Michael Leonard (Ηνωμένο Βασίλειο)
ΑΘΗΝΑ
Μάιος – Αύγουστος του 2003
Ο Αμπντέλ ήταν απαρηγόρητος. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε παρατήσει τον Όσκαρ για να πάει να ζήσει με μια γυναίκα χωρίς τίποτα το εξαιρετικό, ανάμεσα σε οπισθοδρομικούς ανθρώπους.
Τους πρώτους πέντε μήνες υπόμενε τη νέα του κατάσταση με αξιοθαύμαστη καρτερία. Από την πρώτη μέρα επαναλάμβανε πως χάρη σ’ εκείνον τον γάμο, η οικογένειά του είχε γλυτώσει την καταστροφή. Όμως, τον έκτο μήνα είδε με αξιοθρήνητη διαύγεια την κατάστασή του. Ναι, ήταν ο σωτήρας της οικογένειάς του όμως, με τίμημα να θαφτεί ζωντανός. Και επιπλέον, ένιωθε πως η ευημερία του Αλί Αλ-Μεγκράζι θα διαρκούσε λίγο, αφού ήταν βυθισμένος με γεροντικό πάθος στην λατρεία της ποίησης, στο χασίς και τις οδαλίσκες, και πολύ σύντομα θα χρεωκοπούσε για τρίτη φορά. Ήταν δίκαιο να θυσιαστεί από τα είκοσι πέντε του σ’ αυτή την απαίσια ζωή;
Ήταν αδύνατον ν’ αγαπήσει τη Λεϊλά, που ήταν όμορφη και άνοστη σαν κιθάρα χωρίς χορδές. Ο Αμπντέλ καταλάβαινε τώρα πόση σημασία είχε στη ζωή του ο Όσκαρ. Δεν ήταν μόνο η προσωπικότητά του, η συντροφικότητα και γ γενναιοδωρία του. Ήταν και ο κόσμος του, ο κοσμοπολιτισμός του, οι σχέσεις του με καλλιτέχνες της Αριστεράς, με άτομα δίχως προκαταλήψεις, ανθρώπους καλλιεργημένους, φίνους.
Τις τελευταίες μέρες, σ’ εκείνη τη τρύπα της Βεγγάζης, όπου κάτω από τη φοινικιά του Αμπντουλάχ απάγγελλε το Κοράνι ή μιλούσε για αγοραπωλησίες, πίστεψε αληθινά ότι θα έχανε τα λογικά του από τη μια στιγμή στην άλλη. (…)
Όταν στεκόταν μπροστά στο ταμείο για να πληρώσει, από τα μεγάφωνα ακούστηκε μια διαπεραστική φωνή που ανακοίνωνε τη λίστα αναμονής για μια πτήση προς Αθήνα.
Αθήνα, Αθήνα…
Σπρωγμένος από μία ακατανόητη δύναμη, έψαξε στο πορτοφόλι του και διαπίστωσε ότι ακόμα δεν είχε λήξει η προσωρινή άδεια παραμονής του στην Ελλάδα. Και σαν τον παχύσαρκο, που ύστερα από ένα χρόνο διαιτητικού ηρωισμού υποκύπτει μπροστά σε μια πολύχρωμη πίτσα αφήνοντας τη μυρωδιά από μοτσαρέλα και πεπερόνι να του τρυπήσει τα ρουθούνια ως την ψυχή, ο Αμπντέλ πλησίασε τα γκισέ των Ολυμπιακών Αερογραμμών και αγόρασε ένα εισιτήριο Ρώμη – Αθήνα – Ρώμη, στην τουριστική θέση.
Ύστερα από τρεις ώρες, στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος έπαιρνε τηλέφωνο και μάθαινε από τον τηλεφωνητή ότι ο Όσκαρ βρισκόταν στο Λονδίνο. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν και τον έπιασε ταχυπαλμία. Ωστόσο, ύστερα από μερικά τηλεφωνήματα, εντόπισε τον Ουόρεν, ένα φίλο του Όσκαρ και του είπε πού θα τον έβρισκε.
Και το βράδυ κατάφερε να μιλήσει μαζί του.
«Θέλω να σε δω, έχω ανάγκη να …»
«Μ’ αγαπάς ακόμα;»
«Απελπισμένα, Όσκαρ» είπε και του ξέφυγε ένας λυγμός.
Ντανιέλ Τσαβαρία: Για τα μάτια σου (opera)
ΑΘΗΝΑ
Μάιος – Αύγουστος του 2003
Ο Αμπντέλ ήταν απαρηγόρητος. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε παρατήσει τον Όσκαρ για να πάει να ζήσει με μια γυναίκα χωρίς τίποτα το εξαιρετικό, ανάμεσα σε οπισθοδρομικούς ανθρώπους.
Τους πρώτους πέντε μήνες υπόμενε τη νέα του κατάσταση με αξιοθαύμαστη καρτερία. Από την πρώτη μέρα επαναλάμβανε πως χάρη σ’ εκείνον τον γάμο, η οικογένειά του είχε γλυτώσει την καταστροφή. Όμως, τον έκτο μήνα είδε με αξιοθρήνητη διαύγεια την κατάστασή του. Ναι, ήταν ο σωτήρας της οικογένειάς του όμως, με τίμημα να θαφτεί ζωντανός. Και επιπλέον, ένιωθε πως η ευημερία του Αλί Αλ-Μεγκράζι θα διαρκούσε λίγο, αφού ήταν βυθισμένος με γεροντικό πάθος στην λατρεία της ποίησης, στο χασίς και τις οδαλίσκες, και πολύ σύντομα θα χρεωκοπούσε για τρίτη φορά. Ήταν δίκαιο να θυσιαστεί από τα είκοσι πέντε του σ’ αυτή την απαίσια ζωή;
Ήταν αδύνατον ν’ αγαπήσει τη Λεϊλά, που ήταν όμορφη και άνοστη σαν κιθάρα χωρίς χορδές. Ο Αμπντέλ καταλάβαινε τώρα πόση σημασία είχε στη ζωή του ο Όσκαρ. Δεν ήταν μόνο η προσωπικότητά του, η συντροφικότητα και γ γενναιοδωρία του. Ήταν και ο κόσμος του, ο κοσμοπολιτισμός του, οι σχέσεις του με καλλιτέχνες της Αριστεράς, με άτομα δίχως προκαταλήψεις, ανθρώπους καλλιεργημένους, φίνους.
Τις τελευταίες μέρες, σ’ εκείνη τη τρύπα της Βεγγάζης, όπου κάτω από τη φοινικιά του Αμπντουλάχ απάγγελλε το Κοράνι ή μιλούσε για αγοραπωλησίες, πίστεψε αληθινά ότι θα έχανε τα λογικά του από τη μια στιγμή στην άλλη. (…)
Όταν στεκόταν μπροστά στο ταμείο για να πληρώσει, από τα μεγάφωνα ακούστηκε μια διαπεραστική φωνή που ανακοίνωνε τη λίστα αναμονής για μια πτήση προς Αθήνα.
Αθήνα, Αθήνα…
Σπρωγμένος από μία ακατανόητη δύναμη, έψαξε στο πορτοφόλι του και διαπίστωσε ότι ακόμα δεν είχε λήξει η προσωρινή άδεια παραμονής του στην Ελλάδα. Και σαν τον παχύσαρκο, που ύστερα από ένα χρόνο διαιτητικού ηρωισμού υποκύπτει μπροστά σε μια πολύχρωμη πίτσα αφήνοντας τη μυρωδιά από μοτσαρέλα και πεπερόνι να του τρυπήσει τα ρουθούνια ως την ψυχή, ο Αμπντέλ πλησίασε τα γκισέ των Ολυμπιακών Αερογραμμών και αγόρασε ένα εισιτήριο Ρώμη – Αθήνα – Ρώμη, στην τουριστική θέση.
Ύστερα από τρεις ώρες, στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος έπαιρνε τηλέφωνο και μάθαινε από τον τηλεφωνητή ότι ο Όσκαρ βρισκόταν στο Λονδίνο. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν και τον έπιασε ταχυπαλμία. Ωστόσο, ύστερα από μερικά τηλεφωνήματα, εντόπισε τον Ουόρεν, ένα φίλο του Όσκαρ και του είπε πού θα τον έβρισκε.
Και το βράδυ κατάφερε να μιλήσει μαζί του.
«Θέλω να σε δω, έχω ανάγκη να …»
«Μ’ αγαπάς ακόμα;»
«Απελπισμένα, Όσκαρ» είπε και του ξέφυγε ένας λυγμός.
Ντανιέλ Τσαβαρία: Για τα μάτια σου (opera)
1 σχόλιο:
Ο Ντανιέλ Τσαβαρία γεννήθηκε το 1933 στην Ουρουγουάη. Έζησε μια περιπετειώδη ζωή. Στα είκοσί του μπάρκαρε σε πλοίο για την Ισπανία. Διέσχισε την Ευρώπη και εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Αμβούργου, ναύτης σε ελληνικό πλοίο και περιπλανήθηκε στην Ιταλία. Επιστρέφοντας στη Λατινική Αμερική, ολοκλήρωσε τις σπουδές φιλολογίας και εργάστηκε ως ηθοποιός στο Μοντεβιδέο. Το 1964 βρίσκεται στη Βραζιλία. Ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος Joao Goulart ανατρέπεται από στρατιωτικό πραξικόπημα και ο Τσαβαρία καταφεύγει σε έναν παραπόταμο του Αμαζονίου. Έπειτα από οκτώ μήνες στη ζούγκλα, καταλήγει στις ακτές του Ειρηνικού, όπου εργάζεται στο τμήμα αφορολογήτων ειδών του αεροδρομίου και κάνει λαθρεμπόριο ουίσκι και τσιγάρων. Παράλληλα συνδέεται με το κίνημα των ανταρτών του Φιντέλ Κάστρο, ELN. Τον Οκτώβριο του 1969, το στρατηγείο του ELN του διαμηνύει ότι ένας αντάρτης αυτομόλησε δίνοντας στην αστυνομία μια λίστα με ονόματα, μεταξύ των οποίων και το δικό του. Επιβιβάζεται σε ένα μικρό αεροπλάνο και οπλισμένος με ένα περίστροφο αναγκάζει τον πιλότο να κατευθυνθεί προς την Κούβα. Έκτοτε ζει στην Αβάνα και διδάσκει αρχαία ελληνικά, λατινικά και κλασική φιλολογία.
Το «Για τα μάτια σου» είναι το πρώτο μέρος μιας σειράς βιβλίων που θ΄ακολουθήσουν και στο οποίο ο συγγραφέας, όπως αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα, επιλέγει να παρουσιάσει τους «καλούς» του ήρωες σε μια πλοκή με πολύ διασκεδαστική δράση, τους οποίους θα παρουσιάσει στα επόμενα να παλεύουν μαζί ενάντια στους «κακούς». Γι΄αυτό μοιάζει με σπονδυλωτό μυθιστόρημα, στο οποίο οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές δεν συναντιούνται ποτέ. Εκτός, ίσως, από τον εικονικό χώρο του διαδικτύου και την ιστοσελίδα μιας οργάνωσης: της μυστηριώδους “Pro veritate”, με έδρα το Παρίσι, που διοργανώνει τέσσερις διαγωνισμούς αποκρυπτογράφησης γρίφων με έπαθλο κάθε φορά (και στο τέλος) ένα σημαντικό ποσό. Οι τρεις ήρωες είναι ο Όσκαρ Αμπερκρόμπι, Βρετανός αρχαιολόγος στις Κυκλάδες που ζει στην Αθήνα, ο Μανφρέντο Πιρότο, Ιταλός καθηγητής κλασσικών σπουδών σε λύκειο της Σαρδηνίας και ο Γκρεγκόριο Μοντίχο, ουσιαστικά αυτοδίδακτος, γκραν μετρ του σκακιού και πρώην καλόγερος από τη Σεβίλλη που ζει στη Μαδρίτη. Οι τρεις πρωταγωνιστές δεν κερδίζουν όλους τους διαγωνισμούς, αλλά όλοι φθάνουν μέχρι το τέλος και ο αναγνώστης παρακολουθεί παράλληλα τις προσωπικές τους ιστορίες. Όταν η ύπαρξη της μυστηριώδους οργάνωσης αρχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον της CIA και εμφανίζεται ένα δυσφημιστικό άρθρο για τους εμπνευστές της, αυτοί βγαίνουν στο προσκήνιο και αποκαλύπτουν την προσωπική τους ταυτότητα και το σκοπό της οργάνωσης.
Το βιβλίο έχει καταιγιστική δράση και πλοκή αστυνομικού μυθιστορήματος από το οποίο απουσιάζει το πτώμα. Οι επιμέρους ιστορίες παρουσιάζουν η κάθε μια το δικό της ενδιαφέρον και τη δική της απρόβλεπτη εξέλιξη. Τα αινίγματα που καλούνται να λύσουν οι συμμετέχοντες στους διαγωνισμούς, αν και φαινομενικά ανώδυνα, υποκρύπτουν πολιτικές απόψεις και στάσεις, οι οποίες παρά το γεγονός ότι η υπόθεση διαδραματίζεται το 2003, εξακολουθούν να είναι επίκαιρες. Και βέβαια καταδεικνύουν την κατάρτιση του συγγραφέα σε θέματα κλασικής φιλολογίας και, αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον ίσως, το όραμά του για έναν κόσμο αλληλεγγύης όπου τα χρήματα δεν έχουν θέση παρά ως μέσο για την εξίσωση των ανθρώπων.
Βασιλική Χρίστη (diavasame.gr)
Δημοσίευση σχολίου