Πέμπτη, Οκτωβρίου 30, 2008

No 561

Image Hosted by ImageShack.us
Η χρήση των απολαύσεων στη σχέση με τα αγόρια αποτέλεσε, για την αρχαία ελληνική σκέψη, θέμα ανησυχίας. Πράγμα παράδοξο σε μια κοινωνία που θεωρείται ότι υπήρξε «ανεκτική» απέναντι σ’ αυτό που αποκαλούμε «ομοφυλοφιλία». Ίσως, όμως, δεν είναι καθόλου φρόνιμο να χρησιμοποιούμε εδώ τους δυο αυτούς όρους.
Η έννοια «ομοφυλοφιλία», στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασιολογικό εύρος τέτοιο που να συμπεριλαμβάνει και μια εμπειρία, και μορφές καταξίωσης, και ένα σύστημα τμηματοποίησης, όλα τόσο διαφορετικά από τα δικά μας. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιθέτουν τον έρωτα για το ίδιο φύλο και τον έρωτα για το άλλο, σαν δυο αποκλειστικές επιλογές, σαν δύο τύπους συμπεριφοράς ριζικά διαφορετικούς. Οι διαχωριστικές γραμμές δεν ακολουθούν τέτοιου είδους όρια. Αυτό που αντέτασσε έναν άνθρωπο εγκρατή και κύριο του εαυτού του σ’ εκείνον που παραδίνεται στις απολαύσεις ήταν, από ηθική άποψη, πολύ πιο σημαντικό από εκείνο που διέκρινε μεταξύ τους τις κατηγορίες απολαύσεων, στις οποίες προτιμά να αφοσιωθεί το να έχει κανείς έκλυτα ήθη, ήταν το να μην ξέρει ν’ αντισταθεί ούτε στις γυναίκες, ούτε στα αγόρια, χωρίς το ένα να είναι σοβαρότερο από το άλλο (…)
Αμφισεξουαλικότητα των Ελλήνων; Αν εννοούμε μ’ αυτό πως ένας Έλληνας μπορούσε να αγαπά, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, πως ένας παντρεμένος μπορούσε να έχει τα παιδικά του, πως ήταν κάτι το συνηθισμένο, ύστερα από νεανικές τάσεις ευχαρίστως «κοριτσίστικες», να στρέφει κανείς την προτίμησή του μάλλον προς τις γυναίκες, τότε μπορούμε ωραιότατα να πούμε ότι ήταν «αμφοτεροφυλόφιλοι». Αν, όμως, θέλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στον τρόπο με τον οποίο στοχάζονταν τη διπλή αυτή πρακτική, τότε παρατηρούμε ότι δεν την αντιλαμβάνονταν σαν δυο είδη «επιθυμίας», «δύο ορμές» διαφορετικές ή ανταγωνιστικές που μοιράζονται την καρδιά ή τις ορέξεις των αντρών. Μπορούμε να μιλάμε για την «αμφισεξουαλικότητα» τους αναλογιζόμενοι την ελεύθερη επιλογή τους μεταξύ των δύο φύλων’ όμως, η δυνατότητα αυτή δεν αναγόταν σε μια διττή δομή, αμφιρρεπή και «αμφισεξουαλική» του πόθου. Η άποψή τους ήτανε πως αυτό που μας κάνει να ποθούμε έναν άντρα ή μια γυναίκα είναι απλούστατα ή σφοδρή επιθυμία που η φύση έχει εμφυτεύσει στην καρδιά του ανθρώπου για εκείνους που είναι «ωραίοι» όποιο και να’ ναι το φύλο τους.

Μισέλ Φουκώ: Ιστορία της Σεξουαλικότητας. 2- η χρήση των απολάυσεων (Ράππα)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

No 560

Image Hosted by ImageShack.usFrancesco Clemente (Ιταλία)

(…) φαντάζομαι πως θα δεχθεί κανείς ότι ο Λόγος περί σεξ, εδώ και τρεις αιώνες, πύκνωσε μάλλον παρά αραίωσε’ και πως, αν και κουβαλούσε μαζί του ηθικές και νομικές απαγορεύσεις, εξασφάλισε, μ’ έναν τρόπο πιο ριζικό το στέριωμα και την εμφύτευση ενός ολόκληρου σεξουαλικού συμφύρματος. Παραμένει ωστόσο γεγονός πως όλα τούτα δεν φαίνεται να έπαιξαν στην ουσία παρά ένα ρόλο απαγορευτικό. Με το να μιλας τόσο πολύ γι’ αυτό, το να το ανακαλύπτεις πολυτομημένο, στεγανοποιημένο και προσδιορισμένο, εκεί ακριβώς όπου το έχεις καταχωρίσει, απλώς γυρεύεις στο βάθος να σκεπάσεις το σεξ: Λόγος – οθόνη, σκόρπισμα – αποφυγή. Τουλάχιστον ως τον Freud, ο Λόγος περί σεξ – ο Λόγος των επιστημόνων και των θεωρητικών – δεν σταμάτησε ούτε στιγμή ν’ αποκρύβει εκίνο για το οποίο μιλούσε. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει όλα τούτα τα λεγόμενα, τις σχολιαστικές προφυλάξεις και τις λεπτομερείς αναλύσεις, σαν ισάριθμες διαδικασίες προορισμένες να παρακάμπτουν την αφόρητη, την πάρα πολύ επικίνδυνη αλήθεια του σεξ. Και το γεγονός ότι θέλησαν να μιλήσουν γι’ αυτό από την αποκαθαρμένη και ουδέτερη σκοπιά μιας επιστήμης, είναι από μόνο του χαρακτηριστικό. Ήταν πραγματικά μια επιστήμη φτιαγμένη από υπεκφυγές αφού, ανίκανη ή αρνούμενη να μιλήσει για το ίδιο το σεξ, αναφερόταν κυρίως στα ξεστρατίσματά του, στις διαστροφές του, στις ασυνήθιστες παραξενιές του, στις παθολογικές του εξουθενώσεις, στους νοσηρούς του παροξυσμούς. Ήταν επίσης μια επιστήμη υποταγμένη, βασικά, στα προστάγματα μιας ηθικής της οποίας τα χαρακτηριστικά επαναλάμβανε κάτω από την επίφαση του ιατρικού κανόνα. Με το πρόσχημα ότι ήθελε να πει την αλήθεια, έσπερνε φόβους’ και στις παραμικρές ταλαντεύσεις της σεξουαλικότητας έβλεπε μια φανταστική δυναστεία από κακά που έμελλε να έχουν αντίκτυπο πάνω σε γενιές ολόκληρες’ χαρακτήρισε σαν επικίνδυνες για ολόκληρη την κοινωνία τις κλεφτές έξεις των δειλών και τις πιο μοναχικές μικρομανίες. Σαν κατάληξη των παράτυπων ηδονών, δεν είδε παρά μόνο τον θάνατο: τον ΄θάνατο των ατόμων, των γενιών, του είδους.

Μισέλ Φουκώ: Ιστορία της Σεξουαλικότητας. 1- η δίψα της γνώσης (Κέδρος)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2008

No 559

Image Hosted by ImageShack.usJens Ferdinand Willumsen (Δανία)

Τα αγόρια καταπιάστηκαν να γδάρουν τα γεννητικά όργανα των σκοτωμένων στρατιωτών να τεντώσουν τα δέρματα και να τα τρίψουν για να κάνουν θεραπευτικές κρέμες και αλοιφές. Έσφαξαν τους νεότερους στρατιώτες αποσπώντας την καρδιά και το συκώτι και τα κόκαλα για τροφή και μετέφεραν τα κουφάρια σε κάποια απόσταση από τον καταυλισμό. Όταν έγιναν αυτές οι αγγαρείες τα αγόρια άπλωσαν τάπητες και άναψαν πίπες με χασίς. Οι βοηθοί έγδυσαν τους πολεμιστές τούς έκαναν μασάζ και τους άλειψαν με μόσχο. Ο ήλιος που έδυε έλουσε τα λυγερά τους σώματα με πορφυρή λάμψη καθώς τα αγόρια παραδόθηκαν σε ένα όργιο λαγνείας. Δυο αγόρια κάθονταν στο κέντρο ενός τάπητα και συνουσιάζονταν υπο τον ήχο τυμπάνων περικυκλωμένα από σιωπηλούς γυμνούς παρατηρητές. Παρακολούθησα δεκαπέντε ή είκοσι από αυτούς τους κύκλους, ζευγάρια που συνουσιάζονταν όρθια, γονατιστά, στα τέσσερα, πρόσωπα συνεπαρμένα και κενά. Η μυρωδιά σπέρματος και πρωκτικής βλέννας γέμιζε τον αέρα. Όταν ένα ζευγάρι τελείωνε ένα άλλο έπαιρνε τη θέση του. Χωρίς να μιλάνε, μονάχα οι σπαρακτικοί αναστεναγμοί και τα χτυπήματα των τυμπάνων. Μια κίτρινη ομίχλη αιωρείτο πάνω από τα τρεμάμενα σώματα καθώς η παραληρούσα σάρκα διαλυόταν σε φως. Καθώς ο ήλιος βυθίστηκε τα εξαντλημένα αγόρια αποκοιμήθηκαν σε γυμνούς σωρούς.

Ουίλιαμ Μπάροουζ: Τα άγρια αγόρια (Απόπειρα)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

No 558

Image Hosted by ImageShack.usCarl Budtz Möller (Δανία)

Ο Λη παράγγειλε δυο ποτήρια κόκκινο κρασί.»Λοιπόν, ο Ντουμέ σου μίλησε για, ε, τις τάσεις μου;»είπε απότομα.
«Ναι», είπε ο Άλερτον με γεμάτο στόμα.
«Μια κατάρα. Υπάρχει στην οικογένεια μας για ολόκληρες γενιές. Οι Λη έχουν πάντα υπάρξει διεστραμμένοι. Δε θα ξεχάσω ποτέ την ανείπωτη φρίκη που πάγωσε τη λύμφη στους αδένες μου – δηλαδή τους λυμφατικούς αδένες, φυσικά – όταν η οδυνηρή λέξη σημάδεψε σαν καυτό σίδερο το ζαλισμένο μου μυαλό: ήμουν ομοφυλόφιλος. Σκεφτόμουν τους μπογιατισμένους τραβεστί με τα ηλίθια χαμόγελα που είχα δει σ’ ένα καμπαρέ της Βαλτιμόρης. Ήταν δυνατόν να ‘μαι ένας απ’ αυτούς τους υπάνθρωπους; Περπατούσα στους δρόμους μέσα σε μια ζάλη, σαν κάποιος που έχει πάθει μια ελαφριά διάσειση – ένα λεπτό, Ντόκτορ Κίλντερ, αυτό δεν είναι το σενάριο για σένα. Θα μπορούσα να ‘χω καταστρέψει τον εαυτό μου, βάζοντας τέρμα σε μια ύπαρξη που έμοιαζε να μην προσφέρει τίποτ’ άλλο από γκροτέσκα αθλιότητα και ταπείνωση. Πιο αξιοπρεπές, σκεφτόμουν, είναι να πεθάνω σαν άνθρωπος παρά να συνεχίσω να ζω σαν τέρας του σεξ. Μια σοφή γριά «Βασίλισσα» - Μπόμπο τη λέγαμε – ήταν αυτή που μου έμαθε ότι είχα καθήκον να ζήσω και να σηκώσω το φορτίο μου υπερήφανα για να το βλέπουν όλοι’ να κατακτήσω την προκατάληψη και την άγνοια και το μίσος με γνώση και ειλικρίνεια και αγάπη. Όποτε απειλείσαι από μια εχθρική παρουσία να εκπέμπεις ένα πυκνό σύννεφο αγάπης όπως ένα χταπόδι χύνει μελάνι…»

William S. Burroughs: Αδερφή (Πλέθρον)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008

No 557

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

«Υπηρετούσα τότε στη βάση του Βοτανικού», τον ακούω, «μια γεναριάτικη βραδιά είχα βρεθεί σκοπός στην πύλη, πρώτο νούμερο δέκα με δυο το πρωί. Ο αξιωματικός φυλακής είχε πέσει για ύπνο κι οι ναύτες κλεισμένοι στον θάλαμο, έπαιζαν χαρτιά στη ζούλα. Έκανε παγωνιά, είχε πέσει κι ομίχλη. Θα ‘ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άκουσα βήματα να πλησιάζουν στη σκοπιά. “Τις ει”; φώναξα. Καμιά απάντηση. Τα βήματα εξακολουθούσαν. Πρότεινα τα’ όπλο μου κι ένιωσα τ’ άκρα μου να παγώνουν. “Τις ει”; ξανάπα βραχνά. “Φίλος”, είπε η φωνή, ασυνήθιστα ζεστή μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Την ίδια στιγμή, ένα χέρι έπιανε τ’ όπλο μου και το ακινητοποιούσε. “Μη φοβάσαι”, και μου έσφιξε τον καρπό, “είμαι ο σαλπιγκτής του λόχου”. Η ομίχλη μας τύλιξε και τους δύο. “Δεν σε ξέρω”, του είπα και τα δόντια μου κροτάλιζαν. “Αν δεν μ’ έχεις ακούσει το πρωί στο εγερτήριο”, είπε με παράπονο η φωνή, “τότε σίγουρα θα με θυμάσαι στο σιωπητήριο”. “Δεν σε ξέρω”, επανέλαβα με κάποια προσπάθεια, “το καλό που σου θέλω- “ ”Άκουσε”, μ’ έκοψε η φωνή, έξω απ’ την πύλη με περιμένει ένα κορίτσι. Θα μ’ αφήσεις να βγω;” Η φωνή του είχε μια θέρμη και μια πειθώ. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινα δυο μάτια φωσφορικά, τα χείλη του γυάλιζαν υγρά και κόκκινα. “Όποιος κι αν είσαι”, του είπα παλεύοντας με τον εαυτό μου, “καλύτερα να γυρίσεις πίσω, μη βρούμε κι οι δυο κανένα μπελά”. Μ’ έσφιξε δυνατότερα. Πόνεσα σχεδόν. “Ο μόνος μπελάς που μπορούμε να βρούμε”, κι η φωνή βγήκε πολύ βαθιά, “είναι τούτος”. Κι αρπάζοντάς με από τη μέση, με φίλησε σύντομα και ζωηρά στο στόμα. Ένιωσα το σφίξιμο να χαλαρώνει. “Στάσου”, του φώναξα. Μα η σκιά είχε προλάβει κιόλας να γλιστρήσει. Χάθηκε μες στο σκοτάδι, όπως είχε φανεί. Είχε, άραγε, βγει έξω ή είχε γυρίσει στον θάλαμο με τους άλλους;»

Μένης Κουμανταρέας: Πλανόδιος σαλπιγκτής (Κέδρος)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008

No 556

Image Hosted by ImageShack.usJoaquin Sorolla y Bastida (Ισπανία)

Η ταινία πλησίαζε στο τέλος της, κάποια βίαιη δράση εκδηλωνόταν στο πανί, όταν ο άγνωστος τόλμησε να μου κάνει την πρόταση. «Τι θα ‘λεγες αν συναντιόμασταν αύριο να τα πούμε». Αύριο είχα μαθήματα, του το είπα απερίφραστα. «Τότε απόψε», μου είπε φτερωμένος με νέες ελπίδες. «Απόψε πρέπει να μείνω σπίτι, έχω διάβασμα», του δήλωσα ξανά.σαν να έχασε λίγο το ρόδινο χρώμα του, μα δεν το έβαλε κάτω. «Τότε, διάλεξε εσύ μια μέρα». «Τετάρτη», είπα για να πω κάτι. «Ωραία, Τετάρτη’ τι ώρα και πού;». ένιωσα ελαφρά τρομοκρατημένος. Ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε να δώσω ν’ έναν άγνωστο ραντεβού. «Θέλεις έξι ώρα στην πλατεία Αγάμων;», μου είπε, «για να μοιράσουμε την απόσταση». Αισθανόμουν αδέξιος να μοιράσω οτιδήποτε μαζί του, ωστόσο κάτι καινούριο και θαυμαστό, και βέβαια τρομερό στα μάτια μου, αποκαλυπτόταν τότε.

Μένης Κουμανταρέας: Σεραφείμ και Χερουβείμ (Κάκτος)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008

No 555

Image Hosted by ImageShack.usConstantin Suslov (Ρωσία)

Υπάρχει μια μόδα ευρωπαϊκή – να μιλάς πολύ για την αγάπη. Δεν θα είχα αντίρρηση να την ακολουθήσω, αν ήξερα δυο τρια πράγματα. Ξέρω λιγάκι τα συμπτώματα της απουσίας της, ξέρω ότι μένεις μέσα και δεν θες να φας ούτε να δεις άνθρωπο – αλλά δεν ξέρω τίποτα για τον έρωτα κατά τη διάρκεια που συμβαίνει. Τον αναγνωρίζω μόνο από την πλάτη του – όταν φεύγει.
Δεν σνομπάρω το θέμα. Από τους δυο τρεις έρωτες της ζωής μου έμαθα φυσικά – κυρίως κατάλαβα πόσο κομπλεξικός είμαι. Με έφτασαν στα όριά μου (στα κατώτατα όριά μου), αλλά και με έκαναν Θεό. Στις καλές εποχές, ήμουνα όπως εκείνοι οι πρίγκιπες του Αϊζενστάιν, με ήλιο στα μαλλιά (είχα μαλλιά τότε), με τη χαρά της αφθαρσίας στα μάτια και τα λοιπά και τα λοιπά. Και στις κακές εποχές, δεν θέλετε να ξέρετε. (…)
Αποφεύγω λοιπόν να πολυμιλώ για την αγάπη, διότι μεγαλώνοντας μ’ αρέσει να κυριολεκτώ (πράγμα αδύνατον εν προκειμένω) και διότι οι ιστορίες μου ήταν όλες αμαρτίες μου: βρήκαν το στόχο μόνο για λίγο, έρωτες που δεν ρίζωσαν ούτε άφησαν ίχνη στη γη, κι ακόμα κι εγώ τους ξεχνάω πια ή, μάλλον, τους σκεπάζω με τα φύλλα της ζωής μου που πέφτουν, όλο πέφτουν (πράγμα που ακούγεται μελοδραματικό, αλλά είναι σωτήριο). Αυτός είναι και ο λόγος που αν πρέπει σώνει και καλά κάτι να πούμε για τον έρωτα, μιλάμε για τ’ απόνερά του που θολώνουν τη ζωή μας: τη ζήλια, την αϋπνία, το ξύλο, την αγωνία και την έκσταση.
Είναι μισόλογα, είναι όμως ειλικρινή.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος: Στον Παλιό Καταρράκτη. Μικρά κείμενα από ταξίδια (Τσαγκαρουσιάνος)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2008

No 554

Image Hosted by ImageShack.usOksana Opanasenko (Ουκρανία)

Η ταυτότητα του προδότη
Εμφάνιση: Φλεγομένης βάτου. Παλιά τον απεικόνιζαν με αγριεμένο μάτι, μαύρη χλαμύδα, γένια και very introspective. Ήταν το απόλυτο χαμένο κορμί. Τώρα, η εικόνα του διαλύθηκε. Φοράει από Αρμάνι μέχρι αμερικάνικα, μοιάζει από βουλευτής μέχρι loser.
Τι προδίδει: Τα πάντα. Το δάσκαλό του, τον εραστή του, τους φίλους του, το λόχο του, τον αδελφό του, τους Λακεδαιμόνιους, το πανκ, την πατρίδα.
Τι υπερπροδίδει: Τον εαυτό του.
Χειρονομίες ντροπής: Στα μυστικά δείπνα σκύβει τα μάτια. Στα φιλιά είναι ψυχρός. Ψιθυρίζει λόγια αγάπης που δεν καταλαβαίνει. Αυτοκτονεί (αργά ή μια κι έξω – αδιάφορο).
Γιατί προδίδει: Κυρίως για το χρήμα, συν όλες τις κυρίες των «τιμών» του: τη δόξα, την κραιπάλη, το ευ ζην. Προδίδει επίσης, κινημένος από μια επισφαλή libido, πεπλανημένος από μια καινούρια αγάπη ή ηττημένος από την πλήξη μιας παρατεταμένης συντροφιάς.
Βασικό χαρακτηριστικό του: Η απιστία. Η αγάπη του, η φιλία του, η αφοσίωσή του – έχουν τη ρίζα του ζιζάνιου. Ο πρώτος άνεμος τα ξεριζώνει. Περιπλανάται έτσι από αγκαλιά σε αγκαλιά, από λόμπι σε λόμπι, μονίμως ξένος, μονίμως εξοστρακισμένος – ακόμα και όσοι δέχονται τις εκδουλεύσεις του, ξέρουν ότι σύντομα θα τους πουλήσει και αυτούς για 30 αργύρια.
Πώς τιμωρείται: Είναι ίσως ο πιο μόνος άνθρωπος του κόσμου. Ποτέ κανείς δεν θα τον εμπιστευθεί – δεν θα γνωρίσει ούτε την άγρια συνενοχή που αισθάνονται μεταξύ τους οι δολοφόνοι... ιδιότητες σαν ξένο σώμα.
Κι όμως, η προδοσία είναι η καθημερινή μας καραμέλα: Το ξέρω, δυστυχώς. Χιλιάδες προδοσίες μάς βαραίνουν. Προδότες μπαινοβγαίνουν σπίτι μας, μας στέλνουνε φιλιά από το τηλέφωνο, τρώνε το φαΐ μας, τρώνε τα χείλη μας. Κι εμείς προδίδουμε τα πιο ακριβά μας πρόσωπα – με ένα βλέμμα, ένα χάδι, ένα υπονοούμενο.
Γίνε πιο σαφής: Δεν γίνεται. Ένα μπορώ να πω: Ο προδότης είναι μαλάκας. Χάνει τα πάντα για ένα τίποτα. Και είναι τραγικός, γιατί νομίζει το αντίθετο (…)
.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος: Μοναξιές (Κάκτος)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2008

No 553

Image Hosted by ImageShack.us

Κανένα επιβαρυντικό στοιχείο δεν υπήρχε για την ηθική του, πέρα από τις στενές του σχέσεις με τον βασιλιά Νικομήδη, σχέσεις πάντως που τον είχαν εκθέσει σε βαρύ και αιώνιο χλευασμό και στη γενική κατακραυγή. Δεν είναι ανάγκη να θυμίσω εδώ τους γνωστότατους στίχους του Λικινίου Κάλβου:
Όλα του κόσμου τα καλά η Βιθυνία τα ‘χει
ακόμα και του Καίσαρα τον αγαπητικό.
Αφήνω επίσης κατά μέρος τους ψόγους του Δολαβέλλα και του Κουρίωνα του Πρεσβυτέρου. Ο Δολαβέλλας τον αποκαλεί ‘παλλακίδα που ανταγωνίζεται τη βασίλισσα και δοκάρι της βασιλικής κλίνης» και ο Κουρίων «στάβλο του Νικομήδη και πορνείο της Βιθυνίας». Παραλείπω επίσης τα διατάγματα του Βιβούλου,που αποκαλούσε τον συνάρχοντά του «βασίλισσα της Βιθυνίας» και έλεγε ότι ο Καίσαρ ήταν στην αρχή ερωτευμένος με τον βασιλιά και τώρα με το βασίλειο. Την ίδια εποχή, όπως αναφέρει και ο Μάρκος Βρούτος, κάποιος Οκτάβιος, που η διανοητική του κατάσταση τού επέτρεπε να ξεστομίζει ό,τι του κατέβαινε, σε μια μεγάλη συγκέντρωση ονόμασε τον Πομπήιο βασιλιά και τον Καίσαρα βασίλισσα. Ο Γάιος Μέμμιος πάλι ισχυρίζεται ότι, μαζί με άλλα ανήθικα υποκείμενα, ο Καίσαρ υπήρξε οινοχόος του Νικομήδη σε ένα μεγάλο συμπόσιο, και ότι μαζί τους διασκέδαζαν και κάποιοι έμποροι από τη Ρώμη, των οποίων τα ονόματα παραδίδει. Ο Κικέρων πάντως δεν αρκείται σε όσα έγραφε σε κάποιες επιστολές του, ότι δηλαδή ο Καίσαρ οδηγήθηκε από τους ακολούθους του βασιλιά στον βασιλικό κοιτώνα, ότι ξάπλωσε σε χρυσή κλίνη με πορφυρά σκεπάσματα και ότι ο γιος αυτός της Αφροδίτης έχασε την παρθενιά του στη Βιθυνία, αλλά προσθέτει επιπλέον ότι κάποτε στη Σύγκλητο, όταν ο Καίσαρ υπερασπιζόταν τη Νύσα, κόρη του Νικομήδη, και απαριθμούσε τις ευεργεσίες του βασιλιά προς το άτομό του, ο Κικέρων του φώναξε: «΄Έλα, κοφ’ το, σε παρακαλώ, γιατί είναι γνωστό τι σου έχει δώσει εκείνος και πώς εσύ του το ανταπέδωσες». Κατά τον γαλατικό του θρίαμβο τέλος, οι στρατιώτες, ανάμεσα στ’ άλλα άσματα που χαριτολογώντας τραγουδούσαν καθώς ακολουθούσαν το νικηφόρο άρμα, έλεγαν και το παρακάτω τραγουδάκι, που έγινε πολύ του συρμού:
Ο Καίσαρας καβάλησε τις δύο Γαλατίες,
τον Καίσαρα καβάλησεν ο Νικομήδης όμως’
και να που τώρα ο Καίσαρας σέρνει το θρίαμβό του
στις Γαλατίες νικητής’ μόνο που ο Νικομήδης,
που πήδηξε τον Καίσαρα, δε χαίρεται θριάμβους.

Σουητώνιος: Οι βίοι των Καισάρων. Τόμος Α' (ΜΙΕΤ)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 01, 2008

No 552

Image Hosted by ImageShack.us

Όμως, βιάστηκα να μακαρίσω τον εαυτό μου, γιατί, καθώς η μέθη με είχε πλημμυρίσει, τα χαλαρωμένα άκρα μου έστεκαν σε απόλυτη ηρεμία. Έτσι ο Άσκυλτος, αυτός ο πρόστυχος, μου πήρε τον «αδελφό» και, όσο ήταν ακόμη νύχτα, τον έφερε στο κρεβάτι του, κάνοντας έρωτα με αγόρι που δεν του ανήκε. Εκείνο, μη καταλαβαίνοντας την απάτη ή κάνοντας πως δεν καταλάβαινε, αποκοιμήθηκε σε ξένη αγκαλιά, ενάντια στους νόμους και τους κανόνες των ανθρώπων. Μόλις ξύπνησα και είδα το κρεβάτι λεηλατημένο από το μοναδικό του θησαυρό, όρκο παίρνω πως – εν ονόματι όλων των εραστών – έτοιμος ήμουν με το σπαθί μου να πλημμυρίσω τον ύπνο τους με θάνατο. Τελικά, στα σχέδια μου πρυτάνευσε η λογική. Με ξυλιές διέκοψα τον ύπνο του Γείτονα και αγριεμένα κοιτώντας τον Άσκυλτο ευθαρσώς του δήλωσα: «Από τη στιγμή που καταπάτησες τούτη τη φιλία με τον πιο ύπουλο τρόπο και μαγάρισες το δεσμό μας, μάζεψε τα πράγματά σου και γύρεψε άλλο μέρος να μιάνεις». Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση, αλλά, αφού είχαμε μοιράσει τα πάντα ακριβοδίκαια, αξίωσε: «Εμπρός! Ώρα να μοιράσουμε και τούτον τον πιτσιρικά!»

Πετρώνιος: Σατυρικόν (το ποντίκι)