Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012

No 804



Κάθισα, κι εκείνος παρήγγειλε σερμπέτια και ένα μπολ με γλυκίσματα. Αυτός ο αιμοσταγής τύραννος, ο Αλή Πασάς, που είχε δολοφονήσει χιλιάδες ανθρώπους, ήταν ένας άντρας με φίνους τρόπους και μεγάλη οξύνοια. Το πρόσωπο του ήταν σημαδεμένο και γωνιώδες, το βλέμμα διαπεραστικό κι ωστόσο γλυκό, η γενειάδα μαλακή και κάτασπρη, τα χείλη μικρά σαν γυναικεία. Φορούσε χρυσοκέντητο φέσι, μαύρο γούνινο γιακά και παντόφλες από γαλάζιο επιχρυσωμένο μαροκινό.
Με περιεργάστηκε εγκρίνοντάς με. «Μου είπαν ότι είστε λόρδος», μουρμούρισε. «Δεν εξεπλάγην. Μόνον ένας λόρδος μπορεί να έχει χέρια τόσο ντελικάτα και αυτιά τόσο μικρά. Θαυμάζω πολύ τη μεγαλόπρεπη σπάθα σας και τις επίχρυσες επωμίδες σας. Με γοητεύουν επίσης τα μάτια σας και το πονηρό και αυθάδικο χαμόγελο σας. Σας παρακαλώ, θεωρήστε με πατέρα σας όσο θα μείνετε στο Τεπελένι. Θα σας περιμένω στα δώματά μου, τα μεσάνυχτα. Θα μιλή-σουμε για ποίηση ... »
Μας εσυνόδεψαν στις κάμαρές μας, που βρίσκονταν στη δυτική πτέρυγα του μεγάρου, και είπα στον Καμ: «Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι απόψεις του πασά όσον αφορά την ποίηση». O Καμ όρθωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Είναι άνθρωπος γεμάτος φαντασία, φυσικά». «Αναμφίβολα», απάντησα. «Κι έχει, φαίνεται, απαίσια φήμη».
«Καλέ μου Μπάιρον», είπε γαλήνια ο Καμ, «είσαι απολύτως εις θέσιν να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Οι προθέσεις του πασά είναι πεντακάθαρες σαν κρύσταλλο. Πρέπει να προετοιμαστείς για κάποια ανατολίτικα καλοπιάσματα».
«Να πάω;» δίστασα.
«Και βέβαια να πας», με ενθάρρυνε ο Καμ. Όταν ήσουν στο Καίμπριτζ, συμπεριφερόσουν σαν άνθρωπος του Καίμπριτζ. Τώρα είσαι στην Τουρκία και πρέπει να συμπεριφερθείς σαν Τούρκος».
Κατάλαβα ότι ο Χόμπχαους, αναζητώντας «παραλειπόμενα» για τα ταξιδιωτικά του άρθρα, προσπαθούσε να με ωθήσει να δεχτώ το ραντεβού μου με τον πασά. Κι εγώ (εκτός από την αίσθηση ότι με υποχρέωνε η ευγένεια) αντιμετώπισα τη συνάντηση σαν ένα αυστηρώς επιστημονικό πείραμα, με τον σκοπό να μάθω τι είδους ικανοποίηση δοκίμαζαν μερικοί παλιοί μου φίλοι (ο Λόρδος Ίνγκολντσμπυ, επί παραδείγματι) υιοθετώντας εκείνη που εμείς αποκαλούσαμε «οθωμανική στάση».
Έφτασα στα δώματα του πασά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ένας λύχνος έκαιγε, το δωμάτιο ήταν διαποτισμένο από άρωμα γιασεμί, και πάνω στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένα ένα μπρίκι με καφέ κι ένα δοχείο γεμάτο αμύγδαλα. Ο πασάς φορούσε μιαν ατλαζένια ρόμπα με δαντελωτή παρυφή, και μου ζήτησε να καθίσω σε ένα μαξιλάρι δίπλα του. Σε ένα χάλκινο κλουβί κρεμασμένο από την οροφή υπήρχε ένας παπαγάλος και, σε μια γωνία, ένας νέγρος τροφοδοτούσε με κάρβουνο ένα μαγκάλι.
Για λίγο μιλήσαμε για ποίηση. Ο πασάς μού διάβασε ορισμένους στίχους του Μπουαλώ, που τους είχε μεταφράσει στα τούρκικα από τα γαλλικά. Μη γνωρίζοντας τούρκικα, δεν ήμουν εις θέσιν να κρίνω πόσο λαμπρή ήταν η απόδοσή τους. Όμως άκουσα ευγενικά, συyκατανεύοντας με το κεφάλι. Στο τέλος ο πασάς έσκυψε μπροστά και είπε: «Αρκετά με την ποίηση. Να, πάρτε λίγον καφέ και επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα φιλί, αγόρι μου». Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το επεισόδιο μου φαίνεται πιο πολύ κωμικό παρά απαίσιο, αλλά θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια σαφέστατη δυσφορία. Μόνο η επιθυμία να συγκεντρώσω στοιχεία για τα «παραλειπόμενα» του Καμ με έπεισε να υποκύψω στις προτάσεις του πασά. Σβήστηκε ο λύχνος κι εμείς ξαπλώσαμε σε ένα χαλί πλάι στο μαγκάλι . Ο Αλή Πασάς ήταν σαφώς έμπειρος στο είδος και οι χειρισμοί του ήταν γεμάτοι αβρότητα, αλλά όταν αργότερα ο Χόμπχαους με ρώτησε: «Λοιπόν, Μπάιρον, πόνεσε;» αναγκάστηκα να του απαντήσω: «Αν πόνεσε; Και βέβαια πόνεσε. Αναθεματισμένα!».
Δεν ξαναδοκίμασα τον πειρασμό να επαναλάβω το αλβανικό πείραμά μου. Δεν ήταν «στο στυλ μου», όπως λένε. Υπάρχει μια δόση παθητικότητας μέσα μου, αλλά προτιμά μια εκτόνωση πιο λεπτή και πιο υγιεινή. Ωστόσο, όταν σκέφτομαι το πράγμα, και συλλογίζομαι τις πιο λεπτές πτυχές του, καταλαβαίνω ότι το συμβάν δεν ήταν άνευ σημασίας. Όλοι οι άντρες είναι παράξενα ζώα. Τα ορμέμφυτά τους είναι ανεξιχνίαστα. Εν συνεχεία, στο Λονδίνο και στη Γενεύη, για να μην πω στη Βενετία και στη Ραβέννα, έτυχε να ξανασκεφτώ τη νύχτα που πέρασα με τον πασά με ανάμεικτα αισθήματα ευθυμίας και αποτροπιασμού. Μια μέρα διηγήθηκα αυτό το μικρό επεισόδιο στην Καρολάιν, που αμέσως σοβάρεψε και με περιεργάστηκε σκεφτική.
«Δεν είναι στο στυλ σου;» μουρμούρισε. «Ίσως όχι, αστεία μου αγάπη, αλλά σίγουρα η νύχτα εκείνη στην Αλβανία άφησε το σημάδι της επάνω σου».
Να είναι αλήθεια; Μπορεί. «Το σεξ είναι αίνιγμα» (όπως ισχυριζόταν η Καρολάιν) και υπάρχουν στιγμές που η σκέψη μου ξαναγυρίζει σ' εκείνο το μικρό «πείραμα» στο Τεπελένι. Ακόμα ξαναβλέπω τον νεαρό Σομαλό που μας κρυφοκοιτούσε από τη γωνιά του, και τον πασά που πασάλειβε τις σάρκες του με μιαν αλοιφή πράσινη στο χρώμα του μπιζελιού' και ξαναβλέπω τον παπαγάλο που μινύριζε στα τούρκικα - τίποτα κολακευτικό, φοβάμαι, γιατί ο πασάς εξεμάνη και πέταξε πάνω στο κλουβί μια μεγάλη μαύρη εσάρπα.

Φρέντερικ Πρόκος: Μπάυρον. Τα χειρόγραφα του Μεσολογγίου (Αστάρτη)

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2012

No 803


«Υπάρχουν άλλα ντοκουμέντα για την ερωτική ζωή του Βίνκελμαν;»
«Ναι», είπε με ζήλο ο Αντόνιο, «από τη γερμανική του περίοδο. Το 1742, όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών, έγινε παιδαγωγός του συνομηλίκου του Φρήντριχ Βίλχελμ Λάμπρεχτ, τον οποίο ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή και με τον οποίο έφυγαν αργότερα στο Ζέεχαουζεν, όπου συγκατοίκησαν ως το 1746. όποτε ερωτευόταν ο Βίνκελμαν, ανακαλούσε όσα είχε διαβάσει για τις μεγάλες ανδρικές φιλίες της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. Τα πρότυπά του ήταν ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων, ο Ηρακλής και ο Ύλας. Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Μπεργκ τον εγκατέλειψε για πάντα, χωρίς να τον ευχαριστήσει ποτέ για την αφιέρωση του βιβλίου του, και αργότερα παντρεύτηκε, ενώ ο Λάμπρεχτ έφυγε για να γίνει κρατικός υπάλληλος, χωρίς να επιστρέψει ένα μεγάλο ποσό που του είχε δανείσει ο Βίνκελμαν. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στη ζωή του ένας άλλος νεαρός, ο Φρήντριχ φον Μπύλοβ, γιός ενός πρώην πρέσβη στη Στοκχόλμη. Όταν χώρισαν, ο Βίνκελμαν έγραψε: “Για μένα έχουν χαθεί τα πάντα: η τιμή, η χαρά, η ησυχία, η ευχαρίστηση’ και όλ’ αυτά επειδή δεν μπορώ να σε βλέπω και να απολαμβάνω (…) Τα μάτια μου δακρύζουν μόνο για σένα (….) Θα σ’ αγαπώ όσο ζω (….)”»

Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο (Κίχλη)

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2012

No 802



Τα αγάλματα των φαύνων είναι εικόνες της ώριμης νεότητας, οι αναλογίες τους είναι τέλειες και η νεότητά τους διαφέρει από εκείνη των νεαρών ηρώων καθόσον εμφανίζουν μια ορισμένη αθωότητα και απλότητα: αυτή ήταν η κοινή παράσταση των Ελλήνων γι’ αυτές τις θεότητες. […]
Η ανώτατη ιδέα μιας ιδανικής ανδρικής νεότητας έχει βρει την έκφρασή της προπάντων στον Απόλλωνα, στον οποίο η δύναμη της ανδρικής ηλικίας συνδυάζεται με τις απαλές μορφές της πιο όμορφης άνοιξης της νεότητας.
Η ωραία νεότητα στον Απόλλωνα περνάει βαθμιαία σε άλλους θεούς ωριμότερης ηλικίας και είναι πιο ανδρική στον Ερμή και τον Άρη […] Ο Ηρακλής παριστάνεται επίσης ως ωραιότατος νέος, με χαρακτηριστικά που κάνουν τη διαφορά του φύλου σχεδόν αμφιλεγόμενη, όπως θα έπρεπε να είναι η ομορφιά ενός νέου ανθρώπου […]
Το δεύτερο είδος μιάς ιδανικής νεότητας, αντλημένο από τύπους ευτυχισμένης φύσης, βρίσκει την έκφρασή του σε έναν νεαρό Βάκχο και με αυτή τη μορφή παριστάνεται σε διάφορες ηλικίες φτάνοντας σε τέλειες διαπλάσεις διαφόρων ηλικιών. Η εικόνα του Βάκχου είναι ένα ωραίο αγόρι που φτάνει στα όρια της ζωής και της εφηβικής ηλικίας, όταν αρχίζει να διεγείρεται η ηδονή και να βλασταίνει η τρυφερή κορυφή ενός φυτού, τη στιγμή που είναι μισοβυθισμένο σε ένα γοητευτικό όνειρο μεταξύ ύπνου και ξύπνου και πάει να τακτοποιήσει μέσα του τις ονειρικές εικόνες για να ξαναβρεθεί στην πραγματικότητα> τα χαρακτηριστικά του είναι όλο γλύκα, αλλά η χαρούμενη ψυχή δεν αναφαίνεται εντελώς στο πρόσωπό του.

Johann Joachim Winckelmann: Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης (Gutenberg)

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2012

No 801


Ισχυρό κέντρισμα για την άσκηση του σώματος αποτελούσαν για όλους τους Έλληνες νέους οι μεγάλοι αγώνες, και οι νόμοι όριζαν προετοιμασία δέκα μηνών για τους Ολυμπιακούς αγώνες, και μάλιστα στην Ηλίδα, τον τόπο διεξαγωγής των αγώνων. Τα πιο μεγάλα βραβεία δεν τα έπαιρναν πάντοτε αθλητές στην ανδρική ηλικία αλλά συχνά νέοι άνθρωποι, καθώς δείχνουν οι ωδές του Πινδάρου. Να εξομοιωθούν με τον θεϊκό Διαγόρα ήταν οι βαθύτερη επιθυμία των νέων. […]
Με αυτές τις ασκήσεις τα σώματα έπαιρναν την υψηλόκορμη, αρρενωπή κοψιά που οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν δώσει στα αγάλματα τους χωρίς απατηλά και περιττά προσθέματα. Οι νεαροί Σπαρτιάτες υποχρεώνονταν να εμφανίζονται κάθε δέκα μέρες γυμνοί μπροστά στους εφόρους, οι οποίοι όριζαν αυστηρότερη δίαιτα σε όσους άρχιζαν να παχαίνουν. Υπήρχε μάλιστα ανάμεσα στους νόμους του Πυθαγόρα ένας ο οποίος επέβαλλε την αποφυγή του περιττού σωματικού πάχους. Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους επιτρεπόταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας στους έλληνες νέους που δήλωναν συμμετοχή σε αγώνα πάλης μόνο η γαλακτοφαγία.

Ι.Ι. Βίνκελμαν: Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική (Ίνδικτος)