Γιάννης Τσαρούχης
«Υπηρετούσα τότε στη βάση του Βοτανικού», τον ακούω, «μια γεναριάτικη βραδιά είχα βρεθεί σκοπός στην πύλη, πρώτο νούμερο δέκα με δυο το πρωί. Ο αξιωματικός φυλακής είχε πέσει για ύπνο κι οι ναύτες κλεισμένοι στον θάλαμο, έπαιζαν χαρτιά στη ζούλα. Έκανε παγωνιά, είχε πέσει κι ομίχλη. Θα ‘ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άκουσα βήματα να πλησιάζουν στη σκοπιά. “Τις ει”; φώναξα. Καμιά απάντηση. Τα βήματα εξακολουθούσαν. Πρότεινα τα’ όπλο μου κι ένιωσα τ’ άκρα μου να παγώνουν. “Τις ει”; ξανάπα βραχνά. “Φίλος”, είπε η φωνή, ασυνήθιστα ζεστή μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Την ίδια στιγμή, ένα χέρι έπιανε τ’ όπλο μου και το ακινητοποιούσε. “Μη φοβάσαι”, και μου έσφιξε τον καρπό, “είμαι ο σαλπιγκτής του λόχου”. Η ομίχλη μας τύλιξε και τους δύο. “Δεν σε ξέρω”, του είπα και τα δόντια μου κροτάλιζαν. “Αν δεν μ’ έχεις ακούσει το πρωί στο εγερτήριο”, είπε με παράπονο η φωνή, “τότε σίγουρα θα με θυμάσαι στο σιωπητήριο”. “Δεν σε ξέρω”, επανέλαβα με κάποια προσπάθεια, “το καλό που σου θέλω- “ ”Άκουσε”, μ’ έκοψε η φωνή, έξω απ’ την πύλη με περιμένει ένα κορίτσι. Θα μ’ αφήσεις να βγω;” Η φωνή του είχε μια θέρμη και μια πειθώ. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινα δυο μάτια φωσφορικά, τα χείλη του γυάλιζαν υγρά και κόκκινα. “Όποιος κι αν είσαι”, του είπα παλεύοντας με τον εαυτό μου, “καλύτερα να γυρίσεις πίσω, μη βρούμε κι οι δυο κανένα μπελά”. Μ’ έσφιξε δυνατότερα. Πόνεσα σχεδόν. “Ο μόνος μπελάς που μπορούμε να βρούμε”, κι η φωνή βγήκε πολύ βαθιά, “είναι τούτος”. Κι αρπάζοντάς με από τη μέση, με φίλησε σύντομα και ζωηρά στο στόμα. Ένιωσα το σφίξιμο να χαλαρώνει. “Στάσου”, του φώναξα. Μα η σκιά είχε προλάβει κιόλας να γλιστρήσει. Χάθηκε μες στο σκοτάδι, όπως είχε φανεί. Είχε, άραγε, βγει έξω ή είχε γυρίσει στον θάλαμο με τους άλλους;»
Μένης Κουμανταρέας: Πλανόδιος σαλπιγκτής (Κέδρος)
«Υπηρετούσα τότε στη βάση του Βοτανικού», τον ακούω, «μια γεναριάτικη βραδιά είχα βρεθεί σκοπός στην πύλη, πρώτο νούμερο δέκα με δυο το πρωί. Ο αξιωματικός φυλακής είχε πέσει για ύπνο κι οι ναύτες κλεισμένοι στον θάλαμο, έπαιζαν χαρτιά στη ζούλα. Έκανε παγωνιά, είχε πέσει κι ομίχλη. Θα ‘ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άκουσα βήματα να πλησιάζουν στη σκοπιά. “Τις ει”; φώναξα. Καμιά απάντηση. Τα βήματα εξακολουθούσαν. Πρότεινα τα’ όπλο μου κι ένιωσα τ’ άκρα μου να παγώνουν. “Τις ει”; ξανάπα βραχνά. “Φίλος”, είπε η φωνή, ασυνήθιστα ζεστή μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Την ίδια στιγμή, ένα χέρι έπιανε τ’ όπλο μου και το ακινητοποιούσε. “Μη φοβάσαι”, και μου έσφιξε τον καρπό, “είμαι ο σαλπιγκτής του λόχου”. Η ομίχλη μας τύλιξε και τους δύο. “Δεν σε ξέρω”, του είπα και τα δόντια μου κροτάλιζαν. “Αν δεν μ’ έχεις ακούσει το πρωί στο εγερτήριο”, είπε με παράπονο η φωνή, “τότε σίγουρα θα με θυμάσαι στο σιωπητήριο”. “Δεν σε ξέρω”, επανέλαβα με κάποια προσπάθεια, “το καλό που σου θέλω- “ ”Άκουσε”, μ’ έκοψε η φωνή, έξω απ’ την πύλη με περιμένει ένα κορίτσι. Θα μ’ αφήσεις να βγω;” Η φωνή του είχε μια θέρμη και μια πειθώ. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινα δυο μάτια φωσφορικά, τα χείλη του γυάλιζαν υγρά και κόκκινα. “Όποιος κι αν είσαι”, του είπα παλεύοντας με τον εαυτό μου, “καλύτερα να γυρίσεις πίσω, μη βρούμε κι οι δυο κανένα μπελά”. Μ’ έσφιξε δυνατότερα. Πόνεσα σχεδόν. “Ο μόνος μπελάς που μπορούμε να βρούμε”, κι η φωνή βγήκε πολύ βαθιά, “είναι τούτος”. Κι αρπάζοντάς με από τη μέση, με φίλησε σύντομα και ζωηρά στο στόμα. Ένιωσα το σφίξιμο να χαλαρώνει. “Στάσου”, του φώναξα. Μα η σκιά είχε προλάβει κιόλας να γλιστρήσει. Χάθηκε μες στο σκοτάδι, όπως είχε φανεί. Είχε, άραγε, βγει έξω ή είχε γυρίσει στον θάλαμο με τους άλλους;»
Μένης Κουμανταρέας: Πλανόδιος σαλπιγκτής (Κέδρος)
5 σχόλια:
Ωραίο κείμενο... Σε ευχαριστώ... Αλλά μας γράφεις από το μέλλον;
Η παρουσίαση του βιβλίου είναι από το site του βιβλιοπωλείου “λεμόνι” (lemoni.gr):
Δεκατέσσερα κομμάτια γραμμένα σε διάστημα δεκαπέντε χρόνων. Κείμενα αυτοβιογραφικά, ευκαιριακά, εξομολογητικά. Για την Ομόνοια και τη Φιλανδία. Για τη Μεγάλη Παρασκευή και τον Βάγκνερ. Τον Κοσμά Πολίτη, τον Μάνο Χατζιδάκι και την Πάτρα του '50. Για τη Νανά Καλλιανέση και τη Μέλπω Αξιώτη. Τον Ιωάννου και τον Χατζή. Τα πρώτα μου διαβάσματα και τα πρώτα μου γραψίματα. Μαρτυρίες, χρονικά, ημερολόγια και ό,τι άλλο δεν χώρεσε στα βιβλία μου τόσα χρόνια. Κι επιπλέον, το "Play", γραμμένο ειδικά γι' αυτό το βιβλίο. – M.K.
~~~~~~~~~~~~
To βιογραφικό του Μένη Κουμανταρέα είναι από το site των εκδόσεων “Κέδρος”:
Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών και δοκίμασε τις δυνάμεις του στη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή, τις οποίες και εγκατέλειψε. Δεν ολοκλήρωσε ούτε τις θεατρικές του σπουδές, ενώ για ένα πολύ σύντομο διάστημα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και εργάστηκε για είκοσι χρόνια ως υπάλληλος ναυτιλιακών και ασφαλιστικών εταιρειών. Το 1972 σπούδασε με υποτροφία (DAAD) στο Βερολίνο για έξι μήνες. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1961, με μεταφράσεις Μοράβια, Χέμινγουαιη, Τζόυς, στο περιοδικό Ταχυδρόμος. Το 1962 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά (Εκλογή, Επιθεώρηση Τέχνης, Τραμ, Ηριδανός, Ο Ταχυδρόμος, Οδός Πανός, η Λέξη και άλλα). Κατά τη διάρκεια της επταετίας πήρε μέρος στην αντιστασιακή έκδοση 18 Κείμενα και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη, βάσει του νόμου περί ασέμνου δημοσιεύματος, για το έργο του Το αρμένισμα. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1967 για το Αρμένισμα), το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1975 για τη Βιοτεχνία υαλικών), και το κρατικό βραβείο διηγήματος το 1997 για τη συλλογή Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και από το 1982 ως το 1986 συμμετείχε στο Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Τα βιβλία του Κυρία Κούλα, Τα καημένα και Η φανέλα με το 9 έγιναν ταινίες για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Κεντρικό πρόσωπο και πεδίο της δράσης σε όλα τα έργα του Μένη Κουμανταρέα ήταν και είναι η Αθήνα, όπου ο συγγραφέας αντιπαραθέτει το ευάλωτο άτομο στην Ιστορία και τη μοίρα, μιλάει για την ατομική και τη συλλογική διάψευση, μέσα από ιστορίες στις οποίες ο καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του. Ακούραστος παρατηρητής της καθημερινότητας, ο Κουμανταρέας αφουγκράζεται το ρυθμό και τα προβλήματα της εποχής και συνεχίζει, ως σήμερα, να τα αποδίδει με φρέσκια και ανεπιτήδευτη γραφή. Σημαντική είναι η συμβολή του και στην πρόσληψη της ξένης πεζογραφίας στη χώρα μας, αφού έχει μεταφράσει με άποψη έργα των Ουίλλιαμ Φώκνερ, Χέρμαν Έσσε, Κάρσον Μακ Κάλερς, Χέρμαν Μέλβιλ, Γκέοργκ Μπύχνερ, κ.α.
...
Aπό το βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου Νεοέλληνες (εκδ. Μεταίχμιο, 2007):
Όλα τα βιβλία του Μένη Κουμανταρέα -τόσο τα επινοημένα, όσο και τα αυτοβιογραφικά- είναι ένα είδος κιβωτού. Εκεί έχει μαζέψει μυρωδιές, ανθρώπους, καταστάσεις - όλα όσα θέλει να διασώσει. Δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε επώνυμους και σε ανώνυμους. Δίπλα στο πορτρέτο ενός λαϊκού τύπου, ο αναγνώστης μπορεί να δει, με ίσης αισθητικής αξίας γραφή, τα πορτρέτα του Μάνου Χατζιδάκι, του Στρατή Τσίρκα ή του Κοσμά Πολίτη. Αντιμετωπίζει τους πάντες με την ίδια αισθητική σοβαρότητα.
«Θέλω, δεν θέλω» μου λέει «ανήκω σε μια γενιά που πίστεψε σε ιδανικά, σε ιεραρχίες, σε όλα αυτά που δημιουργούν ένα σύστημα αξιών. Σήμερα, όπως ξέρουμε όλοι, αυτά τα πράγματα έχουν γκρεμιστεί. Υπάρχει η μαφία, είτε αυτή είναι στη Ρωσία είτε είναι εδώ, η μαφία του χρηματιστηρίου, κι ελέγχει πια τα πάντα. Χωρίς -πάλι θα πω τη λέξη- ν' αναμνησιολογώ, προσπαθώ να κρατήσω κάποιες αξίες ακόμα. Αυτό πιστεύω ότι αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο που γράφω. Δίχως να είμαι πλέον ο συγγραφέας των πρώτων μου βιβλίων, εξακολουθώ να διατηρώ μια βασική καλλιέργεια της γλώσσας - δεν αφήνω τα πάντα χύμα...»
~~~~~~~~~~~~
Προηγούμενες καταχωρήσεις για τον Μένη Κουμανταρέα:
- No 218: Η μέρα είναι για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα
- No. 506: Νώε
- No. 556:Σεραφείμ και Χερουβείμ
Δημοσίευση σχολίου