Σάββατο, Δεκεμβρίου 06, 2014

Νο 830

Eric Fischl

«Που είσαι, σε φωνάζω τόση ώρα!»
Με όλα τούτα που γεμίζουν το κεφάλι μου χωρίς να το αξίζουν πάντα, κόντεψα να ξεχάσω την άρρωστη μου. Τρέχω στο δωμάτιο της. Θέλει να της γεμίσω το κόκκινο γκοφρέ κανατάκι της με φρέσκο νερό, θέλει, ακόμα, το ρολόι της κουζίνας που έχει μεγάλους αριθμούς να μπορεί να βλέπει την ώρα. Λες αυτό να ωφελεί στο πέρασμα του χρόνου; Στέκομαι στο προσκέφαλό της, πιάνω το μέτωπό της να δω αν έχει πυρετό.
«Θα φύγεις;» με ρωτά. «Θα φας έξω;»
«Μπορεί. Δεν ξέρω».
«Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ σου δεν αποφασίζεις».
Παράπονα μιας ολόκληρης ζωής. Έτσι είμαι εγώ. Ας μη με παντρευόταν. Τι κάθομαι και λέω! Αν ήμουν εγώ στη θέση της, λες να χα λιγότερα νεύρα; Βηματίζω πέρα δώθε στο δωμάτιο. Με παρακολουθεί με την άκρη του ματιού. Σε λίγο ακούω την αναπνοή της να βγαίνει ήσυχη μέσα από τα βασίλεια του ύπνου. Καλά όνειρα. Θα πάω κι εγώ να πέσω τώρα. Ποιος ξέρει τι εικόνες θα μου έρθουν, εικόνες παλιές που ο ύπνος τις κάνει να φαντάζουν καινούργιες.
Φωνάζω το όνομα του Μορφέα, που είναι νεαρός με σγουρά μαλλιά, φιλήδονα χείλη και είναι υδραυλικός.

Μένης Κουμανταρέας: Ο θησαυρός του χρόνου (Πατάκης)