Άνοιξη του ’35. νωρίς τ’ απόγευμα στην παραλία του Αϊ Θανάση, έξω από τα Λεχαινά, οκτώ νέοι άντρες διασκεδάζουν χωρίς γυναίκες. Οι έξη απ’ αυτούς χορεύουνε κατά ζεύγη, οι άλλοι δυο κοιτάνε …μαζί τους έχουν ένα γραμμόφωνο που κλείνει και γίνεται βαλίτσα…
Το φως έπεσε κι άλλο. Η άμμος σκούρυνε. Η θάλασσα μαύρισε. Μέσα της σαλεύουν σκιές σαν φωτογραφία που έπεσε και μούλιασε κι έχασε το φως της. Ο Ηλίας κλείνει βιαστικά το γραμμόφωνο και το φορτώνεται στην πλάτη όπως οι λατερνατζήδες. Ακολουθούν μετρημένοι και σοβαροί ο Χαρίλαος με τον Άγγελο, ο Χρήστος με περασμένο το χέρι στους ώμους του Διονύση. Οι άλλοι χασομεράνε. Ο Ανδρέας με τον Γιώργο καλαμπουρίζουνε. « Του χρόνου να ντυθούμε γυναίκες», σκουντάει με τον αγκώνα ο Γιώργος τον Ανδρέα. « Αμ τι», αποκρίνεται εκείνος, «μόνο οι γυναίκες μας θα ντύνονται τις Απόκριες άντρες;»
Ο Χρήστος όλο κάτι θέλει να πει στον Διονύση – είναι ο μόνος συνομήλικος του…
Μένης Κουμανταρέας : Η μέρα είναι για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (Κέδρος)
Το φως έπεσε κι άλλο. Η άμμος σκούρυνε. Η θάλασσα μαύρισε. Μέσα της σαλεύουν σκιές σαν φωτογραφία που έπεσε και μούλιασε κι έχασε το φως της. Ο Ηλίας κλείνει βιαστικά το γραμμόφωνο και το φορτώνεται στην πλάτη όπως οι λατερνατζήδες. Ακολουθούν μετρημένοι και σοβαροί ο Χαρίλαος με τον Άγγελο, ο Χρήστος με περασμένο το χέρι στους ώμους του Διονύση. Οι άλλοι χασομεράνε. Ο Ανδρέας με τον Γιώργο καλαμπουρίζουνε. « Του χρόνου να ντυθούμε γυναίκες», σκουντάει με τον αγκώνα ο Γιώργος τον Ανδρέα. « Αμ τι», αποκρίνεται εκείνος, «μόνο οι γυναίκες μας θα ντύνονται τις Απόκριες άντρες;»
Ο Χρήστος όλο κάτι θέλει να πει στον Διονύση – είναι ο μόνος συνομήλικος του…
Μένης Κουμανταρέας : Η μέρα είναι για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (Κέδρος)
6 σχόλια:
Aπό ΤΑ ΝΕΑ, 21/4/1999
«Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» τιτλοφορεί ο Μένης Κουμανταρέας το καινούργιο του έργο. Τη φράση τη δανείστηκε από μια αποστροφή του φίλου του, Κώστα Ταχτσή και την χρησιμοποίησε σαν ερέθισμα και συνδετικό άξονα ανάμεσα στα διηγήματα, στα δοκίμια, στις κριτικές για ομότεχνους και στις αυτοβιογραφικές σημειώσεις που συναποτελούν αυτό το δέκατο τέταρτο βιβλίο του. Ένα βιβλίο γενναίο, όπως προαγγέλλει το εξώφυλλό του με τους άνδρες που χορεύουν μεταξύ τους. Ένα βιβλίο γενναιόδωρο, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενά του για διάφορους συγγραφείς που κέντρισαν τον Κουμανταρέα και έγιναν μερικοί φίλοι του. Ένα βιβλίο ιδιότυπο, αφού καταφέρνει καλύτερα από την όποια αυτοβιογραφία του να ακτινογραφήσει την προσωπικότητα του συγγραφέα του και μαζί μια ολόκληρη εποχή που μοιάζει να παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Μ.Χ.
Aπό το ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-04-1999
Γράφει η Μάρη Θεοδοσοπούλου
Εκδότου θέλοντος, ο υποψιασμένος συγγραφέας ξεκινά το βιβλίο του από το εξώφυλλο. Ο Μ. Κουμανταρέας, για το δέκατο τέταρτο βιβλίο του, επιλέγει μια φωτογραφία από ένα λεύκωμα της πόλης του Καρκαβίτσα το οποίο είχε εκδώσει πριν από 12 χρόνια το, τελικά βραχύβιο, τοπικό περιοδικό «Εκ παραδρομής». Ο καινούργιος ταξιδιωτικός οδηγός της Ανεξερεύνητης Πελοποννήσου» διαβεβαιώνει: «Τα Λεχαινά είναι η πατρίδα του Καρκαβίτσα, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να επισκεφθείτε αυτή την άχαρη επαρχιακή πόλη». Ωστόσο εκείνο το λεύκωμα, με τα δίπατα, πέτρινα και νεοκλασικά σπίτια, έδειχνε μια πόλη που σέβεται το παρελθόν της.
Ο Μ. Κουμανταρέας κρατάει μυστική την ταυτότητα της φωτογραφίας. Μόνο στο προτελευταίο κείμενο του βιβλίου του αποκαλύπτει, και πάλι έμμεσα, ότι πρόκειται για λεχαινίτες νεαρούς γλεντζέδες του Μεσοπολέμου· μια ανδροπαρέα που χορεύει στην παραλία του Αϊ-Θανάση. Ωστόσο όποιος έτυχε να φυλλομετρήσει το λεύκωμα, αυτό το ερωτικό, όπως θα έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, ενσταντανέ, σίγουρα θα του εντυπώθηκε. Εξήντα τόσα χρόνια μετά τη στιγμή που απαθανάτισε ο πλανόδιος φωτογράφος, ο Μ. Κουμανταρέας πλάθει μια αφήγηση με ήρωες τους νεαρούς αυτούς άντρες της φωτογραφίας, κλέβοντας από τη λεζάντα τα μικρά τους ονόματα. Με τι ασχολούνται και ποιοι είναι οι κρυφοί πόθοι τους, πώς περνάνε τις νύχτες τους και τι άραγε απόγιναν.
Η φωτογραφία θα έδενε με έναν τίτλο παραπλήσιο με του βιβλίου· «Η μέρα για τα έργα κι η νύχτα για το σώμα».
Αλλά και το βιβλίο του Μ. Κουμανταρέα φαίνεται σαν μια αντίστοιχη φωτογραφία. Μόνο που δεν είναι τραβηγμένη το '30 αλλά «στις μαγικές εκείνες δεκαετίες του '50 και του '60» και δεν εικονίζει λεχαινίτες νεαρούς αλλά Αθηναίους, όχι στην παραλία αλλά στο καφενείο «Βυζάντιο» και σε άλλα στέκια.
[...]
Γράφει για «νύχτες βελούδινες» και σκιές του παρελθόντος. Ενας νέος άντρας, κάπως παχουλός, με μαύρη κλειστή μπλούζα ως τον λαιμό και πυρετικά μάτια, ο Χατζιδάκις. Στρουμπουλός και ευκίνητος, ευφυολόγος και θυμώδης, μονίμως σαρκαστής και αυτοσαρκαζόμενος, ο Ταχτσής. Και οι δύο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, στάθηκαν πιο άντρες στη ζωή τους από πολλούς άλλους. Παρεμπιπτόντως, τόσα πέρασε ο Ταχτσής για το «Τρίτο στεφάνι» και αυτό έμελλε τελικά να περάσει στους νεότερους με την άνευρη τηλεοπτική εκδοχή του.
[...]
Τέλος, ένας ακόμη όμηρος των βιωμάτων, ο Ιωάννου, τον οποίο ο συγγραφέας θυμάται σαν εξόριστο βυζαντινό άρχοντα.
...
Ο Μένης Κουμανταρέας θεωρείται ο κατ' εξοχήν ζων εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία, μολονότι υπάρχει επίσης στο έργο του - και μάλιστα δεσπόζει στα όψιμα κείμενά του - μια ποιητικότερη συνιστώσα, μια ελεγειακή διάθεση, που αναφέρεται στη φθορά της νεότητας και του κάλλους.
[...]
Στα περισσότερα έργα του Κουμανταρέα, ανεξάρτητα από το θέμα τους, υπάρχει μια συχνά συναρπαστική περιπλάνηση στους εξωτερικούς χώρους όπου διαδραματίζεται η ζωή των σύγχρονων αστικών κέντρων στην Ελλάδα, κι εδώ βρίσκεται ίσως όχι μόνο το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του ρεαλισμού του, αλλά και η βαθύτερα ποιητική διάσταση της προσωπικότητάς του ως συγγραφέα.
Δημοσθένης Κούρτοβικ : Έλληνες Μεταπολεμικοί συγγραφείς (εκδ. Πατάκης,1995)
Aπό το site ilioupolis-on-line, με αφορμή την παρουσία του Μένη Κουμανταρέα, ως προσκεκλημένου του κύκλου εκδηλώσεων «...μιλώντας με τους συγγραφείς, Δευτέρα βράδυ» που διοργάνωσε το Πολιστιστικό Κέντρο του Δήμου σε συνεργασία με την Δημοτική Βιβλιοθήκη.
(4/4/2005)
Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 και σπάνια την εγκαταλείπει. Δεν ολοκλήρωσε τις ανώτερες σπουδές του στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή αλλά ούτε και τις θεατρικές του, και εργάστηκε επί σειρά ετών ως υπάλληλος σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.
Το πρώτο του βιβλίο "Τα μηχανάκια" κυκλοφόρησε το 1962. Θέμα του οι καταπιεσμένοι έφηβοι της εποχής. καταπιεσμένοι και περιθωριακοί είναι σχεδόν όλοι οι ήρωες των βιβλίων του με μόνιμο σκηνικό την Αθήνα.
Στην διάρκεια της δικτατορίας δικάστηκε από τη Χούντα για το βιβλίο του "Το Αρμένισμα"· την ίδια περίοδο έγραψε με άλλους 17 συγγραφείς σ' ένα συλλογικό τόμο με τίτλο "18 κείμενα".
Το 1972 πήρε την υποτροφία RAAD για την πόλη του Βερολίνου. Τιμήθηκε με το πρώτο-μεταχουντικό - Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1975 για το βιβλίο του "Βιοτεχνία Υαλικών".
Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Διετέλεσε στη δεκαετία του '80 μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ταινίες για τη τηλεόραση και τον κινηματογράφο έγιναν τα βιβλία του: "Κυρία Κούλα", "Τα καημένα", και η "Φανέλα με το 9". Παράλληλα με τα δικά του βιβλία έχει μεταφράσει στα ελληνικά αρκετά λογοτεχνικά έργα, κυρίως αμερικανικής πεζογραφίας όπως των Ουίλλιαμ Φώκνερ, Χέρμαν Έσσε, Κάρσον Μακ Κάλερς, Χέρμαν Μέλβιλ, Γκέοργκ Μπύχνερ, κ.α. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες.
Ο Μένης Κουμανταρέας μιλάει για το βιβλίο του στην Μικέλα Χαρτουλάρη
M.X.: Έχετε πολλές αιχμές στο βιβλίο σας για τη δυσκολία αποδοχής της ομοφυλοφιλίας, είτε αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό του δημιουργού είτε θέμα του έργου του.
M.K.: «Το θέμα αυτό κοντεύει πια να είναι ντεμοντέ. Όμως στις δεκαετίες του '40, του '50 ή του '60 ήταν μείζον για κάποιον που έγραφε ή όχι και τύχαινε να είναι ομοφυλόφιλος ή να έχει φίλους ομοφυλόφιλους. Τον έβαζε στο περιθώριο...
[...]
M.K.: «Παρ' ότι ένας συγγραφέας έχει συνηθίσει να εκτίθεται, εδώ μου προέκυψε μια ειλικρίνεια που δεν μπορεί να υπάρξει στα μυθιστορήματα ή στα διηγήματα όπου ο συγγραφέας εμφανίζεται με το προσωπείο του ήρωα. Σαν να είναι όλοι αυτοί για τους οποίους μιλώ, καθρέφτες που με παρουσιάζουν από μια διαφορετική σκοπιά ο καθένας. Κάποια στιγμή τρόμαξα μάλιστα. Βλέποντας τον αντίκτυπό του στους αναγνώστες, άρχισα να σκέφτομαι μήπως δεν θα τα καταφέρω πια να γράφω φανταστικές ιστορίες...».
[...]
M.K.:«Δεν βλέπω την ώρα να ξανακρυφτώ πίσω από έναν μυθιστορηματικό ήρωα. "Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα" κλείνει ένα κεφάλαιο. Σαν να ήθελα να κάνω μια περίληψη των πραγμάτων που με έθρεψαν τόσα χρόνια και των αξιών με τις οποίες μεγάλωσα και που ένα μέρος τους δεν ισχύει σήμερα. Παράδειγμα ένα είδος ρομαντισμού έστω και με κυνικό προσωπείο, παράδειγμα μια φυσιολογική ροή του χρόνου, παράδειγμα οι μορφές, όπως ο Χατζιδάκις, οι οποίες αντιπροσώπευαν έναν τρόπο ζωής που δεν συναντάς πια, με ιδανικά, με πίστη στη φιλία, στον έρωτα, στην ειρήνη...».
[...]
Με μια πινελιά ο Μένης Κουμανταρέας σκιαγραφεί για «ΤΑ ΝΕΑ» τα βασικά πρόσωπα του καινούργιου του βιβλίου.
* Ο Χατζιδάκις υπήρξε ο μόνος χοντρός άνθρωπος στη ζωή μου που όχι μόνον ανέχθηκα το πάχος του, αλλά το ζήλεψα. Χωρίς αυτόν πιθανώς να μην είχα μάθει να γράφω.
* Ο Ταχτσής ήταν ο οδοστρωτήρας που επέτρεψε στα ιδιωτικά να γίνουν δημόσια, χωρίς να μας κάνει να ντραπούμε γι' αυτό.
* Ο Ιωάννου είναι το παράδειγμα του καταπιεσμένου επαρχιώτη καθηγητή που κατόρθωσε να σπάσει το φράγμα της ανωνυμίας.
[...]
Ανορθόδοξη θέση
Σπάνια ένα εξώφυλλο βιβλίου λέει τόσα πολλά για το περιεχόμενό του όσο η φωτογραφία με τους άνδρες που χορεύουν ταγκό στην ακροθαλασσιά, στο βιβλίο τού Κουμανταρέα. Η σκηνή διαδραματίζεται στον Άη Θανάση, κοντά στα Λεχαινά, στον Μεσοπόλεμο και ο συγγραφέας την ανακάλυψε σε ένα τοπικό λεύκωμα. «Εκφράζει την ανδρική απομόνωση και συνωμοτικότητα», εξηγεί, «επιπλέον είναι πολύ ρομαντική και τρυφερή».
Αυτήν τη διαφορετική ευαισθησία των ανθρώπων, καλλιτεχνών ή μη, και την κόντρα της με την κοινωνία στην τέχνη ή στη ζωή, φωτίζει με αρκετή έμφαση σε ένα δεύτερο επίπεδο ο καινούργιος Κουμανταρέας.
ΤΑ ΝΕΑ , 06-05-1999
Στην ίδια συνέντευξη ο Μένης Κουμανταρέας μίλησε για τον εαυτό του, για την αγωνία του συγγραφέα, τα best sellers, τους νέους συγγραφείς. Το σχόλιο δεν είναι βιβλιογραφικό, αξίζει όμως να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του.
«Ξεκίνησα να γράφω γιατί δεν είχα άλλο τρόπο να παίζω», εξομολογείται. «Ήμουν σιωπηλός και αποτραβηγμένος. Δεν έπαιζα με άλλα παιδιά».
Άρχισε λοιπόν να σκαρώνει ιστορίες. Και σιγά σιγά μέσα από την πείρα του, μέσα από τις αποτυχίες του στο Πανεπιστήμιο, σε επαγγέλματα (σαν ναυτιλιακός υπάλληλος ή δημοσιογράφος), στις σχέσεις με τους γονείς του, έπλασε τον δικό του κόσμο. Ήρωες που όπως σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου του τους ένιωθε στο πετσί του και που η ενδεχόμενη αποτυχία τους στη ζωή δεν τον τρόμαζε.
«Ίσα ίσα, όσο τα χρόνια προχωρούν, θα έλεγα ότι αυτό με παρηγορεί και με κάνει αισιόδοξο. Μπροστά σε τόσους δήθεν σίγουρους και τάχα επιτυχημένους που η εποχή μας προβάλλει ασύστολα, η δική τους ήττα, τουλάχιστον, τους κάνει πιο ανθρώπινους».
Έτσι, από το 1962 μέχρι σήμερα, αποτυπώνει το πρόσωπο αυτής της πόλης και των ανθρώπων της, στοχεύοντας στη σαφήνεια και αποφεύγοντας τις κοινότοπες εκφράσεις. Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι έπλασε μεγάλους κοινωνικούς πίνακες άλλωστε δεν θα ταίριαζε κάτι τέτοιο στην ιδιοσυγκρασία του. Όμως, μέσα από τους λίγο τραυματισμένους, λίγο καταπιεσμένους, λίγο αποτυχημένους καθημερινούς ήρωές του, συνελάμβανε κάθε φορά το πρόσωπο του Νεοέλληνα που αντιστοιχούσε στην κάθε εποχή.
M.X.: Από τι κινδυνεύει ένας συγγραφέας σαν εσάς, που έχει ιδέες και κατέχει τα μέσα για να τις αναπτύξει;
M.K.: «Πάντα από τον εαυτό του. Ποτέ από τους άλλους. Γιατί οι άλλοι είναι σαν την παλίρροια που πότε έρχεται και πότε φεύγει. Κινδυνεύει, λοιπόν, περισσότερο ο συγγραφέας όταν αισθάνεται ότι δεν είναι το ίδιο ειλικρινής όσο υπήρξε όταν πρωτοξεκίνησε ούτε αρκετά σοφός ώστε να φέρει σε πέρας αυτή την ειλικρίνεια με την πάροδο των ετών. Και κινδυνεύει από το άσκοπο μπες-βγες στην κοινωνία που δυστυχώς πολλοί νέοι συγγραφείς έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους και από την έλλειψη συγκέντρωσης που κυνηγά τον σύγχρονο άνθρωπο. Απαιτεί τρομερή αυτοπειθαρχία η δουλειά του συγγραφέα».
M.X.: Και το κενό της έμπνευσης; Έχετε ποτέ αισθανθεί κάτι τέτοιο;
M.K.: «Εγώ πιστεύω ότι τελικά υπάρχει μόνο κενό εργασίας. Ένας έμπειρος συγγραφέας αν καθήσει κάτω κάτι θα βγάλει. Πρέπει ωστόσο να παραδεχτώ ότι τα ποιήματα που παρεμβάλλω σε ένα από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου, τα έγραψα μια εποχή το καλοκαίρι του '97 που με τίποτα δεν μπορούσα να γράψω πεζό. Προς στιγμήν πανικοβάλλεσαι, αλλά γνωρίζοντας από προηγούμενες περιπτώσεις λες "έχω καιρό". Αν και αυτός όσο πάει λιγοστεύει. Για μένα, πάντως, ο τρόμος της λευκής σελίδας είναι μεγαλύτερος όχι όταν δεν έχεις κάτι στο μυαλό σου, αλλά όταν έχεις και αναζητάς έναν τρόπο να τον εκφράσεις. Είναι όπως όταν τρέχει ένας άνθρωπος στον δρόμο και προσπαθείς να διακρίνεις το πρόσωπό του και να καταλάβεις γιατί τρέχει».
M.X.: Έχετε φοβηθεί ποτέ ότι θα ξεπεραστείτε; Μήπως στέκεστε τόσο κοντά στους νέους συγγραφείς για να απομακρύνετε μια τέτοια πιθανότητα;
M.K.: «Το έχω σκεφτεί συχνά ότι μπορεί να ξεπεραστώ από τα πράγματα. Στην αρχή, αυτή η ιδέα με τρόμαζε πολύ. Τώρα τη βλέπω σαν κάτι φιλικό. Αφού το σώμα μου θα ξεπεραστεί, γιατί όχι και αυτό που έχει μέσα του το κεφάλι μου. Η ετυμηγορία του χρόνου είναι αμείλικτη. Μια μέρα θα κριθείς και πιστεύω δίκαια, γιατί θα κριθείς με το λαϊκό αίσθημα. Όσο για την επαφή μου με τους νέους είναι η φαουστική πλευρά μου, χωρίς όμως τον Μεφιστοφελή που είναι κακός σύμβουλος».
M.X.: Το λαϊκό αίσθημα, όμως, μοιάζει στραμμένο προς τους... «Ιούδες».
M.K.: «Αν ο "Ιούδας φιλούσε υπέροχα" αρέσει, σημαίνει ότι κάτι υπάρχει εκεί μέσα. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα υψηλή λογοτεχνία. Εξάλλου, δεν ξέρουμε πια τι είναι υψηλή λογοτεχνία. Αυτό είναι μείζον θέμα: το ότι μας διαφεύγει η αίσθηση ενός βιβλίου επειδή έχουν εκλείψει τα κριτήρια που μας οδηγούν στην εκτίμησή του. Υπάρχει, αντίθετα, κάτι νεοπλουτίστικο στην ελληνική κοινωνία. Έρχονται οι μπεστ-σελεράδες και οι υψηλής διανόησης λογοτέχνες αρχίζουν να φωνάζουν, λες και τους πήραν μερτικό από το κτήμα τους. Επειδή εξακολουθούμε να είμαστε καθυστερημένη κοινωνία, δεν έχουμε συνηθίσει στο ότι υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες βιβλίων, που οι μεν δεν ανταγωνίζονται τις δε. Στο εξωτερικό, π.χ., είναι σαφές ότι υπάρχουν βιβλία ευρείας κατανάλωσης που δεν ανταγωνίζονται τα αμιγώς λογοτεχνικά».
M.X.: Ποια είναι η άποψή σας για τους νέους της λογοτεχνίας μας;
M.K.: «Το χαρακτηριστικό τους είναι πως είναι όλοι τους, ή σχεδόν όλοι, μισάνθρωποι και ζουν σε έναν κόσμο απομονωμένοι. Είναι αντιεξουσιαστές και έχουν τρομερό χιούμορ, που πολλές φορές σώζει κάποιες μέτριες συλλήψεις. Το μειονέκτημά τους είναι ότι δεν έχουν ζήσει αρκετά, ακόμα, αλλά αυτό ξεπερνιέται. Με τίποτα όμως δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση τους, να περάσω αυτές τις αγωνίες στο ξεκίνημα. Ήταν φοβερό την εποχή μου να σε κρίνει ένας Γκάτσος, ένας Ελύτης, ένας Χατζιδάκις. Τρέμαμε. Αυτοί τώρα δεν τρέμουν. Εμείς τρέμουμε μη μας πουν "γερο-κάτι". Είναι ανελέητη αυτή η νεολαία...».
~~~~~~~~~~~~
Η συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα στην Μικέλα Χαρτουλάρη έκλεισε με ένα του σχόλιο για την πολιτική επικαιρότητα της εποχής.
M.X.: Κάτι το... βαλκανικό;
M.K.: «Ο Κλίντον απέφυγε το Μόνικαγκεϊτ, αλλά δεν θα αποφύγει το Μιλόσεβιτς-γκέιτ. Αυτή η υπόθεση θα γυρίσει, σαν μπούμερανγκ, εναντίον του. Δεν σφαγιάζεις ένα λαό επειδή ο ένας είναι εγκληματίας. Αλλά ακόμα χειρότεροι είναι οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες που σέρνονται στο άρμα του Κλίντον και του ΝΑΤΟ. Δεν ναυαγεί φυσικά η ιδέα της Ευρώπης με αυτά. Όμως γίνεται σαφές πόσο εύθραυστη είναι αυτή η συμμαχία και πόσο η οικονομική συνοχή που διατάσσει η Bundesbank δεν είναι τόσο ουσιαστική όσο η ψυχική και πολιτιστική συνοχή. Όσο για τον πόλεμο, έχω μια πολύ στυφή γεύση και έναν φόβο. Τα δικά μας σύνορα μπορεί να μην αλλάξουν, όμως, αλλάζοντας των γειτόνων αυτόματα κάτι παθαίνουμε κι εμείς. Πέρα από αυτά όμως, όση συμμετοχή και αν απαιτούν τα γεγονότα από τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε ανά πάσα στιγμή στο τσεπάκι μας τη λύση. Τα παράθυρα στην τηλεόραση δεν δίνουν την καλύτερη θέα».
Δημοσίευση σχολίου