.
Βέβαια, το φαινόμενο που είναι περισσότερο συνδεδεμένο στη συνείδηση του κόσμου, με την Ομόνοια, είναι η ερωτική αναζήτηση, ιδίως η ομοφυλόφιλη ερωτική αναζήτηση. Όπου συχνάζουν φαντάροι, επαρχιώτες νέοι και υποψιασμένα κορμιά, είναι φυσικό να μαζεύονται και ομοφυλόφιλοι, εννοώ δηλαδή άνθρωποι πιο συνειδητοί σ' αυτού του είδους τον έρωτα. Και τι σημασία έχει αυτό; Γιατί θεωρείται τόσο αξιομνημόνευτο στις περιγραφές και στις συζητήσεις; Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δεν παρουσιάζουν καμιά διαφορά από τους άλλους. Η μόνη διαφορά τους - και μιλάμε για τα εξωτερικά στοιχεία που πιάνει ένα κοινό μάτι - ότι είναι εξαιρετικά φιλήσυχοι. (....)
Νιώθω απέραντη συμπάθεια για όλους αυτούς - για όλους, λέγω, αυτούς - καθώς τους βλέπω σταματημένους παράμερα στο πεζοδρόμιο να κοιτάνε ή ριζωμένους στη μέση στο πεζοδρόμιο να κοιτάνε και να συζητάνε ή στα τραπέζια μέσα καμαρωτοί και αγαλμάτινοι να κοιτάνε προς την τσαχπίνα, βρώμικη, σπαρταριστή ομορφιά, που συζητάει με την παρέα της στο βάθος δήθεν αμέριμνη για άρρητα αθέμιτα. Δεν τους θεωρώ ούτε τραγικα θύματα της ζωής ούτε μόνιμα χαρούμενες υπάρξεις ούτε καν πλάσματα που υφίστανται άγρια δήθεν οικονομική εκμετάλλευση για λόγους ερωτικής αδυναμίας.(...) Οι προσφερόμενοι για παρέα νέοι είναι, συνήθως, πολύ λογικοί στις απαιτήσεις τους και σταθεροί στις συναλλαγές τους. Αφήνω πως υπάρχουν και μερικές, σπανιότατες, έστω, περιπτώσεις τέλειας αφιλοκέρδειας.
.
Γιώργος Ιωάννου: Ομόνοια 1980 (Οδυσσέας)
.
(Βλ. και Νο 39, Νο 135)
2 σχόλια:
Oι αθηναϊκές πλατείες του Γιώργου Ιωάννου
To βιβλίο «Ομόνοια 1980», με κείμενα του Γιώργου Ιωάννου και φωτογραφίες του Ανδρέα Μπελιά, εκδίδεται την ίδια χρονιά με την «Στράτωνος Μούσα Παιδική» και την συλλογή διηγημάτων «Επιτάφιος Θρήνος».
Ο Γιώργος Ιωάννου γοητεύεται από τις λαϊκές αθηναϊκές πλατείες. Ομόνοια, Κάνιγγος, πλατεία Εξαρχείων, πλατεία Αβησσυνίας, Θησείου, Ψυρρή και Κουμουνδούρου, είναι οι πλατείες που συχνάζει, διέρχεται ή θα ήθελε να ζει. Εκεί τοποθετείται και τοποθετεί κάποιους από τους «ήρωές» του, εκεί βγαίνει για σεργιάνι, εκεί παρατηρεί, αισθάνεται, χαίρεται και υποφέρει.
«Τα λαϊκά σινεμά, τα λιμενικά λουτρά στη Θεσσαλονίκη, φτηνά δωμάτια λαϊκών ξενοδοχείων στην Αθήνα ή η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, που εύκολα εναλλάσσεται με την Ομόνοια κατά την αθηναϊκή περίοδο του συγγραφέα, παίρνοντας μάλιστα τις διαστάσεις του ομώνυμου βιβλίου («Ομόνοια 1980»), συνιστούν κάποιες μόνο από αυτές τις θέσεις-κείμενα, που προσφέρουν θέα στην ερωτική κίνηση, από την πλευρά ενός παρατηρητή που καταγράφει, διατυπώνει κρίσεις κοινωνικού περιεχομένου, περιγράφει, ενίοτε με λατρεία που αγγίζει την αγιογραφία…» γράφει η Σοφία Ιακωβίδου στο αφιέρωμα της Καθημερινής.
Αν όμως «από την πλατεία Εξαρχείων δεν πρόκειται να περάσει ή να ξαναπεράσει εύκολα» γιατί φοβάται πως θα ξαναζήσει τις στιγμές του σοβαρού ατυχήματος που του προκάλεσε «Πολλαπλά κατάγματα», στην πλατεία Κουμουνδούρου θα επιθυμούσε να ζει. Στην συνέντευξή που παραχώρησε το 1978 στον Βασίλη Αγγελικόπουλο, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τον συγκινεί μια τέτοια προοπτική:
«Όλη μου η ψυχοσύνθεση και όλος ο τόνος που έχω στη ζωή και στο γράψιμο, μου δείχνει ότι μου ταιριάζει πολύ να ζω στην περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου. Δεν ξέρω αν κάποτε δεν πάω να κατοικήσω εκεί γύρω. Μ' αυτήν την υπέροχη πλατεία και όλα εκείνα τα πέριξ, τα πραγματικώς ακόμη λαϊκά. Υπάρχουν εκεί μερικά παλιά σπίτια που διασώζουν μιαν ατμόσφαιρα, αλλά και οι πολυκατοικίες, έτσι φτηνές που έχουν χτιστεί και χωρίς αρχιτεκτονικά στολίδια, διαμορφώνουν μια περιοχή που αρκετά μοιάζει με τη Θεσσαλονίκη. Και είναι κι όλες αυτές οι αφετηρίες των λεωφορείων προς τις γύρω κωμοπόλεις και συνοικισμούς που συντελούν ώστε να περνά από κει ένα πλήθος ανθρώπων που έχει επάνω του τον τόνο και την έκφραση που έχω συνηθίσει να εκτιμώ. Κι ακόμη -και αυτό είναι το σπουδαιότερο- σαν υπόβαθρο της περιοχής είναι το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που κρατά μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν ερωτική. Δεν είναι βέβαια κανένα ενδιαίτημα ερώτων, όπως τα παλιά εβραϊκά μνήματα της Θεσσαλονίκης, εντούτοις δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνεται αυτός ο συνδυασμός, αν η πραγματικότητα το επέτρεπε. Κι αυτό είναι πολύ παρηγορητικό σμίξιμο όταν συμβαίνει. Μου είναι ιδιαίτερα συμπαθητικοί οι χώροι που συγκεντρώνουν και διαποτίζονται από τις δύο κορυφαίες στιγμές της ύπαρξης του ανθρώπου, τον έρωτα και το θάνατο...»
Από τις αναφορές στην «Ομόνοια» στο βιβλίο του Άρη Α. Δρουκόπουλου [βλέπε καταχώρηση No 227]
*
Τη διαλεκτική χώρου λατρείας -χώρου ερωτικού παρουσιάζει στην Ομόνοια 1980: «Νομίζω πως είναι ωραίο να έρχεσαι στην Ομόνοια την Κυριακή μετά την εκκλησία. Να παίρνεις το καφεδάκι σου και να θεάσαι. Και μόλις συνέλθεις και ξεκουραστείς, να παίρνεις κι εσύ, εφόσον το επιθυμείς, μέρος στα τεκταινόμενα. Η μυστική ζωή και λατρεία τέτοιους χώρους ανακαλεί, όπως ακριβώς και αυτοί οι χώροι τη δίψα για τους τόπους της λατρείας εμβάλλουν - λιβάνια και ψαλμούς και γονατίσματα» (σσ. 124-126).
*
Μαζί με την παρατήρηση και τη μνήμη, με τις οποίες «θησαύρισε» την αφηγηματική ύλη στα πεζογραφήματά του, πρέπει να αναφερθεί και η φαντασίωση, γιατί είναι στενά δεμένη με αυτές.
Βέβαια πολλές φορές μπορεί να μπερδευτεί η φαντασίωση με τη φαντασία, ωστόσο πρέπει να ξεχωρίζονται. Φαντασία θα λέγαμε ότι είναι η ελεύθερη, όσο γίνεται, δημιουργία νέων μορφών. Και η φαντασίωση είναι δημιουργία μορφών αλλά στενά εξαρτημένων από τα βιώματα του προσώπου που έχει τη φαντασίωση, ή είναι μετάπλαση (ή μεταμόρφωση) των επιθυμιών κάτω από την επίδραση των βιωμάτων. Η φαντασίωση βλαστάνει πάνω στον πόθο. Αυτό μας υποδεικνύει το παρακάτω απόσπασμα: «Θα μπορέσω άραγε ποτέ να ζήσω κι εγώ σαν ασκητής, ασκητεύοντας όμως μες στο κέντρο, ίσως και στην πλατεία της Ομόνοιας; Όλα τα προσόντα γι' αυτό τα έχω' ακτημοσύνη, περιφρόνηση προς τα υλικά αγαθά, αμαρτωλό βίο και διάθεση, δίψα για ταπείνωση και εξευτελισμούς, αγάπη προς τους κατατρεγμένους, προς τους αλητόβιους, αγάπη προς τις αδελφές, αγάπη προς τα τεκνά, πόθο για το σκοτάδι μες στα διαθλασμένα φώτα, πόθο για το άβατο μες στο βατό, πόθο για το άπειρο μες στο πεπερασμένο, πόθο για φόνο, πόθο για λαγνεία, πόθο για κλοπές και συντριβές, πόθο για απόλυτη συγκέντρωση μες στο κατάκλειστο, αναλλοίωτο από τις εποχές και τις ώρες της ημέρας, σπίτι» ([Ομόνοια], σ. 110).
*
Ένα μικρό δείγμα της χρησιμοποίησης των βιωμάτων του μπορούμε να δούμε από το πώς χρησιμοποιεί, σε διάφορα πεζογραφήματα του, την πρόθεση του να παραιτηθεί από την υπηρεσία και να πάρει σύνταξη. Το ζήτημα τον απασχολεί τουλάχιστον από τις αρχές του 1980 μέχρι και τα τελευταία γραπτά του.
Το πρώτο κείμενο όπου κάνει λόγο για την επιθυμία του να πάρει σύνταξη, είναι το «Της Ταφής και του Πάθους» [...] Την ίδια εποχή, όχι πάντως αργότερα από τον Αύγουστο 1980, το ίδιο αυτό θεματικό στοιχείο το τοποθετεί διαφορετικά στο πεζογράφημα του Ομόνοια 1980 (σ. 82): «Όταν θα πάρω τη σύνταξη -πόσο απεχθάνομαι τη λέξη αυτή!- θα έρχομαι συχνά στα πεζούλια. Θα μελετώ και θα σκέφτομαι απ' το πρωί τα δικά μου και το βραδάκι θα θέλω να βγω. Κι όπως, για λόγους οικονομικούς ή μάλλον και γι' αυτούς, δεν θα μπορώ να πηγαίνω συχνά στις καφετερίες, θα πηγαίνω να κάθομαι κι εγώ στα πεζούλια μες στα σκοτεινά. Και θα κοιτάω τ' αυτοκίνητα, που δεν έμαθα ποτέ να οδηγώ, και τα φώτα, που πάντοτε απόφυγα. Δίπλα μου θα συνάπτονται οι γνωριμίες και τα ειδύλλια της μιας ώρας».
~~~~~~~~~~~~
No 39: Ο της φύσεως έρως
No 224: Καταπακτή
No 225: Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα
No 227: Άρης Δρουκόπουλος: Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του
No 228: Έλενα Χουζούρη: «Σαν σπόρος αγκαθιού…»
No 257: Tο δικό μας αίμα
No 258: Πολλαπλά κατάγματα
Δημοσίευση σχολίου