Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2013

No 827



Λος Μποστέρος’ οι χωρικοί έτσι ονόμαζαν τους ανθρώπους της Λα Μπόκα. Η Λους, που ξεκίνησε την καριέρα της ως τραβεστί κάνοντας πίπες στους νταλικέρηδες του Χουνίν, δεν ένιωσε καθόλου αποξενωμένη ξεμπαρκάροντας στη γειτονιά. Η Λους, πρώην Ορλάντο, είχε ξεφύγει απ’ τη μοίρα του βενζινάδικου στη Ρούτα 7 και απ’ τον μοναδικό γνωστό της, έναν ξάδελφο που την πέταξε έξω ανακαλύπτοντας τα γυναικεία ρούχα μες στη βαλίτσα της. Ο νεαρός τραβεστί τότε άρχισε να τριγυρνάει σε μπαρ και μπουάτ αναζητώντας έναν άντρα που θα την ήθελε έστι όπως ήταν, πριν πέσει στην Πάουλα.
Αν οι περισσότεροι απ’ τους τραβεστί βλέπουν τους ομοίους τους στην καλύτερη περίπτωση ως εραστές, και στη χειρότερη ως αντίζηλους, Πάουλα είχε καρδιά και για τα δύο. Η καλή Σαμαρείτισσα βρισκόταν στην κατάλληλη θέση για να προβλέψει πώς θα κατέληγε η ιστορία. Πλημμυρισμένη απ’ την ανάγκη  να ντύνεται γυναίκα, η Λους είχε χάσει τα πάντα –οικογενειακούς δεσμούς, δουλειά φίλους. Μαρά τις πρώτες πίπες γύρω από πλατείες και σταυροδρόμια, που ήταν περισσότερο θέμα φαντασίωσης παρά βιοπορισμού, η πορνεία κατέληξε γρήγορα να γίνει η σανίδα σωτηρίας της. Θα πέθαινε από φθορά, θα κατέληγε με γυμνά ούλα: θα πέθαινε ή θα τον έβρισκαν σε κάποιο χαντάκι. Χαμένη στο Μπουένος Άιρες, η Πάουλα της πρότεινε να συνεργαστούν στα ντόκια της Λα Μπόκα: θα αλληλοπροστεύονταν, περιμένοντας καλύτερες μέρες, και η Πάουλα θα της μάθαινε το επάγγελμα…

Caryl Ferey: Μαπούτσε (Άγρα)

Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2013

No 826

John Singer Sargent (ΗΠΑ)

Όταν κατάφερε να την ανάψει, το δωμάτιο, παρ’ όλους τους ίσκιους και τη γύμνια του, φάνηκε ξαφνικά μεγαλύτερο και πιο ζεστό, ενώ το πάπλωμα έδειξε ακόμα πιο όμορφο. Ο Χολμς σοβάρεψε, σαν να προσπαθούσε να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα. Πήρε απ’ την τσάντα του ένα σαπούνι και μια πετσέτα και πήγε στο λαβομάνο. Γέμισε τη λεκάνη με νερό απ’ την κανάτα κι ύστερα έβγαλε γρήγορα τα ρούχα του κι έμεινε ολόγυμνος. Ο Χένρι ένιωσε κατάπληκτος απ’ το πόσο γεροδεμένος ήταν ο Χολμς, που μες στο χαμηλό και τρεμάμενο φως έδειχνε σχεδόν παχύσαρκος. Για ένα δευτερόλεπτο, καθώς ο φίλος του έστεκε ακίνητος, έμοιαζε με άγαλμα νεαρού άντρα, ψηλού και μυώδη. Καθώς τον κοιτούσε ο Χένρι, ξέχασε το μουστάκι του και το αδυνατισμένο του πρόσωπο. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι θ’ αντίκριζε έτσι τον Χολμς. Προφανώς, για κάποιον που ήταν τόσον καιρό στο στρατό, δεν είχε καμιά σημασία να γδύνεται μ’ αυτό τον τρόπο. Ωστόσο δεν θα ‘πρεπε να διαισθάνεται ο Χολμς ότι ήταν πολύ διαφορετικό να γδύνεται εντελώς μπροστά στο φίλο του μέσα σ’ αυτό το παράξενο κι άδειο δωμάτιο, στη σιγαλιά της νύχτας; Ο Χένρι παρατηρούσε τα δυνατά πόδια και τους γλουτούς του, τη σπονδυλική του στήλη, το λεπτό και μαυρισμένο του λαιμό. Αναρωτιόταν αν ο Χολμς θα ξαναφορούσε τα εσώρουχά του πριν ξαπλώσει. Άρχισε κι εκείνος να γδύνεται, και ήταν πια σχεδόν γυμνός όταν ο Χολμς άνοιξε το παράθυρο κι έχυσε έξω τα βρώμικα σαπουνόνερα. Ο Χολμς ξανάβαλε τη λεκάνη στη θέση της και προχώρησε γυμνός προς το κρεβάτι, παίρνοντας και τη λάμπα μαζί του.

Κολμ Τόιμπιν: Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος (Ωκεανίδα)