Πέμπτη, Αυγούστου 15, 2013

No 829

David Ligare (Ιταλία)

Η ιστορία αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια του σιγά-σιγά, σε κομμάτια. Στην αρχή είδε τους άντρες να έρχονται από την παραλία προς το στρατόπεδο. Μετά, είδε τον Οδυσσέα να βαδίζει κουτσαίνοντας πλάι στους άλλους βασιλιάδες. Ο Μενέλαος κάτι κρατούσε στα χέρια του. Ένα πόδι, λερωμένο απ’ τα χορτάρια, κρεμόταν χαλαρά. Μερικές τούφες από ανακατεμένα μαλλιά είχαν ξεγλιστρήσει μέσα από ένα αυτοσχέδιο σάβανο. Το μούδιασμα τώρα έγινε οίκτος, συμπόνια. Για λίγες στιγμές ακόμα, λίγες τελευταίες στιγμές. Και μετά, η κατάρρευση.
Έκανε να αρπάξει το σπαθί του, να κόψει το λαιμό του. Όταν τα χέρια του επέστρεψαν αδειανά, μονάχα τότε το θυμήθηκε: μα αφού είχε δώσει το σπαθί σ’ εμένα. Τότε ο Αντίλοχος τον άδραξε απ’ τους καρπούς των χεριών  και οι άντρες άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί. Εκείνος, το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν το αιματοβαμμένο ύφασμα. Με ένα βρυχηθμό πέταξε τον Αντίλοχο από πάνω του, χτύπησε και τον Μενέλαο και τον έριξε κάτω. Έπεσε πάνω στο νεκρό σώμα. Από μέσα του βγήκε με ορμή ένα ουρλιαχτό. Κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Έπιασε τα μαλλιά του με τα χέρια του κι άρχισε να τα ξεριζώνει απ’ το κεφάλι του. Χρυσαφένιες μπούκλες άρχισαν να πέφτουν πάνω στο καταματωμένο πτώμα. Πάτροκλε, έλεγε, Πάτροκλε! Πάτροκλε! Συνέχεια, ακατάπαυστα, ξανά και ξανά, ώσπου να κλείσει ο λαιμός του.

Madeline Miller: Το τραγούδι του Αχιλλέα (Διόπτρα)