Τετάρτη, Μαΐου 27, 2009

No 617

Image Hosted by ImageShack.usKen Landon Buck (ΗΠΑ)

Έχω την εντύπωση πως εμείς οι άνθρωποι αποδίδουμε, κατά κανόνα, τις απιστίες που μας κάνουν όσοι αγαπάμε σε παράγοντες εντελώς διαφορετικούς απ’ τους πραγματικούς. Για παράδειγμα όλοι μας αρνιόμαστε πεισματικά να παραδεχτούμε πως μπορεί το πρόσωπο που αγαπάμε να μας απάτησε μόνο και μόνο επειδή μας βρίσκει ανεπαρκείς κι επιμένουμε να πιστεύουμε πως οι απιστίες οφείλονται σε εντελώς τυχαία κι εξωτερικά γεγονότα. Κάτι τέτοιο μας προσφέρει ισχυρό επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει σε μας τους ίδιους τις κάθε λογής προσπάθειες –τίμιες ή άτιμες- που κάνουμε για να αποσπάσουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο από τα νύχια του ξελογιαστή του. Βέβαια η λέξη «ξελογιαστής» φοβάμαι πως δεν είναι εντελώς εύστοχη αλλά ας το παραβλέψουμε αφού είναι σίγουρο πως καταλαβαίνετε πολύ καλά τι θέλω να πω. Αν λάβουμε λοιπόν υπόψη μας όλ’ αυτά είμαστε υποχρεωμένοι πια να παραδεχτούμε μιαν αλήθεια τόσο χειροπιαστή όσο και τα ίδια τα πράγματα και ν’ αναγνωρίσουμε πως η απιστία του συγκεκριμένου ατόμου οφείλεται στην εμφάνιση κάποιου προσώπου πολύ πιο γοητευτικού από μας τους ίδιους. Αυτού του είδους βέβαια η συνειδητοποίηση σημαίνει πως έχουμε πάψει πια να ‘μαστε νέοι, πράγμα που δεν πρέπει όμως να τ’ αφήσουμε να μας ασπρίσει πρόωρα τα μαλλιά ή να γράψει κάποιες βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπά μας.
Έτσι δεν ένιωσα καθόλου πιο νέος όταν μπήκα στο μπαρ της Φοίβης κι έψαξα παντού ακόμα και μες στις τουαλέτες του μήπως κι ανακαλύψω σε κείνη την όαση του 4ου Ανατολικού Δρόμου, τα ίχνη του Τσάρλυ και του Γραντ Λοθ, που είχαν δηλώσει πως θα ‘ρχονταν για πιπερωμένο κρέας και βότκα.
Αφού ερεύνησα σαν κυνηγόσκυλο κάθε γωνιά, απευθύνθηκα στον μπάρμαν και τον ρώτησα αν είχε δει τον Γραντ Λοθ μαζί μ’ ένα αγόρι με μακριά μαλλιά.
- Πώς τον είπες;
- Λοθ. Γραντ Λοθ.
- Ούτε που το ‘χω ακούσει ποτέ αυτό τ’ όνομα.
Η δήλωση του μπάρμαν πως δεν ήξερε τον Γραντ Λοθ μ’ ανακούφισε κάπως, επειδή ως εκείνη τη στιγμή πίστευα ακράδαντα πως ο συγκεκριμένος ομορφονιός ήταν τακτικός θαμώνας σ’ όλα τα κοσμικά κέντρα όχι μόνο των εκκεντρικών συνοικιών αλλά και του ίδιου του κέντρου της πόλης, όπου και του είχαν δώσει το κάπως θηλυκό παρατσούκλι.

Τεννεσή Ουίλλιαμς: Μια γυναίκα που την έλεγαν Μωυσή (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος)

Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

No 616

Image Hosted by ImageShack.usMichael Leonard (Ηνωμένο Βασίλειο)

ΑΘΗΝΑ
Μάιος – Αύγουστος του 2003
Ο Αμπντέλ ήταν απαρηγόρητος. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε παρατήσει τον Όσκαρ για να πάει να ζήσει με μια γυναίκα χωρίς τίποτα το εξαιρετικό, ανάμεσα σε οπισθοδρομικούς ανθρώπους.
Τους πρώτους πέντε μήνες υπόμενε τη νέα του κατάσταση με αξιοθαύμαστη καρτερία. Από την πρώτη μέρα επαναλάμβανε πως χάρη σ’ εκείνον τον γάμο, η οικογένειά του είχε γλυτώσει την καταστροφή. Όμως, τον έκτο μήνα είδε με αξιοθρήνητη διαύγεια την κατάστασή του. Ναι, ήταν ο σωτήρας της οικογένειάς του όμως, με τίμημα να θαφτεί ζωντανός. Και επιπλέον, ένιωθε πως η ευημερία του Αλί Αλ-Μεγκράζι θα διαρκούσε λίγο, αφού ήταν βυθισμένος με γεροντικό πάθος στην λατρεία της ποίησης, στο χασίς και τις οδαλίσκες, και πολύ σύντομα θα χρεωκοπούσε για τρίτη φορά. Ήταν δίκαιο να θυσιαστεί από τα είκοσι πέντε του σ’ αυτή την απαίσια ζωή;
Ήταν αδύνατον ν’ αγαπήσει τη Λεϊλά, που ήταν όμορφη και άνοστη σαν κιθάρα χωρίς χορδές. Ο Αμπντέλ καταλάβαινε τώρα πόση σημασία είχε στη ζωή του ο Όσκαρ. Δεν ήταν μόνο η προσωπικότητά του, η συντροφικότητα και γ γενναιοδωρία του. Ήταν και ο κόσμος του, ο κοσμοπολιτισμός του, οι σχέσεις του με καλλιτέχνες της Αριστεράς, με άτομα δίχως προκαταλήψεις, ανθρώπους καλλιεργημένους, φίνους.
Τις τελευταίες μέρες, σ’ εκείνη τη τρύπα της Βεγγάζης, όπου κάτω από τη φοινικιά του Αμπντουλάχ απάγγελλε το Κοράνι ή μιλούσε για αγοραπωλησίες, πίστεψε αληθινά ότι θα έχανε τα λογικά του από τη μια στιγμή στην άλλη. (…)
Όταν στεκόταν μπροστά στο ταμείο για να πληρώσει, από τα μεγάφωνα ακούστηκε μια διαπεραστική φωνή που ανακοίνωνε τη λίστα αναμονής για μια πτήση προς Αθήνα.
Αθήνα, Αθήνα…
Σπρωγμένος από μία ακατανόητη δύναμη, έψαξε στο πορτοφόλι του και διαπίστωσε ότι ακόμα δεν είχε λήξει η προσωρινή άδεια παραμονής του στην Ελλάδα. Και σαν τον παχύσαρκο, που ύστερα από ένα χρόνο διαιτητικού ηρωισμού υποκύπτει μπροστά σε μια πολύχρωμη πίτσα αφήνοντας τη μυρωδιά από μοτσαρέλα και πεπερόνι να του τρυπήσει τα ρουθούνια ως την ψυχή, ο Αμπντέλ πλησίασε τα γκισέ των Ολυμπιακών Αερογραμμών και αγόρασε ένα εισιτήριο Ρώμη – Αθήνα – Ρώμη, στην τουριστική θέση.
Ύστερα από τρεις ώρες, στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος έπαιρνε τηλέφωνο και μάθαινε από τον τηλεφωνητή ότι ο Όσκαρ βρισκόταν στο Λονδίνο. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν και τον έπιασε ταχυπαλμία. Ωστόσο, ύστερα από μερικά τηλεφωνήματα, εντόπισε τον Ουόρεν, ένα φίλο του Όσκαρ και του είπε πού θα τον έβρισκε.
Και το βράδυ κατάφερε να μιλήσει μαζί του.
«Θέλω να σε δω, έχω ανάγκη να …»
«Μ’ αγαπάς ακόμα;»
«Απελπισμένα, Όσκαρ» είπε και του ξέφυγε ένας λυγμός.

Ντανιέλ Τσαβαρία: Για τα μάτια σου (opera)

Τετάρτη, Μαΐου 13, 2009

No 615

Image Hosted by ImageShack.usSteve Collins (ΗΠΑ)
.
Με μια επιμονή, που ήταν ακόμη πιο εκνευριστική εξαιτίας της ντροπαλότητας και των ανόητων δικαιολογιών που τη συνόδευαν, η Ρόμπιν άρχισε να την αναζητάει. Ερχόταν στη “Γεννήτρια”. Την έπαιρνε έξω να φάνε. Της τηλεφωνούσε τα μεσάνυχτα και φλυαρούσε γι’ ανιαρά θέματα, αυτά που η Ντενίζ παρίστανε τόσο καιρό πως την ενδιέφεραν πάρα πολύ. Ένα κυριακάτικο απόγευμα πέτυχε τη Ντενίζ στο σπίτι της κι ήπιαν μαζί τσάι στο μισό τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Η Ρόμπιν διαρκώς κοκκίνιζε και χαχάνιζε.
Καθώς το τσάι κρύωνε, ένα κομμάτι της Ντενίζ σκεπτόταν: Γαμώτο, τώρα μου την πέφτει στ’ αλήθεια.
Αυτό το κομμάτι του εαυτού της λογάριαζε σαν πραγματική απειλή τις εξαντλητικές απαιτήσεις της Ρόμπιν: Θέλει σεξ σε καθημερινή βάση.
Το ίδιο κομμάτι σκεφτόταν επίσης: Θεέ μου, πώς τρώει έτσι;
Και: Δεν είμαι “λεσβία”.
Την ίδια στιγμή, ένα άλλο κομμάτι του εαυτού της ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένο από πόθο. Δεν είχε αντιληφθεί μέχρι τότε με τόσο απτό τρόπο τι σόι αρρώστια ήταν το σεξ, τα μυστήρια όσα σωματικά συμπτώματα, γιατί ποτέ της δεν είχε πάθει τέτοια πλάκα όπως τώρα με τη Ρόμπιν.
Σε μια παύση της φλυαρίας, η Ρόμπιν μάγκωσε κάτω απ’ το τραπέζι το πινγκ-πονγκ τα πόδια της Ντενίζ, που πάντα φορούσε καλόγουστα παπούτσια με τα δικά της λευκά αθλητικά παπούτσια..
.
Jonathan Franzen : Οι διορθώσεις (Ωκεανίδα)

Πέμπτη, Μαΐου 07, 2009

No 614

Αν ο γνήσιος έρως δεν ήταν παρά μια απλή μέθη, δε θα ‘ταν πραγματικός και δε θάχε τη δύναμη να πραγματοποιήσει το αληθινό μας είναι. Η μέθη αντί να μας κάνει πραγματικούς, δυναμώνοντας τις ανώτερες δυνάμεις της ζωής μας -όπως συμβαίνει στο γνήσιο έρωτα- μας κάνει να χάσουμε ό,τι πιο δικό μας έχουμε μέσα σ' έναν ανόητο αναβρασμό. Μας θολώνει τα μάτια, μας αμβλύνει την αίσθηση της πραγματικότητας, μας απατά με παραισθήσεις, μας εκμηδενίζει την ελευθερία μας -το νόμο και την πηγή του εαυτού μας.
Ο μεθυσμένος δεν έχει ούτε τη δημιουργική δύναμη ούτε την καθαρή όραση ούτε τη γνήσια σοβαρότητα, που κάνουν δυνατή την πιστή επικοινωνία με τον αγαπημένο. Αν ο έρως δεν ήταν παρά μια μέθη, θα ‘ταν από τη φύση του παροδικός και καμμια ανώτερη επιταγή δε θα ‘χε τη δύναμη να του δώσει διάρκεια. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ‘πρεπε να ευχώμαστε τη λύτρωσή μας από την πλάνη του.
Ο γνήσιος έρως δεν είναι απλό αίσθημα. Το απλό αίσθημα είναι μια αδυναμία της φύσης μας, που μας κάνει να ξεπέσουμε, ενώ ο έρως είναι μια δύναμη που μας ανυψώνει. Το αίσθημα δεν έχει τη σοβαρότητα και τη σκληρότητα του ερωτικού Νόμου. Κανένα αίσθημα δεν είναι σταθερό.
"Όλα τα αισθήματα" λέει ο Καντ, "πρέπει να κάνουν ό,τι έχουν να κάνουν τη στιγμή της σφοδρότητάς τους, πριν καθησυχάσουν, αλλοιώς δεν κάνουν τίποτα, αφού η καρδιά ξαναγυρίσει με τρόπο φυσικό στη φυσική της, μετρημένη της κίνηση και ξαναπέσει στην πρώτη της ατονία. Γιατί το αίσθημα είναι κάτι που ερεθίζει χωρίς να δυναμώνει".
Αν ο έρως ήταν μόνο αίσθημα, η πίστη θάταν τότε πράγματι "αναπλήρωμα του έρωτος". Κάθε ανώτερη προτροπή πίστης, που πραγματοποιεί την αιωνιότητα στη διάρκεια του πηγαίου έρωτος, θάταν μάταιη.
Ο γνήσιος όμως έρως δεν είναι ούτε μόνο μέθη, ούτε μόνο αίσθημα, μα Νόμος, που μας κάνει να ζήσουμε το απόλυτο, που νομίζουμε πως το ζούμε και στη μέθη, αυτή τη φορά όμως πραγματικά κι όχι σαν πλάνη, -Νόμος, που έρχεται κι αυτός "απ' την καρδιά" όπως το αίσθημα, όχι όμως σαν αδυναμία μα σαν δύναμη της καρδιάς που εξουσιάζει τα αισθήματα. -Ο έρως είναι Νόμος, που δε μοιάζει διόλου ούτε στον ανόητο νόμο της απλής φυσικής αναγκαιότητας, ούτε στον αναιμικό νόμο του απλού ηθικού δέοντος. Έχει την αλύγιστη σκληρότητα του πρώτου, γιατί είναι η μοίρα μας, -μια μοίρα όμως που τη ζούμε σαν ύψιστη ελευθερία μας, -και την επιτακτική δύναμη του δεύτερου, γιατί είναι επιταγή της ελευθερίας μας, -μιας ελευθερίας όμως που τη ζούμε σαν την ύψιστη αναγκαιότητά μας. -Ο νόμος αυτός είναι η πηγή μας, το κοσμογονικό κέντρο της ζωής μας και η ύψιστη επιταγή του είναι μας.
Ο χαμός του θα εσήμαινε το χαμό του Θεού μας και του εαυτού μας. Η σωτηρία του μέσα μας θα εσήμαινε τη σωτηρία των πάντων για μας.
Αυτό είναι το βαθύ νόημα της ερωτικής πίστης, που δεν μπορεί να μας την επιβάλλει καμμιά εξωτερική φωνή, μα μόνο ο νόμος του δικού μας του είναι -και που έχει τη δύναμη όχι μόνο τη ζωή μας, μα και το θάνατό μας ακόμη να πραγματοποιήσει σαν αιώνια πλήρωση.

Δημήτρης Καπετανάκης: Έρως και Χρόνος (Γαλαξίας)

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2009

No 613

Image Hosted by ImageShack.usCarl Gustaf Pilo (Σουηδία)

Ο Άβελ

Ο αδελφός μου ο Κάιν ο πληγωμένος, αγαπούσε να κάθεται
Χαϊδεύοντας τον ώμο μου κοντά στον καθρέφτη του νερού
Της ζωής ή του θανάτου, σε κινηματογράφυς μισοφωτισμένους
Από ειρηνικές σκηνές που τελειώναν πάντα με φόνους.

Του άρεσε να μου μιλάει. Η άπληστη φωνή του
Μουρμούριζε το αίνιγμα της ματωμένης δίψας του,
'Η με παρακαλούσε να μην κάνω την οριστική εκλογή μου
Πριν τα πούμε πρώτα οι δυο μας.

Και στο τέλος διάλεξε τον ύστατο για μένα πόνο.
Δεν κατηγορώ το φυσικό του: είναι ο αδελφός μου'
Ούτε αυτό που λένε καιρούς: η αγάπη μας ήταν ελεύθερη,
Θα 'ταν η ίδια σε κάθε εποχή' μα πιο πολύ

Την άχρονη διφορούμενη έννοια των πραγμάτων
Που κάνει τη ζωή μας θάνατο, την αγάπη μας μίσος.
Το αίμα μου που πλημμυράει στην κρεββατοκάμαρα τραγουδάει:
"Είμαι ο αδελφός μου ανοίγοντας τη θύρα."

Δημ. Καπετανάκη: Μυθολογία του ωραίου (Χάρβεϋ)