολος μελαχρινός, είχε την ίδια αντίληψη για τη λαγνορομαντική ποίηση, που ήτανε εκπρόσωπος της και έγραφε στο περιοδικό του ΖΩΗ. Ο Μίμης Λιμπεράκης είχε στην υπηρεσία του τη Δέσποινα σύζυγο Ανδρέα Ι. Παπαγεωργίου, στην οποία με συμβολαιογραφική, πράξη στις 26 Νοεμβρίου 1963, της δώρισε ένα παλαιό σπίτι, για τις υπηρεσίες της αυτές, «λόγω ιδιαιτέρας στοργής και αγάπης…και ένεκεν ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος και, εκ λόγων ευπρεπείας». Ίσως εκείνη να γνωρίζει τι έγιναν τα προσωπικά του είδη, τα οποία ως τώρα δεν έχουν εμφανιστεί.
Μα ο Μίμης Λιμπεράκης έγραψε και για τη Λιμνοθάλασσα -ποιός άραγε, μεσολογγίτης λογοτέχνης δεν έγραψε γι΄ αυτήν τη μαγεύτρα;-:

«Των γιβαριών ο φράκτης ετραγούδαγε σαν άρπα αιολική»
κι΄ ολούθε εικόνες έβλεπα και σχήματα ωραία
και η ματιά μου ‘έπαιρνε μια λάμψη εξωτική
όλος ο κόσμος νόμιζα πως ήταν ένα θέμα
για ζωγραφιά, για ποίηση, για μουσική.

Και από τους «Παιδικούς Ύμνους»:

Έτσι θαρθεί ένα πρωί που θ΄ ακουστεί η φωνή σου
κοντά σ΄ άλλες ιστορίες
στο πέλαο που ονειρευόσουνα και λαχταρούσες
στις παιδικές σου τις νυχτιές.
Έρμη θα μείνει τότε κι άχαρη η γειτονιά σου
και μαραμένοι στα πεζούλια τα΄ άλλα συντρόφια σου ανθοί
το βράδυ θάρχεται πιο θλιβερό εκεί που σκόρπαες τη χαρά σου
κι ανέλπιδα θάναι για μένα η κάθε αυγή.

Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ (vdorikos.blogspot.com)