Bhupen Khakhar (Ινδία)
Ήμαστε στους βράχους τώρα, κάτω από τον μόλο, κι έκανα δήθεν ότι ψάχνω πού θα πατήσω μέσα στο σκοτάδι, μολονότι ήξερα κάθε βράχο εκεί καλύτερα κι απ’ τη σκάλα απ’ όπου ανεβαίνω στο δωμάτιό μου στο σπίτι των γονιών μου (…)
«Βαρέθηκε πια», είπε ο Ρατζίς.
«Τι βαρέθηκες;» ρώτησα. Αλλά ήξερα.
«Να πηδιέμαι στους βράχους. Είμαι τριάντα δύο χρονών. Θέλω να γαμιέμαι στο διαμέρισμα μου (…) Οι τιμές των ακινήτων στη Βομβάη είναι οι ακριβότερες του κόσμου. Ακριβότερες απ’ ό,τι στο Τόκιο και στη Νέα Υόρκη».
Επομένως, στο Τόκιο ή στη Νέα Υόρκη ,πορεί να υπήρχε ένα δωμάτιο για έναν προγραμματιστή κι έναν ταχυδρομικό υπάλληλο ή τουλάχιστον μια καλύτερη φαντασίωση. Αυτό ήθελα να του πω, αλλά δεν μίλησα, του έπιασα το χέρι και το κράτησα μέχρι που φτάσαμε στη στάση του λεωφορείου, με τη σιωπηλή ουρά από εξαντλημένους υπαλλήλους, εργάτες και μαγείρους. Καθίσαμε εκεί, πιασμένοι χέρι χέρι, μοιάζοντας σαν δυο καλοί φίλοι, μέχρι που ήρθε το λεωφορείο μ’ εκείνο το απεγνωσμένο νυχτερινό τρίξιμο του διαφορικού και τότε δεν άντεχα άλλο την έκφραση του προσώπου του, τον αγκάλιασα, τον έσφιξα όσο πιο δυνατά μπορούσα και βρήκα τα χείλια του για μια στιγμή μέσα στο ξαφνικό σπρωξίδι των επιβατών που ανεβοκατέβαιναν. Τίναξε το κεφάλι του μακριά, αλλά με ένα αμυδρό χαμόγελο. Μετά το λεωφορείο έφυγε κι έμεινα μόνος.
Βίκραμ Τσάντρα: Ιστορίες της Βομβάης (BELL)
Ήμαστε στους βράχους τώρα, κάτω από τον μόλο, κι έκανα δήθεν ότι ψάχνω πού θα πατήσω μέσα στο σκοτάδι, μολονότι ήξερα κάθε βράχο εκεί καλύτερα κι απ’ τη σκάλα απ’ όπου ανεβαίνω στο δωμάτιό μου στο σπίτι των γονιών μου (…)
«Βαρέθηκε πια», είπε ο Ρατζίς.
«Τι βαρέθηκες;» ρώτησα. Αλλά ήξερα.
«Να πηδιέμαι στους βράχους. Είμαι τριάντα δύο χρονών. Θέλω να γαμιέμαι στο διαμέρισμα μου (…) Οι τιμές των ακινήτων στη Βομβάη είναι οι ακριβότερες του κόσμου. Ακριβότερες απ’ ό,τι στο Τόκιο και στη Νέα Υόρκη».
Επομένως, στο Τόκιο ή στη Νέα Υόρκη ,πορεί να υπήρχε ένα δωμάτιο για έναν προγραμματιστή κι έναν ταχυδρομικό υπάλληλο ή τουλάχιστον μια καλύτερη φαντασίωση. Αυτό ήθελα να του πω, αλλά δεν μίλησα, του έπιασα το χέρι και το κράτησα μέχρι που φτάσαμε στη στάση του λεωφορείου, με τη σιωπηλή ουρά από εξαντλημένους υπαλλήλους, εργάτες και μαγείρους. Καθίσαμε εκεί, πιασμένοι χέρι χέρι, μοιάζοντας σαν δυο καλοί φίλοι, μέχρι που ήρθε το λεωφορείο μ’ εκείνο το απεγνωσμένο νυχτερινό τρίξιμο του διαφορικού και τότε δεν άντεχα άλλο την έκφραση του προσώπου του, τον αγκάλιασα, τον έσφιξα όσο πιο δυνατά μπορούσα και βρήκα τα χείλια του για μια στιγμή μέσα στο ξαφνικό σπρωξίδι των επιβατών που ανεβοκατέβαιναν. Τίναξε το κεφάλι του μακριά, αλλά με ένα αμυδρό χαμόγελο. Μετά το λεωφορείο έφυγε κι έμεινα μόνος.
Βίκραμ Τσάντρα: Ιστορίες της Βομβάης (BELL)
2 σχόλια:
gracias otra vez por tus visitas a nuestra taberna, siempre tan interesantes.
A mi juicio se trata de la mejor taberna en internet. :)
Δημοσίευση σχολίου