Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2012

No 816

Γιάννης Τσαρούχης

Το γλυκό
Τον ήθελα και με ήθελε. Γι’ αυτό όταν ο λόχος μας ορίστηκε, σαν ο πιο παλιός, να μλενει σε αντίσκηνα, κοιτάξαμε με κάθε τρόπο να βρεθούμε μαζί. Κι έτσι πλαγιάζαμε, βράδυ και μεσημέρι, πλάι πλάι. Το αίσθημά μας φούντωνε, μα ήμασταν κι οι δυο αναποφάσιστοι και δεν τολμούσαμε να κάνουμε αρχή.
Μια νύχτα θεοσκότεινη, μετά το σιωπητήριο, καθώς δεν έλεγα να κλείσω μάτι, ακούω τονμ Τάκη να μου λέει: «Η μάνα μού έστειλε γλυκό απ’ το νησί. Θέλεις λιγάκι;» Μες στο σκοτάδι άπλωσε το χέρι του και από κάπου ξετρύπωσε ένα βάζο. Ύστερα βρήκε ένα κουταλάκι. Άνοιξε το βαζάκι, πήρε μια κουταλιά γλυκό και ψαχουλεύοντας το έβαλε στο στόμα μου. Ήταν τριαντάφυλλο βανίλια. Λιγώθηκα από τη γλύκα. «Αν με φιλήσει τώρα», έλεγα από μέσα μου, «δε θα αντέξω».

Ντίνος Χριστιανόπουλος: Οι ρεμπέτες του ντουνιά (Ιανός, 2011)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2012

No 815



Επιπλέον ως διάσημος πια άνδρας έπαιρνε επιστολές και από ξένους και μερικές τον ωθούσαν να γράψει μακροσκελείς απαντήσεις. Μία από αυτές, που είναι γραμμένη στα αγγλικά και απευθύνεται σε μια αμερικανίδα, ανακεφαλαιώνει τη στάση του για την ομοφυλοφιλία. Η επιστολή έχει –δικαίως– χρησιμοποιηθεί συχνά ως παράθεμα: «Καταλαβαίνω από την επιστολή σας ότι ο γιος σας είναι ομοφυλόφιλος. Εντονότατη εντύπωση μου προκαλεί το γεγονός ότι εσείς δεν χρησιμοποιείτε αυτή τη λέξη στην αναφορά σας για εκείνον. Μπορώ να σας ρωτήσω γιατί την αποφεύγετε;» Αντί να ψέξει την αλληλογράφο για τυπικά αμερικανική σεμνοτυφία, αποφασίζει απλώς να τη βοηθήσει: «Η ομοφυλοφιλία δεν είναι ασφαλώς προτέρημα», γράφει, «αλλά δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει κάποιος να ντρέπεται, δεν είναι αμαρτία ούτε εξευτελισμός ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί αρρώστια· τη θεωρούμε απόκλιση της σεξουαλικής λειτουργίας που έχει προκληθεί από κάποιο μπλοκάρισμα στη σεξουαλική ανάπτυξη». 
Αυτή η θέση δεν θα ικανοποιούσε τους ομοφυλόφιλους που θέλουν να βλέπουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους ως εναλλακτικό ενήλικο τρόπο. Αλλά την εποχή που ο Freud γράφει αυτή την επιστολή οι απόψεις του για την ομοφυλοφιλία θεωρούνται κάθε άλλο παρά συμβατικές και, τουλάχιστον δημόσια, όχι διαδεδομένες. «Πολλά άκρως αξιοσέβαστα πρόσωπα σε παλαιότερες και νεότερες εποχές ήταν ομοφυλόφιλοι», γράφει καθησυχαστικά, «μεταξύ των οποίων πολλοί από τους επιφανέστερους άνδρες (Πλάτων, Michelangelo, Leonardo da Vinci κ.ά). Αποτελεί μεγάλη αδικία και αγριότητα ότι η ομοφυλοφιλία διώκεται ως αδίκημα. Αν δεν με πιστεύετε, διαβάστε τα βιβλία του Havelock Ellis.» Το ερώτημα αν ο ίδιος θα μπορούσε να βοηθήσει τον γιο της να γίνει ένας «κανονικός» ετεροφυλόφιλος είναι δύσκολο να απαντηθεί, αλλά η ψυχανάλυση θα μπορούσε ίσως να χαρίσει στον νεαρό «αρμονία, ψυχική γαλήνη και πλήρη αποδοτικότητα ανεξαρτήτως από το αν θα παραμείνει ομοφυλόφιλος ή θα αλλάξει».

Peter Gay: Sigmund Freud. Μια σύγχρονη προσωπογραφία (Οδυσσέας)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2012

Νο 814

Gayatri Gamuz (Ινδία) 

ΕΡΩΤΟΛΟΓΑ

Ήσουν ξένη γλώσσα που μιλούσα από παιδί
το ταξίδι που είχα κάνει πριν το κάνω
κινήσεις αισθήματα όλα έτοιμα

ήσουν χέρι αγέννητο μα σ’ έσφιγγα
χείλη βρεφικά μα τα είχα ήδη φιλήσει
ύπνος όνειρα όλα γνώριμα

πώς τα κατάφερα λοιπόν
κι έφαγα τόσα χρόνια να σε βρω;

Αύγουστος Κορτώ: Ο ταξιτζής των ουρανών (Οδός Πανός)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012

No 813


Πρόλογος 
Όταν το 1983 πρωτοξεφύλλισα το βιβλίο «Η Ερωμένη της», στην πρώτη έκδοση του 1929, νόμισα ότι επρόκειτο για ένα ξένο μυθιστόρημα μεταφρασμένο και διασκευασμένο με Ελληνικά ονόματα και τοπωνύμια. Ήταν κάτι που γινόταν μερικές φορές τα παλιά χρόνια. Το Παρίσι θα μπορούσε να γίνει Αθήνα, Νεάπολη και το Σανζ Ελιζέ, Λεωφόρος Αλεξάνδρας. Όταν όμως άρχισα να το διαβάζω προσεκτικά διαπίστωσα με μεγάλη έκπληξη ότι είχα στα χέρια μου ένα Ελληνικό λογοτέχνημα! 
Δεν ήταν «αλλιώτικος» μόνο ο τίτλος. Όλα ήταν αλλιώτικα σ’ αυτό το βιβλίο, γραμμένο αναμφίβολα από μια γυναίκα με πηγαίο πληθωρικό και ακατέργαστο λογοτεχνικό ταλέντο. Και ήταν σαφέστατα σαπφική λογοτεχνία. Τι; Σαπφική λογοτεχνία στην μετά Σαπφώ Ελλάδα; Μα, ναι!! Και ακόμη ένας μεστός συνειδητοποιημένος γυναικείος λόγος. 
Θησαύρισα πολλές φράσεις της και τις έκανα φυλαχτό σε μια εποχή έντονης αμφισβήτησης και προβληματισμού, όπου ανθούσαν τα κοινωνικά και τα περιθωριακά κινήματα. Οι φράσεις της με έκαναν να σκέφτομαι με μελαγχολία πως εμείς δεν είχαμε πει τίποτε το καινούγιο, όπως πιστεύαμε τόσα χρόνια, μέσα στις γυναικείες ομάδες μας και μέσα στα άκομψα δακτυλογραφημένα – πολυγραφημένα περιθωριακά μας έντυπα της εποχής εκείνης. Για πρώτη φορά διέκρινα πως οι επαναστατικές μας σκέψεις συνοδεύονταν από μια γλώσσα άκαμπτη, πομπώδη και στομφώδη. Καμμιά σχέση με τον δροσερό κι ευωδιαστό λόγο της Ντόρας Ρωζέττη.
Ήταν αναμφίβολα μια φωνή, η Ντόρα Ρωζέττη, που ερχόταν κατ’ ευθείαν από το μέλλον. Κι ας έγραφε το ξέθωρο εξώφυλλο: 1929. Ένιωσα πως αυτό το «μέλλον» έπρπε να το συναντήσω με σάρκα και οστά, να το ερευνήσω, να το γνωρίσω. 

Ελένη Μπακοπούλου: Η φίλη μου Κυρία Ντόρα Ρωζέττη. Το νεανικό της Λεύκωμα (Οδός Πανός)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2012

No 812


Olivier Fourrier

Έρημο τώρα το ποτάμι. Το ξέρεις,
τέλειωσες με τις λαμπρές ανδρείες του χτες.
Φιλάω στις μασχάλες σου, ανήμερες και υγρές,
οσμές ενός καλοκαιριού που όλο σαπίζει.

Σάντρο Πέννα / Ιταλία

Σάντρο Πέννα: Ο σκονισμένος ποδηλάτης (Ροδακιό)
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2012

No 811




Άλαν Χόλινγκχερστ: «Έχω την αίσθηση ότι στάθηκα τυχερός, αφού τα βιβλία μου έπαιξαν τελικά τον ρόλο που ήθελαν να παίξουν. Να μην είναι, δηλαδή, βιβλία που να απευθύνονται μονάχα στο ομοφυλόφιλο αναγνωστικό κοινό. Έχει υπάρξει μια ολόκληρη λογοτεχνία από ομοφυλόφιλους συγγραφείς για ομοφυλόφιλους αναγνώστες. Τα βιβλία αυτά πουλιόντουσαν συνήθως αποκλειστικά σε βιβλιοπωλεία με γκέι θεματολογία. Εγώ ήθελα κάτι περισσότερο. Ειδικά με την Γραμμή της ομορφιάς είχα στα χέρια μου ένα θέμα που πίστευα ότι όλοι θα ενδιαφέροντα να διαβάσουν. Κι είχα δίκιο, αφού πήγε πολύ καλύτερα από όλα τα βιβλία μου ήδη πριν μπει στη βραχεία λίστα του Μπούκερ. Νομίζω, άλλωστε, ότι έχουν επέλθει μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία. Στην εικοσαετία που έχει περάσει από τη έκδοση του πρώτου μου  βιβλίου, άλλαξε και η στάση του κόσμου απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Αυτό οφείλεται και στην κρίση του AIDS, η οποία, παρόλο που έφερε στην επιφάνεια τις γνωστές εχθρικές τάσεις προς τις σεξουαλικές μειονότητες, μακροπρόθεσμα λειτούργησε θετικά, αφού όλοι ξαφνικά ανακάλυψαν πως όλο και κάποιον γνώριζαν που είχε προσβληθεί από την αρρώστια. Οι νέοι σήμερα είναι πολύ πιο χαλαροί. Έχουν γκέι φίλους. Κι αυτό δεν αποτελεί πλέον ζήτημα όπως παλιά».
[…]
Ο Χόλινγκχερστ χρειάστηκε εφτά χρόνια για να γράψει το επόμενο βιβλίο του, το Παιδί του ξένου. Το βιβλίο ήδη τον απασχολούσε από τον καιρό που τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του, στο Χάμστεντ. Ήθελε, μας είχε πει τότε, να γράψει ένα βιβλίο που δεν θα είχε καμιά σχέση με την ομοφυλοφιλία.
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε τελικά το 2011 και γνώρισε από την αρχή μεγάλη επιτυχία μολονότι, προς μεγάλη έκπληξη δεν πήρε το βραβείο (το θεωρούσα οι πάντες σίγουρο) αλλά δεν τον έβαλαν ούτε καν στη βραχεία λίστα του βραβείο. Το γεγονός μάλιστα πυροδότησε άφθονες συζητήσεις και πολεμικές για τον τρόπο που επιλέγονται οι κριτικές επιτροπές και για την «εμπορική» πορεία που έχει πάρει τα τελευταία τρία ή τέσσερα χρόνια του Μπούκερ. Ό ίδιος πάντως κέρδισε το στοίχημά του. Μονάχα ένας αμφιφυλόφιλος υπάρχει στο νέο του μυθιστόρημα. Τώρα τον φαντάζομαι να κάθεται στο μικρό καθιστικό του λιγότερο αγχωμένος, α κοιτάζει το πράσινο του πάρκου που κυκλώνει το σπίτι του, να ακούει Βάγκνερ και να ανοίγει το σημειωματάριο που μόλις αγόρασε για να γράψει – το τι, θα το μάθουμε σε λίγα χρόνια.

Ανταίος Χρυσοστομίδης: Οι κεραίες της εποχής μου. Ταξιδεύοντας με 33 διάσημους συγγραφείς σ’ ένα δωμάτιο (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Αυγούστου 15, 2012

No 810



Μετά από την Οδησσόν ευρίσκεται ο λιμήν των Ιστριανών, εις απόστασιν διακοσίων πενήντα σταδίων, και μετά από αυτόν εις απόστασιν πεντήκοντα σταδίων ευρίσκεται ο λιμήν των Ισιακών. Και από εκεί μέχρι το αποκαλούμενον Ψιλόν στόμα του Ίστρου, χίλια διακόσια στάδια. Οι ενδιάμεσοι τόποι είναι έρημοι και ανώνυμοι. Παρά το στόμιον τούτο μάλιστα, δια τον πλέοντα στο πέλαγος κατ’ ευθείαν με βόρειον άνεμον υπάρχει νήσος, την οποία άλλοι μεν νήσον του Αχιλλέως, άλλοι δε Δρόμον του Αχιλλέως και άλλοι Λευκήν από το χρώμα, την ονομάζουν. Αυτήν λένε ότι η Θέτις διέθεσε εις τον υιόν της και ότι εδώ κατοικούσε ο Αχιλλεύς’ και ότι υπάρχει πλοίο του Αχιλλέως και ένα ξόανο παλαιάς τεχνοτροπίας. Η δε νήσος είναι έρημη από ανθρώπους και βόσκουν εις αυτήν αίγες, όχι πολλές’ και λέγεται ότι αυτές τις αναθέτουν στον Αχιλλέα, όσοι σταματούν εις την νήσον. Και άλλα πολλά αφιερώματα είναι εκτεθειμένα στον ναό, φιάλες και δακτύλιοι και λίθοι από τους πολυτελέστερους. Όλα αυτά, αφιερωμένα στον Αχιλλέα, ανάκεινται εις τον ναόν, καθώς και επιγράμματα, άλλα μεν στην Ρωμαϊκή (λατινική, αλλά δε στην Ελληνική, γραμμένα σε διάφορα μέτρα, και έπαινοι στον Αχιλλέα. Υπάρχουν δε και εκείνα τα σχετικά με τον Πάτροκλον΄ διότι και τον Πάτροκλον τιμούν μαζί με τον Αχιλλέα, όσοι θέλουν να κάνουν δωρεές εις τον Αχιλλέα. […]λέγεται επίσης ότι φανερώνεται σε όνειρα ο Αχιλλεύς, άλλοτε σις αυτούς που προσεγγίζουν την νήσον και άλλοτε εις εκείνους που πλέουν, εφ’ όσον δεν ευρίσκονται μακριά, και τους λέγει σε ποιο σημείο της νήσου είναι καλλίτερα να πλησιάσουν και πού να προσορμισθούν […] άλλοι λένε ότι και ο Πάτροκλος ενεφανίσθη εις ενύπνιον. Αυτά, λοιπόν, ως προς την νήσον του Αχιλλέως κατέγραψα, ακούοντας αυτούς που επλησίασαν την νήσον ή άλλους που ερωτήθηκαν από εμέ. Και μου φαίνεται ότι δεν είναι απίστευτα. Διότι εγώ πιστεύω ότι ο Αχιλλεύς, περισσότερο από κάθε άλλον, είναι ήρως με αποδεδειγμένην την καταγωγήν, και ως προς το κάλλος και ως προς την δύναμιν της ψυχής’ και έφυγε νέος από τους ανθρώπους και τον εξύμνησε ο Όμηρος, και έγινε αντικείμενον έρωτος και υπήρξε αφωσιωμένος στον φίλο, ώστε να επιλέξη να πεθάνη αμέσως μετά από τον παιδικό του φίλο.  

Αρριανού: Περίπλους Πόντου Ευξείνου (Νέα Θέσις)

Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2012

No 809



Στη Θήβα αρπαγή αγοριών αποδίδεται στον αρχαίο βασιλιά Λάιο, ο οποίος, κατά τη θηβαϊκή παράδοση, καθιέρωσε την παιδεραστία αρπάζοντας τον Χρύσιππο, τον γιο του Πέλοπα, και κάνοντάς τον ερωμένο του (Αθήναιος 13.602’ Αιλίανος, Περί ζώων ιδιότητος 6.15’ Ποικίλη ιστορία 13.5’ Απολλόδωρος 3.44) 
Όπως στη Θήβα (Ξενοφών, Συμπόσιον 8.32f’ Πλάτων, Συμπόσιον 182b), έτσι και στην Ηλεία ο έρωτας των αγοριών περιλάμβανε το ερωτικό στοιχείο, χωρίς να υστερεί σε θρησκευτικό αίσθημα. Ο Πλούταρχος παρατηρεί αυτό τον συνδυασμό του αισθησιασμού και του ηρωισμού της αυτοθυσίας στη Χαλκίδα (Ερωτικός 17’ εκεί είναι και το τραγούδι των Χαλκιδέων) της Εύβοιας και των αποικιών της. Σώζεται ένα τραγούδι που έγινε γνωστό καθώς και ένα παρόμοιο του Σελεύκου (Αθήναιος 15.697d), που λέει ότι ο έρωτας των αγοριών είναι πιο πολύτιμος από τον γάμο λόγω της φιλίας με την οποία δένει τους πολεμιστές. Το τραγούδι τω Χαλκιδέων, του οποίου ο δημιουργός είναι άγνωστος, λέει:
Παιδιά που είχατε τη χάρη και προγόνους λαμπρούς, μη στερήσετε την ομορφιά σας από τους γενναίους και ο Έρωτας που παραλύει τα μέλη ακμάζει στην πόλη της Χαλκίδας. 
Hans Licht: Η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Κάκτος)

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2012

No 808

Raphael Perez (Ισραήλ)

Ξανάπιανε την αφήγηση ο μεγάλος. «Εμείς ηχωθήκαμε στο λάκκο με το νερό, όχι κοντά στο καυτό λούκι, είχε κι άλλο κόσμο, κάτι τουρίστες και κάτι Αρβανούς, οι Αρβανοί ημπαίνανε μέσα στο λούκι, εμείς ήμαστον με τους τουρίστες. Πλακώνει τότε, καμιά δεκαριά άτομα, η παρέα του μάγειρα, φλώροι όλοι τους, μας γυροφέρνανε. Όλο απλωνόντουσαν πέρα ‘πό τις πατούσες μας. Όπου και να ‘βαζες τα πόδια σου, να σου και σε γαργάλευε ένας κώλος. “Ρε μαλάκα”, του λέω του Γιώργου, “ηγέμισεν αδερφές η γούρνα”. “Είδες;”, μου λέει και ‘φτός. “Ρε μάγκες”, βάζω μια φωνή, “εμείς να χαλαρώσουμε ήρταμε, εν ήρταμε να γαμήσουμε κώλο”. Κι ο μικρός έκανε πλάκα, δηλαδή τι; “για μαζεύτε κώλους, για μαζεύτε”. “Σιγά, ρε αγόρια”, αρχίσανε οι φλώροι, ήτανε περισσότεροι –κατάλαβες;- και κάτι μας λέανε, ότι ας πούμε είμαστε κρυφές…»
«Ότι είμαστε… ομοφοβικοί», συμπληρώνει Γιώργος.
«“Πάτε καλά, ρε μαλακισμένα; Έλα δω, έβγα έξω, μωρή πούστρα εσύ, θα με πεις εμένα κρυφή…” αρπάζω το μάγειρα, ήβγαμε στην άμμο, σ’ τον ήκαμα τ’ αλατιού τον πούστη. Οι άλλοι οι φλώροι κοιτάζανε από κειδά, σαν κατουρημένες σκυλίτσες. Μόνο ένας, ένα σαμιαμίδι, όλο να βγάζει λόγους, που έλεε “ξέρω ποιοι είναι, θα τους καταγγείλουμε στην αστυνομία”, ότι θα πηγαίνανε με το δαρμένο αμέσως στο νοσοκομείο κι από κει θα καλούσανε τους μπάτσους. Αλλά δεν ήτανε σίγουροι ποιοι είμαστε. Μέχρι που κατεβαίνει ο ένας ‘πο τους Καλύμνιους, που έχουνε την ταβέρνα ‘πο πάνω, να μας χωρίσουν, και μου λέει “Του Τόλη εν είσ’ εσύ;”. “Αυτοί που έχουν τα Tolis apartmentes δεν είναι;” ρωτάει το σαμιαμίδι. “Χα!” κάνει μετά πούστικα.

Αντώνης Νικολής: Διονυσία (Το ροδακιό)

Τετάρτη, Μαΐου 02, 2012

No 807


Καθώς έκανα όπισθεν για να πάρω την κατεύθυνση προς το διαμέρισμά μου από την απέναντι γωνία ξεπρόβαλε ένα άσπρο σπορ αυτοκίνητο. Οι δυνατοί προβολείς του έπεσαν κατευθείαν στο πρόσωπό μου και για δευτερόλεπτα σχεδόν με τύφλωσαν. Οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση τα αυτοκίνητά μας διασταυρώθηκαν. Έριξα μια καλή ματιά στα γρήγορα αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω πολλά πράγματα μέσα στο σκοτάδι. Το μόνο που κατάφερα να ξεχωρίσω ήταν ότι ο οδηγός φαινόταν νέος, μάλλον συμπαθητικός, ήταν ξανθωπός και φορούσε όπως κι εγώ γυαλιά.
«Χμμμ… ο τύπος μου. Εδώ είμαστε! Ίσως να μην είμαι τελικά και τόσο άτυχος απόψε!» σκέφτηκα κι έκοψα αμέσως ταχύτητα. Έστριψα στον πρώτο παράδρομο που συνάντησα δεξιά. Φρέναρα λίγο πιο κάτω και πάρκαρα προσεκτικά στην αριστερή πλευρά του δρόμου αφήνοντας τα φώτα και τη μηχανή του αυτοκινήτου αναμμένα. Σε λίγα δευτερόλεπτα οι δυνατοί προβολείς του άσπρου αυτοκινήτου φώτισαν το σκοτεινό σοκάκι. Ήρθε και σταμάτησε ακριβώς πίσω μου σβήνοντας τα φώτα και τη μηχανή του. Έκανα κι εγώ το ίδιο. Μείναμε κι οι δυο καρφωμένοι στις θέσεις μας για λίγο, κανείς δεν τολμούσε να κάνει την πρώτη κίνηση. Η αναμονή με σμπαράλιασε. Μεσολάβησαν ακόμη λίγα λεπτά διστακτικότητας, τα οποία μέσα στην αμηχανία της στιγμής μού φάνηκαν αιώνες. Τελικά, ο οδηγός του άσπρου αυτοκινήτου αποφάσισε να κάνει αυτός την πρώτη κίνηση. Πετάχτηκε απότομα έξω από το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε σα σκιά στο σκοτάδι με γοργά βήματα προς το μέρος μου. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και στογγυλοκάθησε με όλη του την άνεση δίπλα μου:
- Καλησπέρα ή μάλλον καλημέρα! Είπε ο άγνωστος κοιτάζοντας με χαμογελώντας. Είμαι ο Ρόρυ.
Γύρισα προς τη μεριά του συνοδηγού αριστερά μου και του έριξα μια καλή ματιά.. το φωτεινό κι ενθαρρυντικό του χαμόγελο με ηρέμησε στιγμιαία και με βοήθησε να ξεφορτωθώ την αμηχανία μου.
- -Χάρηκα πολύ… κι εμένα με λένε Δήμο… από το αρχαιοελληνικό όνομα Δημοσθένης… απάντησα αμήχανα και σε μια παιδαριώδη και καθόλου πρωτότυπη προσπάθεια να συνεχίσω την κουβέντα είπα: …έρχεσαι συχνά εδώ;…
Προτού προλάβω να’ αρθρώσω λέξη έσκυψε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα. Αιφνιδιάστηκα αλλά δεν αντιστάθηκα. Αντίθετα, ανταποκρίθηκα θερμά και χωρίς πολλά-πολλά παραδόθηκα γρήγορα και άνευ όρων στην αγκαλιά του. Εν ριπή οφθαλμού και με εκπληκτική ευελιξία κατορθώσαμε να ξεφορτωθούμε τα περισσότερα από τα ρούχα μας, παρά τη δυσκολία κινήσεων που επέβαλε ο περιορισμένος χώρος του αυτοκινήτου. Τα μισόγυμνα κορμιά μας μπλέχτηκαν ασφυκτικά πάνω στα δερμάτινα καθίσματα κι οι αναπνοές μας άρχισαν να επιταχύνονται ρυθμικά, ολοένα πιο έντονες και πιο ξέπνοες, κάνοντας τα τζάμια του αυτοκινήτου να θαμπώσουν γρήγορα.

Δημήτρης Πολίτης: Η κλεμμένη ζωή ενός εύθυμου ανθρώπου (Οσελότος)

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2012

Νο 806


Διαβάζω σημαίνει μεταφράζω, γιατί απλούστατα δεν μπορεί ποτέ οι εμπειρίες δύο ανθρώπων να είναι ίδιες. Ένας κακός αναγνώστης είναι σαν τον κακό μεταφραστή: μεταφράζει κατά λέξη, όταν θα έπρεπε να παραφράσει, και παραφράζει, όταν θα έπρεπε να μεταφράσει κατά λέξη. Όταν μαθαίνουμε να διαβάζουμε, ο ρόλος της παιδείας είναι ασφαλώς σημαντικός, αλλά προέχει το ένστικτο: κάποιοι με πολύ καλή μόρφωση είναι ανεπαρκείς μεταφραστές.

Μια ένδειξη ότι ένα βιβλίο έχει λογοτεχνική αξία είναι ότι μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Αντίθετα, απόδειξη του γεγονότος ότι η πορνογραφία δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξία είναι ότι, αν επιχειρήσουμε να τη διαβάσουμε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πλην αυτού που υπαγορεύει το σεξουαλικό κίνητρο, να τη διαβάσουμε, για παράδειγμα, ως το ψυχογράφημα των σεξουαλικών φαντασιώσεων του συγγραφέα, καταλήγουμε να βαριόμαστε μέχρι θανάτου.

Γ.Χ. Ώντεν: Ο ποιητής και η πολιτεία (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης)

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2012

No 805

Ήταν ένα Σάββατο του Μαρτίου 1985, όταν πρώτη ξεκίνησε τον διασυρμό του Αλέξανδρου Ιόλα, η Αγγελική Νικολούλη, η οποία εργαζόταν ως αστυνομική συντάκτης στον «Ελεύθερο Τύπο». Στο σαλόνι της εφημερίδας ο Αντώνης Νικολάου, ντυμένος με το κρινολίνο της «Μήδειας», πόζαρε αποκαλύπτοντας «ποιοι γδύνουν την Ελλάδα». Στην αρχή ανώνυμα. Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Για είκοσι μέρες είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητο το γεγονός. Ο μόνος που ενοχλούσε τον Ιόλα ήταν ένας εκδότης, ο οποίος ζητούσε χρήματα από τον Ιόλα, για να μην τον διασύρει.
Ο Ιόλας τον έστειλε στον διάβολο, ενώ ο γραμματέας του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Αντώνης Στρατής για μια φορά ακόμη από το τηλέφωνο τον προετοίμαζε. «Φυλάξου από τον Κουρή. Είναι ό, τι πιο άτιμο υπάρχει αυτή τη στιγμή στον Τύπο. Φυλάξου.»
Ο Ιόλας γέλασε και του απάντησε: «Έλα μωρέ που θα πάρουν στα σοβαρά τον Αντώνη. Ο κακόμοιρος για γέλια είναι.»
Το σπίτι μόλις είχε ήδη διαμορφωθεί σε Μουσείο. Οι παραγγελίες έφταναν η μία μετά την άλλη με έργα συγκλονιστικά. Οι επισκέπτες έμεναν άφωνοι. Και ήταν τότε, το καλοκαίρι του 1985, όταν ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ είχε επισκεφθεί την Ελλάδα για δύο παραστάσεις στο Θέατρο Ηρώδη του Αττικού και ήρθε από νωρίς το πρωί για να συναντήσει τον Ιόλα. Την επόμενη μέρα, έδωσε ένα πάρτι προς τιμήν του, όπου παρευρέθηκε και η Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν τότε Υπουργός Πολιτισμού.
-«Ιόλα» του είπε η Μελίνα, μπροστά στους καλεσμένους του «Σε προσλαμβάνω για σύμβουλο, δέχεσαι;»
-«Πόσα μου δίνεις;» της απαντά πονηρά ο Ιόλας.
-«Σαράντα χιλιάδες!» απάντησε η Μελίνα.
-«Χρυσή μου, στη Σούλα δίνω τα διπλά…»
Ήταν Παρασκευή. Ο Λάζαρος αυτή τη φορά ήταν στεναχωρημένος…
-«Ιόλα, η «Αυριανή» ξεκινάει πόλεμο εναντίον σου… Ίσως αύριο… Ίσως την επόμενη εβδομάδα…»

Νίκος Σταθούλης: Αλεξάνδρου Ιόλα Η ζωή μου (Οδός Πανός)

Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012

No 804



Κάθισα, κι εκείνος παρήγγειλε σερμπέτια και ένα μπολ με γλυκίσματα. Αυτός ο αιμοσταγής τύραννος, ο Αλή Πασάς, που είχε δολοφονήσει χιλιάδες ανθρώπους, ήταν ένας άντρας με φίνους τρόπους και μεγάλη οξύνοια. Το πρόσωπο του ήταν σημαδεμένο και γωνιώδες, το βλέμμα διαπεραστικό κι ωστόσο γλυκό, η γενειάδα μαλακή και κάτασπρη, τα χείλη μικρά σαν γυναικεία. Φορούσε χρυσοκέντητο φέσι, μαύρο γούνινο γιακά και παντόφλες από γαλάζιο επιχρυσωμένο μαροκινό.
Με περιεργάστηκε εγκρίνοντάς με. «Μου είπαν ότι είστε λόρδος», μουρμούρισε. «Δεν εξεπλάγην. Μόνον ένας λόρδος μπορεί να έχει χέρια τόσο ντελικάτα και αυτιά τόσο μικρά. Θαυμάζω πολύ τη μεγαλόπρεπη σπάθα σας και τις επίχρυσες επωμίδες σας. Με γοητεύουν επίσης τα μάτια σας και το πονηρό και αυθάδικο χαμόγελο σας. Σας παρακαλώ, θεωρήστε με πατέρα σας όσο θα μείνετε στο Τεπελένι. Θα σας περιμένω στα δώματά μου, τα μεσάνυχτα. Θα μιλή-σουμε για ποίηση ... »
Μας εσυνόδεψαν στις κάμαρές μας, που βρίσκονταν στη δυτική πτέρυγα του μεγάρου, και είπα στον Καμ: «Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι απόψεις του πασά όσον αφορά την ποίηση». O Καμ όρθωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Είναι άνθρωπος γεμάτος φαντασία, φυσικά». «Αναμφίβολα», απάντησα. «Κι έχει, φαίνεται, απαίσια φήμη».
«Καλέ μου Μπάιρον», είπε γαλήνια ο Καμ, «είσαι απολύτως εις θέσιν να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Οι προθέσεις του πασά είναι πεντακάθαρες σαν κρύσταλλο. Πρέπει να προετοιμαστείς για κάποια ανατολίτικα καλοπιάσματα».
«Να πάω;» δίστασα.
«Και βέβαια να πας», με ενθάρρυνε ο Καμ. Όταν ήσουν στο Καίμπριτζ, συμπεριφερόσουν σαν άνθρωπος του Καίμπριτζ. Τώρα είσαι στην Τουρκία και πρέπει να συμπεριφερθείς σαν Τούρκος».
Κατάλαβα ότι ο Χόμπχαους, αναζητώντας «παραλειπόμενα» για τα ταξιδιωτικά του άρθρα, προσπαθούσε να με ωθήσει να δεχτώ το ραντεβού μου με τον πασά. Κι εγώ (εκτός από την αίσθηση ότι με υποχρέωνε η ευγένεια) αντιμετώπισα τη συνάντηση σαν ένα αυστηρώς επιστημονικό πείραμα, με τον σκοπό να μάθω τι είδους ικανοποίηση δοκίμαζαν μερικοί παλιοί μου φίλοι (ο Λόρδος Ίνγκολντσμπυ, επί παραδείγματι) υιοθετώντας εκείνη που εμείς αποκαλούσαμε «οθωμανική στάση».
Έφτασα στα δώματα του πασά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ένας λύχνος έκαιγε, το δωμάτιο ήταν διαποτισμένο από άρωμα γιασεμί, και πάνω στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένα ένα μπρίκι με καφέ κι ένα δοχείο γεμάτο αμύγδαλα. Ο πασάς φορούσε μιαν ατλαζένια ρόμπα με δαντελωτή παρυφή, και μου ζήτησε να καθίσω σε ένα μαξιλάρι δίπλα του. Σε ένα χάλκινο κλουβί κρεμασμένο από την οροφή υπήρχε ένας παπαγάλος και, σε μια γωνία, ένας νέγρος τροφοδοτούσε με κάρβουνο ένα μαγκάλι.
Για λίγο μιλήσαμε για ποίηση. Ο πασάς μού διάβασε ορισμένους στίχους του Μπουαλώ, που τους είχε μεταφράσει στα τούρκικα από τα γαλλικά. Μη γνωρίζοντας τούρκικα, δεν ήμουν εις θέσιν να κρίνω πόσο λαμπρή ήταν η απόδοσή τους. Όμως άκουσα ευγενικά, συyκατανεύοντας με το κεφάλι. Στο τέλος ο πασάς έσκυψε μπροστά και είπε: «Αρκετά με την ποίηση. Να, πάρτε λίγον καφέ και επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα φιλί, αγόρι μου». Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το επεισόδιο μου φαίνεται πιο πολύ κωμικό παρά απαίσιο, αλλά θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια σαφέστατη δυσφορία. Μόνο η επιθυμία να συγκεντρώσω στοιχεία για τα «παραλειπόμενα» του Καμ με έπεισε να υποκύψω στις προτάσεις του πασά. Σβήστηκε ο λύχνος κι εμείς ξαπλώσαμε σε ένα χαλί πλάι στο μαγκάλι . Ο Αλή Πασάς ήταν σαφώς έμπειρος στο είδος και οι χειρισμοί του ήταν γεμάτοι αβρότητα, αλλά όταν αργότερα ο Χόμπχαους με ρώτησε: «Λοιπόν, Μπάιρον, πόνεσε;» αναγκάστηκα να του απαντήσω: «Αν πόνεσε; Και βέβαια πόνεσε. Αναθεματισμένα!».
Δεν ξαναδοκίμασα τον πειρασμό να επαναλάβω το αλβανικό πείραμά μου. Δεν ήταν «στο στυλ μου», όπως λένε. Υπάρχει μια δόση παθητικότητας μέσα μου, αλλά προτιμά μια εκτόνωση πιο λεπτή και πιο υγιεινή. Ωστόσο, όταν σκέφτομαι το πράγμα, και συλλογίζομαι τις πιο λεπτές πτυχές του, καταλαβαίνω ότι το συμβάν δεν ήταν άνευ σημασίας. Όλοι οι άντρες είναι παράξενα ζώα. Τα ορμέμφυτά τους είναι ανεξιχνίαστα. Εν συνεχεία, στο Λονδίνο και στη Γενεύη, για να μην πω στη Βενετία και στη Ραβέννα, έτυχε να ξανασκεφτώ τη νύχτα που πέρασα με τον πασά με ανάμεικτα αισθήματα ευθυμίας και αποτροπιασμού. Μια μέρα διηγήθηκα αυτό το μικρό επεισόδιο στην Καρολάιν, που αμέσως σοβάρεψε και με περιεργάστηκε σκεφτική.
«Δεν είναι στο στυλ σου;» μουρμούρισε. «Ίσως όχι, αστεία μου αγάπη, αλλά σίγουρα η νύχτα εκείνη στην Αλβανία άφησε το σημάδι της επάνω σου».
Να είναι αλήθεια; Μπορεί. «Το σεξ είναι αίνιγμα» (όπως ισχυριζόταν η Καρολάιν) και υπάρχουν στιγμές που η σκέψη μου ξαναγυρίζει σ' εκείνο το μικρό «πείραμα» στο Τεπελένι. Ακόμα ξαναβλέπω τον νεαρό Σομαλό που μας κρυφοκοιτούσε από τη γωνιά του, και τον πασά που πασάλειβε τις σάρκες του με μιαν αλοιφή πράσινη στο χρώμα του μπιζελιού' και ξαναβλέπω τον παπαγάλο που μινύριζε στα τούρκικα - τίποτα κολακευτικό, φοβάμαι, γιατί ο πασάς εξεμάνη και πέταξε πάνω στο κλουβί μια μεγάλη μαύρη εσάρπα.

Φρέντερικ Πρόκος: Μπάυρον. Τα χειρόγραφα του Μεσολογγίου (Αστάρτη)

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2012

No 803


«Υπάρχουν άλλα ντοκουμέντα για την ερωτική ζωή του Βίνκελμαν;»
«Ναι», είπε με ζήλο ο Αντόνιο, «από τη γερμανική του περίοδο. Το 1742, όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών, έγινε παιδαγωγός του συνομηλίκου του Φρήντριχ Βίλχελμ Λάμπρεχτ, τον οποίο ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή και με τον οποίο έφυγαν αργότερα στο Ζέεχαουζεν, όπου συγκατοίκησαν ως το 1746. όποτε ερωτευόταν ο Βίνκελμαν, ανακαλούσε όσα είχε διαβάσει για τις μεγάλες ανδρικές φιλίες της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. Τα πρότυπά του ήταν ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων, ο Ηρακλής και ο Ύλας. Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Μπεργκ τον εγκατέλειψε για πάντα, χωρίς να τον ευχαριστήσει ποτέ για την αφιέρωση του βιβλίου του, και αργότερα παντρεύτηκε, ενώ ο Λάμπρεχτ έφυγε για να γίνει κρατικός υπάλληλος, χωρίς να επιστρέψει ένα μεγάλο ποσό που του είχε δανείσει ο Βίνκελμαν. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στη ζωή του ένας άλλος νεαρός, ο Φρήντριχ φον Μπύλοβ, γιός ενός πρώην πρέσβη στη Στοκχόλμη. Όταν χώρισαν, ο Βίνκελμαν έγραψε: “Για μένα έχουν χαθεί τα πάντα: η τιμή, η χαρά, η ησυχία, η ευχαρίστηση’ και όλ’ αυτά επειδή δεν μπορώ να σε βλέπω και να απολαμβάνω (…) Τα μάτια μου δακρύζουν μόνο για σένα (….) Θα σ’ αγαπώ όσο ζω (….)”»

Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο (Κίχλη)

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2012

No 802



Τα αγάλματα των φαύνων είναι εικόνες της ώριμης νεότητας, οι αναλογίες τους είναι τέλειες και η νεότητά τους διαφέρει από εκείνη των νεαρών ηρώων καθόσον εμφανίζουν μια ορισμένη αθωότητα και απλότητα: αυτή ήταν η κοινή παράσταση των Ελλήνων γι’ αυτές τις θεότητες. […]
Η ανώτατη ιδέα μιας ιδανικής ανδρικής νεότητας έχει βρει την έκφρασή της προπάντων στον Απόλλωνα, στον οποίο η δύναμη της ανδρικής ηλικίας συνδυάζεται με τις απαλές μορφές της πιο όμορφης άνοιξης της νεότητας.
Η ωραία νεότητα στον Απόλλωνα περνάει βαθμιαία σε άλλους θεούς ωριμότερης ηλικίας και είναι πιο ανδρική στον Ερμή και τον Άρη […] Ο Ηρακλής παριστάνεται επίσης ως ωραιότατος νέος, με χαρακτηριστικά που κάνουν τη διαφορά του φύλου σχεδόν αμφιλεγόμενη, όπως θα έπρεπε να είναι η ομορφιά ενός νέου ανθρώπου […]
Το δεύτερο είδος μιάς ιδανικής νεότητας, αντλημένο από τύπους ευτυχισμένης φύσης, βρίσκει την έκφρασή του σε έναν νεαρό Βάκχο και με αυτή τη μορφή παριστάνεται σε διάφορες ηλικίες φτάνοντας σε τέλειες διαπλάσεις διαφόρων ηλικιών. Η εικόνα του Βάκχου είναι ένα ωραίο αγόρι που φτάνει στα όρια της ζωής και της εφηβικής ηλικίας, όταν αρχίζει να διεγείρεται η ηδονή και να βλασταίνει η τρυφερή κορυφή ενός φυτού, τη στιγμή που είναι μισοβυθισμένο σε ένα γοητευτικό όνειρο μεταξύ ύπνου και ξύπνου και πάει να τακτοποιήσει μέσα του τις ονειρικές εικόνες για να ξαναβρεθεί στην πραγματικότητα> τα χαρακτηριστικά του είναι όλο γλύκα, αλλά η χαρούμενη ψυχή δεν αναφαίνεται εντελώς στο πρόσωπό του.

Johann Joachim Winckelmann: Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης (Gutenberg)

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2012

No 801


Ισχυρό κέντρισμα για την άσκηση του σώματος αποτελούσαν για όλους τους Έλληνες νέους οι μεγάλοι αγώνες, και οι νόμοι όριζαν προετοιμασία δέκα μηνών για τους Ολυμπιακούς αγώνες, και μάλιστα στην Ηλίδα, τον τόπο διεξαγωγής των αγώνων. Τα πιο μεγάλα βραβεία δεν τα έπαιρναν πάντοτε αθλητές στην ανδρική ηλικία αλλά συχνά νέοι άνθρωποι, καθώς δείχνουν οι ωδές του Πινδάρου. Να εξομοιωθούν με τον θεϊκό Διαγόρα ήταν οι βαθύτερη επιθυμία των νέων. […]
Με αυτές τις ασκήσεις τα σώματα έπαιρναν την υψηλόκορμη, αρρενωπή κοψιά που οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν δώσει στα αγάλματα τους χωρίς απατηλά και περιττά προσθέματα. Οι νεαροί Σπαρτιάτες υποχρεώνονταν να εμφανίζονται κάθε δέκα μέρες γυμνοί μπροστά στους εφόρους, οι οποίοι όριζαν αυστηρότερη δίαιτα σε όσους άρχιζαν να παχαίνουν. Υπήρχε μάλιστα ανάμεσα στους νόμους του Πυθαγόρα ένας ο οποίος επέβαλλε την αποφυγή του περιττού σωματικού πάχους. Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους επιτρεπόταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας στους έλληνες νέους που δήλωναν συμμετοχή σε αγώνα πάλης μόνο η γαλακτοφαγία.

Ι.Ι. Βίνκελμαν: Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική (Ίνδικτος)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 29, 2012

No 800


Ο Βίος του Θεμιστοκλή επαναφέρει το ίδιο θέμα με μεγαλύτερη συντομία. Ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής εμφανίζονται ως οι ερασταί , ο Στησίλεως ως ο ερώμενος, που χαρακτηρίζεται παις, ο οποίος μεγαλώνει και χάνει την ομορφιά του. Αυτό το επεισόδιο του ερωτικού ανταγωνισμού παρατίθεται από τον Πλούταρχο με επιφύλαξη, ως λεγόμενο του Αρίστωνα. Αυτός ο τύπος ιστορίας ανήκει προφανώς σε μια αρχαία παράδοση που ανέρχεται στον 3ο αιώνα π.Χ. Για τον Αρίστωνα, η ιστορία αυτή δίνει μια εξήγηση για τη σταθερή πολιτική αντιπαράθεση που πρόκειται να σημαδέψει τη ζωή των δύο ανδρών. Για τον Πλούταρχο, του επιτρέπει να θέσει στο ίδιο επίπεδο τον ερωτικό και τον πολιτικό ανταγωνισμό. Η διήγηση της στράτευσης στην πολιτική ζωή τόσο του Θεμιστοκλή όσο και του Αριστείδη ακολουθεί αμέσως ύστερα από το επεισόδιο αυτό. Ο Πλούταρχος και στους δύο Βίους θα επιμείνει να διαχωρίζει τους δυο άνδρες ως προς τη ζωή και τα ήθη τους. Όμως το επεισόδιο που εισάγει τον πολιτικό ανταγωνισμό τους είναι κοινό και για τους δυο: αμφότεροι. Ένα ερωτικό πάθος για ένα νέο άνδρα, μια περιπέτεια που θα την κατατάσσαμε στην ιδιωτική ζωή των προσώπων, χρησιμοποιείται για την αποτίμηση ενός καθαρά πολιτικού στοιχείου συμπεριφοράς.
[…]
Ο έρωτας μεταξύ αγοριών δεν παρουσιάζεται πάντοτε με θετικό τρόπο. Στην ιστορία του ανταγωνισμού του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη, το πάθος για το Στησίλεω κρίνεται υπερβολικό από την στιγμή που απευθύνεται σε ένα νέο άνδρα που δεν είναι πλέον «ωραίος» και επειδή οι συνέπειες του είναι μια πραγματική στάσις μεταξύ των δυο ανδρών.

Violaine Sebillotte Cuchet, Nathalie Ernoult (επιμ.): Προβλήματα του φύλου στην αρχαία Ελλάδα (University Studio Press)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2012

No 799


Υπήρχε και ο λεγόμενος «πλατωνικός» έρωτας, τον οποίο οι Αθηναίοι είχαν περί πολλού, αφού είχαν αποδεσμεύσει το θεό Έρωτα, από την αμιγή σεξουαλική δραστηριότητα, όπως είχαν ευφυώς διακρίνει και την Ουρανία από την Πάνδημη Αφροδίτη. Έτσι, την Ακαδημία της Αθήνας κοσμούσαν όχι μόνο το άγαλμα της Αθηνάς, ως θεάς της Σοφίας, αλλά και του Έρωτα, στον οποίο μάλιστα έκαναν και θυσίες. Ως δύναμη που συνέχει το σύμπαν, ο ουράνιος Έρωτας, ενέπνεε υψηλά ιδανικά σε εραστές και ερωμένους. Ο Ιερός Λόχος των Θηβών απαρτιζόταν από άνδρες που τους έδενε αυτή η πλατωνική επιθυμία και προτίμησαν να πέσουν στη μάχη υπερασπιζόμενοι την πατρίδα και την τιμή τους. Οι κάτοικοι της Σάμου είχαν αφιερώσει ένα γυμναστήριο στον Έρωτα και είχαν θεσπίσει μια γιορτή προς τιμή του φτερωτού θεού, την οποία ονόμασαν «Ελευθέρια», αφού θεωρούσαν ότι χρεωστούν την ελευθερία τους στους εραστές και στους ερωμένους τους που πολέμησαν για το ιδανικό της Ελευθερίας. Και οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τον Αθήναιο, όφειλαν τη δημοκρατία τους στους τυραννοκτόνους εραστές Αρμόδιο και Αριστογείτονα, που δολοφόνησαν τον Ίππαρχο, ο οποίος είχε θίξει την αδελφή του Αρμόδιου. Και ήταν φυσικό οι Πεισιστρατίδες, αμέσως μόλις έχασαν τα προνόμια που τους έδινε η τυραννία, να προσπαθήσουν να δυσφημίσουν το θεό του έρωτα και να απαξιώσουν τις εορταστικές τελετές προς τιμή του.
Είναι, λοιπόν, σαφές και εύλογο ότι κατά τη διάρκεια των συμποσίων οι εραστές και ερωμένοι, ξαπλωμένοι ανά δύο στα ανάκλιντρα και επιβοηθούμενοι από τη βακχική μέθη και τους τολμηρούς χορούς και από την ευθυμία της βραδιάς, έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράζουν την τρυφερότητά τους με χειρονομίες, και όχο μόνο. Αναφέρεται, μάλιστα, η περίπτωση του Σοφοκλή, που ζητούσε επίμονα να τον φιλήσει ένας οινοχόος, μέχρι που κατάφερε να του αποσπάσει με τέχνασμα το φιλί του. Ο υπερβολικός όμως έρωτας, όπως και καθετί που ξεπερνούσε το μέτρο, θεωρούνταν ντροπή και όνειδος, ανίατη αρρώστια για τον ελεύθερο Αθηναίο, που έβλεπε να εξανεμίζεται εκτός από την περιουσία του και η υπόληψή του στην κοινωνία. Η αιδημοσύνη ήταν απαραίτητη αρετή.
Η ωραιότητα των περισταμένων στα συμπόσια και των ατόμων που ήταν επιφορτισμένα με την ψυχαγωγία τους θα ήταν οπωσδήποτε μια βασική συνιστώσα της επιτυχίας της βραδυάς. Όπως εξάλλου είπε ο Ευριπίδης (Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστών» ΙΓ’ 566 b2-3):
…και πρώτα η ωραιότητα αξίζει να κυβερνά.

Κωνσταντίνος Μπούρας: Αρχαίο φαγοπότι (Αρμονία)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2012

Νο 798

Όταν επιστρέψαμε σπίτι, προτείναμε στην Μποργκέζε να περάσουμε λίγες ώρες της νύχτας τρώγοντας ψητά με συνοδεία κυπριώτικου κρασιού και μαλακιζόμενες. Εκείνη συμφώνησε. Κι έτσι φτάσαμε, η Κλαιρβίλ κι εγώ, την προσποίηση σε σημείο να κάνουμε τη γυναίκα εκείνη που καταδίκαζε η παλιανθρωπιά μας να χύσει εφτά με οχτώ φορές και να χύσουμε κι εμείς άλλες τόσες στην αγκαλιά της. Ύστερα την αφήσαμε να κοιμηθεί για να περάσουμε, η φίλη μου κι εγώ, την υπόλοιπη νύχτα μαζί. Χάσαμε ακόμα τρεις με τέσσερις φορές το χύμα μας η κάθε μια στη σκέψη της έξοχης ιδέας να προδώσουμε, τη μέρα που ερχότανε, όλα τα συναισθήματα φιλίας και εμπιστοσύνης. Μόνο τα μυαλά σαν τα δικά μας μπορούν να συλλάβουν τέτοιες διαστροφές, το ξέρω. Αλίμονο όμως σ’ όποιον δεν τις γνωρίζει! Στερείται θεϊκές απολαύσεις. Τολμώ μάλιστα να πω πως δεν έχει ιδέα από ηδονή. [...]
- Πάει κι αυτό, είπε τότε η Κλαιρβίλ που δεν είχε πάψει να μαλακίζεται από τη στιγμή που είχε ρίξει εκείνο το σώμα στο ηφαίστειο. Ω, γαμώ το! Αγάπη μου, ας χύσουμε τώρα κι οι δυό μας ξαπλωμένες πάνω στο στρώμα τούτου εδώ του ηφαιστείου! Διαπράξαμε μόλις ένα έγκλημα, μια από τις υπέροχες αυτές πράξεις που οι άνθρωποι επιμένουν ν’ αποκαλούν φριχτές! Ε λοιπόν! Αν ισχύει πράγματι ότι η πράξη αυτή παραβιάζει τη φύση, ότι η φύση την εκδικείται, τότε μπορεί να το κάνει, ας γίνει στη στιγμή μια έκρηξη, ας ξεχυθεί αμέσως μια λάβα κι ας μας καταπιεί...
Δεν ήμουν πλέον σε κατάσταση να της απαντήσω. Κολυμπώντας στη μέθη κι εγώ, ανταπόδωσα στο εκατονταπλάσιο στη φίλη μου ό,τι χάδι μου χάριζε. Δεν μιλούσαμε πια. Σφιγμένες δυνατά η μια στην αγκαλιά της άλλης, έτσι καθώς μαλακιζόμαστε σαν τριβάδες δίναμε σάμπως την εντύπωση πως θέλαμε ν’ ανταλλάξουμε τις ψυχές μας μέσα από τα ξέφρενα, όλο πάθος, αναστενάγματά μας. Κάποιες λέξεις ηδονής, κάποιες βλαστήμιες ήταν τα μοναδικά λόγια που μας ξέφευγαν. Προσβάλαμε την φύση, την αψηφούσαμε, δε της δίναμε την παραμικρή σημασία! Θριαμβεύοντας λοιπόν πάνω στην ατιμωρησία που μας χάριζαν η αδυναμία και η αδιαφορία της, εμείς εκμεταλλευόμασταν την επιείκειά της για να την ερεθίσουμε ακόμα πιο σοβαρά.

Μαρκήσιος ντε Σαντ: Ιουλιέτα (Εξάντας)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2012

No 797

Κάποιος φίλος μου πληροφόρησε τον κο Ντολμανσέ για το υπέροχο μέλος με το οποίο, καθώς ξέρεις, είμαι εφοδιασμένος. Ο Ντολμανσέ τον έβαλε να καλέσει και τους δυο μας σε γεύμα. Μια που, ήμουν υποχρεωμένος να επιδείξω την εξάρτησή μου: στην αρχή μοναδικό μου κίνητρο φάνηκε να είναι η περιέργεια’ κι ωστόσο μου έστρεψε έναν υπέροχο πισινό, με παρακάλεσε να τον χαρώ, κι αποδείχτηκε ότι η επιθυμία και μόνο ήταν η αιτία αυτής της εξέτασης. Προειδοποίησα τον Ντολμανσέ για όλες τις δυσκολίες του εγχειρήματος’ τίποτε δεν τον απότρεψε. «Έχω δοκιμάσει κριό», είπε, «και δεν θα έχετε καν τη δόξα να είστε ο πιο φοβερός από τους άντρες που διέτρησαν τα οπίσθια που σαν προσφέρω!» Ο μαρκήσιος ήταν πρόθυμος βοηθός : χάιδευε, ψαχούλευε, φιλούσε όσα φέρναμε οι δυο μας στο φως. Παίρνω θέση… προτείνω λιπαντικά: «Προσέξτε!» λέει ο μαρκήσιος, «θα στερήσετε τον Ντολμανσέ τις μισές από τις αισθήσεις που περιμένει από σας’ θέλει να τον κόψετε στα δυο… θέλει να τον ξεσκίσετε». «Πολύ καλά», λέω και χώνομαι ακάθεκτος στο λάκκο, , «θα ικανοποιηθεί». Ίσως νομίσεις αγαπητή μου αδελφή, ότι κουράστηκα πολύ… καθόλου. Παρά τις επιφυλάξεις μου το τεράστιο πουλί μου εξαφανίστηκε, έφθασε στα σωθικά του κι ο κωλομπαράς δεν έδειξε να νιώθει τίποτα. Τον δούλεψα καλά’ η άκρα έκστασή του, τα σφιξίματα και τα τρέμουλα, οι θαυμαστές κραυγές του, μ’ έκαναν κι εμένα γρήγορα ευτυχισμένο και τον πλημμύρισα. Πριν αποσυρθώ σχεδόν, ο Ντολμανσέ, με ανάστατα μαλλιά και πρόσωπο κατακόκκινο σαν βάκχης: «Δες σε τι κατάσταση μ’ έβαλες, αγαπητέ μου φιλέ», λέει και μου παρουσιάζεται ένα ρέμπελο ντούρο πουλί, θεόμακρο και τουλάχιστο δεκαπέντε πόντους χοντρό, «δέξου, αγάπη μου, σ’ εξορκίζω, από εραστής μου να με υπηρετήσεις τώρα σαν γυναίκα, για να μπορώ να πω στην αγκαλιά ου απόλαυσα όλες τις χάρες του βίτσιου πάνω απ’ όλα». Δίχως περισσότερη δυσκολία απ’ ό,τι πριν, ετοιμάστηκα’ ο μαρκήσιος, κατεβάζοντας τα παντελόνια του μπροστά στα μάτια μου, με ικέτεψε να είμαι για λίγο ακόμα άντρας μαζί του ενώ θα ‘μουνα γυναίκα για το φίλο του’ τον δούλεψα όπως και τον Νολμανσέ, που μου ξεπλήρωνε στο εκατονταπλάσιο όλες τις χωσιές που έκανα στον τρίτο μας’ σύντομα ανάδωσε στα βάθη του πισινού μου το θείο αυτό πιοτό με το οποίο, την ίδια σχεδόν στιγμή, ράντισα τα οπίσθια του Β…

Μαρκήσιος ντε Σαντ: Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ (Εξάντας)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

No 796



- Εμπρός, λοιπόν, είπε ο αλιτήριος, άρχισε να με μαστιγώνεις και προπάντων μη με λυπάσαι καθόλου.
Ο νεαρός αρπάζει το δεμάτι με τις βίτσες και με ρωμαλέοχέρι αφήνει να πέσουν αμέσως πενήντα χτυπήματαπάνω στα κωλομέρια που του προσφέρονται• ο ελευθέριος, σημαδεμένος ήδη έντονα από τους μώλωπες που άφησαν πάνω του οι βίτσες, ρίχνεται στην αρσενικιά του μαστιγώτρια, τη γδύνει, επαληθεύει το φύλο της με το ένα χέρι και με το άλλο χουφτώνει άπληστα τα δυο κωλομέρια. Για μια στιγμή μένει μετέωρος, μην ξέροντας σε ποιο βωμό να προσφέρει πρώτα τις θυσίες του, αλλά τελικά τον κερδίζει ο κώλος, όπου και κολλάει με πάθος το στόμα του. Ω, τι διαφορά λατρείας που χαρίζει η φύση σε κείνο που λένε πως την προσβάλλει! Δίκαιε Θεέ, αν η προσβολή ήταν αληθινή, πώς θα μπορούσε η προσφορά να γίνεται με τόσο πάθος; Ποτέ κώλος γυναίκας δεν έχει φιληθεί με τη λατρεία που φιλήθηκε εκείνος του αγοριού: τρεις με τέσσερις φορές η γλώσσα του καθάρματος εξαφανίστηκε ολόκληρη μέσα στην κωλοτρυπίδα του. Τελικά ξαναπήρε την προηγούμενη στάση του.
- Ω, αγαπημένο μου παιδί, φώναξε, συνέχισε τη δουλειά σου!
Ο νεαρός αρχίζει πάλι να τον μαστιγώνει, αλλά καθώς ο γέρος έχει καρδαμώσει από την καύλα, υπομένει το δεύτερο γύρο με περισσότερη αντοχή. Ο κώλος του πλημμυρίζει αίμα' η ψωλή του σηκώνεται απ' το ξύλο κι εκείνος σπεύδει να τη βάλει στo χέρι του λατρευτού αντικειμένου της έξαψής του. Ενώ ο τελευταίος αυτός του την παίζει, ο άλλος θέλει να του ανταποδώσει την ίδια υπηρεσία' ανασηκώνει πάλι τη φούστα
του, αλλά αυτή τη φορά πηγαίνει κατευθείαν στην ψωλή: την αγγίζει, την παίζει, την κουνάει πέρα δώθε κι αμέσως τη χώνει στo στόμα του. Ύστερα από τα προκαταρκτικά αυτά χάδια, ετοιμάζεται για έναν τρίτο κύκλο μαστιγώματoς. Η τελευταία αυτή σκηνή τον κάνει κυριολεκτικά έξαλλο: ρίχνει τον Άδωνή του στo κρεβάτι, ξαπλώνει πάνω του, σφίγγει ταυτόχρονα την ψωλή του με του νεαρού, κολλάει το στόμα του στα χε(λια του ωραίου αυτού αγοριού και, έχοντας καταφέρει να το καυλώσει με τα χάδια του, το κάνει να νιώσει τη θεία ηδονή την ίδια στιγμή που την γεύεται κι ο ίδιος: χύνουν και οι δυο ταυτόχρονα. Ο ακόλαστος φιλαράκος μας, ενθουσιασμένος απ' ό, τι έγινε, προσπάθησε να παραμερίσει τις επιφυλάξεις μου και μου ζήτησε να του υποσχεθώ ότι θα του προμήθευα συχνά την ίδια ηδονή, είτε με κείνο το νεαρό αγόρι είτε με άλλα. Έκανα μια απόπειρα να τον μεταστρέψω από τη διαστροφή του, βεβαιώνοντάς τον ότι διέθετα χαριτωμένα κορίτσια που θα τον μαστίγωναν με την ίδια επιτυχία, αλλά εκείνος μου είπε πως δεν ήθελε ούτε να τα δει στα μάτια του.

- Τον πιστεύω, είπε ο επίσκοπος. Όταν κανείς έχει πειστεί ότι του αρέσουν οι άντρες, δεν μπορεί ν' αλλάξει' η διαφορά ανάμεσα σ' ένα αγόρι και σ' ένα κορίτσι είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν θα 'χε νόημα ν' αποδείξουμε την κατωτερότητα του δεύτερου.
- Άρχοντά μου, είπε ο πρόεδρος, διατυπώνετε με δυο λόγια μια θέση που θ' απαιτούσε μια πραγματεία δύο ωρών.
- Και που θα κατέληγε πάντα στην επιβεβαίωση του δικού μου ισχυρισμού , απάντησε ο επίσκοπος, διότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ένα αγόρι αξίζει περισσότερο από ένα κορίτσι.

Marquis de Sade: Οι 120 μέρες των Σοδόμων (Εξάντας)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012

No 795


Στο μάθημα αισθημάτων του Γιάννη Ρίτσου
Στο διάλειμμα ενός μαθήματος Λατινικών, το 1962, στον Πειραιά, πρωτοδιάβασα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Το τετράδιο, που τα είχαν αντιγράψει, ήταν ανοιχτό και η ανάγνωσή τους με άλλαξε. Οι λέξεις του σχημάτιζαν εικόνες. Οι εικόνες στοιχεία της φύσεως. Κίνηση. Αναπνοές. Ιδρώτας. Πέρασαν χρόνια και τον συνάντησα στο σπίτι του στον Αγιο Νικόλαο, στην Αχαρνών. Δίπλα στον ομώνυμο ηλεκτρικό σταθμό. Περάσαμε στο σαλόνι. Η φωνή του θερμή. Μιλούσε σαν να συνέθετε μουσική. Τα χέρια του όπως σε έργο του Γκρέκο. Μου πρόσφερε καφέ και νερό. Γλυκό του κουταλιού. Τον έβλεπα να με φροντίζει σαν μπάτλερ. Με τρόμαξε. Με κινήσεις αυστηρές. Όλοι οι ρυθμοί εντός του. Εδώ κάθομαι το βράδυ. Είπε. Ακούω Μπαχ στο πικ-απ. Και γράφω. Μέχρι αργά. Είδα τη σκηνή. Νύχτα. Η κουρτίνα να γέρνει. Η υγρασία να ανεβαίνει. Θα μπορούσατε να είσαστε ο Τένεσι Ουίλιαμς, της Μεσογείου, μ' όσα έχετε γράψει, του είπα. Δεν απάντησε. Ήταν ο Ρίτσος του Κόσμου. Τον ξαναείδα άλλη μια φορά. Είχαμε πάει με τον Τσαρούχη. Του έδωσε έναν πρόλογο για τις Τρωάδες του Ευριπίδη, που ανέβαζε - για το βιβλίο που προήλθε από την μετάφραση του ζωγράφου. Εφαίνοντο πόσο φίλοι ήσαν και αγαπιόνταν με λόγια και σιωπές. Κάτι μεγαλειώδες.
Τελευταία φορά τον είδα να βγαίνει από τον ηλεκτρικό, στο Μοναστηράκι -από τους ελάχιστους διανοούμενους στην Ελλάδα που κινούνταν με δημόσια μέσα- και πήγαινε στη Μητρόπολη όπου γινότανε μια διάσημη κηδεία, το όνομα του νεκρού ήταν τυπωμένο στον Τύπο της ημέρας. Έκανε κρύο. Φορούσε γούνα. Αναψε τσιγάρο βγαίνοντας και προχώρησε. Ο Βισκόντι -είπα- από την Μονεμβάσια - η πατρίδα του Ρίτσου. Κάθε φορά που διαβάζω ποιήματά του -δεν τον ένοιαζε που ήταν πολυγραφότατος- ξαναμπαίνω στο μάθημα των αισθημάτων. Άρρωστα ή υγιή έρχονται και με απαλύνουν. Μια σάλπιγγα ακούγεται, ένα παιδί ψηλά κοιτά πάνω από την Πύλη των Λεόντων, στην είσοδο του Κάστρου της Μονεμβάσιας, το σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής. Πιο κάτω, ο τάφος του, μες στη νύχτα φέγγει. Έχει πανσέληνο απόψε. Ο Ξένος, από την ομώνυμη συλλογή του, με υποδέχεται - προηγήθηκε ο Ρίτσος και ακολούθησε ο Παζολίνι με το Θεώρημά του, έχουν το ίδιο θέμα. Κάποιο ραδιόφωνο παίζει. Ένα παράθυρο ανοίγει. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι εδώ. Πάντα μένει εδώ. Δεν έχει φύγει.

Γιώργος Χρονάς: Σάββατο (Οδός Πανός)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 20, 2012

No 794

Eddy Varekamp (Ολλανδία)

Αυτοί (οι φιλόσοφοι) ισχυρίζονται ότι ο έρωτας δεν έχει καμιά σχέση με ακολασίες και διαφωνούν σε αυτό το θέμα με τον Επίκουρο, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, δεν είχε και πολύ άδικο. Διότι τι εννοούν όταν λένε «έρωτας με αντικείμενο τη φιλία»; Πώς εξηγείται ότι κανείς δεν ερωτεύεται έναν άσχημο νεαρό ή έναν ωραίο γέρο; Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτή η συνήθεια προέρχεται από τα γυμνάσια των Ελλήνων, όπου οι έρωτες αυτού του είδους ήταν ελεύθεροι και αποδεκτοί. Οπότε έχει δίκιο ο Έννιος:

Η αισχρότητα αρχίζει, από τη γύμνια, όταν το σώμα σου εκθέτεις
γυμνό μπροστά στους συμπολίτες σου.

Ακόμη και αν τηρούν τους κανόνες της ευπρέπειας, πράγμα που δεν αποκλείεται, και πάλι δεν μπορούν να αποφύγουν την αγωνία και τη στενοχώρια, πόσω μάλλον όταν είναι υποχρεωμένοι να συγκρατούν και να περιορίζουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Αφήνω τον έρωτα των γυναικών, απέναντι στον οποίο η φύση έχει δείξει μεγαλύτερη ανοχή. Ποιος δεν καταλαβαίνει τι εννοούν οι ποιητές με τον μύθο της αρπαγής του Γανυμήδη; Ποιος έχει κάποια αμφιβολία ως προς το τι λέει και τι επιθυμεί ο Λάιος στον Ευριπίδη; Εξάλλου, τι φανερώνουν για τον ίδιο τους τον εαυτό άνθρωποι μορφωμένοι και σπουδαίοι ποιητές στους στίχους και τις ωδές τους; Ο Αλκαίος ήταν φημισμένος στην πατρίδα του για τη γενναιότητα του, και κοίτα τι γράφει για τον έρωτα των αγοριών! Περιττό να μιλήσω για τον Ανακρέοντα, ο οποίος έγραψε αποκλειστικά ερωτική ποίηση. Ο δε Ίβυκος από το Ρήγιο ήταν ο πιο φλογερός εραστής από όλους, σύμφωνα με όσα γράφει.
Αλλά οι έρωτες σε όλα αυτά τα παραδείγματα είναι ακόλαστοι. Άλλωστε εμείς οι φιλόσοφοι ήμαστε αυτοί που πήραμε την πρωτοβουλία (αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Πλάτωνα, τον οποίο δικαίως επιτιμά ο Δικαίαρχος) να δώσουμε τόση εξουσία στον έρωτα. Και πράγματι, οι Στωικοί ισχυρίζονται ότι ο σοφός μπορεί να ερωτευθεί. Ορίζουν μάλιστα τον έρωτα ως «προσπάθεια εδραίωσης μιας φιλίας, η οποία εμπνέεται από την ιδέα του κάλλους». Αν υπάρχει πουθενά στον κόσμο τέτοιος έρωτας -χωρίς στενοχώριες, χωρίς πόθο, χωρίς έγνοιες, χωρίς αναστεναγμούς-, τότε έχει καλώς! Διότι αυτός ο έρωτας δεν έχει το στοιχείο της άκρατης επιθυμίας. Εδώ όμως μιλάμε για την επιθυμία.
[...]
Να λοιπόν πώς πρέπει να θεραπεύεις ένα άτομο που βρίσκεται σε αυτή την ελεεινή κατάσταση: Πρέπει να του διευκρινίσεις τη φύση αυτού που επιθυμεί, να του δείξεις πόσο ασήμαντο, ευτελές και τετριμμένο είναι, πόσο εύκολα θα μπορούσε να το βρει κάπου αλλού ή με κάποιον άλλο τρόπο, ή και να το βγάλει τελείως από το μυαλό του. Επίσης, θα μπορούσες να στρέψεις τη σκέψη του σε άλλα ενδιαφέροντα, έγνοιες, φροντίδες ή καθήκοντα, ή ακόμη και να τον θεραπεύσεις με μια αλλαγή τόπου, όπως κάνουμε με τους αρρώστους που αργούν να αναρρώσουν. Κάποιοι λένε, επίσης, ότι η καινούργια αγάπη διώχνει την παλιά, όπως ένα καινούργιο καρφί μπαίνει στη θέση του παλιού. Το πιο σημαντικό όμως είναι να τον προειδοποιήσεις σε τι παραλογισμούς μπορεί να τον οδηγήσει ο έρωτας. Από όλα τα αισθήματα που ταράζουν την ψυχή, ο έρωτας είναι το πιο βίαιο∙ ακόμη και αν δεν θέλεις να καταδικάσεις τις ακρότητες του -τις ακόλαστες σχέσεις, τις αποπλανήσεις, τις μοιχείες, έως και τις αιμομιξίες, όλες πράξεις αισχρές και αξιοκατάκριτες-, ακόμη, λοιπόν, κι αν τα εξαιρέσεις αυτά, και πάλι, αυτός καθαυτόν ο έρωτας ως ψυχική διαταραχή είναι κάτι το φρικτό. Έστω ότι παραβλέπουμε τις εκδηλώσεις της μανίας του∙ πόσο άστατος είναι ακόμη κι όταν υποτίθεται ότι δεν υπερβαίνει το μέτρο!

Βρισιές και ζήλιες, τσακωμοί κι ανακωχές·
τη μία πόλεμος, την άλλη ειρήνη.
Θες με τη λογική να κάνεις βέβαιο το αβέβαιο;
Χαμένος κόπος· μην ψάχνεις να βρεις λογική στην τρέλα.

Ποιος δεν θα τρόμαζε από τη διαστροφή που κρύβουν όλα αυτά τα καπρίτσια και οι επιπολαιότητες; Τέλος, θα πρέπει να επαναλάβουμε αυτό που λέμε για όλες τις ψυχικές διαταραχές, ότι είναι θέμα αντίληψης, κρίσης και επιλογής. Αν ο έρωτας ήταν κάτι το φυσικό, τότε θα ήμαστε όλοι συνεχώς ερωτευμένοι, και μάλιστα με τον ίδιο άνθρωπο, ενώ αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι άλλος να μην μπορεί να ερωτευθεί επειδή ντρέπεται, άλλος επειδή σκέφτεται πολύ, κι άλλος επειδή νιώθει χορτασμένος.

Κικέρων: Για τον πόνο και τα πάθη (Ωκεανίδα)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2012

No 793



Και άλλα τοιαύτα κατάλληλα εις την περίστασιν και αστεία εκρυφομιλούσαν' φανερά όμως δεν ετόλμα κανείς να είπη τίποτε' διότι εφοβούντο τον Αλκιδάμαντα ως κακήν γλώσσαν και υλακτικώτερον όλων των σκύλων' διά τούτο θεωρείται και ο καλλίτερος των Κυνικών φιλοσόφων και τον τρέμουν όλοι. Ο Αρισταίνετος του είπεν ότι καλά έκαμε, και τον εκάλεσε να πάρη μίαν καθέκλαν και να καθήση πλησίον του Ιστιαίου και του Διονυσοδώρου. Αλλ' αυτός απήντησεν ότι είνε γυναικώδες και μαλθακόν να κάθεται κανείς εις καθέκλαν ή σκαμνί, «όπως σεις που είσθε σχεδόν ανάσκελα ξαπλωμένοι πάνω σ' αυτά τα μαλακά κρεββάτια και εις πορφύραν και τρώγετε' εγώ και όρθιος μπορώ να δειπνήσω και να περπατώ συγχρόνως' και αν κουρασθώ θα στρώσω χάμω τον μανδύαν μου και θα ξαπλωθώ, ακουμβώντας εις τον αγκώνα μου, όπως ζωγραφίζουν τον Ηρακλή». «Κάμε όπως σου είνε πλέον ευχάριστον» είπεν ο Αρισταίνετος. Από της στιγμής εκείνης ο Αλκιδάμας περιεφέρετο και εδείπνα, όπως οι Σκύθαι, μετατοπιζόμενος προς τα αφθονώτερα τρόφιμα και ακολουθών τους περιφέροντας τα φαγητά. Αλλά και ενώ έτρωγε δεν έπαυε να ομιλή περί αρετής και κακίας και να κατακρίνη τον χρυσόν και τον άργυρον. Και ηρώτα τον Αρτσταίνετον τι τα ήθελε τα τόσα πολύτιμα ποτήρια, ενώ τα χωματένια θα έκαναν την ίδια δουλειά. Αλλ' ο Αρισταίνετος διά να παύση την φλυαρίαν του ένευσεν εις ένα υπηρέτην να του γεμίση με άκρατον και του προσφέρη ένα μεγάλο ποτήρι' εφάνη δε προς στιγμήν ότι η ιδέα του ήτο καλή και ότι θα έφερεν αποτέλεσμα, αλλά δεν εφαντάζετο πόσων κακών θα εγίνετο αρχή το ποτήρι εκείνο. Όταν έλαβε το ποτήρι ο Αλκιδάμας εσιώπησεν επί πολύ' έπειτα επλάγιασε κατά γης και στηριζόμενος εις τον αγκώνα του έμεινεν εις την θέσιν εκείνην, ημίγυμνος και κρατών το ποτήρι όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Ηρακλήν φιλοξενούμενον υπό του Φόλου.
Τώρα δε το ποτήρι είχεν αρχίση να κυκλοφορή και μεταξύ των άλλων συμποτών και προπόσεις εγίνοντο, αι ομιλίαι εζωήρευσαν και φώτα έφεραν οι υπηρέται, διότι είχεν αρχίση να νυκτώνη. Εν τω μεταξύ εγώ παρετήρησα ότι ο νεαρός οινοχόος, ο οποίος εστέκετο πλησίον εις τον Κλεόδημον εχαμογέλα από καιρού εις καιρόν — (πρέπει, μου φαίνεται, να αναφέρω και τα μικρά επεισόδια του γεύματος και μάλιστα εκείνα τα οποία έχουν κάποιο αστείον ενδιαφέρον) — και επρόσεχα ν' ανακαλύψω την αιτίαν των μειδιαμάτων του.
Μετ' ολίγον επλησίασε διά να πάρη το ποτήρι του Κλεοδήμου, και ο Κλεόδημος του έσφιγξε το δάχτυλον και συγχρόνως με το ποτήρι τού έδωκε δυο δραχμάς, νομίζω. Το παιδί εμειδίασεν εκ νέου διά το σφίξιμον του δακτύλου, δεν αντελήφθη όμως, φαίνεται, και το νόμισμα και, επειδή δεν το εκράτησε, έπεσε και έκαμε θόρυβον, εκοκκίνησαν δε και οι δύο κατά τρόπον ο οποίος τους επρόδιδε. Οι πλησίον ευρισκόμενοι ηρώτησαν τίνος ήτο το νόμισμα' αλλά το μεν παιδί ηρνήθη ότι του έπεσε νόμισμα, ηρνήθη δε και ο Κλεόδημος, πλησίον του οποίου εκτύπησε. Το πράγμα δεν έκαμεν εντύπωσιν και επέρασεν απαρατήρητον και μόνον ο Αρισταίνετος, ως ενόησα, το παρετήρησε' διότι μετ' ολίγον μετετόπισε το παιδί, διατάξας αυτό κρυφίως να εξέλθη, αντ' αυτού δε διέταξε με νεύμα έναν οινοχόον εκ των ενηλίκων και δυνατών, ο οποίος εφαίνετο ως ημιονηγός ή ιπποκόμος, να υπηρετή τον Κλεόδημον. Το επεισόδιον ετελείωσε τοιουτοτρόπως' θα εγίνετο δε αίτιον μεγάλης καταισχύνης εις τον Κλεόδημον εάν εγίνετο γνωστόν μεταξύ όλων των συμποτών και δεν επρολάμβανεν ο Αρισταίνετος με πολλήν δεξιότητα να δώση τέλος εις την παρεκτροπήν.

Λουκιανού: Συμπόσιον ή Λαπίθαι
σε Λουκιανού: Άπαντα, τόμος vi (εκδ. Φέξη)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 11, 2012

No 792

Tom Jones

«Γαμώτο, πόσο έχυνες εκείνη την εποχή, πιστεύω πως δεν χύνεις πια έτσι, σήμερα».
Χαχάνισε, έκανε σαν νεαρός γερομαλάκας, σαν ξεμωραμένος μαλάκας. Είχε, όμως, αρκετή επίγνωση ώστε δεν σου άφηνε περιθώριο να τον κρίνεις. Λιγάκι ίσως. Φευγαλέα.
«Αυτό που ήταν χαρούμενο, δεν ήταν μόνο η μουσική, η house nation, η ντίσκο πρωτύτερα ή το γαμήσι. Ήταν η φιλία, η φιλοσοφία, τα ρούχα, τα τριχωτά σώματα, η τροφή, τα χρώματα. Γαμώτο, όλα ήταν χαρούμενα . και επιπλέον, το λέγαμε φανερά, αυτό ήταν πολιτική. Είχαμε παρατήσει τα κόμματα, τον Τρότσκι, τις συζητήσεις και τους “εργάτες”. Ήταν σέξι, το πιάνεις; Γαμούσαμε, κι αυτό ήταν πολιτική. Φιλούσες έναν άντρα, έκανες την Οκτωβριανή σου Επανάσταση. Ήταν προσωπικό, ιδιωτικό – καθώς ήμασταν πούστηδες, το ιδιωτικό γινόταν δημόσιο. Ακόμα, δεν ήταν ανάγκη να σκυλοβαριόμαστε κάνοντας διαδηλώσεις, να συζητάμε για στρατηγικές όπως στα συνδικάτα. Χωνόμασταν κάπου, αγαπιόμασταν, μάλιστα, ήταν πιο πολιτικό από μια συνέλευση. Φυσικά, αυτό θα κατέληγε σε οικονομικό φιλελευθερισμό, όλα ιδιωτικοποιήθηκαν, εξατομικεύτηκαν. Αλλά εκείνη την εποχή… Γαμώτο, ακούγομαι σαν παλαίμαχος».
Χαμογέλασε.

Tristan Garcia: Η καλύτερη πλευρά των ανθρώπων (Πόλις)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2012

No 791

Michael Dumas

«Τη μια στιγμή με χτυπούσε φωνάζοντας, ξέρεις, καθίκι, τέτοια πράγματα. Και την άλλη το ‘βαλε στα πόδια. Τον άκουσα να φεύγει, αλλά παραήμουν τρομαγμένος για να κοιτάξω. Έμεινα έτσι για πολλή ώρα. Έπειτα σηκώθηκα, και τότε ήταν που έπεσα πάνω σας».
«Δεν σου πήρε το πορτοφόλι, δεν σου ζήτησε χρήματα, τίποτα τέτοιο;»
Ο Φάρελ κούνησε το κεφάλι του, ανήμπορος να κοιτάξει τον Ρέζνικ για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα κάθε φορά, και στριφογύρισε νευρικά στην καρέκλα του.
Ο Ρέζνικ έγειρε ελαφρά προς το μέρος του, και ο Φάρελ τραβήχτηκε πίσω «Μήπως θέλεις ένα μαξιλάρι;» είπε ο Ρέζνικ. «Δείχνεις να κάθεσαι άβολα».
«Όχι, όχι, όχι, εντάξει είμαι. Πραγματικά, πρέπει να … η γυναίκα μου θα έχει ανησυχήσει, ξέρετε…» Τώρα καθόταν ο μισός μόνο στην καρέκλα, και το σημείο όπου βρισκόταν πριν ήταν λεκιασμένο με αίμα.
Χωρίς να τον αφήσει από τα μάτια του, ο Ρέζνικ έκανε νόημα στη Χάνα, που στεκόταν σο διάδρομο ανάμεσα στα δυο δωμάτια. «Κάλεσε ασθενοφόρο», της είπε. «Και μετά την αστυνομία. Πες τους να ειδοποιήσουν τον Γκράχαμ Μίλινγκτον, να του πουν να βρει τη Μόριν Μάντεν και να μου τηλεφωνήσουν εδώ. Πες τους ότι πρόκειται για επίθεση και πιθανό βιασμό».
Μέσα στη σιγή του σπιτιού, τα μάτια της Χάνας γούρλωσαν από το σοκ.

John Harvey: Εύκολη λεία (Πόλις)