Jean Cocteau (Γαλλία)
Στην αρχή, στην Ουκβίλ, δε θεωρούσα τον εαυτό μου πούστη. Για να θεωρείς έτσι τον εαυτό σου χρειάζεσαι ήδη μια κάποια οικειότητα με τον κόσμο των ομοφυλοφίλων. Όμως, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, μ’ όλες τις σπουδές που είχα κάνει, μ’ όλους τους καθηγητές, όλους τους σπουδαστές που είχα γνωρίσει, όχι μόνο δεν είχα διαβάσει ποτέ σε κανένα βιβλίο ούτε είχα ακούσει να λέγεται ποτέ από κανένα ότι δυο αγόρια μπορούν να ζουν μαζί, αλλά επιπλέον αγνοούσα ότι, επειδή δεν είχαν συναντήσει έναν σύντροφο της αρεσκείας τους είτε επειδή ούτε η οικογένειά τους ούτε ο εργοδότης τους ούτε η κοινή γνώμη στην επαρχία δε θα ανέχονταν τη συμβίωσή τους, οι περισσότεροι από μας τα βγάζαν πέρα με τρόπους όπως το να βρίσκονται σε ειδικούς χώρους, αποτελώντας έτσι μια μυστική κοινότητα.
(…) όπως τόσοι έφηβοι που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο εξωτερικό, έξω από το καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα μέρος των δυνάμεων που με υποχρέωναν στην απώθηση γινόταν λιγότερο πιεστικό, μόλις διάβαινα τα σύνορα.
Στη Γερμανία, στη διάρκεια μιας Διεθνούς Συνάντησης Σπουδαστών, ένας Ολλανδός γλίστρησε στο κρεβάτι μου. Δέχτηκα υπάκουα την ερωτική του έφοδο, που έγινε μέσα σε μια βαθιά σιωπή, για να μην ξυπνήσει ο θάλαμος. Στο Λονδίνο, σ’ ένα σινεμά, πρόσφερα στον διπλανό μου την εξυπηρέτηση που μου ζήτησε, παίρνοντας κι εγώ λίγο πιο έπειτα την πιο ευχάριστη αποζημίωση για τον κόπο μου. Απ’ τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη, η τύχη με βοήθησε. Δέχτηκα όλες τις περιπέτειες, από σεξουαλική έλξη, από περιέργεια, από ανάγκη να διαπιστώσω ότι δεν ήμουν δειλός. Υπήρξαν λοιπόν σχετικά πολλές περιπτώσεις. Όμως πάντα σε διακοπές, έξω απ’ το συνηθισμένο πλαίσιο της ζωής μου, για ν’ αποφύγω τον κίνδυνο να με αναγνωρίσουν στη συνέχεια. Πάντα στο εξωτερικό, γιατί στη χώρα της μητρικής μου γλώσσας, στη Γαλλία της μητέρας μου, ήμουν ανίκανος να ξεπεράσω τα ταμπού. Και πάντα με πρωτοβουλία των παρτενέρ μου.
Dominique Fenandez: Το ροζ αστέρι (Εξάντας)
Στην αρχή, στην Ουκβίλ, δε θεωρούσα τον εαυτό μου πούστη. Για να θεωρείς έτσι τον εαυτό σου χρειάζεσαι ήδη μια κάποια οικειότητα με τον κόσμο των ομοφυλοφίλων. Όμως, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, μ’ όλες τις σπουδές που είχα κάνει, μ’ όλους τους καθηγητές, όλους τους σπουδαστές που είχα γνωρίσει, όχι μόνο δεν είχα διαβάσει ποτέ σε κανένα βιβλίο ούτε είχα ακούσει να λέγεται ποτέ από κανένα ότι δυο αγόρια μπορούν να ζουν μαζί, αλλά επιπλέον αγνοούσα ότι, επειδή δεν είχαν συναντήσει έναν σύντροφο της αρεσκείας τους είτε επειδή ούτε η οικογένειά τους ούτε ο εργοδότης τους ούτε η κοινή γνώμη στην επαρχία δε θα ανέχονταν τη συμβίωσή τους, οι περισσότεροι από μας τα βγάζαν πέρα με τρόπους όπως το να βρίσκονται σε ειδικούς χώρους, αποτελώντας έτσι μια μυστική κοινότητα.
(…) όπως τόσοι έφηβοι που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο εξωτερικό, έξω από το καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα μέρος των δυνάμεων που με υποχρέωναν στην απώθηση γινόταν λιγότερο πιεστικό, μόλις διάβαινα τα σύνορα.
Στη Γερμανία, στη διάρκεια μιας Διεθνούς Συνάντησης Σπουδαστών, ένας Ολλανδός γλίστρησε στο κρεβάτι μου. Δέχτηκα υπάκουα την ερωτική του έφοδο, που έγινε μέσα σε μια βαθιά σιωπή, για να μην ξυπνήσει ο θάλαμος. Στο Λονδίνο, σ’ ένα σινεμά, πρόσφερα στον διπλανό μου την εξυπηρέτηση που μου ζήτησε, παίρνοντας κι εγώ λίγο πιο έπειτα την πιο ευχάριστη αποζημίωση για τον κόπο μου. Απ’ τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη, η τύχη με βοήθησε. Δέχτηκα όλες τις περιπέτειες, από σεξουαλική έλξη, από περιέργεια, από ανάγκη να διαπιστώσω ότι δεν ήμουν δειλός. Υπήρξαν λοιπόν σχετικά πολλές περιπτώσεις. Όμως πάντα σε διακοπές, έξω απ’ το συνηθισμένο πλαίσιο της ζωής μου, για ν’ αποφύγω τον κίνδυνο να με αναγνωρίσουν στη συνέχεια. Πάντα στο εξωτερικό, γιατί στη χώρα της μητρικής μου γλώσσας, στη Γαλλία της μητέρας μου, ήμουν ανίκανος να ξεπεράσω τα ταμπού. Και πάντα με πρωτοβουλία των παρτενέρ μου.
Dominique Fenandez: Το ροζ αστέρι (Εξάντας)
1 σχόλιο:
Από το Βήμα, 14/12/1997
Η Ελλάδα τον πρωτογνώρισε το 1982, όταν λίγα μόλις χρόνια μετά τη δολοφονία του Πιερ Πάολο Παζολίνι αυτός έγραψε την πολυσέλιδη μυθιστορηματική βιογραφία του «Εγώ, ο Πιερ Πάολο, στο χέρι του αγγέλου». – [βλ.καταχώρηση No.198] - Έκτοτε η σχέση των ελλήνων αναγνωστών με τον Ντομινίκ Φερναντέζ και συχνή ήταν και θερμή, αρκετά βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στα ελληνικά και οι αίθουσες του γαλλικού Ινστιτούτου που τακτικά τον φιλοξενούν πάντοτε είναι γεμάτες. Το ίδιο συνέβη και αυτή τη φορά• ο Ντομινίκ Φερναντέζ ήρθε στην Αθήνα, μίλησε στο αμφιθέατρο της οδού Σίνα αλλά και στο Ινστιτούτο στην Κέρκυρα και θα τράβηξε μία ακόμη μικρή γραμμή στη μεγάλη σειρά που μετρά τις επισκέψεις του στη χώρα.
[...]
Από το 1952 αρχίζει η επαφή του με την Ελλάδα: 23 ετών, με σπουδές ελληνικών και λατινικών και με κατακτημένη τη χαρά να διαβάζει όλο τον Ομηρο από το πρωτότυπο, πρωτοφθάνει στην Ελλάδα με πλοίο από την Ιταλία (που δεν την είχε ανακαλύψει ακόμη). Γυρίζει στην ενδοχώρα, ανεβαίνει με τα πόδια σε χωριά στις 4 το χάραμα, ανακαλύπτει τη Μύκονο την ίδια εποχή σχεδόν που την ανακαλύπτουν και οι Αθηναίοι, επιστρέφει στη Γαλλία οδικώς περνώντας από τα Μετέωρα και διασχίζοντας τη Θεσσαλονίκη. Κατά τις επόμενες επισκέψεις του διαπιστώνει την παράδοση της Ελλάδας στα χέρια των τουριστικών πρακτόρων, εξοργίζεται και θλίβεται με τη Ρόδο, απολαμβάνει τα ανόθευτα ακόμη Κύθηρα και θυμάται τι του επεφύλαξε εκείνου ο Πόλεμος στον Κόλπο. Βρισκόταν πάλι στην Αθήνα προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου και ενώ όλοι, φοβισμένοι, ήσαν καθηλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις, ο Ντομινίκ Φερναντέζ ήταν ο μόνος επισκέπτης της Ακρόπολης. Ολομόναχος πάνω στον Βράχο, δοκίμαζε μια απρόβλεπτη χαρά που κανείς δεν μπορούσε να του τη χαλάσει.
Υπέρμαχος του περιθωρίου
Κατά την επίσημη ταυτότητά του ο Ντομινίκ Φερναντέζ είναι Γάλλος. Εκείνος όμως από τότε που πρωτοταξίδεψε στην Ιταλία και έμαθε ιταλικά συνδέθηκε με κεραυνοβόλο πάθος με την Ιταλία που έγινε η πατρίδα της προτίμησής του. Τη Γαλλία την απαρνιέται.
«Ζω και δουλεύω στη Γαλλία αλλά δεν είμαι καθόλου Γάλλος» λέει. «Θα έλεγα ότι έχω τρεις πατρίδες που εγώ έχω επιλέξει. Την Ιταλία που την λατρεύω για την ομορφιά της. Τη Ρωσία, για τον μυστικισμό, την τρέλα της. Το Μεξικό, γιατί από εκεί καταγόταν ο πατέρας μου και γιατί μαζί με τη Βραζιλία έχουν τόσο έντονο το στοιχείο του μπαρόκ. Η Γαλλία παραείναι οργανωμένη, τακτοποιημένη, μπουρζουά, καθησυχασμένη, εσωστρεφής, συγκρατημένη. Ζω στη Γαλλία αλλά για να είμαι ευτυχισμένος ταξιδεύω όσο μπορώ περισσότερο».
[...]
Υπέρμαχος του περιθωρίου ως θέση κοινωνική αλλά και ως κατάσταση της ψυχής, ο Φερναντέζ γοητεύεται από προσωπικότητες, φανταστικές ή ιστορικές, που ανήκουν με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτό. Ηρωές του ο Παζολίνι, ο Πορπορίνο ο παρίας και τώρα, στο τελευταίο μυθιστόρημά του «Tribunal d' Honneur» ο Τσαϊκόφσκι. Ολοι τον γοητεύουν, τον προσελκύουν με την απόστασή τους από το κοινό μέτρο, τη θέση τους στο περιθώριο: «Ολοι οι ήρωες των βιβλίων μου είναι περιθωριακοί, είναι παρίες, άνθρωποι που δεν ανήκουν, δεν έχουν ενταχθεί μέσα στην κοινωνία. Ο Παζολίνι [βλ. 198, 199, 200, 201, 202, 203 και 204] ήταν επαναστάτης, ο Τσαϊκόφσκι [βλ. 345 και 346] το ίδιο, ο Πορπορίνο το ίδιο.
Ολοι όμως οι μεγάλοι ήρωες των μυθιστορημάτων είναι περιθωριακοί: πάρτε για παράδειγμα τη Μαντάμ Μποβαρύ.
Το να είσαι περιθωριακός είναι συχνά οδυνηρό αλλά ταυτόχρονα ερεθιστικό, δεν είσαι σαν τους άλλους. Είναι καλύτερα από το να ανήκεις στο κοπάδι. Η άλλη όψη της δυστυχίας του περιθωριακού, της αγωνίας του, είναι η δόξα του. Δεν συμπαθούσα ποτέ τους ήρεμους, μικροαστούς και αστούς. Οι περιθωριακοί μέσα στην καθημερινή ζωή δεν είναι ευτυχισμένοι, δεν είναι όμως αυτό το αιτούμενο. Είναι συνεπαρμένοι από κάτι άλλο, συμμετέχουν σε μια μάχη με την κοινωνία, με τους άλλους, και αυτό είναι μια δυναμική. Με την ανεκτική σημερινή κοινωνία είναι πιο δύσκολο να είσαι περιθωριακός πάντα όμως υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, ένα περιθώριο στο οποίο ανήκουν οι μαύροι, οι πρόσφυγες, οι άνεργοι. Μετά χρόνια μετακινείται κάπως η γραμμή αλλά στην πραγματικότητα μένει το ίδιο. Το περιθώριο όμως είναι και ψυχική κατάσταση: όλοι οι δημιουργοί, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι συγγραφείς είναι περιθωριακοί. Αλλιώς δεν μπορείς να δημιουργήσεις».
Aναστασία Λαμπρία
~~~~~~~~~~~~
Άλλες καταχωρήσεις για τον Ντομινίκ Φερναντέζ: 74 (Η αρπαγή του Γανυμήδη), 79 (Η δόξα του παρία) και 112 (Ένα μπουκέτο γιασεμί στ’ αυτί)
Δημοσίευση σχολίου