Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

No 400

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Με το απόσπασμα από «Το τάμα της Ανθούλας» του Ν. Λαπαθιώτη θα σας αποχαιρετήσουμε για φέτος.
Σας ευχόμαστε «Καλές Γιορτές» και «Ευτυχισμένο το 2007».
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου κι ελπίζουμε να είστε όλες και όλοι εδώ.

Έπρεπε το πρωί να ‘ναι στο λόχο – στις έξη θα βαρούσε προσκλητήριο – κι όμως, τώρα, δε νύσταζε καθόλου. Είχε πλάι του το Νίκο κι αυτό του 'φτανε. Σιγά-σιγά αλάργεψαν το βήμα.
Η γοητεία της βραδιάς μεθούσε την ψυχή τους. Ήταν μια ανακούφιση και σα μιαν ευτυχία να περπατούν οι δυο τους, μονάχοι. (…)
Η νύχτα ήταν αρκετά προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο και πήγαν ως την άλλη τη μεριά ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθήσανε στην άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε για ύπνο. Ο Νότης είχε κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι, φεγγαρολουσμένα, στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
Ξαφνικά, ο Νότης, δίχως λόγο, άρχισε να σιγοτραγουδάει. Η φωνή του ξέσπασε δειλά και σιγανά. Κ’ η φωνή του Νίκου, ενώθηκε μαζί της. Τραγουδούσαν αργά, μες στο φεγγάρι, με τα μάτια καρφωμένα πέρα, σα να ξυπνούσε μέσα τους μιαν ίδια νοσταλγία – μια νοσταλγία μακρυνή και παραπονεμένη, για κάποιον ακαθόριστο κ’ ευτυχισμένον κόσμο, που και των δυο τους η ψυχή με πάθος λαχταρούσε:
Βάρκα-βαρκούλα,
στα νερά- φύσα, βοριά μου, φύσα – (…)
Και το τραγούδι τους, σιγά-σιγά, δυνάμωσε. Μια νοσταλγία κέρδιζε, τριγύρω τους, τα πάντα…
Το φεγγάρι κόντευε να δύσει. Και προς το μέρος της ανατολής, φάνηκε δειλά, μια γαλανάδα, που, ώρα με την ώρα, προχωρούσε.
Ήταν ώρα να γυρίσουν πίσω.
Πάλι βουβοί κι αμίλητοι, πιασμένοι απ’ το χέρι, πήραν αργά το δρόμο του σταθμού. Πέρασαν απ’ το Θέατρο και βγήκαν στο Ρολόι. Και λίγο πριν να φτάσουν στο σταθμό, σ’ ένα στενάκι σκοτεινό, κοντά στην Αγορά, ο Νότης γύρισε προς τη μεριά του Νίκου – και δίχως λόγο, ξαφνικά, τον φίλησε αδερφικά…
.
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Το τάμα της Ανθούλας (Λιβάνης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

No 399

Image Hosted by ImageShack.usEugene Babusher (Ουκρανία)

Είναι νύχτα και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Στα χέρια μου κρατάω την πιο όμορφη φωτογραφία σου. Φοράς στολή αξιωματικού και μόλις έχεις πάρει το απολυτήριο του στρατού. Έχει πανσέληνο και περπατάμε αργά για να συναντήσουμε τη θάλασσα. Είσαι πολύ ωραίος. Το στέρνο σου ευρύ, τα πόδια σου καλοσχηματισμένα. Στο πρόσωπό σου τέλεια ισορροπία. Όλα τα χαρακτηριστικά σου ιχνογραφημένα με τέχνη θαυμαστή από την πιο καλή ώρα της νιότης σου. Τα καστανόξανθα κοντά μαλλιά σου, η σταρένια επιδερμίδα σου, τα πράσινα ολοκάθαρα μάτια σου και οι αρμονικές κινήσεις σου γέμιζαν το θαμπό σκοτάδι με την προσμονή κάποιας ολοκληρωτικής παράδοσης, που δυστυχώς δεν έγινε ποτέ.
.
Γιώργος Μανιώτης: Aνώνυμα γράμματα (ελληνικά γράμματα)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

No 398

Image Hosted by ImageShack.usWarwick Beecham (Αυστραλία)

«Εδώ έξω αφήνουμε τα ρούχα μας» είπε ο Αριστέας και άρχισε να ξεντύνεται. Δεν έμενε παρά να κάνω και εγώ το ίδιο. Η κατάσταση μου θύμιζε τα μπάνια του στρατού, μόνο που εδώ ήταν ο χώρος μισοσκότεινος και δεν υπήρχε άλλος κανείς.
Δίπλα μας υπήρχε ένα άνοιγμα και, αφού κατεβήκαμε μερικά πέτρινα σκαλοπάτια, βρεθήκαμε στη στέρνα μέσα. Γύρω από το στρογγυλό άνοιγμα έδενε η πέτρα με τη χαμηλή οροφή. Παντού νερό, ζεστό νερό που έβγαζε ατμούς και περιόριζε την ορατότητα.
Αναρωτήθηκα αν ήταν βαθιά, αλλά είδα τον Αριστέα να στέκεται ακριβώς στο κέντρο και μόλις να προεξέχει το κεφάλι του. Στήριξα τα χέρια μου στο πεζούλι και έβαλα τα πόδια μέσα. Το νερό έκαιγε, ήταν πολύ ζεστό. Μπήκα ακόμη πιο μέσα, μέχρι που βούλιαξα ολόκληρος. Το σώμα μου μούδιασε και ένιωσα παντού μια γλυκιά παραλυσία. Η αναπνοή μου πήρε έναν αργό ρυθμό.

Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Κρυμμένοι άνθρωποι (Πατάκης)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

No 397

Image Hosted by ImageShack.usGerald Moonen (Νέα Ζηλανδία)

Κανείς δε μας είχε μιλήσει σε τι πραγματικά χρησιμεύει ένα σώμα. Μόνο φόβο για το μέλλον και το άγχος του χρόνου μάς είχανε φανερώσει. Αρχίσαμε λοιπόν να ρωτάμε ο ένας τον άλλο και να μαθαίνουμε, σιγά σιγά, τα μυστήρια της ζωής. Αυτό μας μαλάκωσε και μας έκανε να καταθέσουμε τα πρόχειρα όπλα μας. Ο πόλεμος μεταξύ μας είχε οριστικά τελειώσει και αρχίσαμε να συμπαθούμε ο ένας τον άλλο. Κρυβόμασταν στα υπόγεια και σε διάφορες εγκαταλειμμένες οικοδομές, βγάζαμε τα ρούχα μας και δείχναμε ο ένας στον άλλο το θαύμα της ήβης μας. Φοβόμασταν να μη μας δούνε γιατί είχαμε την εντύπωση ότι κάναμε το πιο απαγορευμένο πράγμα στον κόσμο. Πολλές φορές ακουμπούσαμε τα γυμνά μας σώματα και χάιδευε ο ένας τον άλλο. Μετά αφού η ευχαρίστησή μας με τα αγγίγματα, τις θωπείες και τα φιλιά είχε χαθεί και είχε μείνει μόνο το σκληρό κουκούτσι των τύψεων, μαζεύαμε όπως όπως τα ρούχα μας, ντυνόμασταν, καθόμασταν σιωπηλοί ο ένας δίπλα στον άλλο, και ανάβαμε τσιγάρο. Και το τσιγάρο ήταν απαγορευμένο. Αλλά εμείς το ανάβαμε. Από τη μια, τα σώματα μας ρίχνανε χωρίς πολλές σκέψεις στον κρημνό μιας ερωτικής αλληλεγγύης και μας σπρώχνανε να γυμνωθούμε και να γνωρίσει ο ένας τον άλλο με το μέγα θαύμα της αφής, από την άλλη, το πέλμα του έξω κόσμου μάς αποκεφάλιζε με ένα μεγάλο τρόμο και την πεποίθηση ότι κάναμε άθελα μας το μεγαλύτερο παραστράτημα που τελικά θα ήταν η καταστροφή μας.

Γιώργος Μανιώτης: Σαράντα κύματα (ελληνικά γράμματα)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

No 396

Image Hosted by ImageShack.usGalya Bukova(Βουλγαρία)

Ο Κώστας Ταχτσής είχε δηλώσει επανειλημμένα την απέχθεια του για απελευθερωτικά κινήματα, όπως για το ΑΚΟΕ, λόγου χάρη, και γενικότερα για οργανωμένες μορφές πάλης. Κάπου έβλεπε το θέμα που βρισκόταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του και αποτελούσε άξονα της ζωής του μ’ έναν τρόπο εξωπραγματικό, μεταφυσικό, σχεδόν ρομαντικό. Γιατί πρέπει να είναι κανείς βαθύτατα ρομαντικός για να πιστεύει πως θ’ αλλάξουν κάποιες κοινωνικές συνθήκες με μια τολμηρή συνέντευξη – που δεν υποτιμώ καθόλου τη σημασία της – ή με μια έκρηξη και μια τολμηρή αστικά συμπεριφορά που περιορίζεται, ωστόσο, σ’ ένα αυστηρά προσωπικό επίπεδο. Δυστυχώς, αυτά μπορούν να δίνουν μια αυτοϊκανοποίηση ή να εξασφαλίζουν έναν υψηλό βαθμό προσωπικής αξιοπρέπειας, αλλά αυτά είναι κέρδη ιδιωτικής κατανάλωσης. Μόνο μέσα από συλλογικές προσπάθειες και πιέσεις – μόνο, δηλαδή, μέσα από ένα είδος οργανωμένης πολιτικής πρακτικής και αγώνα – υπάρχει μια μικρή, ελάχιστη ίσως, ελπίδα αλλαγής. Προοπτική βελτίωσης κάποιων εχθρικών συνθηκών. Είναι κάτι που οι περισσότερες μειονότητες, πολύ περισσότερο εδώ, στο σκόρπιο και από χαρακτήρα ανένταχτο και διαλυμένο μέσα στη σχιζοφρένιά του Έλληνα δεν έχουν συνειδητοποιήσει.

Ανδρέας Αγγελάκης: Κώστας Ταχτσής. Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση (Καστανιώτης)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

No 395

Image Hosted by ImageShack.usPedro Centeno Vallenilla (Βενεζουέλα)
.
Αν ξεπεράσει, λοιπόν, κανείς την επιθετικότητα αυτή, κατά βάθος ο Ταχτσής είχε δίκιο. Αυτός έβλεπε το πράγμα βαθιά, με μια φιλοσοφία που απέρρεε από μια μακροπρόθεσμη και μάλλον πεσσιμιστική αντίληψη των πραγμάτων, σύμφωνη με την καταραμένη του φύση και τις ατομικιστικές του πεποιθήσεις, όπως γράφει κάπου αλλού: «Καμία στράτευση, κανένα κίνημα δεν μπορεί βασικά ν’ αλλάξει την ανθρώπινη φύση».Οι άλλοι, πάλι, ιδρύοντας ένα κίνημα, ήταν φυσικό να ψάχνουν για πιο βραχυπρόθεσμες πολιτικές πρακτικές και για πιο πιασάρικες, αν και εφήμερες, θεωρητικές λύσεις. Πού να καθήσουν τώρα, ή μάλλον, πού να κάθονταν τότε, να διανοηθούν εκείνο το θαυμάσιο που, απ’ την προσωπική αντίφαση του ίδιου του τρανσβεστισμού του, ο Ταχτσής είχε στο μυαλό του, και που, αργότερα, έξοχα διατύπωσε ως εξής: «Σαν υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήμουν υποχρεωμένος να διαχωρίσω τα πράματα ακόμα κι αν συνέβαινε να μην με συμφέρει προσωπικά. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω να ταυτιστεί με μια πουτάνα της Συγγρού ο σημερινός, ανιδιοτελής ομοφυλόφιλος έφηβος που ήμουν κι εγώ κάποτε…».Το κακό εκ μέρους του ΑΚΟΕ σκέφτομαι ότι ήταν όχι τόσο το να αποτανθούν στον Ταχτσή για βοήθεια, όσο το ότι, ψάχνοντας να επανδρώσουν το κίνημά τους με ονόματα, φτασμένους και επώνυμους, για την συνεπαγόμενη διαφήμιση και το κύρος του, να επιμένουν τόσο με τον Ταχτσή, αφού τον έβλεπαν να διαφωνεί ή διαφωνούσαν αυτοί μαζί του. Και το άλλο κακό, εκ μέρους του Ταχτσή, πάλι, ήταν το να επιμένει κι αυτός, τόσο εγωιστικά, και, αντί ν’ αποσυρθεί όταν έβλεπε ότι δεν τα ‘βρισκε μαζί τους, να επιτίθεται με γράμματα στον Τύπο, ζητώντας ως και την παρέμβαση της Αστυνομίας και του Υπουργείου, αυτός, ένας τόσο πονεμένος πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα άνθρωπος και καλλιτέχνης, με αποτέλεσμα να τα σκέφτεται όλα αυτά αργότερα, στις νηφάλιες στιγμές του, και να γράφει: « Εγώ τα ‘γραψα όλα αυτά; Τι μου ‘ρθε; Τους καημούς των τραβεστί τούς ήξερα καλύτερα απ’ τον Βελισσαρόπουλο κι όλους τους έμμεσους καλοθελητές που θα ‘τρεχαν στην εκδήλωση, γιατί να κάνω αυτήν την έμμεση επίθεση εναντίον τους;»
.
Τάκης Σπετσίωτης: Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι. Λογοτεχνικό χρονικό (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

No 394

Image Hosted by ImageShack.usSteve Walker (Καναδάς)

.......................................................................................18.6.88
Μελίνα,
κοινοί φίλοι μού έχουν μεταφέρει κατά καιρούς σου: «Γιατί με βρίζει ο Ταχτσής;» Διερωτώμαι ποιοι είναι αυτοί και σε τι αποβλέπουν όταν σου λένε ότι «σε βρίζω». Θα είχα πολλούς λόγους να το κάνω τα τελευταία οχτώ χρόνια, αλλά δεν το ‘κανα. Χωρίς αυτό βα σημαίνει ότι δεν εξέφραζα ενίοτε κάποια προσωπική πικρία ή την αντίθεσή μου στον τρόπο που ασκείς τα καθήκοντα σου ως υπουργός πολιτισμού.
Θα σου απαριθμήσω μερικά από τα αίτια της προσωπικής πικρίας μου. Αίτια για τα οποία ευθύνονται οι συνεργάτες που κατά καιρούς μαζεύεις γύρω σου, αναλαμβάνοντας όμως έτσι και την ευθύνη των ενεργειών τους.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την αλγεινή εντύπωση που μου έκανε την ημέρα των εκλογών του ’81 η παρουσία του Νίκου Μουρατίδη («του Νίκου μας» κατά την έκφραση της Ζήκας). Ήταν ο άνθρωπος που από θαυμαστής μου το ’72, μετεβλήθη σε φανατικό εχθρό όταν αρνήθηκα να τον δέχομαι «για καφεδάκι» στο γραφείο μου το ’75 που ήμουνα στην ΕΡΤ. Κι ακόμα πιο φανατικός όταν αντιτάχθηκα στο γελοίο τρόπο ίδρυσης του ΑΚΟΕ εκ μέρους του Βελισσαρόπουλου – κάτω απ’ τις φούστες των εκδιδόμενων τραβεστί, απ’ τους οποίους μοιραία «καπελώθηκε» κι εκφυλίστηκε το κίνημα.
Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τις δημόσιες σχέσεις του τραβεστί «Μπέτυ», τον οποίο, με τη μεσολάβηση της Μανουέλλας, δέχτηκες και στο σπίτι σου: κι αυτό την ίδια εποχή που, με παρότρυνση του Μπασιάκου – κι έχω σχετική δήλωση του «Μπέτυ» γι’ αυτό υπογεγραμμένη από μάρτυρες – απεπειράτο να με δολοφονήσει, και με τη συμμορία του απειλούσε τον Αγγελόπουλο να μη γυρίσει το «Τ.Σ.» γιατί θα του τα «κάναν λίμπα»

Κώστας Ταχτσής: Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; (Πατάκης)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2006

No 393

Image Hosted by ImageShack.usHans Kohl (Γερμανία)

Η κεντρική ιδέα του Τόνιο Κρέγκερ συνοψίζεται νομίζω στο δίλημμα του ίδιου του Μαν: Τέχνη ή Ζωή;
Τέχνη, όπως την καταλάβαινε την εποχή εκείνη, δηλαδή ηθικός μηδενισμός, άβυσσος, ή Ζωή, δηλαδή ανθρωπιά και καλοσύνη, αρετές που, περιέργως, ταύτιζε με τους «συνηθισμένους»; Αυτός ο αυθαίρετος διαχωρισμός των ανθρώπων σε «συνηθισμένους» κι «ασυνήθιστους» αποτελεί το μεγάλο μειονέκτημα του διηγήματος, αλλά και τη μεγάλη του γοητεία. Όταν εξετάσεις, βέβαι, κάπως ψύχραιμα το θεωρητικό του υπόβαθρο – επιστημονικοφιλοσοφικό, ψυχολογικό κτλ. – το βρίσκεις σαθρό ή τουλάχιστον σχηματικό και ελλιπές. Όσο μεγαλύτερος είναι ένας συγγραφέας – δηλαδή όσο περισσότερο είναι το έργο του προορισμένο ν’ αντέξει την δοκιμασία του χρόνου – τόσο λιγότερο διασπά την αιώνια ενότητα της ζωής, τόσο λιγότερο υποκύπτει στον πειρασμό να βάλει στους ανθρώπους πινακίδες – ο «κακός», ο «καλός», ο «αναίσθητος», ο «ευαίσθητος» κ.ο.κ. Τώρα πια, αν είμαστε για κάτι τι σχετικά βέβαιοι, είναι πως όλοι οι άνθρωποι είναι συγχρόνως και «καλοί» και «κακοί», κι εγκληματίες και θύματα. Βέβαια, αυτή η γνώση δεν έχει καταφέρει ακόνα να εισδύσει ως την καθημερινή ζωή, κι έτσι πέφτουμε όλοι μας συνεχώς στο ίδιο λάθος με τον Μαν. Κι απ’ την άλλη μεριά, ενώ είν’ αλήθεια πως οι άνθρωποι είναι συγχρόνως και εγκληματίες και θύματα, είναι εξίσου αλήθεια ότι μερικοί είναι περισσότερο εγκληματίες και λιγότερο θύματα, και ότι τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους τις υφίστανται αυτοί που είναι περισσότερο θύματα και λιγότερο εγκληματίες. Οι τύποι λοιπόν που διαγράφονται από τον Μαν σε τούτο το διήγημα, δεν είναι, στην πράξη, τόσο ξεπερασμένοι όσο κολακευόμαστε να πιστεύουμε στις αισιόδοξες στιγμές μας. Όλες οι επαναστάσεις – κοινωνικοπολιτικές, επιστημονικές, ψυχολογικές, σεξουαλικές κτλ. – δεν φαίνεται να ‘χουν αλλάξει και πολύ την ανθρώπινη «φύση». Ίσως κάποτε συμβεί κι αυτό, αν κι εγώ τουλάχιστο δεν το πολυπιστεύω.

Κώστας Ταχτσής: Η γιαγιά μου η Αθήνα (Ερμής)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006

No 392

Image Hosted by ImageShack.usRinaldo Hopf (Γερμανία)

Τι βρήκα στην Ελλάδα επιστρέφοντας; Την ίδια κόλαση επαρχιωτισμού, παρωχημένων ιδεών κι άλυτων αντιφάσεων που ειχ’ αφήσει φεύγοντας. Οι νεαροί εργάτες και οι φοιτητές διαδήλωναν στους δρόμους υπό τους ήχους των θουρίων του Θεοδωράκη, 114, ψωμί-παιδεία-ελευθερία, στις ταβέρνες η πρώτη φουρνιά των καμακιών χόρευε το συρτάκι της αυτάρεσκη, ανίδεη κι οι τουρίστες χάζευαν. Κι αυτό το ‘λεγαν «άνοιξη», το ‘λεγαν «αναγέννηση».
Εγώ είχα τους ενδοιασμούς μου (…) Παιδεία ναι, κανείς δεν είχε αντίρρηση. Αλλά, γαμώτο, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη μου ατυχή έκδοση, το βιβλίο μου είχε πουλήσει οχτώ αντίτυπα. Όσο για την ελευθερία, μμ, οι ίδιοι νέοι, που τη μια στιγμή το κραύγαζαν, την άλλη έκραζαν όποιον τολμούσε να φορέσει έστω και ένα απλό χρωματιστό πουκάμισο: «Σκοτώστε την!» Όταν έπεφταν απάνω τους βροχή τα κλομπ των μπάτσων, δεν ήμουν βέβαιος πως, πλαί στην αγανάκτηση, δεν ένιωθα και μια κρυφή ικανοποίηση.
Σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πώς να μιλήσω για πράματα που απείχαν ακόμα έτη φωτός απ’ τους καημούς αυτών των ανθρώπων που αγαπούσα και που, όπως ήλπιζα, μια μέρα θα με διάβαζαν; (…)
Κατέληξα στη λύση ενός αλληγορικού μυθιστορήματος ψευδο-επιστημονικής φαντασίας. Ο ήρωας, φαινομενικά ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άνθρωποι, στην πραγματικότητα θα ‘χε έρθει – δεν το ‘χα αποφασίσει ακόμα – ή απ’ το διάστημα καβάλα σ’ ένα UFO ή από τη μυστηριώδη και ανεξιχνίαστη ακόμη περιοχή της παραψυχολογίας. Οι νόμοι της γήινης φυσικής δε θα ίσχυαν γι’ αυτόν. Θα εκινείτο σαν τον ψύλλο μέσα στο χώρο και το χρόνο, και θα ζούσε σ’ ένα όργιο αενάων μεταμορφώσεων.

Κώστας Ταχτσής: Το φοβερό βήμα (Εξάντας)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

No 391

Image Hosted by ImageShack.usGengoroh Tagame (Ιαπωνία)

Πράγματι, η καταγραφή και διάσωση της όποιας ανθρώπινης εμπειρίας, και της παραμικρής, έχει πάντα αξία για τους επερχόμενους. Πόσο μάλλον που ο Ταχτσής δεν υπήρξε η όποια περίπτωση ζωής, αλλά σπάνιο δείγμα αναμφισβήτητα αυθεντικού καλλιτέχνη και αναγνωρισμένα ταλαντούχου διανοούμενου, που πέρασε κυριολεκτικά δια πυρός και σιδήρου, που, αν δεν διάλεξε, ενεδύθη, πάντως τον μανδύα του μαρτυρίου και κατρακύλησε, ενίοτε με ηδονή, όσο πιο κάτω γινόταν «στου Κακού τη σκάλα». Βάδισε στα χνάρια των μεγάλων κολασμένων, του Ζαν Ζενέ, «Άγιου και Μάρτυρα» κατά τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, του Αρθούρου Ρεμπώ (κατεχόταν ασφαλώς από αυτό που έχω ονομάσει «σύνδρομο Ρεμπώ» στη νεοελληνική λογοτεχνία, της σιωπής και της φυγής σε άλλες ηπείρους…), του τριαντεξάχρονου, που βιάστηκε να γράψει «ΤΕΛΟΣ», Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, του Πιερ Πάολο Παζολίνι, πιο πολύ, που κι αυτόν τον έλιωσε ο έσχατος «εραστής»…
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

Από το επίμετρο του
Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι από τη μεριά της Νίνας (Καστανιώτης)
Δραματουργική επεξεργασία: Θανάσης Θ. Νιάρχος – Νίκος Καραγεώργος

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

No 390

Image Hosted by ImageShack.usDonald Stuart Leslie Friend (Αυστραλία)

(…) στην κρίσιμη εκείνη ηλικία, έχασα μια μοναδική ευκαιρία να ενταχθώ στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής μου, να συμμεριστώ τις χαρές και τις λύπες των παιδιών της ηλικίας μου, αγοριών και κοριτσιών, κι ίσως μ’ αυτό τον τρόπο να κερδίσω και τον αμφίρροπο ακόμα τότε αγώνα που έδινα με τον εαυτό μου να κάνω μια λίγο πολύ ομαλή ερωτική ζωή. Όλα μέσα μου κλονίστηκαν. Ακόμα κι η πεποίθηση που είχα ότι ήξερα να γράφω. Στράφηκα προς την ποίηση. Όταν ωρίμασα και κατάλαβα πως εγώ είχα δίκιο και οι συμμαθητές μου άδικο, ξαναγύρισα στην πεζογραφία.
Το ’53 άρχισα να το σκάω απ’ την Ελλάδα – ταυτίζοντας θρασύτατα τον εαυτό μου με τον Ρεμπό. Πάντως υπήρχε ανάμεσά μας μια ομοιότητα: κάθε φορά αναγκαζόμουν να γυρίσω στην Ελλάδα ηττημένος. Το καλοκαίρι του ’56 έγραψα τα τελευταία ποιήματά μου κι αποφάσισα να ξαναφύγω απ’ την Ελλάδα και ν’ αφωσιωθώ στην πεζογραφία.

Κώστας Ταχτσής: Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

No 389

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

ΑΓΑΠΗ

θα εξορύξω και θα πιω τα μάτια μου
για να σε δω με τα δικά σου μάτια
όταν κοιτάζεσαι
μεσ’ τον καθρέφτη για να ξυριστείς

Κώστας Ταχτσής: Καφενείο Το «Βυζάντιο» (Γαλαξίας-Ερμείας)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

No 388

Image Hosted by ImageShack.usNick Bakes

Ούτε υποκριτής ήταν, ούτε πουριτανός. Αγαπούσε πολύ το σεξ για να καταδικάσει οποιαδήποτε έκφραση λαγνείας και, παρ’ ότι είχε αποθαρρύνει όσους ομοφυλόφιλους τον είχαν φλερτάρει, δεν ήταν η αδιαφορία ή η αποστροφή ο λόγος. Έτσι, η τωρινή ταραχή του οφειλόταν περισσότερο στο ότι τον είχαν εξαπατήσει παρά στο φύλο του απατεώνα.
«Τι μου έκανες;» Μόνο αυτό κατόρθωσε να πει. «Τι μου έκανες;»
Ο Πάι’ο πα δεν προσπάθησε να ξεφύγει, ίσως ξέροντας πως η γύμνια του ήταν η καλύτερη άμυνά του.
«Ήθελα να σε γιατρέψω» είπε. Η φωνή του, αν και τρεμάμενη, ήταν μελωδική.
«Μου έδωσες κάποιο ναρκωτικό»
«Όχι!» είπε ο Πάι.
«Μη μου λες εμένα όχι! Νόμισα πως ήσουν η Τζούντιθ! Με άφησες να πιστέψω πως ήσουν η Τζούντιθ!» Κοίταξε τα χέρια του κι ύστερα το μυώδες, λεπτό κορμί μπροστά του. «Ένιωσα εκείνη, όχι εσένα». Το ίδιο παράπονο πάλι. «Τι μου έκανες;»
«Σου έδωσα αυτό που λαχταρούσες» αποκρίθηκε ο Πάι.
Ο Ευγενής δεν είχε τι να ανταπαντήσει. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν η αλήθεια.
.
Clive Barker: Ιμάτζικα (Bell)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

No 387

Image Hosted by ImageShack.usClaudio Tessai (Βενεζουέλα)


Ο Γκρίφιν παίρνει βαθιά αναπνοή και λέει: «Έι, θες να ‘ρθεις σπίτι μου; Oι γονείς μου πήγαν στη Ρώμη για τα Χριστούγεννα». Κάποιος αλλάζει κασέτα, αναστενάζω, κοιτάζω το ποτήρι της σαμπάνιας που κρατάει, μετά αδειάζω γρήγορα το δικό μου και λέω: «βέβαια, γιατί όχι;»

Ο Γκρίφιν είναι όρθιος στο παράθυρο της κραβατοκάμαρας του, κοιτάζει έξω στην πίσω αυλή, στην πισίνα, φορώντας μόνο ένα σωβρακάκι κι εγώ κάθομαι στο πάτωμα, στηρίζοντας την πλάτη μου στο κρεβάτι του, βαριεστημένος, ξεμέθυστος και καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ο Γκρίφιν με κοιτάζει και αργά, αδέξια, βγάζει το εσώρουχό του, εγώ παρατηρώ πως το μαύρισμά του είναι ενιαίο κι αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι γιατί και σχεδόν με πιάνουν τα γέλια.

Ξυπνάω κάποια στιγμή πριν να ξημερώσει. […] φοράω τα εσώρουχά μου, αφού βεβαιωθώ ότι δεν είναι του Γκρίφιν, μετά ρίχνω μια ματιά γύρω στο δωμάτιο και με πιάνει πανικός γιατί δεν μπορώ να βρω τα ρούχα μου. Τότε μού’ρχεται στο νού ότι η υπόθεση ξεκίνησε στο λίβινγκ ρουμ χτες βράδυ…
.
Μπρετ Ήστον Έλλις: Λιγότερο από μηδέν (σέλλας)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

No 386

Image Hosted by ImageShack.usRobert Flynt (ΗΠΑ)

Άκουσε το φρενάρισμα του αυτοκινήτου, το τρίξιμο των λάστιχων μπροστά από το σπίτι και, επειδή ζούσε με το φόβο των αστυνομικών, πετάχτηκε από το κρεβάτι της για να κρυφοκοιτάξει. Από το παράθυρο είδε το αυτοκίνητο: στο γαλαζωπό φως της αυγής διέκρινε την απρόσωπη σιλουέτα του Μάυτα να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και, από την άλλη μεριά, τον οδηγό. Ετοιμαζόταν να πέσει πάλι στο κρεβάτι της όταν κάτι – κάτι παράξενο, ασυνήθιστο, δύσκολο να εξηγηθεί, να προσδιοριστεί - την τάραξε. Κράτησε το πρόσωπό της κολημμένο στο τζάμι. Γιατί ο άλλος είχε κάνει μια κίνηση για να αποχαιρετήσει τον Μάυτα που δεν της φάνηκε φυσιολογική για τον άντρα της. Από ένα χωρατατζή, ένα γλεντζέ, ένα μεθύστακα θα χώραγε μια τέτοια διαχυτικότητα. Όμως ο Μάυτα δεν ήταν ούτε παιχνιδιάρης ούτε πολύ ανοιχτός με τους φίλους του. Τότε λοιπόν; O τύπος, εν είδει αποχαιρετισμού, τον είχε αγγίξει στο άνοιγμα του παντελονιού. Στο άνοιγμα του παντελονιού. Του την κράταγε ακόμα και ο Μάυτα, αντί να του πάρει το χέρι από κει – φύγε μεθύστακα! πάρε το ξερό σου από κει, μεθύστακα! – αφέθηκε να παρασυρθεί προς το μέρος του. Τον αγκάλιαζε. Φιλιόντουσαν. Στο πρόσωπο, στο στόμα.
.
Μάριο Βάργκας Λιόσα : Mια ιστορία για τον Μάυτα ( Καστανιώτης)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

No 385

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Οι επιπόλαιοι θαυμασταί και επικριταί του Καβάφη στρατολογούνται απ’ αυτούς που θα συγχέουν πάντα. Η μοναδική του όμως αξία θα έγκειται στο μέτρο του, στην ενστικτώδη ικανότητα ν’ αποφεύγει την χυδαία αυταρέσκεια, την ανόητη πνευματική αυστηρότητα. Οι σύγχρονοι του, όποια κι αν ήταν η αξία τους, θαμπώθηκαν απ’ τα ξεφτίδια του δυτικού ρομαντισμού, δίνοντας συγχρόνως μεγάλη σημασία, άλλοι μεν στην σωτηρία δια της καθαρεύουσας, άλλοι δε στην σωτηρία δια της δημοτικής.
Με το ένστικτό του βρήκε την αληθινή παράδοση του Γένους, που ζει στο αίμα μας, στις μορφές μας, στις ψυχές μας, στις αυτόματες και αυθόρμητες πράξεις μας. Αυτή την παράδοση που εκφράζεται στην μακραίωνα λογοτεχνία σε γλώσσα ελληνική.
(…) Ο σπαραγμός του τον κάνει να οραματίζεται μέσα σ’ όλες τις ελληνικές λέξεις λυσιτελή σύμβολα που γιατρεύουν το άγχος του καλύτερα από την γραμματική και την κούφια αισθητική δεξιοτεχνία.

Ο Γιάννης Τσαρούχης διαβάζει Καβάφη στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου (Άγρα)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006

No 384

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Η πολλαπλότητα των αναφορών και δανείων από διαφορετικούς γεωγραφικούς και πολιτισμικούς χώρους δεν επιτρέπει να ταυτίσουμε μονομερώς είτε τον όρο Ανατολή είτε τον όρο Δύση με την παράδοση ή αντίθετα με τη σύγχρονη τέχνη. Από την άποψη αυτή ο μετεωρισμός του ζωγράφου ανάμεσα στο παλιό και το νέο σημαίνεται διαφορετικά από το αντίστοιχο αισθητικό δίλημμα της γενιάς του, στη διατύπωση του οποίου είχε συμβάλει και ο ίδιος στα τέλη της δεκαετίας του ’30. αν κατά την περίοδο αυτή οι όροι Ανατολή και Δύση ήταν συνώνυμοι με την παράδοση και τη νεοτερικότητα αντίστοιχα, εξετάζοντας το συνολικό έργο του Τσαρούχη διαπιστώνουμε μια αντιστροφή στη χρήση τους. Παραδόξως, ο όρος Ανατολή εμφανίζεται ως μεταφορά του μοντέρνου και της εικαστικής αυτονομίας. Αντίθετα ο όρος Δύση συμπυκνώνει μεταφορικά την έννοια του προ-μοντέρνου ή αλλιώς τη μιμητική λειτουργία της ζωγραφικής.
(…) Η μιμητική σύλληψη της πραγματικότητας αποδεικνύεται ως ένα αναγκαίο στάδιο προτού ο ζωγράφος απομακρυνθεί από αυτήν και κατακτήσει την αυτονομία του πίνακα. Είναι φανερή από τη μια μεριά η έλξη που ασκεί στον καλλιτέχνη το θέμα (κατά το πλείστον, το ανδρικό σώμα), και από την άλλη η βούλησή του να το υπερβεί. Η αληθοφάνεια του μοντέλου δίνει τη θέση της στη χρωματική εκφραστικότητα και η φυσικότητα στο σχεδιαστικό ρυθμό. Ποτέ ίσως άλλοτε ο αισθησιασμός που εκλύεται από το έργο του Τσαρούχη, δεν βρήκε με τόση πληρότητα και ευστοχία, όσο στα έργα αυτά, το εικαστικό του αντίστοιχο.

Γιάννης Τσαρούχης, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Επιλογές από τη συλλογή του Ιδρύματος Γ. Τσαρούχη (Υπουργείο Πολιτισμού)
Επιμέλεια: Άννα Καφέτση

Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2006

No 383

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Αναμφισβήτητα υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην Ανατολίτικη και τη Δυτική ζωγραφική, η οποία με απασχολούσε εκείνο τον καιρό. Η Ελληνική ζωγραφική με τράβηξε πάντοτε γιατί μου έδινε, αν όχι τίποτα άλλο, την ψευδαίσθηση ότι ενώνει τους δυο τρόπους.
Είναι άραγε δυνατόν να ενωθούν οι δυο τρόποι; Η απάντηση είναι δύσκολη και οι συνδυασμοί ό,τι το πιο επικίνδυνο. Αν όμως κανείς σεβαστεί τις δυνατότητες της ζωγραφικής και περιοριστεί σ’ αυτές, μπορεί τότε να ενώσει πολλά πράγματα που φαίνονται αντίθετα.
Μιλούμε συνεχώς για Ανατολή και Δύση ξεχνώντας πάντοτε πόσο βαθιά επίδραση είχε η Ελληνική ζωγραφική τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Γι’ αυτό σκέφτηκα συχνά πως τις τέχνες που δεν ακολουθούν το ελληνικό παράδειγμα θα έπρεπε να τις χαρακτηρίζουμε με το αν είναι προελληνικές ή με το βαθμό που είναι αντι-ελληνικές, έστω κι αν ακολουθούν ελληνικούς τρόπους.
Το τι είναι ελληνικό προσπαθούμε κι εμείς οι Έλληνες να το μάθουμε όπως και τόσοι άλλοι. Παράλληλα μ’ αυτό ο εξελληνισμός μας είναι παλιότερος και διαφορετικός από τον εξελληνισμό του Δυτικού, που επηρεάζει και μας όσο πάει περισσότερο. Το να εξελληνιστεί κανείς κατέληξε συχνά σε ιδανικό διεθνές που οδηγεί σε ευγενή συναγωνισμό. Για μας τους Έλληνες αυτό το δυτικό ιδανικό, που κάθε τόσο αδυνατίζει, είναι αδύνατο να είναι ξεχωρισμένο και άσχετο με τον προαιώνιο εξελληνισμό μας, δηλαδή τη συμμετοχή μας στον ελληνικό πολιτισμό που συνεχίζεται.

Γιάννης Τσαρούχης: ως στρουθίον μονάζον επί δώματος (Καστανιώτης)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

No 382

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου. Μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης. Πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς το σώμα σαν έργο του αγαθού πατρός Θεού, και όχι του σατανά, όπως έπίστευαν οι επάρατοι εχθροί της εκκλησίας, μονοφυσίτες. Για να υπάρχει νυμφίος, πρέπει να υπάρχει και γάμος και πρέπει να μάθουμε ποιος παντρεύεται ποιόν. Μην πλανάσθε, Ιουδαίοι. Το σώμα το φθαρτό παντρεύεται με την αθάνατη ψυχή και γι' αυτό έχει κοσμηθεί o νυμφώνας της εκκλησίας. Όσα είπα είπα, δεν είμαι όμως θεολόγος.
.
Γιάννης Τσαρούχης: Αγαθόν το εξομολογείσθαι (Καστανιώτης)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

No 381

Κι αν έρθει μέρα σκοτεινή
και βάσανα χιλιάδες
να τα ξορκίζεις με έρωτα
με αγκαλιές και με φιλιά.
Κι όταν πέρα δεν τραβά
τραγούδα το τραγούδι μας
κι όλα θα δεις θα παν’ καλά!!!
...Η Κρυστάλλω ήταν άντρας
...και ο Κίτσος τραβεστί
...και ο παπάς ήταν νταβάς
...και ο αστυνόμος αδελφή
...Γιέιιι…

Γιώργος Μανιώτης: Η κρυστάλλω ήταν άντρας (Έκτυπο)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

No 380

ΡΟΥΛΑ: …Όταν οι δικοί μου, φεύγαν και πήγαιναν διακοπές τα καλοκαίρια… εγώ, έμενα πίσω στο σπίτι για να μελετώ, επειδή έκανα φροντιστήριο για να δώσω εξετάσεις εισαγωγικές. Τα απογεύματα δεν ξέρω τι στο διάολο μ’ έπιανε, αλλά φορούσα τα φουστάνια τςη μαμάς, τις κάλτσες, τα κραγιόν, τα εσώρουχα και την ξανθιά της την περούκα κι έβγαινα στην βεράντα κι έπινα καφέ!
ΓΩΓΩ: …Πες μωρή Ρούλα πού έβαζες τα πόδια σου μωρή, αυτό με τρελαίνει, πες το το κακόχρονο να ‘χεις!
ΡΟΥΛΑ: …Τα πόδια τα ‘βαζα με χάρη πάνω στα κάγκελα για να φαίνονται όλα από κάτω. Απέναντί μας καθότανε ένας παιδαράς μέχρι εκεί πάνω μπασκετμπολίστας το επάγγελμα που μόλις μ’ έβλεπε να πίνω καφέ, τα ‘βγαζε όλα και γύριζε γύρω-γύρω σαν λύκος και παφ-πουφ άναβε το ‘ να τσιγάρο πάνω στο άλλο και ντουμάνιαζε το δωμάτιο κι ύστερα έπεφτε και στο κρεβάτι κι άνοιγε τις ποδάρες του μ’ ένα πράγμα σηκωμένο να… ως εκεί πάνω καλέ… (…) Κάποτε από τα πολλά δεν βάσταξα και του ‘κανα νόημα να ‘ρθει πάνω. Τι ήταν αυτό καλέ κορίτσια; Τι παράδεισος καλέ, τι μέθεξη; Τι έκσταση και τι μαγεία; Τρεις μέρες μείναμε κλεισμένοι μες στο σπίτι κι αν δεν είχαμε αδειάσει το ψυγείο άλλες τόσες θα μέναμε καλέ…Εγώ σε δέκα μέρες είχα πυρώσει, κεραμίδι είχα γίνει, έκαιγα… Τίποτα δεν με κρατούσε πια, όποιον έβλεπα ήθελα να τον παίρνω… Τέτοια λύσσα μ’ είχε πιάσει… Μια φορά θυμάμαι είχα πέντε μέρες να κοιμηθώ απ’ αγκαλιά σ’ αγκαλιά είχα εξαϋλωθεί καλέ, είχα μεθύσει… χα….χα …χα … Πριν επιστρέψουνε οι δικοί μου από τας διακοπάς τα μάζεψα κι έγινα καπνός. Τον χειμώνα γνώρισα τον Βαγγέλη ένα παιδί ατσίδα που μ’ έμαθε πως καλό και το «κοκό» αλλά όσο περνάει η μπογιά μου… δεν βλάφτει και το «τερπνόν μετά του ωφελίμου» το παραδάκι δηλαδή… και με πήρε ο μάγκας και με πήγε στην Σιγκαπούρη κι εγχειρίστηκα. Τρια χρόνια κάναμε μαζί μέχρι να βγάλω το χρέος… ύστερα ψυχραθήκαμε κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του… Ε, αυτά… στην πρώτη μου ζήση με λέγανε Λευτέρη κι ήθελα να γίνω φυσικός… Άχαχαχαχαχ… αχαχαχαχ γι’ αυτό και με φωνάζουνε Ρούλα η Μελετηρή!!

Γιώργος Μανιώτης: Ο λάκκος της αμαρτίας (Κέδρος)

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

No 379

Είκοσι χρόνια αργότερα, αναφέρθηκε σε αυτές τις εμπειρίες του ενώ περπατούσε με τον James Lees-Milne. «Ήταν», έγραψε ο Lees-Milne στο ημερολόγιό του, «το αγαπημένο παιδί της μητέρας του. Έβλεπε τον πατέρα του μόνο κατά τη διάρκεια των αδειών του από το ναυτικό και, όταν εκείνος ερχόταν στο σπίτι, ο Μπρους απεχθανόταν την ανεπιθύμητη παρουσία του. Η μητέρα του, μια άμυαλη γυναίκα, τον παραχάιδευε και έφθανε ακόμη και να του φοράει τα ρούχα της όταν ήταν παιδάκι έξι χρονών».
Η Μαργκαρίτα αρνήθηκε πως έντυνε τον Μπρους με τα ρούχα της εκτός όταν αυτό χρειαζόταν για τις θεατρικές παραστάσεις του σχολείου, αλλά στον Μπρους έκανε χαρά να περιλάβει αυτή τη φαντασίωση στο βιβλίο του Στον μαύρο λόφο: «Ένα παγερό πρωινό, το σπίτι ήταν ασυνήθιστα σιωπηλό και η Μαίρη ανέβηκε επάνω όταν άκουσε να τρίζουν οι σανίδες στο δεύτερο πάτωμα. Ανοίγοντας την πόρτα του υπνοδβματίου της, είδε τον αγαπημένο της γιο να φοράει την πράσινη βελούδινη φούστα της που του έφθανε ως τις μασχάλες και το νυφικό της καπέλο που του έκρυβε το μισό πρόσωπο. ‘Πσσστ! Για όνομα του Θεού!’ του ψιθύρισε. ‘Μην τυχόν και σε δει έτσι ο πατέρας σου!’»

Nicolas Shakespeare: Bruce Chatwin (Χατζηνικολή)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

No 378

ΦΕΡΓΚΟΥΣ: Θα έκανες τα πάντα για μένα;
Η Ντηλ νεύει καταφατικά
ΝΤΙΛ: Τα πάντα
Ο Φέργκους παίρνει ένα ψαλίδι για να κουρέψει τα μαλλιά της. Η Ντηλ ανασηκώνει το κεφάλι της.
ΝΤΙΛ: Μη –
ΦΕΡΓΚΟΥΣ: Είπες τα πάντα, Ντιλ –
ΝΤΙΛ: Μια καοπέλα πρέπει να βάζει κάποια όρια –
ΦΕΡΓΚΟΥΣ: Θέλω να σε μεταμορφώσω σε άντρα, Ντιλ…
Τον κοιτάζει.
ΝΤΙΛ: Γιατί;
ΦΕΡΓΚΟΥΣ: Είναι μυστικό.
ΝΤΙΛ: Θα σ’ αρέσω περισσότερο έτσι, Τζίμι;
ΦΕΡΓΚΟΥΣ: Ναι.
ΝΤΙΛ: Και δεν θα ‘ αφήσεις;
ΦΕΡΓΚΟΥΣ: Όχι
ΝΤΙΛ: Το υπόσχεσαι;
Φεργκους: Το υπόσχομαι.
.
Νιλ Τζόρνταν: Το παιχνίδι των λυγμών [το σενάριο] (Κέδρος)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

No 377

Μετά την τελετήν εξήγαγεν ο Φρουμέντιος εκ του δισακκίου του ανδρικήν στολήν καλογήρου, την οποίαν παρεκάλεσε την φίλη του να ενδυθεή, ίνα γίνη δεκτή ως νεοφώτιστος εις την Μονήν της Φούλδας. (…)
Η Ιωάννα απεποιείτο ως έργον ασεβές την μεταμφίεσιν, αντιτάσσουσα εις του εραστού τας παρακλήσεις το ρητόν της Γραφής «ουκ έσται σκευή ανδρός επί γυναικί, ουδ’ ενδύσεται ανήρ στολήν γυναικείαν» αλλ’ εκείνος επέμενε, και εις το εδάφιον του Δευτεονομίου αντέταττεν την γνώμην του Ωριγένους, καθ’ ον αι γυναίκες θέλουσι μεταμορφωθή εις άνδρας κατά την ημέραν της Κρίσεως. Αποκριθείσης δε της Ιωάννας ότι ο Ωριγένης ήτο αιρετικός και πλην τούτου ευνούχος, ενεθύμισεν αυτή ο νεανίσκος το παράδειγμα της Αγ. Θέκλης, αδελφής του Αποστόλου Παύλου και πλην ταύτης την Αγ. Μαργαρίταν, την Αγ. Ευγενίαν, την Αγ. Ματρώναν και τόσας άλλας αγίας, αίτινες κρύψασαι υπό ανδρικόν ράσον το σώμα αυτών, το λευκόν ως πτέρυγα αγγέλου, απέκτησαν την αγιότητα, συζήσασαι μετά καλογήρψν, ως κατακτώσι και οι Τούρκοι τον παράδεισον ζώντες ματαξύ γυναικών.
Η νεότης, το κάλλος και η περιπάθεια ήσαν επιχειρήματα καθιστώντα ακαταμάχητον την ευγλωττίαν του νέου κατηχητού, ώστε η Ιωάννα καταπατήσασα μετ’ ου πολύ υπό τους μικρούς πόδας της τα τε παραγγέλματα της Γραφής και την γυναικείαν αυτής στολήν, ενεδύθη το ράσον και τα υπεδέθη τα σανδάλια εκείνα, άτινα έμελλε ματά τινα έτη να τείνη προς ασπασμόν εις τους μεγάλους της γης περί τον θρόνον της γονυπετούντας.
Αφού ετελείωσεν η μεταμόρφωσις, ωδήγησεν αυτήν ο Φρουμέντιος εις το χείλος της λίμνης, ίνα κατοπτρισθή. Ουδέποτε είχε σφίγξει σχοινίον την οσφύν ωραιοτέρου καλογήρου, το δε πρόσωπον της ηρωίδος μας έλαμπεν υπο το μοναχικόν κουκούλιον ως μαργαρίτης εντός του οστράκου. Ο Φρουμέντιος δεν ηδύνατο να κορεσθή θαυμάζων τον αδελφόν του Ιωάννην, προ του οποίου γονυπετήσας ως εν εκστάσει ήρξατο να ανυμνή την καλλονήν αυτού (…)

Εμμανουήλ Ροΐδης: Η Πάπισσα Ιωάννα (ΤΑ ΝΕΑ)*
* έκδοση με το πρωτότυπο κείμενο και απόδοσή του στη δημοτική.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006

No 376

Image Hosted by ImageShack.us

Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα,
σαν όλους τους νεκρούς εδώ στη Γη
σαν όλους τους νεκρούς που λησμονιούνται
με τα σκυλιά τα ψόφια στοιβαγμένοι

Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν τραγουδώ τη χάρη και ομορφιά σου.
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου.

Χρόνια θ’ αργήσει να φανεί, αν θα φανεί ποτέ του,
τέτοιος καθάριος, ζωντανός, ζεστός Ανδαλουσιανός.
Την αρχοντιά του τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι έν’ αεράκι οπού ‘κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας από το Θέατρο και Ποίηση (Πατάκης)
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος

Κυριακή, Νοεμβρίου 12, 2006

No 375

Image Hosted by ImageShack.us

Ο Φεδερίκο ήταν πολύ διακριτικός, τόσο στην εξωτερική του εμφάνιση, όσο και στα συναισθήματα. Μπορεί να μη διέθετε το αρρενωπό παρουσιαστικό του Μπουνιουέλ, για παράδειγμα, όμως δεν έδινε καθόλου την εντύπωση του ομοφυλόφιλου, αν και οι φίλοι του το ήξεραν και το λάβαιναν υπόψη σε ειδικές περιπτώσεις (όπως όταν πήγαιναν στις πουτάνες). Κατά τα άλλα όμως δεν έδειχνε καθόλου διαφορετικός. Ήταν πολύ κλειστός, αυτό να λέγεται. Τις δύσκολες στιγμές τις περνούσε μονάχος. Εξαφανιζόταν. Όταν επανερχόταν είχε πάλι τη χαρωπή του έκφραση κι ήταν πάντα ο ίδιος, χωρίς κυκλοθυμίες.

Αγκουστίν Σάντσεθ Βιδάλ: Μπουνιουέλ, Λόρκα, Νταλί. Το αίνιγμα δίχως τέλος (Εξάντας)

Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006

No 374

Image Hosted by ImageShack.us

Μετά τη σούπα, λέω χαμηλόφωνα στον Φεντερίκο:
- Πάμε έξω. Θέλω να σου πω κάτι σοβαρό.
Δέχεται, λίγο ξαφνιασμένος. Σηκωνόμαστε.
Μας δίνουν την άδεια ν’ αποχωρήσουμε στη μέση του γεύματος. Πηγαίνουμε σε μια κοντινή ταβέρνα κι εκεί λέω στον Φεντερίκο ότι αποφάσισα να μονομαχήσω με τον Μαρτίν Ντομίνγκεθ, τον Βάσκο.
- Γιατί, με ρωτάει ο Λόρκα.
Διστάζω για μια στιγμή, δεν ξέρω πώς να εκφραστώ κι απότομα τον ρωτάω:
- Είναι αλήθεια πως είσαι maricón («αδελφή»)
Φοβερά προσβεβλημένος, σηκώνεται πάνω και μου λέει:
- Μεταξύ μας, όλα τελείωσαν.
Και φεύγει.
Εννοείται ότι συμφιλιωθήκαμε το ίδιο βράδυ. Ο Φεντερίκο δεν είχε τίποτε το θηλυπρεπές στη συμπεριφορά του, καμιά επιτήδευση. Εξάλλου δεν του άρεσαν οι παρωδίες και τα αστεία πάνω σ’ αυτό το θέμα – όπως για παράδειγμα εκείνο το αστείο του Αραγκόν, που όταν ήρθε στη Μαδρίτη μερικά χρόνια αργότερα, για να δώσει μια διάλεξη στην Εστία, ρώτησε τον διευθυντή με την πρόθεση να τον σκανδαλίσει – πρόθεση που στέφθηκε με επιτυχία - : «Μήπως τυχόν γνωρίζετε κανένα ενδιαφέρον ουρητήριο;»

Λουίς Μπουνιουέλ: Η τελευταία πνοή (Οδυσσέας)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

No 373

Image Hosted by ImageShack.usAuguste Rodin (Γαλλία)
.
Δέκα ολόκληρα χρόνια χωρίς την Μαρούσα!…Χωρίς την αγάπη, το χάδι, την ζεστή της έγνοια. Η γυναίκα, που μπήκε στη ζωή μου αχνοπατώντας για να την σημαδέψει για πάντα κι ύστερα εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη, σαν να μην είχε έρθει ποτε, χάθηκε σε μια ζωή που θα έμενε για μένα αόρατη και ανεξιχνίαστη. Αισθάνθηκα ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί μου. Σηκώθηκε για να μπω στο σπίτι να ρίξω κάτι πάνω μου και τότε πρόσεξα έξω από την πόρτα του κήπου μια ακίνητη ανθρώπινη φιγούρα που, καθώς έπεφταν πάνω της οι ακτίνες της ανατολής, σχεδίαζαν το περίγραμμα μιας γυναίκας! (…) Δεν ήξερα αν ήταν η Μαρούσα στην πραγματικότητα ή αν ήταν η ανάμνησή της που με είχε κάνει να την προσωποποιήσω. Αυτή η πρωινή μου λαχτάρα για κείνη! (…) Δεν πρόλαβα να τελειώσω τις σκέψεις μου και η γυναικεία σιλουέτα έκανε μερικά βήματα κάνοντας το πρωινό αεράκι να της ανεμίσει τα μαλλιά. (…) Τώρα είχε έρθει πολύ κοντά μου και είχε σταθεί μπροστά μου, περιμένοντας ίσως το αγκάλιασμά μου. Το προσπάθησα τεντώνοντας το ένα χέρι μου, που όμως έμεινε μετέωρο κι έπεσε πίσω σαν άψυχο.
(…) Ένας αέρας έφερε τη μυρωδιά της λεβάντας απ’ τον κήπο. Την ανάσανε βαθιά και άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης. Μετά, είπε μόνο μια λέξη:
- Γύρισα!…
.
Νίνα Ναχμία: Τίποτα πριν. Τίποτα μετά (Οδός Πανός)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

No 372

Image Hosted by ImageShack.usΚirk Fanelly

Η Έλεν απομακρύνθηκε για να γδυθεί, να λύσει τα μαλλιά της, να φορέσει το νυχτικό της. Όλα αυτά τα έκανε μ’ έναν αθόρυβο, δειλό τρόπο. «Είσαι πάγος!» ξανάπε η Τζούλια, όταν ξάπλωσε δίπλα της η Έλεν.
«Με συγχωρείς», είπε η Έλεν. Δεν είχε νιώσει να κρυώνει προηγουμένως, αλλά τώρα που ένιωθε τη ζεστασιά του κορμιού της Τζούλιας, άρχισε να τρέμει. «Με συγχωρείς», ξανάπε. Τα δόντια της χτυπούσαν. Προσπάθησε να μείνει ακίνητη’ το τρέμουλο χειροτέρεψε.
«Αμάν!» είπε η Τζούλια, αλλά άπλωσε το χέρι της γύρω απ’ την Έλεν και την τράβηξε κοντά της. Μύριζε ύπνο, ξέστρωτα κρεβάτια, άλουστα μαλλιά, αλλά ευχάριστα, θεσπέσια. Η Έλεν έμεινε κολλημένη πάνω της και έκλεισε τα μάτια της. Ένιωθε εξαντλημένη, αδειασμένη’ σκέφτηκε την ημέρα που είχε περάσει – της φαινόταν απίστευτο που τόσο λίγες ώρες μπορούσαν να ππερικλείσουν τόσο διαφορετικά επίπεδα βίαιου συναισθήματος.
Ίσως να σκεφτόταν το ίδιο και η Τζούλια. Ο ώμος της ανασηκώθηκε και ξανάπεσε, καθώς αναστέναξε. «Τι γελοία μέρα κι αυτή!» είπε.
Η Έλεν έγειρε το κεφάλι της, κάπως ταπεινά, ώσπου ακούμπησε στο στήθος της Τζούλιας. Είπε, «Σκέφθηκα ότι μπορεί να έφευγες».
«Θα ‘πρεπε», είπε η Τζούλια. «Θα σου άξιζε».
«Ένιωσα σαν τον Οθέλο, σαν τον ταπεινό Ινδιάνο, που πέταξε ένα μαργαριτάρι, πλουσιότερος απ’ όλη τη φυλή του»
«Βλαμμένη».
«Σ’ αγαπώ».
«Βλαμμένη. Κοιμήσου».
«Μη μ’ αφήσεις», σκέφθηκε η Έλεν. Άκουγε τους χτύπους της καρδιάς της Τζούλιας: σταθεροί, μυστικοί, άπιαστοι. «Μη μ’ αφήσεις».

Σάρα Γουώτερς: Η Έλεν και η Τζούλια (περιοδικό Granta,τεύχος 1)

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

No 371

Ύστερα είχα νέα απ’ τον Τόνι:
«…Το προηγούμενο βράδυ ήμουν σ’ ένα μπαρ, όταν το μάτι μου πήρε τον Μπάρετ. Έκανα πως δεν τον είδα. Αλλά ήρθε και μου μίλησε. Μου φάνηκε λιγάκι σφιγμένος. Δεν είχα πιει πολύ. Μου έλεγε συνέχεια πόσο λυπόταν που «με είχε προδώσει» και «με είχε εξαπατήσει» και με παρακαλούσε να ακούσω τις εξηγήσεις του. Ήταν υπερβολικά μελοδραματικός. Ο κόσμος στο μπαρ γύριζε και μας κοίταζε. Φοβόμουν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε στα γόνατά μου και θ’ άρχιζε να κλαίει. Επέμενε τρομερά ν’ ακούσω την ιστορία του. Έτσι υποχρεώθηκα να τον ακούσω.
(…) Και ομολογώ ότι μου φαίνεται ότι εγώ τον αδίκησα κι όχι αυτός . καημένε Μπάρετ! Φαινόταν τόσο χλωμός κι αδύνατος! Φροντίζει μια γριά στη Λόουντς Σκουέαρ. Του χτυπάει το κουδούνι όλη μέρα και νιώθει εντελώς δυστυχισμένος. Ξέρεις κανένα να θέλει έναν υπηρέτη κλάσεως;
Με λίγα λεφτά θα τον έπαιρνα εγώ πάλι…»

Ρούμπιν Μώγχαμ: Ο υπηρέτης (Μέδουσα)

Σάββατο, Νοεμβρίου 04, 2006

No 370

Image Hosted by ImageShack.usFrancis Bacon (Ηνωμένο Βασίλειο)

Εννέα μέρες. Πέρασαν κιόλας εννέα μέρες. Πώς ήταν άραγε η ζωή μου, η καθημερινότητά μου, πριν έρθει ο Τζων; Θυμάμαι; Ε, αλίμονο τώρα, φυσικά θυμάμαι! Κι όμως… κι όμως θα μου είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσω τη ζωή μου όπως πριν, όταν εκείνος δεν θα αποτελεί πια μέρος της. Βέβαια ήμουν πάντα μοναχικός άνθρωπος, αυτό είναι αλήθεια. Μοναχικός είναι ο άνθρωπος ο οποίος επιλέγει τη μοναξιά – ή μάλλον δεν επιλέγει τόσο τη μοναξιά, όσο θέλει να μείνει μόνος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν που είναι μόνος και σε αυτόν που επιθυμεί να μείνει μόνος. Είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα μαζοχιστικό και σπάνιο είδος οδύνης, στη μοναδικότητα που αυτός λαχταράει, σε μια μοναδικότητα που δίχως αμφιβολία τον πονάει. Τέλος πάντων, είναι νωρίς ακόμα.

Gilbert Adair: Κλειστό βιβλίο (Σέλλας)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

No 369

Image Hosted by ImageShack.usAndy Warhol (ΗΠΑ)
.
Τελικά ένα νέο αγόρι ίσως τηνέιτζερ που περπατούσε με μερικά άλλα αγόρια στην Market Streeet του Πάτερσον, πιο κάτω απ’ το Δημαρχείο κι απ’ τη τράπεζα και το μεγάλο κατάστημα Σουνμέικερ πριν τρία ή δύο χρόνια, όταν τριγυρνούσα στο κέντρο της πόλης, ποιος ξέρει για ποιο λόγο. Δεν είχε ούτε τη ζωώδικη λαμπρότητα του Σπανιόλου, ούτε τον πόνο και τη διανόηση των άλλων, ούτε την ηλικία τους’ ήταν μάλλον κοντός, σε πρώτη ματιά πολύ κοντός (σαν να είχε κατσιάσει από το κάπνισμα), και φορούσε πολύ κολλητά τζην’ είχε όμως ωραίο σώμα, σφιχτούς γοφούς και δυνατά και συμπαγή γεννητικά όργανα που τέντωναν τα εφαρμοστά τζην, και μπορεί να φόραγε κι ένα βρώμικο φανελάκι στο φαρδύ κοντόχοντρο στήθος του (παρόλο που δεν ήταν νάνος, απλώς ένας μικροκαμωμένος δυνατός έφηβος) – κι ένα συνηθισμένο ούτε άσχημο ούτε όμορφο πρόσωπο – κι όμως, μόλις τον πρωτοαντίκρισα περνώντας από δίπλα του, ένιωσα σχεδόν να λιποθυμώ απ’ το κύμα της βρώμικης σεξουαλικότητας, πραγματικής απλοϊκής γνώσης, αθώου αισθησιασμού’ ελευθερία του σώματος, δύναμη στο στομάχι και στους γοφούς του. Περπατούσε στο δρόμο κι εγώ τον ακολουθούσα. Με είχε μαγέψει τόσο – το σώμα μου αντιδρούσε στο δικό του σαν μαγνήτης – ένιωθα ταραχή, έλξη, ναυτία στο στομάχι απ’ τον πόθο – η αμεσότητα του κορμιού του – μιλούσε με κάτι ψιλόλιγνους ασχημάτιστους νεαρούς, κάπνιζε άνετα ένα τσιγάρο, μιλούσε περιγράφοντας μάλλον κάποια κατάκτηση, ή κομπάζοντας για τη δήθεν συμμετοχή του σε συμμορία ή κρησφύγετο. Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάδα κάποιον που να θέλω να ενώσω τόσο πολύ μαζί του το κορμί μου – εκτός ίσως π’ τον πρωτόγονο Σπανιόλο του Χιούστον.
.
Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Ημερολόγια (Εστία)

Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006

No 368

Image Hosted by ImageShack.usChris Morgan

Λίγη αγάπη

Ύστερα από 53 χρόνια
Δακρύζω ακόμα
Ερωτεύομαι ακόμα
Βελτιώνω ακόμα

Τη τέχνη μου μ’ ένα φιλί
Την καρδιά μου μ’ ευτυχία
Τα χέρια μου χαϊδεύουν
Παιδιά των συνεργείων

(…) Όλο και πιο σπάνια
Τ’ αγόρια μού προφέρουνε τις χάρες τους
Όλο και πιο πολύ καθώς γερνάω
Η αγάπη ορθώνεται αναιδέστερη

Όλο και πιο γλυκά
Γεμίζω με ρυτίδες σαν νερό
Η σάρκα μου ακόμα τρεμουλιάζει
Τα δάχτυλά μου είν’ ευκίνητα

Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Πλουτώνια Ωδή και άλλα ποιήματα 1977-1980 (Απόπειρα)
Μετάφραση: Τάσος Σαμαρτζής

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

No 367

Image Hosted by ImageShack.usChristopher

ΤΡΑΓΟΥΔΙ
.
Το βάρος του κόσμου
.............είναι η αγάπη.
Κάτω απ' το φορτίο της μοναξιάς,
κάτω απ' το φορτίο
..............της δυσαρέσκειας
.
..............το βάρος,
το βάρος που κουβαλάμε
..............είναι η αγάπη.
.
Ποιος μπορεί να τ' αρνηθεί;
..............στα όνειρα
..............αγγίζει το κορμί,
..............στη σκέψη
..............δημιουργεί ένα θαύμα,
στη φαντασία αγωνιά,
..............μέχρι να γίνει ανθρώπινη-
.
κοιτάζει έξω απ' την καρδιά
..............καίγεται με αγνότητα-
γιατί το βάρος της ζωής
..............είναι η αγάπη.
.
Άλλεν Γκίνσμπεργκ / ΗΠΑ
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
από την Ανθολογία Μπιτ Ποίησης (Ροές)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

No 366

Image Hosted by ImageShack.usBhupen Khakhar (Ινδία)

Ήμαστε στους βράχους τώρα, κάτω από τον μόλο, κι έκανα δήθεν ότι ψάχνω πού θα πατήσω μέσα στο σκοτάδι, μολονότι ήξερα κάθε βράχο εκεί καλύτερα κι απ’ τη σκάλα απ’ όπου ανεβαίνω στο δωμάτιό μου στο σπίτι των γονιών μου (…)
«Βαρέθηκε πια», είπε ο Ρατζίς.
«Τι βαρέθηκες;» ρώτησα. Αλλά ήξερα.
«Να πηδιέμαι στους βράχους. Είμαι τριάντα δύο χρονών. Θέλω να γαμιέμαι στο διαμέρισμα μου (…) Οι τιμές των ακινήτων στη Βομβάη είναι οι ακριβότερες του κόσμου. Ακριβότερες απ’ ό,τι στο Τόκιο και στη Νέα Υόρκη».
Επομένως, στο Τόκιο ή στη Νέα Υόρκη ,πορεί να υπήρχε ένα δωμάτιο για έναν προγραμματιστή κι έναν ταχυδρομικό υπάλληλο ή τουλάχιστον μια καλύτερη φαντασίωση. Αυτό ήθελα να του πω, αλλά δεν μίλησα, του έπιασα το χέρι και το κράτησα μέχρι που φτάσαμε στη στάση του λεωφορείου, με τη σιωπηλή ουρά από εξαντλημένους υπαλλήλους, εργάτες και μαγείρους. Καθίσαμε εκεί, πιασμένοι χέρι χέρι, μοιάζοντας σαν δυο καλοί φίλοι, μέχρι που ήρθε το λεωφορείο μ’ εκείνο το απεγνωσμένο νυχτερινό τρίξιμο του διαφορικού και τότε δεν άντεχα άλλο την έκφραση του προσώπου του, τον αγκάλιασα, τον έσφιξα όσο πιο δυνατά μπορούσα και βρήκα τα χείλια του για μια στιγμή μέσα στο ξαφνικό σπρωξίδι των επιβατών που ανεβοκατέβαιναν. Τίναξε το κεφάλι του μακριά, αλλά με ένα αμυδρό χαμόγελο. Μετά το λεωφορείο έφυγε κι έμεινα μόνος.

Βίκραμ Τσάντρα: Ιστορίες της Βομβάης (BELL)

Τρίτη, Οκτωβρίου 24, 2006

No 365

Image Hosted by ImageShack.usNebojsa Zdravkovic (Σερβία)

Τον κοίταξα κι είπα: «Δεν είσαι και τόσο διαφορετικός. Ίδιος μ’ εμένα είσαι, έτσι;» Έτρεμα ακόμα. Το ίδιο κι εκείνος. Η φωνή μου έβγαινε τρεμουλιαστή. Δεν είπε τίποτα.
«Δεν είσαι και τόσο διαφορετικός», ξαναείπα. Είχε πάψει πια να ‘ναι ερώτηση. Έγειρα πιο κοντά. Μύριζε μαριχουάνα και μπύρα, τα μάτια του ήταν υγρά και κατακόκκινα. Κοίταξε την μπότα του, γύρισε σε μένα, μετά χαμήλωσε πάλι το βλέμμα. Τα πρόσωπά μας άγγιζαν σχεδόν το ένα το άλλο και τότε φίλησα την άκρη των χειλιών του και τραβήχτηκα πίσω, περιμένοντας κάποια αντίδραση. Εξακολουθούσε να κοιτάζει τις μπότες του. Άγγιξα το πόδι του. Ανέπνεε με δυσκολία. Τα μάτια μας συναντήθηκαν για πέντε δευτερόλεπτα σχεδόν. Η μουσική φαινόταν σαν να δυναμώνει. Είχα την αίσθηση πως το πρόσωπό μου είχε αναψοκοκκινήσει. Προχώρησα το χέρι μου πιο ψηλά. Εκείνος άνοιξε ελαφρά τα πόδια του και με κοίταξε τολμηρά. Τον ξαναφίλησα. Τα μάτια του κλείσανε.
«Μην προσποιείσαι πως δεν κάνουμε ό,τι κάνουμε», του είπα.
Το χέρι μου σύρθηκε πάνω στο τζην του, χωρίς να ‘μια βέβαιος αν βρισκόταν στο γόνατο, στο μπούτι ή κοντά στον καβάλο. Έσκυψα αργά προς τα μπρος. «Έλα δω», του είπα. Προσπάθησα να τον ξαναφιλήσω. Έκανε πίσω. Πλησίασα πιο κοντά. Εκείνος έγειρε το κεφάλι του λίγο προς το μέρος μου, με το βλέμμα χαμηλωμένο, και μετά το στόμα του συνάντησε το δικό μου. Σταμάτησε και πήρε ανάσα, μετά με φίλησε πιο έντονα αυτή τη φορά.

Μπρετ Ήστον Έλλις: Οι νόμοι της έλξης (σέλας)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

No 364

Image Hosted by ImageShack.usJean Cocteau (Γαλλία)

Στην αρχή, στην Ουκβίλ, δε θεωρούσα τον εαυτό μου πούστη. Για να θεωρείς έτσι τον εαυτό σου χρειάζεσαι ήδη μια κάποια οικειότητα με τον κόσμο των ομοφυλοφίλων. Όμως, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, μ’ όλες τις σπουδές που είχα κάνει, μ’ όλους τους καθηγητές, όλους τους σπουδαστές που είχα γνωρίσει, όχι μόνο δεν είχα διαβάσει ποτέ σε κανένα βιβλίο ούτε είχα ακούσει να λέγεται ποτέ από κανένα ότι δυο αγόρια μπορούν να ζουν μαζί, αλλά επιπλέον αγνοούσα ότι, επειδή δεν είχαν συναντήσει έναν σύντροφο της αρεσκείας τους είτε επειδή ούτε η οικογένειά τους ούτε ο εργοδότης τους ούτε η κοινή γνώμη στην επαρχία δε θα ανέχονταν τη συμβίωσή τους, οι περισσότεροι από μας τα βγάζαν πέρα με τρόπους όπως το να βρίσκονται σε ειδικούς χώρους, αποτελώντας έτσι μια μυστική κοινότητα.
(…) όπως τόσοι έφηβοι που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο εξωτερικό, έξω από το καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα μέρος των δυνάμεων που με υποχρέωναν στην απώθηση γινόταν λιγότερο πιεστικό, μόλις διάβαινα τα σύνορα.
Στη Γερμανία, στη διάρκεια μιας Διεθνούς Συνάντησης Σπουδαστών, ένας Ολλανδός γλίστρησε στο κρεβάτι μου. Δέχτηκα υπάκουα την ερωτική του έφοδο, που έγινε μέσα σε μια βαθιά σιωπή, για να μην ξυπνήσει ο θάλαμος. Στο Λονδίνο, σ’ ένα σινεμά, πρόσφερα στον διπλανό μου την εξυπηρέτηση που μου ζήτησε, παίρνοντας κι εγώ λίγο πιο έπειτα την πιο ευχάριστη αποζημίωση για τον κόπο μου. Απ’ τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη, η τύχη με βοήθησε. Δέχτηκα όλες τις περιπέτειες, από σεξουαλική έλξη, από περιέργεια, από ανάγκη να διαπιστώσω ότι δεν ήμουν δειλός. Υπήρξαν λοιπόν σχετικά πολλές περιπτώσεις. Όμως πάντα σε διακοπές, έξω απ’ το συνηθισμένο πλαίσιο της ζωής μου, για ν’ αποφύγω τον κίνδυνο να με αναγνωρίσουν στη συνέχεια. Πάντα στο εξωτερικό, γιατί στη χώρα της μητρικής μου γλώσσας, στη Γαλλία της μητέρας μου, ήμουν ανίκανος να ξεπεράσω τα ταμπού. Και πάντα με πρωτοβουλία των παρτενέρ μου.

Dominique Fenandez: Το ροζ αστέρι (Εξάντας)

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

No 363

Image Hosted by ImageShack.us

Σ’ εκείνο το σημείο πήρα θάρρος να πω:
«Για να επιστρέψουμε στην προηγούμενη συζήτησή μας: είναι γεγονός πως δεν ένιωσα να έλκομαι από τον κλεφτράκο του τρένου’ αντίθετα, πιστεύω πως τρέφω απέναντί σας ανομολόγητες επιθυμίες».
«Αν είναι έτσι, μην τις ομολογήσετε», είπε μ’ έναν μορφασμό δυσαρέσκειας.
«Συγγνώμη. Αγνοούσα ότι οι Κόπτες είχαν μια τόσο αυστηρή αίσθηση της ηθικής».
«Δεν τίθεται θέμα ηθικής. Συμβαίνει απλώς να είμαι ανίκανος».
Ανάμεσα μας έπεσε βαριά σιωπή που, τελικά, έσπασα με μια γράση που είχε στόχο να απαλύνει την ένταση της κατάστασης.
«Με την ανικανότητα ποτέ δεν ξέρει κανείς»
«Έπειτα από οκτακόσιες σαρανταδύο προσπάθειες αρχίζει να καταλαβαίνει».

Τέρενσι Μόις: Η πληγή της Σφίγγας (Ελληνικά γράμματα)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

No 362

Image Hosted by ImageShack.usLen Paoletti (ΗΠΑ)

- Ο φίλος σας…, του είπε κομπιάζοντας.
- Ο Μάικ;
- Ναι. Είναι το κατάλληλο πρόσωπο για σας;
- Ο Μάικ είναι ανήμπορος και απροστάτευτος, κι αυτοί οι τύποι πάντα με γοητεύουν.
- Κι εσείς; Του είπε αμήχανα. Εσείς; Εσείς δε χρειαζόσαστε την προστασία κάποιου;
- Την προστασία του Θεού! Της απάντησε ο συγγραφέας. Κι αφού δεν την έχω, πρέπει να βασιστώ στον εαυτό μου.
- Μα δεν είναι πιθανό με κάποιον άλλο, κάποιον με περισσότερη κατανόηση, κάποιον σαν κι εσάςνα…!
- Εννοείς εσένα;
Η δεσποινίς Τζελκς γλίτωσε την απάντηση, όποια και να ήταν αυτή, διότι εκείνη τη στιγμή άρχισε φοβερός σαματάς έξω. Η καταιγίδα που φαινότανε μακριά στον ορίζοντα είχε έρθει (…)
Και ξαφνικά ο συγγραφέας έγειρε προς τα εμπρός κι έχωσε τα γόνατά του ανάμεσα στα δικά της. Η Ήντιθ Τζελκς είδε ότι είχε βγάλει το ρούχο του και τώρα ήταν ολόγυμνος. Δεν είχε το χρόνο ν’ απορήσει ούτε καν να νιώσει έκπληξη, διότι τα επόμενα λεπτά και για πρώτη φορά στα τριάντα χρόνια της προκαθορισμένης εγκράτειας της βρέθηκε σε θέση ν’ αμυνθεί. Εκείνος της ρίχτηκε στα τυφλά, σαν το μανιασμένο λευκό πουλί. (…) άξαφνα ο άντρας άφησε τη σούστα της και τα δάχτυλά του έπαψαν να σφίγγουν το μωλωπισμένο στήθος της. Μ’ ένα λυγμό κατέρρευσε πάνω της. Η Ήντιθ Τζελκς αισθάνθηκε στην κοιλιά της κάτι σαν φτεροκόπημα και μετά μια ζεστή υγρασία. Ο άντρας χαλάρωσε. Η γυναίκα έγειρε σε μια καρέκλα που είχε μείνει όρθια καθ’ όλη τη διάρκεια της πάλης, όπως ακριβώς και η ίδια η δεσποινίς Τζέλκις είχε κρατηθεί στο ύψος της. Ο άντρας έκλαιγε με λυγμούς. Και τότε άνοιξε την πόρτα και μπήκε ο νεότερος συγγραφέας. Αυτόματα η δεσποινίς Τζέλκς ελευθερώθηκε απ’ τον υγρό εναγκαλισμό του ηττημένου αντιπάλου της.
- Τι συμβαίνει; Ρώτησε ο νεότερος συγγραφέας.
Επανέλαβε την ερώτηση πολλές φορές, ασυναίσθητα αλλά με θυμό, ενώ ταρακουνούσε το μεγαλύτερο φίλο του, ο οποίος δε σταματούσε να κλαίει. Δεν ανήκω εδώ, σκέφθηκε η δεσποινίς Τζελκς και κάνοντας πράξη τη σκέψη της, γλίστρησε αθόρυβα έξω από την πόρτα.

Τεννεσσή Ουίλλιαμς: Η νύχτα της ιγκουάνα στα Διηγήματα (Πατάκης)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

No 361

Image Hosted by ImageShack.usEvan Oberholster (Ν. Αφρική)

- Το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου ήρθατε σε σαρκική επαφή με έναν από αυτούς τους άντρες; Τον Καρλ Γέρσπερσεν;
- Ναι. Όντως.
- Πως προέκυψε αυτό;
- Ο Καρλ ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο μπορούσες να μιλήσεις για τα πάντα. Και ήξερε πώς ήταν ο Ντάνκαν.
- Όταν έγώ κι ο Ντάνκαν τσακωνόμασταν πήγαινα μετά και τον έβρισκα και αυτός είχε έναν τρόπο να ξαναβάζει τα πράγματα στη θέση τους. Δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου.
- Είχατε σαρκικές επαφές με τον Καρλ Γέσπερσεν και πριν από αυτό το βράδυ;
- Όχι, βέβαια, όχι. Ήταν γκέι’ ήταν μαζί με τον Ντέιβιντ (…) Ο Ντάνκαν ένιωθε ασφάλεια στην ιδέα ότι ο Καρλ θα μου έριχνε πού και πού καμιά ματιά ώστε να μην κάνω τίποτα με κανέναν άλλον άντρα εκεί πέρα. Φοβόταν συνέχεια ότι θα τον εγκαταλείψω. Κάτι ανάλογο του είχε συμβεί και στο παρελθόν, πριν γνωριστούμε’ σφίγγει τόσο πολύ αυτό που θέλει που το σκοτώνει (…) Ο Καρλ μ’ έκανε να γελάω αντί να κλαίω και με παρηγόρησε. Αυτό που συνέβη μετά ήταν φυσικό. Ως ένα σημείο. Ο Ντάνκαν ποτέ δεν με είχε παρηγορήσει.

Ναντίν Γκόρντιμερ: Το όπλο του σπιτιού (Καστανιώτης)

Τρίτη, Οκτωβρίου 17, 2006

No 360

Image Hosted by ImageShack.usJorn Mobius (Δανία)
.
Άρχισε να γελάει, το γέλιο της όμως κατέληξε σε κλάμα χωρίς να το καταλάβει.
«Λυπάμαι» ψέλισσε ενώ σκούπιζε τα μάτια της, «με συγχωρείς.»
«Μη λυπάσαι, ούτε σε εμένα αρέσει όταν μου συμβαίνει» της είπε τρυφερά και την ακούμπησε απαλά στον ώμο της.
Η Ελίζαμπεθ δεν είπε τίποτα, μόνο ένιωθε το χέρι του πάνω της σαν να ανήκε σε κάποιον άγνωστο. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι η χειρονομία αυτή γινόταν από οίκτο, απομακρύνθηκε.
Ο Σαμ φαινόταν θλιμμένος. «Θέλω να ξέρεις ότι νιώθω ένοχος. Αν με τη συμπεριφορά μου σου έδωσα να καταλάβεις ότι ενδιαφερόμουν για σένα, τότε…»
«Δηλαδή δεν ενδιαφέρεσαι;» τον διέκοψε η Ελίζαμπεθ με ανυποχώρητο βλέμμα. «Δε με βρίσκεις καθόλου γοητευτική. Και όλα εκείνα τα γεύματα μαζί μου; Τι ήταν, μήπως έπαιζες θέατρο;»
«Όχι, βέβαια. Ήθελα να πηγαίνουμε μαζί για φαγητό επειδή σε βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα, απλά εγώ…», σήκωσε τα χέρια του αβοήθητος.
Τα λόγια του την εκνεύρισαν περισσότερο, αναζήτησε στην τσάντα της για ένα χαρτομάντηλο και φύσηξε τη μύτη της. «Πάντως δε συμπεριφέρεσαι σαν ομοφυλόφιλος, δεν το δείχνεις.»
Το πρόσωπο του συσπάστηκε, «Ναι, ίσως πρέπει να φτιάξω μια πλακέτα όπου να το αναγράφω.»
«Ίσως, θα ήταν καλή προειδοποίηση για δυστυχισμένες παντρεμένες γυναίκες.»
Την κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα, «Δεν ήξερα ότι δεν ήσουν ευτυχισμένη>»
«Ούτε κι εγώ το ήξερα, μέχρι πρότινος τουλάχιστον» είπε και φύσηξε τη μύτη της.
.
Σάλλυ Μπράμτον: Πωλείται νυφικό που δεν φορέθηκε ποτέ (Εμπειρία Εκδοτική)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

No 359

Image Hosted by ImageShack.usFranz von Stuck (Γερμανία)

ΜΑΞ: Θέλω να ‘σαι ευτυχισμένος.
ΧΟΡΣΤ: Αλήθεια;
ΜΑΞ: Έτσι νομίζω. Δεν ξέρω (παύση). Ναι.
ΧΟΡΣΤ: Τότε να είσαι τρυφερός μαζί μου.
ΜΑΞ: Δεν ξέρω πώς.
ΧΟΡΣΤ: Ξέρεις.
ΜΑΞ:Μου ‘πες πως δεν ξέρω.
ΧΟΡΣΤ: Εγώ σ’ αγαπώ τρυφερά. Αγάπα με και συ τρυφερά.
ΜΑΞ: Δεν ξέρω πώς.
ΧΟΡΣΤ: Κράτα με μόνο.
ΜΑΞ: Φοβάμαι να σε κρατήσω.
ΧΟΡΣΤ: Μη φοβάσαι.
ΜΑΞ: Φοβάμαι.
ΧΟΡΣΤ: Μη φοβάσαι.
ΜΑΞ: Πνίγομαι.
ΧΟΡΣΤ: Κράτα με, σε παρακαλώ. Κράτα με.
ΜΑΞ: Εντάξει. Σε κρατώ.
ΧΟΡΣΤ: Ναι;
ΜΑΞ: Ναι. Στην αγκαλιά μου.
ΧΟΡΣΤ: Με κρατάς;
ΜΑΞ: Σ’ έχω μες στην αγκαλιά μου. Στ’ ορκίζομαι. Σε κρατώ. Σ’ έχω μες στην …
ΧΟΡΣΤ: Χάιδεψέ με.
ΜΑΞ: Όχι:
ΧΟΡΣΤ: Τρυφερά..
ΜΑΞ: Εδώ;
ΧΟΡΣΤ: Με χαϊδεύεις;
ΜΑΞ: Ναι, σε χαϊδεύω.
ΧΟΡΣΤ: Τρυφερά.
ΜΑΞ: Σε χαϊδεύω τρυφερά.
ΧΟΡΣΤ: Ζέστανέ με.
ΜΑΞ: Στοργικά.
ΧΟΡΣΤ: Ζέστανέ με …στοργικά…
ΜΑΞ: Μαλάκά…σε ζεσταίνω τρυφερά, στοργικά. Μη φοβάσαι…δεν κινδυνεύεις…είσαι ασφαλής.
Τώρα είσαι μαζί μου, θα σε κρατήσω εγώ γερό και ζεστό, ποτέ πια δεν θα κρυώνεις…Όσον καιρό είσαι εδώ, όσον καιρό είσαι μαζί μου, όσο θα σε κρατώ στην αγκαλιά μου, θα ‘σαι γερός, δυνατός…ΘΑ ‘ΣΑΙ ΚΑΛΑ.

Μάρτιν Σέρμαν: Μπεντ

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

No 358

Image Hosted by ImageShack.usFranz von Stuck (Γερμανία)

Αυτό συνέβη μια Παρασκευή, γύρω στις μια η ώρα, ακριβώς ένα χρόνο αφότου η Αυστρία προσαρτήθηκε στη Γερμανία. Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε: δυο χτυπήματα σύντομα, αποφασιστικά. Μόλις άνοιξα, ένας άντρας με κασκέτο και δερμάτινο παλτό παρουσιάστηκε: «Γκεστάπο», και μου πρότεινε μια κάρτα, καλώντας με στις 2μμ στο αρχηγείο της Γκεστάπο(…)
Περίμενα χωρίς να τολμάω καλά καλά ν’ ανασάνω, ενώ εκείνος έγραφε απαθώς. Άρχισα να εκνευρίζομαι όλο και περισσότερο, αν και αναγνώρισα την τακτική του: ήθελε να μου «σπάσει τα νεύρα». Ξαφνικά, ακούμπησε το στυλό του, σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα παγωμένο, διαπεραστικό: «Είσαι πουστάρα; Ομοφυλόφιλος; Ομολόγησε το» «Όχι δεν είναι αλήθεια» κατάφερα να ψελίσω, κατάπληκτος από μια κατηγορία που δεν την περίμενα καθόλου’ το μόνο που είχα σκεφτεί ήταν ίσως κάποια πολιτική υπόθεση, που αφορούσε το πανεπιστήμιο…»Μη μου λες ψέμματα, είσαι ένα πούστικο γουρούνι», μου φώναξε με κακία «και εξάλλου έχουμε εδώ την απόδειξη, να, κοίτα!» Και πήρε από το τραπέζι μια φωτογραφία μεγέθους καρτ-ποστάλ. «Αυτόν εδώ τον αναγνωρίζεις;» Φυσικά τονα ναγνώριζα. Στη φωτογραφία ήταν ο Φρεντ, ο φίλος μου, κι εγώ που τον κρατούσα τρυφερά, με το μπράτσο γύρω από το λαιμό του. «Ναι, είναι ένας συνάδελφος, ο Φρεντ Χ.» «Ά, καλά» είπε ήρεμα, κι αμέσως μετά είπε αιφνιδιαστικά: «Κάνατε μαζί βρωμιές, ομολόγησε το». Η φωνή του αντήχησε ψυχρή, ανησυχητική, εριστική. Κούνησα απλώς το κεφάλι, δεν μπορούσα να βγάλω λέξη.
.
Heinz Heger: Οι άνθρωποι με τα ροζ τρίγωνα (Μαύρη Λίστα)

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

No 357

Image Hosted by ImageShack.usLudwig von Hoffman (Γερμανία)

Ο Ρεμ, ωστόσο, όφειλε τις επιτυχίες του όχι μόνο στη φήμη του ως αποτελεσματικού αξιωματικού αλλά και στην αυθαίρετη πολιτική του γύρω από το προσωπικό. Τοποθέτησε ομοφυλόφιλους σε θέσεις-κλειδιά μέσα στην οργάνωση, και κείνοι με τη σειρά τους έφεραν δικούς τους φίλους. (…) Το αποτέλεσμα όλων αυτών των παρασκηνιακών κινήσεων ήταν ν αποκτήσουν σταδιακά τα SΑ τη φήμη της έκλυτης ομοφυλοφιλικής αδελφότητας. (…) Στα μάτια της ναζιστικής ηγεσίας, ο ομοερωτικός προσανατολισμός των SA είχε γίνει αχίλλειος πτέρνα ευάλωτη σε επιθέσεις από πολιτικούς αντιπάλους, διαφωνούντες στο εσωτερικό του Κόμματος και ηθικολόγους ναζιστές. Ακόμη και οι επιτυχίες του Ρεμ δεν μπορούσαν να αλλάξουν αυτό το γεγονός. (…) Τελικά, ο Χίτλερ διέταξε τη δολοφονία περίπου 150 «αντιπάλων του καθεστώτος» μεταξύ της 30ή; Ιουνίου και της 3ης Ιουλίου 1934. (…) Εκείνο που κυρίως προκάλεσε την εσκεμμένη αυτή κλιμάκωση ήταν, βέβαια, κάτι στο οποίο ο Γκέμπελς αναφέρθηκε φευγαλέα αλλά πολύ ξεκάθαρα όταν ισχυρίστηκε ότι τα κορυφαία στελέχη των SA «κόντευαν να δημιουργήσουν στην κοινή γνώμη υποψίες ότι το σύνολο της ηγεσίας του Κόμματος μαστιζόταν από επαίσχυντες και απεχθείς σεξουαλικές διαστροφές» (…) Θέλοντας να αποφύγει με κάθε τρόπο την αποκάλυψη του μυστικού του, ο Χίτλερ εκδικήθηκε με μανία τη «συνωμοτική κλίκα» που απειλούσε τη «ζωή» του, επιδιώκοντας έτσι να αποτρέψει οποιαδήποτε συνομωσία στο μέλλον. Οι δυνητικά επικίνδυνοι μάρτυρες εξοντώθηκαν αδίστακτα.

Lothar Machtan: Το μυστικό του Χίτλερ (Π.Τραυλός)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006

No 356

Image Hosted by ImageShack.usClaudio Parentella (Ιταλία)

Πρόσεξα πως οι γυναίκες έχουν μια ιδιαίτερη, μυστική γλώσσα αναμεταξύ τους. Μια γλώσσα διαφορετική από των αντρών, φτιαγμένη από σημάδια και εκφράσεις, που χρησιμοποιεί τις συνηθισμένες λέξεις σαν κώδικες, για να μεταδώσει κάτι άλλο.

Ζανέτ Ουίντερσον: Το φύλο της κερασιάς (Γνώση)

Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

No 355

Image Hosted by ImageShack.us Claudio Parentella (Ιταλία)

«Δε μου λες, έχει μεγάλη διαφορά;» ρωτάω εγώ.
«Ποιο;»
«Το να το κάνεις με άντρα ή με γυναίκα.»
«Και ναι και όχι. Κάτσε να σου εξηγήσω…(…) Στις σχέσεις με άντρα είναι σαφές από την αρχή ότι δε θα υπάρξει ποτέ πλήρης κατανόηση. Με τους άντρες η σχέση ξεκινάει από την αντιπαράθεση, με τις γυναίκες από την ταυτοποίηση. Με τις γυναίκες είναι ίσως πιο αυθόρμητο. Οι ρόλοι, τόσο στο κρεβάτι όσο και έξω από αυτό, δεν είναι προκαθορισμένοι και όλα γίνονται εύκολα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μπορούν να τα καταλάβουν οι άντρες, απλά και μόνο επειδή δεν ξέρουν πώς είναι να είσαι γυναίκα. Υπάρχει κι άλλη μια μεγάλη διαφορά: Οι άντρες δεν έχουν στήθη και οι γυναίκες δεν έχουν το μυώδες σώμα των αντρών…»
.
Λουθία Ετσεμπαρία: Έρωτες, απιστίες & άλλοι πειρασμοί (Κέδρος)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

No 354

Image Hosted by ImageShack.usJuan Soriano (Μεξικό)

Λίγες μέρες αργότερα ρίχτηκε στο κυνήγι του εισπράκτορα Μωχάμετ ελ-Αντλ, και μέσω αυτού, η Αλεξάνδρεια θα γινόταν η Ιδανική Πόλη του (…)
Στη φλογερή πολιορκία του Μωχάμετ από τον Φόρστερ ο φόβος έδινε το «παρών», όπως παραδέχτηκε, όταν έθιξε το θέμα αυτής της σχέσης στη Φλόρενς στις 29 Μαϊου 1917: «Έχω πέσει με τα μούτρα σε μια ανησυχητική μα πολύ ωραία σχέση». Όμως, τα έβαζε με τον εαυτό του και έλεγε πως δεν ήταν κακό να φοβάται, γιατί ο «ο φόβος είναι ένα συναίσθημα» που πρέπει να αντιμετωπίζεται με ειλικρίνεια’ εξαχρειωτική ήταν η πίεση της συνήθειας και των κοινωνικών συμβάσεων που ήθελαν στανικά να τον κάνουν να αισθάνεται διαφορετικά από αυτό που πραγματικά ένιωθε. Αυτός ήταν ο κόσμος που είχε γνωρίσει στην Αγγλία, ο κόσμος της μητέρας του, στον οποίο παρέμενε παιδί. Τρεις μέρες αργότερα, αναφερόμενος ξανά στον Μωχάμετ, ανακοίνωσε στη Φλόρενς το πέρασμα του σε μια νέα διάσταση: «Πρώτη φορά αισθάνομαι ώριμος άνδρας».(…)
Ο φόρστερ μπορεί να χάρισε ευτυχία στις αδελφές Σλέγκελ υπό την μορφή του σιωπηρού γάμου τους στο Χάουαρντ Έντ, ωστόσο η δική του ανάγκη για εκπλήρωση παρέμεινε μεταμφιεσμένη και ανικανοποίητη’ ούτε και έδωσε χάρη στον εαυτό του γράφοντας τον Μωρίς, το καταφανέστατα ομοφυλοφιλικό μυθιστόρημά του.

Μάικλ Χάαγκ: Αλεξάνδρεια. Η πόλη της μνήμης. Φόρστερ, Καβάφης, Ντάρρελ (Ωκεανίδα)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

No 353

Image Hosted by ImageShack.usFraser Diesel (Ν.Αφρική)

Στα 1904 ο Καβάφης πήρε προφανώς τη μεγάλη απόφαση να παραμερίσει μερικά «εμπόδια» (όπως λέει στο «Κρυμμένα», 1908) που δεν τον άφηναν να γράψει αυτό που πραγματικά ήθελε, για τη ζωή της σύγχρονής του πόλης – μια απόφαση να εκφράσει τον ειδικό ερωτισμό του πιο ανοιχτά και προσωπικά, τουλάχιστον στο έργο που θα ‘βλεπε μόνο αυτός. Η δεύτερη απόφαση, κάπου οχτώ χρόνια αργότερα, ν’ αρχίσει να δημοσιεύει λίγο-πολύ ειλικρινά ερωτικά ποιήματα, με ολοένα και μεγαλύτερη – αν και ποτέ απόλυτη – ευθύτητα, θα μπορούσε να σημαίνει μια επέκταση αυτής της παρόρμησης, προσπάθεια να «κάμει ελεύθερα» (για ν’ αλλάξουμε λίγο τη φράση από το ίδιο ποίημα), όσο λειψή και στενόμυαλη κι αν έβρισκε την κοινωνία όπου ζούσε. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι στα 1912-13 ο Καβάφης είχε ανακαλύψει μια μέθοδο για να κάνει την αποκάλυψη του ερωτισμού του κάτι παραπάνω από εξομολόγηση και αυτοδικαιολόγηση (όπως παραπλανητικά την κρίνει ο Αλεξανδρινός κριτικός Τίμος Μαλάνος) – μια μέθοδο που του επέτρεψε, μετά τα 1911, να φέρει την Αισθησιακή Πόλη μέσα στο κύριο ρεύμα της ποίησής του.

Edmund Keeley: Η καβαφική Αλεξάνδρεια (Ίκαρος)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2006

No 352

Image Hosted by ImageShack.usΝ.Εγγονόπουλος (Ελλάδα)

Οι ερωτικές του περιπέτειες άρχιζαν μάλλον πολύ αργότερα, αφού έπεφτε η Χαρίκλεια για ύπνο, πράγμα που γινόταν γύρω στις δέκα ή δέκα και μισή. Είναι αλήθεια ότι έπρεπε να σηκωθεί νωρίς την επομένη να πάει στη δουλειά, αλλά όπως όλοι οι Αλεξανδρινοί που εργάζονταν σε γραφεία, είχε την ευκαιρία να αναπληρώσει το χαμένο ύπνο της νύχτας με το μεσημεριανό ύπνο.
Το μεγάλο πρόβλημα, ίσως, ήταν τα αδέλφια του. Αλλά ο Αριστείδης παντρεύτηκε κι έφυγε από το σπίτι το 1899, και ο Πέτρος πέθανε το 1891. Ο Κωνσταντίνος μπορεί να έριχνε στάχτη στα μάτια τους καμουφλάροντας τη φύση των περιπετειών του. Ίσως και να μην ήταν καν απαραίτητο αυτό με τους υπόλοιπους τρεις. Ο Αλέξανδρος και ο Τζων ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένοι μαζί του, και ο Παύλος ήταν ομοφυλόφιλος.

Robert Liddell: Καβάφης (Ίκαρος)

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 24, 2006

No 351

Image Hosted by ImageShack.us

Με τα χρόνια η ειδυλλιακή εικόνα του Τζέιμς Ντην αλλάζει πολύ και οι γλώσσες λύνονται. Τα πρώτα βιβλία που του αφιερώνονται ξεχειλίζουν από λυρισμό και συμμορφώνονταν με τη μόδα της κακόγουστης εξιδανίκευσης. (…)
Παρ’ όλα αυτά, καθώς τα χρόνια περνάνε το λούστρο αρχίζει να εμφανίζει ρωγμές. Τη ρομαντική εικόνα του επαναστάτη χωρίς αιτία παίρνει σιγά-σιγά μια προσωπογραφία πολύ λιγότερο απόλυτη, εκείνη ενός νέου σε πλήρη συναισθηματική σύγχυση, που έζησε κρυφά την αμφισεξουαλικότητά του σε μια εποχή στην οποία οι δηλητηριώδεις αποκαλύψεις για τα ήθη του θα είχαν σίγουρα καταστρέψει την καριέρα του, όπως ο μακαρθισμός συνέτριψε την καριέρα των δήθεν συνοδοιπόρων των κομμουνιστών. (…)
Μια οργανωμένη ομάδα σαδομαζοχιστών ομοφυλοφίλων διαδίδει μιαν επίμονη φήμη σύμφωνα με την οποία ο Τζέιμς έβρισκε ιδιαίτερη ευχαρίστηση στο να υπομένει το κάψιμο με τσιγάρο. Έτσι ο Κένεθ Άνγκερ, στο δεύτερο τόμο του καυστικού βιβλίου του Hollywood Babylon, αναφέρει ότι στα θλιβερά παρτουζιάρικα μπαρ όπου σύχναζε, ο Ντην είχε το παρατσούκλι «ανθρώπινο τασάκι» και ότι «μόλις έπαιρνε τη δόση του, γύμνωνε το στήθος του και ικέτευε του κυρίους του να σβήσουν την γόπα τους πάνω του»

Jean-Philipe Guerand: Τζέιμς Ντην (Κασταλία)

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2006

No 350

Ενώ δούλευε ένα σχέδιο του Πούπι Αβάτι, που αργότερα ανατέθηκε στον Σέρτζιο Τσίτι, ο Παζολίνι αρχίζει να ενδιαφέρεται πολύ έντονα για το Εκατόν είκοσι μέρες των Σοδόμων του μαρκήσιου ντε Σαντ. Η ταύτιση με τον Σαντ, τον αποδιωγμένο από μια επανάσταση που εκείνος τόσο προσδοκούσε, καταδιωγμένο από τη δικαιοσύνη, και στη λογοτεχνική και στη δημόσια ζωή του, επιβάλλεται μέσα του. Η ταύτιση ολοκληρώνεται όταν ο Παζολίνι αποφασίζει να αναφερθεί στη φασιστική Δημοκρατία του Σαλό και να ξαναγυρίσει σε ουσιαστικά χρόνια της δικής του ζωής (1943), στα οποία βλέπει το κλειδί για την ερμηνεία της σύγχρονης ιταλικής κοινωνίας.
Το σεξ δεν χρησιμοποιείται κινηματογραφικά ως έκφραση εύθυμης και αναρχικής αθωότητας, αλλά ως όργανο της πολιτικής εξουσίας και της ταπείνωσης (…) Όμως, χρησιμοποιώντας το σεξ ως αλληγορική εικόνα της εξουσίας, τοποθετώντας τη δράση σε φασιστικό περιβάλλον, ο Παζολίνι διαστρεβλώνει, βεβαίως, τον κόσμο του Σαντ. Αναπαριστώντας με εικόνες αφόρητης ωμότητας τις σκηνές που περιγράφει ο Σαντ, που είναι νοηματικές και όχι εικονογραφικές, τον αλλοιώνει. (…) Γιατί ο Σαντ δεν υποτάσσει τον έρωτα στην αλληγορική εικόνα της εξουσίας. Αναλύει τον έρωτα μέσα από το ίδιο το πρίσμα της εξουσίας και της τυραννίας. Για τον Σαντ, δεν υπάρχει θέση του έρωτα έξω από αυτή την εξουσία, ενώ ο Παζολίνι θεωρούσε, φυσικά, ότι η εξουσία είχε εξοντώσει τον έρωτα…

René de Ceccatty: Παζολίνι (Κασταλία)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

No 349

Η πριγκίπισσα πήρε μια ρώγα σταφύλι.
«Πάρε μετά τον Ιωνάθαν. Τον ξέρεις βέβαια εκείνον το θρήνο που είχε γράψει ο Δαβίδ για το θάνατό του:
Θρηνώ για σένα, αδελφέ μου Ιωνάθαν.
Μου έδινες απόλαυση:
Η αγάπη σου για μένα ήταν θαυμάσια
Ομορφότερη απ’ την αγάπη μιας γυναίκας…
Τους παρατηρούσα συχνά αυτούς τους δυο. Αμφιβάλλω αν ποτέ έδωσαν προσοχή στα αισθήματά μου ή ακόμα και σε μένα την ίδια. Ο Ιωνάθαν πάντως σίγουρα όχι. Είχε γυναίκα και παιδιά, είχε ερωμένες. Με τον Δαβίδ όμως φαινόταν να έχει βρει το νόημα της ζωής του. Ο Ιωνάθαν πρόσφερε το τόξο του, το σπαθί του, έβγαλε τη ζώνη του, ακόμα και το χιτώνα του, και εξόπλισε μ’ αυτά τον Δαβίδ. Θα του είχε χαρίσει το μισό βασίλειο αν του ανήκε. Ο Δαβίδ τα δεχόταν όλα με τον δικό του γλυκό τρόπο: Χαμογελούσε, απάγγελλε τους στίχους του και έπαιζε τη λύρα του. Έσβηνε τον πόθο του πατέρα μου, του βασιλιά Σαούλ, όταν εκείνος το ζητούσε’ ξάπλωνε στο ίδιο κρεβάτι με τον αδελφό μου τον Ιωνάθαν και τον άφηνε να του φιλάει τα πόδια, τα μπούτια, τα χέρια και το λαιμό. Και τις νύχτες, όταν έχανα την υπομονή μου και του έλεγα λόγια όλο κακία, έρχοταν στο κρεβάτι μου και με έπαιρνε»

Stefan Heym: Η αληθινή ιστορία του βασιλιά Δαβίδ (Πόλις)

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2006

No 348

Image Hosted by ImageShack.usOldrich Kulhanek (Τσεχία)

Όχι, ο Κ δεν έλπιζε σε τίποτε αν η δίκη του γινόταν γνωστή σε όλους. Οι πιο πολλοί θ’ αυτοαναγορεύονταν δικαστές και θα τον καταδίκαζαν στα τυφλά. Οι υπόλοιποι δε θα έχαναν φυσικά την ευκαιρία να τον ταπεινώνουν με κάθε τρόπο.* Είχε διαδοθεί φυσικά ότι περνούσε από δίκη, αν και δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος και τι ήξερε.

Φραντς Κάφκα: Η δίκη (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία)

*Χωρίο που έχει διαγραφεί από το συγγραφέα

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006

No 347

Image Hosted by ImageShack.usOldrich Kulhanek (Τσεχία)

Ενώ όμως ο Γκρέγκορ δεν μπορούσε άμεσα να μάθει κανένα νέο, κάτι έπιανε το αυτί του από τα πλαϊνά δωμάτια, κι όπου άκουγε μια φορά φωνές έτρεχε αμέσως προς την αντίστοιχη πόρτα και σφιγγόταν μ’ όλο του το σώμα επάνω της. Ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό δεν υπήρχε ομιλία που να μην αφορούσε κάπως, έστω και κρυφά, τον ίδιο. Επί δύο μέρες σ’ όλα τα γεύματα γίνονταν συμβούλια πώς έπρεπε τώρα να φερθούν’ όμως και στα μεσοδιαστήματα των γευμάτων μιλούσανε για το ίδιο θέμα (…)Έπειτα, από την πρώτη ακόμα μέρα η υπηρέτρια – δεν ήταν ολότελα ξεκάθαρο τι και πόσα γνώριζε απ’ τα συμβάντα – είχε παρακαλέσει γονατιστή τη μητέρα να την απολύσει αμέσως, κι όταν ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας αποχωρούσε, ευχαρίστησε για την απόλυση με δάκρυα, σαν να επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ευεργεσία που της είχαν κάνει κι έδωσε ένα φριχτό όρκο, χωρίς να της τον ζητήσουν, να μην προδώσει σε κανέναν ούτε και το ελάχιστο.

Franz Kafka: Η μεταμόρφωση (Ροές)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2006

No 346

Image Hosted by ImageShack.usKonstantin Makovsky (Ρωσία)

Και ενώ ο νεαρός άνδρας είχε σταθεί στη μέση του δωματίου, η νοσοκόμα σήκωσε το κεφάλι της από το κρεβάτι.
- Είναι πολύ αργά, είπα.
Ο Βλαντιμίρ έκανε δυο βήματα προς το κρεβάτι, δεν τόλμησε όμως να κοιτάξει τον Πιότρ Ίλιτς στο πρόσωπο. Γύρισε να φύγει και τρικλίζοντας έπεσε πάνω στον τοίχο.
Στο διάστημα αυτό ο Μόδεστος είχε σωριαστεί μπροστά στο κρεβάτι και γέμιζε τον αέρα με τις δικές του γοερές κραυγές.
- Πιέρ, απάντησε μου .όμως, Πιέρ, απάντησε μου λοιπόν!…
Στις ανοιχτές πόρτες στέκονταν ο Νικολάι και οι γιατροί. Πίσω τους σπρώχνονταν οι υπηρέτες και οι νεαροί.

Κλάους Μαν: Παθητική συμφωνία (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006

No 345

Image Hosted by ImageShack.usOrest Kiprensky (Ρωσία)

Κατά τη διάρκεια μιας από τις επισκέψεις του Τσαϊκόφσκι στην πρωτεύουσα, αποφάσισε ο Ανατόλ Κρέμσκι να ενημερώσει τον φίλο του για το δικαστήριο τιμής που ετοιμαζόταν να τον δικάσει (…)
Ο Πιότρ Ίλιτς απάντησε ότι δεν φοβόταν την εξορία, αλλά το σκάνδαλο. Πάντοτε, εξήγησε, φρόντιζε να κρύβει τα ήθη του, όχι από ντροπή, αλλά από φόβο να μην τον κρίνουν για κάτι άλλο πέρα από τη μουσική του. Κατά τη γνώμη του, εκείνο που φοβάται περισσότερο ένας καλλιτέχνης είναι να τραβήξει την προσοχή του κόσμου επάνω στην ιδιωτική του ζωή. Τώρα που θεωρούσε ότι είχε φτάσει στο αποκορύφωμα των δημιουργικών του ικανοτήτων και ότι άξιζε την επιτυχία με την οποία τιμούσε το κοινό καθένα από τα έργα του, όλοι οι προβολείς θα στρέφονταν επάνω στη δίκη και όχι στη νέα του συμφωνία. Κάτι που δεν θα είχε καμία σχέση με την τέχνη θα γινόταν πρώτο θέμα στην επικαιρότητα. Τα κακόβουλα σχόλια του τύπου θα κατέστρεφαν τις προσδοκίες του να γίνει διάσημος από την αξία των έργων του και μόνο.(…)
Κι ύστερα, πρόσθεσε ο Πιότρ Ίλιτς, έπρεπε να σκεφτεί και την πολυπληθή οικογένειά του. Ένα τέτοιο σκάνδαλο θα τους στιγμάτιζε για πάντα

Ντομινίκ Φερναντέζ: Δικαστήριο τιμής. Η ζωή και ο θάνατος του Τσαϊκόφσκι (Εξάντας)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 07, 2006

No 344

Image Hosted by ImageShack.usGeorgia o’ Keefe (ΗΠΑ)

Βιρτζίνια Γουλφ προς Βίτα Σάκβιλ – Γουέστ (1927)
Κοίτα ‘ δω, Βίτα – εγκατάλειψε τον άντρα σου, και θα πάμε στο Χάμπτον Κορτ και θα δειπνήσουμε μαζί πάνω στο ποτάμι και θα σεργιανίσουμε στον κήπο μέσα στο φεγγαρόφωτο και θα γυρίσουμε στο σπίτι αργά και θα πιούμε μια καράφα κρασί και θα ζηλεύουμε, και θα σου αραδιάσω όλα τα πράγματα που έχω στο κεφάλι μου, εκατομμύρια, μύρια – δεν σαλεύουν την ημέρα, μόνο στο σκοτάδι, πάνω στο ποτάμι. Σκέψου το. Εγκατάλειψε τον άντρα σου, σου λέω, και έλα.

Σύσση Καπλάνη (επιμ.) : Τα σ’ αγαπώ που άντεξαν. Οι ερωτικές επιστολές εξήντα έξι διάσημων ζευγαριών… (Άγκυρα)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006

No 343

Image Hosted by ImageShack.usMarie Laurencin (Γαλλία)

(…)έπρεπε να παλέψω με ένα συγκεκριμένο φάντασμα. Και το φάντασμα ήταν μια γυναίκα που όταν άρχισα να την γνωρίζω καλύτερα της έδωσα το όνομα της ηρωίδας από ένα γνωστό ποίημα, ο Άγγελος του Σπιτιού. (…) Ήταν εξαιρετικά συμπαθητική. Απέραντα γοητευτική. Απεριόριστα ανιδιοτελής. Διακρινόταν για τον τρόπο που επέλυνε τα δύσκολα οικογενειακά προβλήματα. Θυσιαζόταν καθημερινά. Αν υπήρχε κοτόπουλο, έτρωγε το πόδι. Αν υπήρχε ρεύμα, εκεί θα καθόταν. Με λίγα λόγια, ήταν έτσι καμωμένη που ούτε δικές της απόψεις, ούτε δικές της επιθυμίες είχε, αλλά προτιμούσε πάντοτε να συμπάσχει και να ακολουθεί τις σκέψεις και τις επιθυμίες των άλλων. Πάνω από όλα, και αυτό δεν χρειάζεται να το αναφέρω, ήταν αγνή.(…) Και όταν ήρθε η στιγμή να γράψω ήρθα αντιμέτωπη μ’ αυτή από τις πρώτες μου λέξεις. Η σκιά των φτερών της έπεσε στην σελίδα μου. Άκουσα το θρόισμα του φουστανιού της στο δωμάτιο για να είμαι πιο ακριβής, όταν πήρα στο χέρι την πένα για να γράψω την κριτική για το μυθιστόρημα κάποιου φημισμένου άντρα, αυτή γλύστρισε πίσω μου και ψιθύρισε: «Αγαπητή μου, εσύ είσαι μια νέα κοπέλα και γράφεις για ένα βιβλίο που έγραψε ένας άντρας, να είσαι συμπονετική, τρυφερή, να κολακεύεις, να εξαπατάς, χρησιμοποίησε όλη τη δεξιοτεχνία σου και τα τεχνάσματα του φύλου μας. Ποτέ μην αφήσεις κανέναν να μαντέψει πως έχεις τη δική σου σκέψη. Πάνω από όλα να είσαι αγνή.» Και πήγε να κατευθύνει την πένα μου. Τώρα φέρνω στη μνήμη μου μια πράξη για την οποία επαινώ τον εαυτό μου. Στράφηκα και την άρπαξα από τον λαιμό. Έκανα ότι μπορούσα για να τη σκοτώσω. Η δικαιολογία μου, αν επρόκειτο να δικαστώ για αυτό, θα ήταν ότι βρισκόμουνα σε άμυνα. Αν δεν τη σκότωνα εγώ θα με σκότωνε εκείνη.

Virginia Woolf: Δοκίμια (scripta)