Τετάρτη, Φεβρουαρίου 29, 2012

No 800


Ο Βίος του Θεμιστοκλή επαναφέρει το ίδιο θέμα με μεγαλύτερη συντομία. Ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής εμφανίζονται ως οι ερασταί , ο Στησίλεως ως ο ερώμενος, που χαρακτηρίζεται παις, ο οποίος μεγαλώνει και χάνει την ομορφιά του. Αυτό το επεισόδιο του ερωτικού ανταγωνισμού παρατίθεται από τον Πλούταρχο με επιφύλαξη, ως λεγόμενο του Αρίστωνα. Αυτός ο τύπος ιστορίας ανήκει προφανώς σε μια αρχαία παράδοση που ανέρχεται στον 3ο αιώνα π.Χ. Για τον Αρίστωνα, η ιστορία αυτή δίνει μια εξήγηση για τη σταθερή πολιτική αντιπαράθεση που πρόκειται να σημαδέψει τη ζωή των δύο ανδρών. Για τον Πλούταρχο, του επιτρέπει να θέσει στο ίδιο επίπεδο τον ερωτικό και τον πολιτικό ανταγωνισμό. Η διήγηση της στράτευσης στην πολιτική ζωή τόσο του Θεμιστοκλή όσο και του Αριστείδη ακολουθεί αμέσως ύστερα από το επεισόδιο αυτό. Ο Πλούταρχος και στους δύο Βίους θα επιμείνει να διαχωρίζει τους δυο άνδρες ως προς τη ζωή και τα ήθη τους. Όμως το επεισόδιο που εισάγει τον πολιτικό ανταγωνισμό τους είναι κοινό και για τους δυο: αμφότεροι. Ένα ερωτικό πάθος για ένα νέο άνδρα, μια περιπέτεια που θα την κατατάσσαμε στην ιδιωτική ζωή των προσώπων, χρησιμοποιείται για την αποτίμηση ενός καθαρά πολιτικού στοιχείου συμπεριφοράς.
[…]
Ο έρωτας μεταξύ αγοριών δεν παρουσιάζεται πάντοτε με θετικό τρόπο. Στην ιστορία του ανταγωνισμού του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη, το πάθος για το Στησίλεω κρίνεται υπερβολικό από την στιγμή που απευθύνεται σε ένα νέο άνδρα που δεν είναι πλέον «ωραίος» και επειδή οι συνέπειες του είναι μια πραγματική στάσις μεταξύ των δυο ανδρών.

Violaine Sebillotte Cuchet, Nathalie Ernoult (επιμ.): Προβλήματα του φύλου στην αρχαία Ελλάδα (University Studio Press)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2012

No 799


Υπήρχε και ο λεγόμενος «πλατωνικός» έρωτας, τον οποίο οι Αθηναίοι είχαν περί πολλού, αφού είχαν αποδεσμεύσει το θεό Έρωτα, από την αμιγή σεξουαλική δραστηριότητα, όπως είχαν ευφυώς διακρίνει και την Ουρανία από την Πάνδημη Αφροδίτη. Έτσι, την Ακαδημία της Αθήνας κοσμούσαν όχι μόνο το άγαλμα της Αθηνάς, ως θεάς της Σοφίας, αλλά και του Έρωτα, στον οποίο μάλιστα έκαναν και θυσίες. Ως δύναμη που συνέχει το σύμπαν, ο ουράνιος Έρωτας, ενέπνεε υψηλά ιδανικά σε εραστές και ερωμένους. Ο Ιερός Λόχος των Θηβών απαρτιζόταν από άνδρες που τους έδενε αυτή η πλατωνική επιθυμία και προτίμησαν να πέσουν στη μάχη υπερασπιζόμενοι την πατρίδα και την τιμή τους. Οι κάτοικοι της Σάμου είχαν αφιερώσει ένα γυμναστήριο στον Έρωτα και είχαν θεσπίσει μια γιορτή προς τιμή του φτερωτού θεού, την οποία ονόμασαν «Ελευθέρια», αφού θεωρούσαν ότι χρεωστούν την ελευθερία τους στους εραστές και στους ερωμένους τους που πολέμησαν για το ιδανικό της Ελευθερίας. Και οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τον Αθήναιο, όφειλαν τη δημοκρατία τους στους τυραννοκτόνους εραστές Αρμόδιο και Αριστογείτονα, που δολοφόνησαν τον Ίππαρχο, ο οποίος είχε θίξει την αδελφή του Αρμόδιου. Και ήταν φυσικό οι Πεισιστρατίδες, αμέσως μόλις έχασαν τα προνόμια που τους έδινε η τυραννία, να προσπαθήσουν να δυσφημίσουν το θεό του έρωτα και να απαξιώσουν τις εορταστικές τελετές προς τιμή του.
Είναι, λοιπόν, σαφές και εύλογο ότι κατά τη διάρκεια των συμποσίων οι εραστές και ερωμένοι, ξαπλωμένοι ανά δύο στα ανάκλιντρα και επιβοηθούμενοι από τη βακχική μέθη και τους τολμηρούς χορούς και από την ευθυμία της βραδιάς, έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράζουν την τρυφερότητά τους με χειρονομίες, και όχο μόνο. Αναφέρεται, μάλιστα, η περίπτωση του Σοφοκλή, που ζητούσε επίμονα να τον φιλήσει ένας οινοχόος, μέχρι που κατάφερε να του αποσπάσει με τέχνασμα το φιλί του. Ο υπερβολικός όμως έρωτας, όπως και καθετί που ξεπερνούσε το μέτρο, θεωρούνταν ντροπή και όνειδος, ανίατη αρρώστια για τον ελεύθερο Αθηναίο, που έβλεπε να εξανεμίζεται εκτός από την περιουσία του και η υπόληψή του στην κοινωνία. Η αιδημοσύνη ήταν απαραίτητη αρετή.
Η ωραιότητα των περισταμένων στα συμπόσια και των ατόμων που ήταν επιφορτισμένα με την ψυχαγωγία τους θα ήταν οπωσδήποτε μια βασική συνιστώσα της επιτυχίας της βραδυάς. Όπως εξάλλου είπε ο Ευριπίδης (Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστών» ΙΓ’ 566 b2-3):
…και πρώτα η ωραιότητα αξίζει να κυβερνά.

Κωνσταντίνος Μπούρας: Αρχαίο φαγοπότι (Αρμονία)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2012

Νο 798

Όταν επιστρέψαμε σπίτι, προτείναμε στην Μποργκέζε να περάσουμε λίγες ώρες της νύχτας τρώγοντας ψητά με συνοδεία κυπριώτικου κρασιού και μαλακιζόμενες. Εκείνη συμφώνησε. Κι έτσι φτάσαμε, η Κλαιρβίλ κι εγώ, την προσποίηση σε σημείο να κάνουμε τη γυναίκα εκείνη που καταδίκαζε η παλιανθρωπιά μας να χύσει εφτά με οχτώ φορές και να χύσουμε κι εμείς άλλες τόσες στην αγκαλιά της. Ύστερα την αφήσαμε να κοιμηθεί για να περάσουμε, η φίλη μου κι εγώ, την υπόλοιπη νύχτα μαζί. Χάσαμε ακόμα τρεις με τέσσερις φορές το χύμα μας η κάθε μια στη σκέψη της έξοχης ιδέας να προδώσουμε, τη μέρα που ερχότανε, όλα τα συναισθήματα φιλίας και εμπιστοσύνης. Μόνο τα μυαλά σαν τα δικά μας μπορούν να συλλάβουν τέτοιες διαστροφές, το ξέρω. Αλίμονο όμως σ’ όποιον δεν τις γνωρίζει! Στερείται θεϊκές απολαύσεις. Τολμώ μάλιστα να πω πως δεν έχει ιδέα από ηδονή. [...]
- Πάει κι αυτό, είπε τότε η Κλαιρβίλ που δεν είχε πάψει να μαλακίζεται από τη στιγμή που είχε ρίξει εκείνο το σώμα στο ηφαίστειο. Ω, γαμώ το! Αγάπη μου, ας χύσουμε τώρα κι οι δυό μας ξαπλωμένες πάνω στο στρώμα τούτου εδώ του ηφαιστείου! Διαπράξαμε μόλις ένα έγκλημα, μια από τις υπέροχες αυτές πράξεις που οι άνθρωποι επιμένουν ν’ αποκαλούν φριχτές! Ε λοιπόν! Αν ισχύει πράγματι ότι η πράξη αυτή παραβιάζει τη φύση, ότι η φύση την εκδικείται, τότε μπορεί να το κάνει, ας γίνει στη στιγμή μια έκρηξη, ας ξεχυθεί αμέσως μια λάβα κι ας μας καταπιεί...
Δεν ήμουν πλέον σε κατάσταση να της απαντήσω. Κολυμπώντας στη μέθη κι εγώ, ανταπόδωσα στο εκατονταπλάσιο στη φίλη μου ό,τι χάδι μου χάριζε. Δεν μιλούσαμε πια. Σφιγμένες δυνατά η μια στην αγκαλιά της άλλης, έτσι καθώς μαλακιζόμαστε σαν τριβάδες δίναμε σάμπως την εντύπωση πως θέλαμε ν’ ανταλλάξουμε τις ψυχές μας μέσα από τα ξέφρενα, όλο πάθος, αναστενάγματά μας. Κάποιες λέξεις ηδονής, κάποιες βλαστήμιες ήταν τα μοναδικά λόγια που μας ξέφευγαν. Προσβάλαμε την φύση, την αψηφούσαμε, δε της δίναμε την παραμικρή σημασία! Θριαμβεύοντας λοιπόν πάνω στην ατιμωρησία που μας χάριζαν η αδυναμία και η αδιαφορία της, εμείς εκμεταλλευόμασταν την επιείκειά της για να την ερεθίσουμε ακόμα πιο σοβαρά.

Μαρκήσιος ντε Σαντ: Ιουλιέτα (Εξάντας)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2012

No 797

Κάποιος φίλος μου πληροφόρησε τον κο Ντολμανσέ για το υπέροχο μέλος με το οποίο, καθώς ξέρεις, είμαι εφοδιασμένος. Ο Ντολμανσέ τον έβαλε να καλέσει και τους δυο μας σε γεύμα. Μια που, ήμουν υποχρεωμένος να επιδείξω την εξάρτησή μου: στην αρχή μοναδικό μου κίνητρο φάνηκε να είναι η περιέργεια’ κι ωστόσο μου έστρεψε έναν υπέροχο πισινό, με παρακάλεσε να τον χαρώ, κι αποδείχτηκε ότι η επιθυμία και μόνο ήταν η αιτία αυτής της εξέτασης. Προειδοποίησα τον Ντολμανσέ για όλες τις δυσκολίες του εγχειρήματος’ τίποτε δεν τον απότρεψε. «Έχω δοκιμάσει κριό», είπε, «και δεν θα έχετε καν τη δόξα να είστε ο πιο φοβερός από τους άντρες που διέτρησαν τα οπίσθια που σαν προσφέρω!» Ο μαρκήσιος ήταν πρόθυμος βοηθός : χάιδευε, ψαχούλευε, φιλούσε όσα φέρναμε οι δυο μας στο φως. Παίρνω θέση… προτείνω λιπαντικά: «Προσέξτε!» λέει ο μαρκήσιος, «θα στερήσετε τον Ντολμανσέ τις μισές από τις αισθήσεις που περιμένει από σας’ θέλει να τον κόψετε στα δυο… θέλει να τον ξεσκίσετε». «Πολύ καλά», λέω και χώνομαι ακάθεκτος στο λάκκο, , «θα ικανοποιηθεί». Ίσως νομίσεις αγαπητή μου αδελφή, ότι κουράστηκα πολύ… καθόλου. Παρά τις επιφυλάξεις μου το τεράστιο πουλί μου εξαφανίστηκε, έφθασε στα σωθικά του κι ο κωλομπαράς δεν έδειξε να νιώθει τίποτα. Τον δούλεψα καλά’ η άκρα έκστασή του, τα σφιξίματα και τα τρέμουλα, οι θαυμαστές κραυγές του, μ’ έκαναν κι εμένα γρήγορα ευτυχισμένο και τον πλημμύρισα. Πριν αποσυρθώ σχεδόν, ο Ντολμανσέ, με ανάστατα μαλλιά και πρόσωπο κατακόκκινο σαν βάκχης: «Δες σε τι κατάσταση μ’ έβαλες, αγαπητέ μου φιλέ», λέει και μου παρουσιάζεται ένα ρέμπελο ντούρο πουλί, θεόμακρο και τουλάχιστο δεκαπέντε πόντους χοντρό, «δέξου, αγάπη μου, σ’ εξορκίζω, από εραστής μου να με υπηρετήσεις τώρα σαν γυναίκα, για να μπορώ να πω στην αγκαλιά ου απόλαυσα όλες τις χάρες του βίτσιου πάνω απ’ όλα». Δίχως περισσότερη δυσκολία απ’ ό,τι πριν, ετοιμάστηκα’ ο μαρκήσιος, κατεβάζοντας τα παντελόνια του μπροστά στα μάτια μου, με ικέτεψε να είμαι για λίγο ακόμα άντρας μαζί του ενώ θα ‘μουνα γυναίκα για το φίλο του’ τον δούλεψα όπως και τον Νολμανσέ, που μου ξεπλήρωνε στο εκατονταπλάσιο όλες τις χωσιές που έκανα στον τρίτο μας’ σύντομα ανάδωσε στα βάθη του πισινού μου το θείο αυτό πιοτό με το οποίο, την ίδια σχεδόν στιγμή, ράντισα τα οπίσθια του Β…

Μαρκήσιος ντε Σαντ: Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ (Εξάντας)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

No 796



- Εμπρός, λοιπόν, είπε ο αλιτήριος, άρχισε να με μαστιγώνεις και προπάντων μη με λυπάσαι καθόλου.
Ο νεαρός αρπάζει το δεμάτι με τις βίτσες και με ρωμαλέοχέρι αφήνει να πέσουν αμέσως πενήντα χτυπήματαπάνω στα κωλομέρια που του προσφέρονται• ο ελευθέριος, σημαδεμένος ήδη έντονα από τους μώλωπες που άφησαν πάνω του οι βίτσες, ρίχνεται στην αρσενικιά του μαστιγώτρια, τη γδύνει, επαληθεύει το φύλο της με το ένα χέρι και με το άλλο χουφτώνει άπληστα τα δυο κωλομέρια. Για μια στιγμή μένει μετέωρος, μην ξέροντας σε ποιο βωμό να προσφέρει πρώτα τις θυσίες του, αλλά τελικά τον κερδίζει ο κώλος, όπου και κολλάει με πάθος το στόμα του. Ω, τι διαφορά λατρείας που χαρίζει η φύση σε κείνο που λένε πως την προσβάλλει! Δίκαιε Θεέ, αν η προσβολή ήταν αληθινή, πώς θα μπορούσε η προσφορά να γίνεται με τόσο πάθος; Ποτέ κώλος γυναίκας δεν έχει φιληθεί με τη λατρεία που φιλήθηκε εκείνος του αγοριού: τρεις με τέσσερις φορές η γλώσσα του καθάρματος εξαφανίστηκε ολόκληρη μέσα στην κωλοτρυπίδα του. Τελικά ξαναπήρε την προηγούμενη στάση του.
- Ω, αγαπημένο μου παιδί, φώναξε, συνέχισε τη δουλειά σου!
Ο νεαρός αρχίζει πάλι να τον μαστιγώνει, αλλά καθώς ο γέρος έχει καρδαμώσει από την καύλα, υπομένει το δεύτερο γύρο με περισσότερη αντοχή. Ο κώλος του πλημμυρίζει αίμα' η ψωλή του σηκώνεται απ' το ξύλο κι εκείνος σπεύδει να τη βάλει στo χέρι του λατρευτού αντικειμένου της έξαψής του. Ενώ ο τελευταίος αυτός του την παίζει, ο άλλος θέλει να του ανταποδώσει την ίδια υπηρεσία' ανασηκώνει πάλι τη φούστα
του, αλλά αυτή τη φορά πηγαίνει κατευθείαν στην ψωλή: την αγγίζει, την παίζει, την κουνάει πέρα δώθε κι αμέσως τη χώνει στo στόμα του. Ύστερα από τα προκαταρκτικά αυτά χάδια, ετοιμάζεται για έναν τρίτο κύκλο μαστιγώματoς. Η τελευταία αυτή σκηνή τον κάνει κυριολεκτικά έξαλλο: ρίχνει τον Άδωνή του στo κρεβάτι, ξαπλώνει πάνω του, σφίγγει ταυτόχρονα την ψωλή του με του νεαρού, κολλάει το στόμα του στα χε(λια του ωραίου αυτού αγοριού και, έχοντας καταφέρει να το καυλώσει με τα χάδια του, το κάνει να νιώσει τη θεία ηδονή την ίδια στιγμή που την γεύεται κι ο ίδιος: χύνουν και οι δυο ταυτόχρονα. Ο ακόλαστος φιλαράκος μας, ενθουσιασμένος απ' ό, τι έγινε, προσπάθησε να παραμερίσει τις επιφυλάξεις μου και μου ζήτησε να του υποσχεθώ ότι θα του προμήθευα συχνά την ίδια ηδονή, είτε με κείνο το νεαρό αγόρι είτε με άλλα. Έκανα μια απόπειρα να τον μεταστρέψω από τη διαστροφή του, βεβαιώνοντάς τον ότι διέθετα χαριτωμένα κορίτσια που θα τον μαστίγωναν με την ίδια επιτυχία, αλλά εκείνος μου είπε πως δεν ήθελε ούτε να τα δει στα μάτια του.

- Τον πιστεύω, είπε ο επίσκοπος. Όταν κανείς έχει πειστεί ότι του αρέσουν οι άντρες, δεν μπορεί ν' αλλάξει' η διαφορά ανάμεσα σ' ένα αγόρι και σ' ένα κορίτσι είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν θα 'χε νόημα ν' αποδείξουμε την κατωτερότητα του δεύτερου.
- Άρχοντά μου, είπε ο πρόεδρος, διατυπώνετε με δυο λόγια μια θέση που θ' απαιτούσε μια πραγματεία δύο ωρών.
- Και που θα κατέληγε πάντα στην επιβεβαίωση του δικού μου ισχυρισμού , απάντησε ο επίσκοπος, διότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ένα αγόρι αξίζει περισσότερο από ένα κορίτσι.

Marquis de Sade: Οι 120 μέρες των Σοδόμων (Εξάντας)