Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 30, 2009

No 640

Image Hosted by ImageShack.usKároly Ferenczy (Ουγγαρία)

Είμαι έξω...
...μόνος μου.

Το σπίτι του Μίλτου είναι κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Για να φτάσω μέχρι εκεί, αφού κατεβώ από το λεωφορείο, πρέπει να ανεβώ μια γέφυρα που περνάει πάνω από τις γραμμές των τρένων. Γέφυρα σιδερένια, παλιά. Κάνω πολλή φασαρία όταν την περνάω. Όλη η πόλη ακούει τα βήματά μου. Εκεί υπάρχω. Την αγαπάω, είναι ωραία. Ανεβαίνω, είμαι ψηλά, περπατάω, νιώθω υπέροχα. Σκέφτομαι τον Άνχελ, σκέφτομαι να πέσω στο κενό. Να φύγω τώρα που είμαι ευτυχισμένος... Να μην είμαι αχάριστος... Να μη ζητήσω περισσότερα... Να μη ζήσω τίποτε άλλο που να είναι μικρότερο, λιγότερο έντονο, λιγότερο όμορφο. Να μη ζητήσω τίποτε άλλο. Όσο έζησα, έζησα! Να φύγω τώρα! Να ήταν η γέφυρα πιο ψηλή... Να μη φοβόμουν τον πόνο... Να μην είχα αίμα...

"Ναι, σιγά!".

Μετράω τα σκαλοπάτια...

Αιμίλιος Βάρνας: Τριαντάφυλλα και φράουλες (Νεφέλη)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 24, 2009

No 639

Image Hosted by ImageShack.us
Το ν’ αγαπάς δεν σημαίνει μόνο ν’ «αγαπάς», αλλά κυρίως να καταλαβαίνεις. Και το να καταλαβαίνεις, σημαίνει να ξεπερνάς τα ελαττώματα, να μην μιλάς γι’ αυτά. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να μην φοβούνται, να νιώθουν ασφαλείς, να έχουν ζεστασιά, να αγαπιούνται. Οι άνθρωποι φοβούνται τη ζωή, φοβούνται μήπως χάσουν τα πάντα, φοβούνται πραγματικά.

Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που ζητάω απ’ τους φίλους είναι το χιούμορ και η αφιλοκέρδεια: οι δυο μεγάλες ιδιότητες της φιλίας. Το χιούμορ σημαίνει εξυπνάδα κι έλλειψη υποκρισίας, κι η αφιλοκέρδεια είναι η γενναιοδωρία, η καλοσύνη.

Θεωρώ τον έρωτα σπουδαιότερο απ’ όλα τα πράγματα που θεωρώ επιθυμητά – τον έρωτα, τον θαυμασμό, τον σεβασμό την εκτίμηση. Αυτό που ονομάζουμε έρωτα είναι εγωϊστικό, υπερβολικό αίσθημα, η επιθυμία να κατέχεις. Αλλά είναι κάτι άλλο, είναι η συνεχής τρυφερότητα, η γλύκα, η έλλειψη.
Συχνά ο έρωτας είναι πόλεμος. Μια μάχη όπου ο καθένας προσπαθεί να νικήσει τον άλλο. Είναι φτιαγμένος από ζήλεια, κατάκτηση, ακόμα και όταν η συμπεριφορά μας είναι φαινομενικά γενναιόδωρη. Έχει θύματα, όπως όλες οι μάχες. Πάντα υπάρχει κάποιος που αγαπάει περισσότερο απ’ τον άλλο, κάποιος που υποφέρει, κάποιος άλλος που υποφέρει γιατί σε κάνει να υποφέρεις. Ευτυχώς δεν είναι πάντα οι ίδιοι κι η σχέση μπορεί να αντιστραφεί. Αλλά υπάρχει μια τρυφερότητα που σε κάνει να δεχθείς τον άλλο, και που είναι ταυτόχρονα εμπιστοσύνη και χάρη. Η δυστυχία είναι πως οι άνθρωποι προσπαθούν να κερδίσουν σ’ έναν τομέα αυτό που χάνουν στον άλλο. Υπάρχουν πολύ λίγοι που είναι ευχαριστημένοι απ’ την κατάστασή τους ή την υλική τους ζωή. Προσπαθούν να αναπληρώσουν αυτό που τους λείπει απ’ τους άλλους στις ερωτικές τους σχέσεις, γιατί θέλουν να κερδίσουν τουλάχιστον σ’ έναν τομέα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα για να κερδίσουν. Κερδίζεις πάντα, όταν δίνεις, όταν αφήνεις τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους. Κι ύστερα υπάρχει ένα «κόλπο» που πρέπει να εφαρμόζεται στις ερωτικές σχέσεις: πρέπει ν’ αφήνεις μια φαινομενική ελευθερία στον σύντροφό σου για ν΄ αναρωτιέται αν τον αγαπάς πραγματικά. Δεν μ’ αρέσει και πολύ αυτό. Υπάρχει μια φυσική τάση του πνεύματος που συνίσταται στο να πιστεύεις πως αν κάποιος κοιμάται μαζί σου, ζει μαζί σου και κυρίως γελάει μαζί σου, αυτό σημαίνει πως σ’ αγαπάει: γιατί λοιπόν να σκεφθείς πως θα φύγει μακριά;
Ο έρωτας είναι εμπιστοσύνη. Το να καταλάβεις πως κάποιος σ' αγαπάει γιατί ζηλεύει, ίσως να σε μεθάει, ασφαλώς είναι μια εκδήλωση αγάπης αλλά στην πραγματικότητα μία από τις τελευταίες. Τα παιχνιδάκια της ζήλειας είναι αξιοθρήνητα. είμαι υπέρ της αγάπης με πλήρη εμπιστοσύνη κι αν κάνεις λάθος, τόσο το χειρότερο. Αυτό στοιχίζει συνήθως πολύ ακριβότερα σ' εκείνους που απατούν παρά σ'εκείνους που απατούνται. Πολλοί άνθρωποι αναζητούν έναν παροξυσμό στον έρωτα και χρησιμοποιούν τη ζήλεια για να τον πετύχουν. Οι σύντροφοί τους γοητεύονται, αλλά αυτό οφείλεται στη βία. Δεν είναι ανθρώπινες σχέσεις αλλά σχέσεις κυρίου και υπηρέτη ή αφέντη και σκλάβου.

Φρανσουάζ Σαγκαν: Εξομολογήσεις (Δίδυμοι)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009

No 638

Image Hosted by ImageShack.usΣοφία Λασκαρίδου

ΧΧΙΙ
Μοιρολογούσα ως πάντα εδώ σκυμμένη,
σαν είδα από το χέρι σου νανοίγη
η θύρα μου κι ανάλαφρο να μπαίνη
το βήμα σου όπως κάποτε είχε φύγει...
Δεν έλπιζα να σέφερνε, η καϋμένη,
το κλάμα που μερόνυχτα με πνίγει
μεσ' το κελλί μου που όλο σε προσμένει,
έστω για λίγη ώρα έστω για λίγη...
Σα να μου πήρες το σκυφτό κεφάλι
και τόσφιξες γλυκά σταβρά σου στήθεια,
σαν νάνιωσα τα χείλη σου στη ζάλη
στο μέτωπό μου, Αγάπη, νάναι αλήθεια
πως ήρθες, για ονειρεύτηκα και πάλλει
έτσι η καρδιά μου απόψε μεσ' τα βύθια;

Ρίτα Μπούμη-Παπά: Τα τραγούδια στην αγάπη (Μαυρίδης)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 16, 2009

No 637

Image Hosted by ImageShack.usMel Odom

Εκείνη τη στιγμή κάτι την έσπρωξε να στραφεί και να κοιτάξει την Ήντι Τουάιμπορν, αν και διαισθάνθηκε πως η γηραιά κυρία είχε γυρίσει και την κοιτούσε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια: τα μάτια της Ήντιθ, από θρυμματισμένο γαλανό και χρυσαφί, να λαμποκοπούν από την ένταση, από την απόφαση να μην ενδώσουν’ της Ήντιθ, από θαμπό τοπάζι, μάτια γέρικου, ανήσυχου σκύλου. Το μαλακό άσπρο σεβρό πρόσωπο, τα άχρωμα χείλια άρχισαν να συσπώνται τόσο βίαια, που τελικά η μαστροπός στράφηκε μπροστά.
Συνέχισαν να κάθονται πλάι πλάι, ώσπου η Ήντι βρήκε τηδύναμη να ψαχουλέψει την τσάντα της, και όταν βρήκε το μολύβι που ήθελε, προχειρόγραψε κάτι στο λευκό εμπροσθόφυλλο του προσευχητάριου.
Η Ήντιθ παρέλαβε αυτό το τρεμάμενο ορνιθοσκάλισμα, και διάβασε: «Είστε ο γιος μου ο Έντι;» (…)
Αν μπορούσε να χαλαρώσει η Ήντιθ… Αν χαλάρωνε, όμως, μπορεί να τσάκιζε. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στα χείλια της.
Οπότε πήρε το μολύβι και χάραξε κάτι στο εμπροσθόφυλλο, με μια αγριότητα που δεν ένιωθε.
Η Ήντι Τουάιμπορν, όταν ξαναπήρε το βιβλίο, διάβασε: «Όχι, αλλά είμαι η κόρη σας η Ήντιθ».
Οι δυο γυναίκες εξακολούθησαν να κάθονται μαζί στη σκιά που πύκνωνε.
Τώρα η Ήντι είπε: «Πόσο χαίρομαι! Πάντοτε ήθελα μια κόρη».

Πάτρικ Γουάιτ: Η υπόθεση Τουάιμπορν (Εστία)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2009

No 636

Image Hosted by ImageShack.us
«Ο Σέργιος ήταν το στερνοπαίδι του δικαστή Θεοστήρικτου και της Πουλχερίας. Τον αγαπούσαν όλοι στο σπιτικό του γιατί ήταν ένα καλό και υπάκουο αγόρι. Έπαιζε ήσυχα με τα άλλα παιδιά και ήταν πάντα επιμελής στα μαθήματά του. Ο πατέρας του τον προόριζε να γίνει ανώτερος αξιωματούχος στο λογοθέσιο του γενικού. Ο Σέργιος το ήθελε πολύ αυτό, γιατί είχε μεγάλη έφεση στην αριθμητική. Φανταζόταν πως θα μπορούσε να βρει καινούριους τρόπους για την καταμέτρηση της γης και τον ακριβέστερο υπολογισμό της επιβολής φόρων. Λίγο πριν ο Σέργιος να πατήσει τα δεκαπέντε, η μητέρα του άρχισε να ψάχνει για μια καλή νύφη και ο πατέρας του τον έστειλε να μελετήσει τις μαθηματικές επιστήμες με τον Στέφανο τον Φιλόσοφο, τον καλύτερο δάσκαλο που υπήρχε τότε στη βασιλεύουσα. Δεν ήταν πολύς καιρός που ο Στέφανος είχε έρθει στην Πόλη. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και είχε σπουδάσει στη Βασόρα με τον περίφημο Περσοεβραίο αστρονόμο Γιαζντάν Χβαστ.
Σχεδόν έναν χρόνο σπούδαζε ο Σέργιος με τον δάσκαλο του. Είχε κάνει μεγάλη πρόοδο στη γεωμετρία. Έτσι, ο Στέφανος αποφάσισε να τον εισάγει στην αστρονομία. Καθώς, μάλιστα, εκείνον τον καιρό ολοκλήρωνε τη συγγραφή μιας μεγάλης πραγματείας για την αστρονομία, έβαζε πού και πού τον Σέργιο να δοκιμάζει τις ικανότητές του στους καινούριους αστρονομικούς υπολογισμούς που ο Στέφανος σκόπευε να προτείνει. Ο Θεοστήρικτος ήταν πολύ ευχαριστημένος από την πρόοδο του γυιού του και, χωρίς δεύτερη σκέψη, συμφώνησε να πάει ο Σέργιος και τον επόμενο χρόνο στον Στέφανο, για να ολοκληρώσει και τις αστρονομικές σπουδές του.
Η οικογένεια γύρισε στα τέλη Αυγούστου από τη Σηλυμβρία. Η Πουλχερία είχε βρει δύο καλές νύφες κι ετοιμαζόταν να τις παρουσιάσει του γυιού της, καθώς σε δυό μήνες γινόταν δεκάξι. Ανήμερα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, ο Σέργιος επέστρεψε στο σχολείο του δασκάλου του. Εννιά μέρες αργότερα, ο Θεοστήρικτος επισκέφτηκε απροειδοποίητα τον Στέφανο. Ήταν απόγευμα και οι άλλοι τέσσερις μαθητές είχαν φύγει. Ο Θεοστήρικτος προσπέρασε τη μικρή αίθουσα διδασκαλίας και μπήκε στο δώμα του Στέφανου. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα θέαμα που δεν το είχε ξαναδεί στη ζωή του. Σκυμμένος πάνω από ένα κάθισμα και με τον χιτώνα του ανσηκωμένο, ο δάσκαλος είχε αφήσει τον μισόγυμνο μαθητή του να διεισδύσει μεέσα του. Συνουσιάζονταν μ’ ένα πάθος που μαρτυρούσε κατάφωρα στα μάτια του δικαστή ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δυό τους επιδίδονταν στην ασέλγεια των Σοδόμων.
Ο Θεοστήρικτος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Περίμενε αμίλητος ώσπου να ντυθούν και να σταθούν ντροπιασμένοι μπροστά του. Τους είπε ότι είχαν διαπράξει το βδελυρό έγκλημα της αρσενοκοιτίας και ότι ο νόμος επιβάλλει τη θανατική ποινή και για τον πράττοντα και για τον πάσχοντα. Τους είπε να μην τολμήσουν να φύγουν από το σχολείο. Θα ερχόταν εκείνος την επόμενη μέρα να τους ανακοινώσει την απόφασή του για την τύχη τους. Ο Στέφανος κι ο Σέργιος έμειναν κλεισμένοι στο δώμα, θρηνώντας και περιμένοντας την τιμωρία τους. Ο Θεοστήρικτος εμφανίστηκε το απόγευμα της επομένης. Έδωσε ένα πουγκί στον δάσκαλο κι ένα άλλο στον μαθητή. Είπε του μαθητή ότι το αργότερο σε δυο μέρες έπρεπε να εγκαταλείψει τη βασιλεύουσα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια στο σπίτι του. Του είπε ακόμη ότι εκείνος δεν επρόκειτο να αναφέρει τίποτε απ’ όσα είδε σε κανέναν, γιατί ο γυιός του ο Σέργιος είχε κιόλας πεθάνει. Στον δάσκαλο έδωσε διορία μια εβδομάδα να τα μαζέψει και να φύγει για πάντα από την Πόλη, αλλιώς θα φρόντιζε να το σφάξουν οι άνθρωποί του σαν σκυλί. Ο δικαστής δεν δέχτηκε ν’ ακούσει ούτε μια λέξη, γύρισε την πλάτη του κι έφυγε.
Αφού έκλαψαν οι δυό τους για πολλή ώρα, ο Στέφανος έγραψε ένα γράμμα στον παλιό του δάσκαλο στη Βασόρα, παρακαλώντας τον να κρατήσει τον Σέργιο κοντά του. Έντυσε τον νεαρό σαν καλόγερο, του κούρεψε τα μαλλιά και τον βοήθησε να βρει ένα πλοίο για την Κύπρο. Ο Σέργιος, χαμένος σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, μπήκε στο πλοίο κι άφησε τη βασιλεύουσα πίσω του. Αποβιβάστηκε άρρωστος στην Κύπρο και κόντεψε να πεθάνει μέσα στο κάστρο της Πάφου. Όμως έζησε, πέρασε απέναντι στη Συρία και, τελικά, έφτασε στη Βασόρα. Η περιπλάνησή του είχε κρατήσει πάνω από χρόνο. Ο Γιαζντάν Χβαστ, γέροντας πια εβδομηνταενός χρονών, διάβασε το γράμμα του Στέφανου και δέχτηκε τον εξαθλιωμένο νέο με καλωσύνη. Έτσι, ο δεκαεπτάχρονος άλλαξε το όνομά του και, σαν Συμεών Βασορίτης, ξεκίνησε μια καινούργια ζωή στις όχθες του Ευφράτη. Πολλά χρόνια αργότερα έγινε διερμηνέας στην αυλή του αλ-Μαμούν, προσωπικός αστρονόμος του βεζίρη αζ-Ζαγιάτ και αγαπημένος βοηθός του Σαχλ Ιμπν Μπισρ. Ο Συμεών ήταν ο πιο περιζήτητος αστρολόγος στη Βαγδάτη επειδή ήξερε να συνθέτει πολύπλοκα και πάντοτε ακριβή ωροσκόπια».
(…)
«Σας σκανδάλισε τόσο πολύ η αμαρτωλή ιστορία του Σέργιου, που χάσατε τη φωνή σας;» ρώτησε ο ασκητής.
«Είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία» είπε ο γέροντας. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο. «Πώς μπόρεσε ο δάσκαλος να αποπλανήσει έτσι τον μαθητή του;».
«Ο Στέφανος δεν αποπλάνησε ένα δεκάχρονο αγόρι, Νικόλαε. Ήμουν δεκαπέντε χρονών παλικάρι, έτοιμος για γάμο και γεμάτος από την ορμή της νεανικής σάρκας. Καμιά ντροπή δεν ένιωσα όταν ο Στέφανος μου άγγιξε για πρώτη φορά τον αυχένα και μου ‘δειξε τι σημαίνει πόθος. Όλα μου είχαν φανεί τότε απλά και εύκολα, όπως η αριθμητική. Μόνο όταν εμφανίστηκε ο Θεοστήρικτος γκρεμίστηκαν τα πάντα. Με το άνοιγμα της πόρτας εισέβαλε στο δώμα ο ρυπαρός κόσμος του αίσχους και της αμαρτίας».

Παναγιώτης Αγαπητός: Μέδουσα από σμάλτο. Μια βυζαντινή ιστορία μυστηρίου (Άγρα)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

No 635

Image Hosted by ImageShack.usΔιαμαντής Διαμαντόπουλος

Άσε που είχε αρχίσει κι ο Αλέκος να γερνάει, ο θαυμασμός του στη ζωή να συρρικνώνεται: μια πηγαία ευγένεια στη συμπεριφορά κι ένα προσωπικό prestige είχαν αρχίσει να τον κάνουν πια όλο και πιο απρόσιτο στους πιτσιρικάδες. Δεν ήταν άλλωστε του γούστου του να ρίχνεται και να επιμένει. Πολύ περήφανος επίσης για να τρώει χυλόπιτες, κάνοντας ότι –τάχατες- δεν καταλαβαίνει.
Στα κωλάδικα να πάει να κάνει τι; -αφού ούτε έπινε πια ούτε κάπνιζε.
Το νέτα-σκέτα πληρωμένο κρεβάτι με την προσυνεννοημένη την τιμή-ταρίφα, χωρίς ένα κάποιο φλερτ, μες στη ατμόσφαιρα ρομαντισμού μιας αλητείας, χωρίς έστω και την ψευδαίσθηση κάποιου συναισθήματος που σιγόβραζε από κάτω για ένα παιδί που μάζευες σαν κρυποπαγημένο σπουργίτι από ένα σκοτεινιασμένο χειμωνιάτικο δρόμο και το ‘φερνες στο σπίτι σου (όχι μόνο για το κρεβάτι, βρε αδερφέ, αλλά και για ένα πιάτο σούπα –που λέει ο λόγος-, ή για λίγα λόγια επικοινωνίας, πες το και παρηγοριάς), το πληρωμένο το κρεβάτι λοιπόν, όπως και το άγχος να τρέχει να το αναζητά, είχαν αρχίσει για τα καλά να του τη δίνουν. Μεγάλωνε, δεν είχε πλέον τις αυξημένες σεξουαλικές ανάγκες της νιότης του, και τα κωλοξενύχτια και οι δρόμοι του φαίνονταν κόλαση σιγά σιγά. Ε, δεν θα μείνουμε και ως τα γεράματα στα σαβουρογάμικα ήθη τα παλιά, όμως τα κερατένια τα χρόνια και τα άτιμα τα γλέντια πάνε, Αλέκο, δεν γυρίζουνε ξανά, καιρός για περισσότερη ποιότητα ζωής κουβέντιαζε στον εαυτό του.

Τάκης Σπετσιώτης: Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου (Άγρα)