Όταν επιστρέψαμε σπίτι, προτείναμε στην Μποργκέζε να περάσουμε λίγες ώρες της νύχτας τρώγοντας ψητά με συνοδεία κυπριώτικου κρασιού και μαλακιζόμενες. Εκείνη συμφώνησε. Κι έτσι φτάσαμε, η Κλαιρβίλ κι εγώ, την προσποίηση σε σημείο να κάνουμε τη γυναίκα εκείνη που καταδίκαζε η παλιανθρωπιά μας να χύσει εφτά με οχτώ φορές και να χύσουμε κι εμείς άλλες τόσες στην αγκαλιά της. Ύστερα την αφήσαμε να κοιμηθεί για να περάσουμε, η φίλη μου κι εγώ, την υπόλοιπη νύχτα μαζί. Χάσαμε ακόμα τρεις με τέσσερις φορές το χύμα μας η κάθε μια στη σκέψη της έξοχης ιδέας να προδώσουμε, τη μέρα που ερχότανε, όλα τα συναισθήματα φιλίας και εμπιστοσύνης. Μόνο τα μυαλά σαν τα δικά μας μπορούν να συλλάβουν τέτοιες διαστροφές, το ξέρω. Αλίμονο όμως σ’ όποιον δεν τις γνωρίζει! Στερείται θεϊκές απολαύσεις. Τολμώ μάλιστα να πω πως δεν έχει ιδέα από ηδονή. [...]
- Πάει κι αυτό, είπε τότε η Κλαιρβίλ που δεν είχε πάψει να μαλακίζεται από τη στιγμή που είχε ρίξει εκείνο το σώμα στο ηφαίστειο. Ω, γαμώ το! Αγάπη μου, ας χύσουμε τώρα κι οι δυό μας ξαπλωμένες πάνω στο στρώμα τούτου εδώ του ηφαιστείου! Διαπράξαμε μόλις ένα έγκλημα, μια από τις υπέροχες αυτές πράξεις που οι άνθρωποι επιμένουν ν’ αποκαλούν φριχτές! Ε λοιπόν! Αν ισχύει πράγματι ότι η πράξη αυτή παραβιάζει τη φύση, ότι η φύση την εκδικείται, τότε μπορεί να το κάνει, ας γίνει στη στιγμή μια έκρηξη, ας ξεχυθεί αμέσως μια λάβα κι ας μας καταπιεί...
Δεν ήμουν πλέον σε κατάσταση να της απαντήσω. Κολυμπώντας στη μέθη κι εγώ, ανταπόδωσα στο εκατονταπλάσιο στη φίλη μου ό,τι χάδι μου χάριζε. Δεν μιλούσαμε πια. Σφιγμένες δυνατά η μια στην αγκαλιά της άλλης, έτσι καθώς μαλακιζόμαστε σαν τριβάδες δίναμε σάμπως την εντύπωση πως θέλαμε ν’ ανταλλάξουμε τις ψυχές μας μέσα από τα ξέφρενα, όλο πάθος, αναστενάγματά μας. Κάποιες λέξεις ηδονής, κάποιες βλαστήμιες ήταν τα μοναδικά λόγια που μας ξέφευγαν. Προσβάλαμε την φύση, την αψηφούσαμε, δε της δίναμε την παραμικρή σημασία! Θριαμβεύοντας λοιπόν πάνω στην ατιμωρησία που μας χάριζαν η αδυναμία και η αδιαφορία της, εμείς εκμεταλλευόμασταν την επιείκειά της για να την ερεθίσουμε ακόμα πιο σοβαρά.
Μαρκήσιος ντε Σαντ: Ιουλιέτα (Εξάντας)
- Πάει κι αυτό, είπε τότε η Κλαιρβίλ που δεν είχε πάψει να μαλακίζεται από τη στιγμή που είχε ρίξει εκείνο το σώμα στο ηφαίστειο. Ω, γαμώ το! Αγάπη μου, ας χύσουμε τώρα κι οι δυό μας ξαπλωμένες πάνω στο στρώμα τούτου εδώ του ηφαιστείου! Διαπράξαμε μόλις ένα έγκλημα, μια από τις υπέροχες αυτές πράξεις που οι άνθρωποι επιμένουν ν’ αποκαλούν φριχτές! Ε λοιπόν! Αν ισχύει πράγματι ότι η πράξη αυτή παραβιάζει τη φύση, ότι η φύση την εκδικείται, τότε μπορεί να το κάνει, ας γίνει στη στιγμή μια έκρηξη, ας ξεχυθεί αμέσως μια λάβα κι ας μας καταπιεί...
Δεν ήμουν πλέον σε κατάσταση να της απαντήσω. Κολυμπώντας στη μέθη κι εγώ, ανταπόδωσα στο εκατονταπλάσιο στη φίλη μου ό,τι χάδι μου χάριζε. Δεν μιλούσαμε πια. Σφιγμένες δυνατά η μια στην αγκαλιά της άλλης, έτσι καθώς μαλακιζόμαστε σαν τριβάδες δίναμε σάμπως την εντύπωση πως θέλαμε ν’ ανταλλάξουμε τις ψυχές μας μέσα από τα ξέφρενα, όλο πάθος, αναστενάγματά μας. Κάποιες λέξεις ηδονής, κάποιες βλαστήμιες ήταν τα μοναδικά λόγια που μας ξέφευγαν. Προσβάλαμε την φύση, την αψηφούσαμε, δε της δίναμε την παραμικρή σημασία! Θριαμβεύοντας λοιπόν πάνω στην ατιμωρησία που μας χάριζαν η αδυναμία και η αδιαφορία της, εμείς εκμεταλλευόμασταν την επιείκειά της για να την ερεθίσουμε ακόμα πιο σοβαρά.
Μαρκήσιος ντε Σαντ: Ιουλιέτα (Εξάντας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου