Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2008

No 536

Image Hosted by ImageShack.usDarold Perkins (ΗΠΑ)

«Το θύμα ήταν γκέι, και λένε ότι ο Κάλσμπερι έγινε θηρίο όταν ο άλλος τού την έπεσε. Μας έχουν στις ειδήσεις γι’ αυτό που έγινε. Φριχτό. Για σκέψου το κακόμοιρο το παλικάρι.»
Ο Γκας σφύριξε. «Άγριο πράμα να σκοτώσεις άνθρωπο.» Ο Γκας σώπασε για λίγο, και σωπάσαμε κι εμείς.
Η Μόργκαν με κοίταξε. «Χαντ, πώς θα ‘νιωθες εσύ αν σου την έπεφτε ένας άντρας; Θα σ’ ενοχλούσε;»
«Ούτε που μου ‘χει περάσει απ’ το μυαλό.»
«Ε, ας σου περάσει τώρα» είπε.
«Μάλλον θα κολακευόμουν» είπα και σήκωσα τους ώμους μου.
«Τι θα ‘λεγες;»
«Δεν ξέρω» είπα. «Φαντάζομαι, το ίδιο που θα ‘λεγα κι αν μου την είχε πέσει γυναίκα. “Όχι, ευχαριστώ.”»
Η Μόργκαν έκοψε λίγο ψωμί απ’ τη φρατζόλα και το ‘βαλε στο πιάτο της.
Ο Γκας με αγριοκοίταξε.(…)
Η Μόργκαν μαλάκωσε λιγάκι.
«Εντάξει, ρε καουμπόη. Αυτό θα ‘λεγες. Πώς θα ‘νιωθες, όμως;»
Στάθηκα στο τραπέζι, στρίβοντας το ανοιχτήρι. «Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής. Δε μου ‘χει συμβεί ποτέ. Δεν ξέρω κανέναν ομοφυλόφιλο. Δηλαδή …μπορεί και να ξέρω, αλλά να μην ξέρω ότι είναι. Εδώ καλά καλά δεν ξέρω αν οι μισοί γνωστοί μου είναι ετεροφυλόφιλοι. Κι ούτε θέλω να ξέρω.» Έβγαλα το φελλό. «Όπως και να ‘χει, για ν΄ απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν ξέρω. Σου είπα: μάλλον θα κολακευόμουν.»
«Εγώ γνώρισα μερικούς στη φυλακή» είπε ο Γκας. «Με τρόμαζαν.»
.
Percival Everett: Πληγωμένοι (Πόλις)

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2008

No 535

Image Hosted by ImageShack.usGeorge Wagner (Αυστραλία)

Ό,τι αγάπησα στην Καρδίτσα ήταν ο Αργύρης. Τι κι αν υπήρχε λανθάνουσα ερωτική επιθυμία; Αυτό που εκφραζόταν πάντως ήταν τρυφερότητα, μια φιλία εκρηκτική, ανεπανάληπτη. Δεν μου ξανά ‘τυχε, φίλος, να μπαίνει στον κήπο του σπιτιού του και να τα κάνει όλα ρημαδιό για να μου χαρίσει ένα σπουδαίο μπουκέτο’ ούτε να παρατήσει την γκόμενα που μόλις είχε ψήσει για νά ‘ρθει μαζί μου σε μια α[‘ τις ατελείωτες εκείνες βόλτες, τις ξελαρυγγιαστιές απ’ τα ευαίσθητα τραγούδια του Χατζιδάκι (Σωρός τα γράμματα όταν γύρισα στη Σαλονίκη. Μια κανονική ερωτική αλληλογραφία δε θα γέμιζε ολόκληρη βαλίτσα όπως τη γέμισα εγώ με τα απλοϊκά γράμματα του Αργύρη).

Γιάννης Παλαμιώτης: Από το πάρκο στο κενό (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2008

No 534

Image Hosted by ImageShack.usRoss Watson (Αυστραλία)

Ο Σάκης στα δεκαοχτώ του, είχε τα πιο υπέροχα μάτια που έχω δει σε αγόρι. Μάτια που αλλάζουν από γαλάζια σε σκούρα μπλε και σε γαλαζοπράσινα, ανάλογα με το φως που πέφτει πάνω τους. Μάτια που οι περιστάσεις σε κάνουν να υποδύεσαι χαμαιλεοντικά όταν ο περίγυρος αλλά κι ίσια σου η οικογένεια δε λέει να κατανοήσει αυτό που συμβαίνει μέσα σου παρά θέλει μόνο να πιστεύει ότι τα δικά της φρονήματα είναι κατά κανόνα και χωρίς εξαίρεση και δικά σου. Ο Σάκης ήταν ο μόνος μαθητής που βρήκε το κουράγιο να σκύψει να με φιλήσει στο στόμα. Εκείνο το αδέξιο, πρώτο φιλί που το στέλνεις κι ό,τι πιάσει: τα μισά πάνω χείλη, τα μισά κάτω, λίγο στο πλάι. Σαν να θες να μπογιαντίσεις τον πιο εντυπωσιακό πίνακα που ζωγραφίστηκε ποτέ και έμφυτα ξέρεις ότι έχεις το ταλέντο να το κάνεις αλλά μόλις πιάσεις την τέμπερα στα χέρια σου γλιστράει λίγο χρώμα από δω, σου ξεφεύγει λίγο παραπάνω απ’ την άλλη και τελικά το αποτέλεσμα δεν είναι όπως το φανταζόσουν. Όμως σ΄ αρέσει γιατί είναι το προσωπικό σου απόκτημα, η δικά σου φαντασία που παίρνει σάρκα και οστά. Έτσι ξώφαλτσα με φίλησε κι εκείνος, σαν μεταμοντέρνος πίνακας, περίεργα χυμένος στους χρωματισμούς, δυναμικός και τολμηρός σε εικαστικότητα, ανεξάρτητος σε υπόσταση.

Ιωσήφ Αλυγιζάκης: …και κάτι πολύ προσωπικό (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2008

No 533

Image Hosted by ImageShack.usWarwick Beecham (Αυστραλία)

Με τέτοιες σκέψεις κατέβηκα στην καμπίνα μου, έβγαλα το πορτοκάλι από την τσέπη μου και το έδωσα στον Πατ.(…)
«Κύριε υποπλοίαρχε», είπε ο Πατ. «σ’ ευχαριστώ πολύ για το πορτοκάλι.»
«Αγόρι μου», είπα, «σου φέρνω καλά νέα.»
«Τι νέα, κύριε υποπλοίαρχε;»
«Δεν είναι ανάγκη να πας στην πλώρη.»
Το κοκαλιάρικο, άχαρο πρόσωπο φωτίστηκε:
«Θα μείνω, εδώ, κοντά σου, κύριε Γιένσεν;»
«Όχι», είπα, « αυτό είναι αδύνατο.»
«Σ’ αγαπάω πολύ, κύριε υποπλοίαρχε. Θέλω να μείνω εδώ. Δεν μπορώ να μείνω μαζί σου;»
Το πορτοκάλι κύλησε στο χαλί. Ο Πατ ανακάθησε στο κρεβάτι και τύλιξε τα μπράτσα του γύρω από τον λαιμό μου:
«Υποπλοίαρχε Πέντερ! Υποπλοίαρχε Πέντερ! Άσε με να μείνω κοντάσου! Δεν έχω πού να πάω.»

Γιενς Μπιερνέμπου: Καρχαρίες (Μέδουσα)

Σάββατο, Ιουνίου 07, 2008