Η ερωτική ιδιαιτερότητα των προσώπων της πεζογραφίας του Ιωάννου, η λατρεία του ανδρικού σώματος, όπως πλάγια εκφράζεται από την καλλιτεχνική συγκίνηση των Βυζαντινών αγιογράφων στην "Παρέλαση των προσφύγων" είναι καταδικασμένη από την κοινωνία. Γι' αυτό ο έρωτας στο έργο του Ιωάννου είναι ένας έρωτας κυνηγημένος, ένας έρωτας υπό κατηγορίαν. Η ερωτική επιθυμία, λοιπόν, υποχρεώθηκε να εκφραστεί "εν παραβολαίς", όπως στους "Ψύλλους" ή στη "Λαζαρίνα", ή υπαινικτικά, όπως στα "Κελιά".
Όπως η επιθυμία που αναρριπίζει ο ερωτισμός, αναφέρεται σε έναν ολόκληρο κόσμο, σε έναν ατελείωτο φοβερό φετισχισμό. Φετιχισμό πραγμάτων και, φυσικά, λέξεων(....).Ο ερωτισμός του Ιωάννου "οργανώνει" τον κόσμο. Κατατάσσει τα πάντα όχι κατά το αισθησιακό, αλλά κατά το ενωτικό, τη σφοδρή του επιθυμία για ένωση με κάθε τι που τον έλκει.
Από αυτή την πλευρά ο ερωτισμός πλησιάζει τη θρησκευτική εμπειρία. Και η θρησκευτική εμπειρία συχνά βρίσκεται στα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεμένη με την ερωτική εμπειρία.
.
Αρης Δρουκόπουλος: Γιώργος Ιωάννου. Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του (Ειρμός)
4 σχόλια:
[η λατρεία του ανδρικού σώματος, όπως πλάγια εκφράζεται από την καλλιτεχνική συγκίνηση των Βυζαντινών αγιογράφων στην "Παρέλαση των προσφύγων"]
* * *
[...] Οι βυζαντινοί αγιογράφοι, που σαν γνήσιοι καλλιτέχνες ήξεραν από το πραγματικά ωραίο και σαν μοναχοί και αγωνιζόμενοι, στην επίθεση και στην άμυνα, ένιωθαν σε ποιον είχε δοθεί φορτίο πιο βαρύ, διάλεγαν αυτούς τους βαριούς, τραχιούς, αδριούς τύπους για μοντέλα τους, γιατί αυτουνών η αγιότητα είχε σημασία και αυτουνών η μορφή προκαλούσε τη λατρεία, την κατάνυξη, και τη διάθεση για ασπασμούς σε όλη την περιοχή του κορμιού, κι αν ήταν ολόσωμοι, κυρίως στα γεροφτιαγμένα πόδια και τα άλλα ευερέθιστα μέλη, σ'εκείνη που μονομάχησαν.
...
«Η παρέλαση των προσφύγων», από “Το δικό μας αίμα” (εκδ. Κέδρος, 1980)
~~~~~~~~~~~~
Από το site των εκδόσεων Μεταίχμιο:
Ο Άρης Δρουκόπουλος είναι φιλόλογος με μακρόχρονη διδακτική πείρα στη δημόσια και στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχει δημοσιεύσει φιλολογικές μελέτες και μελέτες με θέμα τη διδασκαλία των Αρχαίων και των Νέων Ελληνικών σε διάφορα περιοδικά.
[Η ερωτική επιθυμία, λοιπόν, υποχρεώθηκε να εκφραστεί "εν παραβολαίς", όπως στους "Ψύλλους" ή στη "Λαζαρίνα", ή υπαινικτικά, όπως στα "Κελιά".]
* * *
[...] Πάντως απορούσα πώς τρέφονταν μέσα στα αράπικα σινεμά τόσοι ψύλλοι, γιατί γυναίκες βέβαια δεν πηγαίνουν. Και ύστερα όλοι αυτοί οι μαύροι, κατά τεκμήριο, είναι τόσο ψημένοι, ώστε είναι πολύ αμφίβολο αν οι τόσο μαλακοί ψύλλοι τους είναι δυνατό να τους τρυπήσουν. Σιγά σιγά όμως διεπίστωσα ότι ένα σεβαστό μέρος της πελατείας εκεί μέσα ήταν Ευρωπαίοι, κατάλευκοι μάλιστα, που δεν άφηναν έργο για έργο, ούτε και το πιο σαχλό. Αυτοί λοιπόν τρέφαν τους ψύλλους, και ένα ποσοστό αραπάδες βέβαια.
(Οι ψύλλοι)
* * *
[...] Υπάρχουν λοιπόν και χειρότερα ακόμα και μέσα στον κόσμο των αλόγων. Και λένε πως μερικά απ’ αυτά αισθάνονται ερωτικές επιθυμίες, δεν έχουν όμως τα μέσα να τις εκδηλώσουν. Εξάλλου θεωρείται αστεία και τελείως αντιαισθητική υπόθεση το σμίξιμο δύο μουλαριών. [...] Αφού ούτε άλογα είναι, ούτε γαϊδούρια, και προπάντων αφού από τα σμιξίματά τους αποτέλεσμα δεν υπάρχει, τότε τι τους θέλουν τους έρωτες; Ούτε καν χάδια δεν τους χρειάζονται. Προορισμός τους είναι να σηκώνουν τα μεγάλα βάρη, χωρίς πολλές φωνές. [...] Μονάχα στο στρατό τα μουλάρια βρίσκουν κάποια αγάπη. Κι οι μουλαράδες φαντάροι, που συνήθως είναι τα πιο αθώα και περιφρονημένα παλικάρια, συχνά τα χαϊδεύουν με τις χοντρές χερούκλες τους.
Κι αυτά, που δεν γνώρισαν καμιά άλλη γλύκα στη ζωή τους, τους κοιτάζουν σοβαρά σοβαρα και σα βουρκωμένα.
(Λαζαρίνα)
* * *
Τα βράδια ασκούμαι συχνά στην κάμαρά μου, απολογούμενος πάνω σ’ ένα ορισμένο θέμα. Όχι για να το συγκαλύψω βέβαια, αλλά για να αποδείξω την πλάνη τους και να βρω το δίκαιό μου. Έχω καταλήξει ότι δεν είναι ανάγκη να έχω διαπράξει και τυπικά το αδίκημα για να ετοιμάζομαι. Ούτε μπορώ να ξέρω πότε θα ‘ρθεί η ώρα. Το σίγουρο είναι ότι η ώρα αυτή θα ‘ρθει αναπόφευκτα και τότε, μέσα στη σύγχυση, θα είναι αργά για να οικοδομήσω λεπτεπίλεπτες, μα στερεές απολογίες.
[...]
Θα ‘μαι πολύ ευτυχισμένος όταν, μ’ οποιοδήποτε τρόπο, αποχτήσω μέσα σ’ αυτή την πόλη ένα τέτοιο κελί δικό μου. Να πάψω πια να κινδυνεύω απ’ τα’ αυτοκίνητα και τις αφρισμένες καλημέρες των γνωστών μου. ‘Η, όταν γυρνώ αλαλιασμένος, να μπορώ να κλείνομαι εκεί, να μη με βρίσκουν εύκολα' αλλά κι αν με βρούν – όταν κρίνουν πως ήρθε η ώρα – να είμαι πανέτοιμος να απολογηθώ και να τους βγάλω μια για πάντα από την πλάνη.
(Τα κελιά)
Και τα τρία αποσπάσματα είναι από την συλλογή πεζογραφημάτων «Για ένα φιλότιμο» (εκδ. Κέδρος, 1981)
Το απόσπασμα που παραθέτει ο ReyCorazón είναι από το τρίτο κεφάλαιο, του πρώτου μέρους, του οδηγού για την ανάγνωση του έργου, του Γιώργου Ιωάννου. Στο ίδιο κεφάλαιο – «Ο ερωτισμός του Γιώργου Ιωάννου» -, διαβάζουμε:
«Θεωρούμαι ερωτικός συγγραφέας και το ξέρω. Και θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Η ερωτική αυτή ροή που περνάει ασταμάτητα, όπως διαπιστώνω πια κι εγώ, στο έργο μου, δεν αντλείται από συγκεκριμένες μνήμες μου -εμπειρικές, ψυχολογικές ή θεωρητικές- ούτε από συγκεκριμένες σχέσεις και περιστατικά, αλλά αντλείται από μια ερωτική κατάσταση που με διακατέχει και έχει κατατάξει υπό την γωνία της πολύ συγκεκριμένα όλο τον κόσμο, όλες τις έννοιες δηλαδή, μέσα μου». [Γράμματα και Τέχνες, τχ. 39 (1985)] - Έτσι δήλωσε ο Ιωάννου σε ένα ρεπορτάζ-έρευνα με θέμα «Ο έρωτας στην τέχνη». Όλα σχεδόν τα πεζογραφήματα του διαποτίζονται από τον ερωτισμό του. Σε μια συνέντευξη του (Η Καθημερινή, 22.1. 1979) είπε: «Δεν υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί [ ] που δεν τους έχει καθορίσει το ερωτικό θέμα -το ερωτικό όχι το σεξουαλικό- περισσότερο από οτιδήποτε άλλο [ ]. Για μένα ο έρωτας υπήρξε η αιώνια ανοιχτή πόρτα προς τους άλλους ανθρώπους. Και με έχει τοποθετήσει σε μια θέση συμπάθειας απέναντι τους».
Ζωή και έργο του Ιωάννου διαποτίζονται από τον ερωτισμό' ο έρωτας είναι βασικός παράγων που διαμόρφωσε τον Ιωάννου.
[…]
Όμως η επιθυμία που αναρριπίζει ο ερωτισμός, «αναφέρεται σε έναν ολόκληρο κόσμο, σε έναν ατέλειωτο φοβερό φετιχισμό. Φετιχισμό πραγμάτων και, φυσικά, φετιχισμό λέξεων, που αρχίζει [ ] από τόπους, από συνοικίες, από σπίτια, από γωνιές, από πέτρες, από χώματα, από ήχους, από ίσκιους, από φωνές, ακόμα και ανάστατες, από ρούχα, από λέρες και βρωμιές, από μυρωδιές ρούχων, εσωρούχων, από χρώματα, τσιγάρα, μάρκες τσιγάρων και καπνούς, παπούτσια, κάλτσες, κρεβάτια και σκεπάσματα, ώρες της μέρας και ώρες της νύχτας, χρωματισμούς και αποχρώσεις, από φαγητά, από σκέψεις και απορίες για τη ζωή και προχωρεί στον άνθρωπο, στο σύνολο του, στο φκιάσιμό του, στο φέρσιμο του, στον τόνο του, στη μικρή κατά προτίμηση μόρφωση του [ ] ώσπου φτάνει στην ερωτική συμπεριφορά του, την ξεπερνάει γρήγορα κι αυτή, ως μηδαμινή χρονικά, και σταματάει -ναι, εδώ σταματάει- στην παρέα, στην κουβέντα, στο άκουσμα των φωνών, στην απόλαυση της χειρονομίας, του σκυψίματος της κεφαλής, του κοιτάγματος στα μάτια -αυτό προπαντός- και εκείνης της εξομολογητικότητας, της απέραντης διάθεσης για αλήθεια προς το ερωμένο πρόσωπο». [από το Γράμματα και Τέχνες - τ. 39, 1985]
Από το ίδιο βιβλίο, του Άρη Α. Δρουκόπουλου, αυτή τη φορά από το δεύτερο κεφάλαιο, του πρώτου μέρους - «Το βιωματικό στοιχείο του έργου του» -, είναι το παρακάτω απόσπασμα που αφορά στον προσδιορισμό της σχέσης, του έργου του με την ζωή του:
Μιλώντας για το έργο του Παπαδιαμάντη υποστηρίζει ότι από άποψη σχέσεως ανάμεσα στη ζωή του συγγραφέα και του έργου του μπορούμε να χωρίσουμε τα έργα σε τρεις ομάδες: 1) Τα αυτοβιογραφικά- αυτά που φαίνονται να περιέχουν συμπαγή κομμάτια του συγγραφέα, 2) τα βιωματικά- αυτά που περιέχουν μεταπλασμένη ζωή, ξαναδοσμένη μέσα από πνευματικές ανάγκες ή άλλες μυστηριώδεις επιθυμίες και καλλιτεχνικές ισορροπίες και 3) τα φανταστικά- αυτά που με ένα λόγο μοιάζουν άσχετα προς το βίο του συγγραφέα και που όμως μια βαθύτερη ανάλυση θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν είναι και τόσο άσχετα.
Τα δικά του πεζογραφήματα τα κατατάσσει στη δεύτερη ομάδα, στα βιωματικά' βρίσκονται στο μέσον μεταξύ αυτοβιογραφικού και φανταστικού: «Ποτέ μου δεν ξεγλίστρησα σε φανταστικούς κόσμους», έχει δηλώσει ο ίδιος' και αν συνδυάσουμε αυτή τη δήλωση με την άλλη, την οργισμένη, που είδαμε αμέσως προηγουμένως, ότι «δεν μπορούν να μου αποδίδουν τα επεισόδια των πεζογραφημάτων μου», βλέπουμε τα όρια μέσα στα οποία κινείται η πεζογραφία του Ιωάννου.
Χρειάζεται όμως ακριβέστερος προσδιορισμός του βιωματικού στοιχείου. Ας δούμε με κάποια σειρά μερικά αποσπάσματα από συνεντεύξεις του: «Το έργο μου αποτελείται [ ] από εντελώς βιωματικά στοιχεία που προέρχονται από τις εμπειρίες μου και τον εσωτερικό μου κόσμο. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω, δεν είναι αυτοβιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε στα πεζογραφήματα μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (Η Καθημερινή, 24.7.1977). «[] Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματα του. Δεν εννοώ μονάχα τα βιώματα, τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματα του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος []».«[] Στα περισσότερα πεζογραφήματα μου ο κεντρικός πυρήνας αυτής της στοιχειώδους υποθέσεως, γύρω από τον οποίο περιστρέφομαι, είναι μια νύξη, ένα υπαινικτικό πράγμα, όχι περιστατικό, αλλά μια νύξη για κάτι που μου συνέβη στη ζωή. Γύρω από κει έχω πλέξει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά το έχω συνθέσει με βάση πάλι βιωμένα στοιχεία» (Διαβάζω, τχ. 9). Βίωμα, λοιπόν, δεν είναι ένα περιστατικό του βίου του συγγραφέα, αλλά ένα συναίσθημα, μια φαντασίωση που προκύπτει βέβαια από ένα περιστατικό, που όμως προχωρεί πολύ πέρα από αυτό το συγκεκριμένο περιστατικό’ θα μπορούσε να πει κανείς ότι βίωμα, στην περίπτωση του Ιωάννου, είναι η αναδιάταξη των στοιχείων του εσωτερικού του κόσμου από αφορμή ένα περιστατικό: «Απομονωμένος καθώς ζούσα έδινα σημασία τεράστια σε μια καλημέρα ή σ' ένα βλέμμα που είχα ίσως εισπράξει προ ημερών από κάποιο πρόσωπο. Ξαναέπλαθα τις συνθήκες, υπολόγιζα τους παράγοντες, ανέλυα την εγκαρδιότητα της φωνής ή τη λάμψη του βλέμματος, κι όταν κατέληγα πως δε γελιόμουν -κι όσο ωραιότερο ήταν το πρόσωπο, τόσο νόμιζα πως δε γελιόμουν- έφερνα με το νου μου εμπρός μου τη μορφή, συγκέντρωνα τη σκέψη μου στο πρόσωπο, προσπαθώντας να το διαποτίσω απ' την επιθυμία μου για φιλία ή έρωτα, πράγμα που πολλές φορές θαρρείς και πετύχαινε. Το βέβαιο πάντως είναι πως ο ίδιος διαποτιζόμουν για καλά από επιθυμίες και κατέληγα ολοένα σε ρεαλιστικότερα οράματα. Έφτανε ένας ήχος απέξω, ένα βήμα, ένα βήξιμο για να βάλει μπρος όλο το μηχανισμό της διέγερσης» («Las Incantadas» [Η Σαρκοφάγος], σσ. 177/74). Νύξη-διέγερση-όραμα: Λέξεις κλειδιά για τη βιωματική πεζογραφία του Ιωάννου. Ίσως θα πρέπει δίπλα στα «οράματα» να προσθέσουμε και τη λέξη «φαντασίωση» που έχει χρησιμοποιήσει ο ίδιος, όπως είδαμε, σε μια συνέντευξη του.
Δεν είναι όμως μόνο το βίωμα που πρέπει να λάβουμε υπ' όψη μας, προκειμένου να είμαστε προσεκτικοί στη συσχέτιση βίου και έργου στα πεζογραφήματα του Ιωάννου. Στη συνέντευξη του στη Λέξη, τονίζει ότι είναι ένας «σκηνογράφος προσεκτικός μέχρι σχολαστικότητας». Στη σύνθεση των πεζογραφημάτων του, λοιπόν, έπαιξε σημαντικό ρόλο και η «σκηνογραφική μανία» του, όπως τη λέει. Με αυτή την τεχνική, ας πούμε, φτάνει «από τη νύξη στην ολοκλήρωση».
Δημοσίευση σχολίου