Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2010

No 701

Γιάννης Τσαρούχης

Μα δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα. Τά’ μαθα απ’ τη μαμά. Μου τά’ πε με μια σκληρότητα που αν της έχω συγχωρήσει είναι μόνον επειδή ξέρω πόσο ακριβά το πλήρωσε στον αγαπημένο της το γιο. Ό,τι κοροϊδεύει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο, το λούζεται. «Πάψε να μας ζαλίζεις» μου λέει, «έτσι κι έτσι έχουν τα πράματα». Όλα τά’ χε βάλει ο νους μου εκτός απ' αυτό. Έκλαψα, χτυπήθηκα, μα ύστερ’ άρχισα να σκέφτομαι: κι αν είναι αλήθεια; Κι αποφάσισα να δω τον Αργύρη και να του μιλήσω. (Συνήθως συναντιόμασταν μπροστά στην Ακαδημία.) Αλλά όταν ήρθε εκείνη η στιγμή ήμουνα τόσο ταραγμένη, που ήταν αδύνατον να μιλήσω ήρεμα. Του είπα, χωρίς περιστροφές, ότι ο θείος Μαρκούσης είχε βάλει έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να τον παρακολουθήσει κι έμαθαν ότι είχε σχέσεις μ’ έναν…
Δεν τελείωσα τη φράση μου. Τον είδα να κοκκινίζει και κατάλαβα ότι ήξερε τι εννοούσα. Τον κοιτούσα άφωνη, παρακαλώντας από μέσα μου να μου πει πως είναι ψέματα. Ακόμα και σήμερα διερωτώμαι τι απ’ την κατηγορία ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ένας αθώος άντρας θα το ‘ριχνε στο σορολόπ ή θα θύμωνε και θά’ λεγε πως τον συκοφαντούσαν άδικα. Θα μού’ λεγε πως ήμουνα τρελή να τους πιστεύω, θα μ’ έπιανε και θα με φιλούσε. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μου κλείσει το στόμα. Μα ο Αργύρης κοκκίνισε, ύστερα χλώμιασε, με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια –ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω εκείνο το βλέμμα- έβαλε τα χέρια στις τσέπες, και σηκώθηκε κι έφυγε, χωρίς να πει λέξη. Κι έμεινα μόνη μου κάτω απ’ το άγαλμα του Πλάτωνος, άναυδη, παρακαλώντας ν’ ανοίξ’ η γη να με καταπιεί.

Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι (Ερμής)

Τετάρτη, Αυγούστου 04, 2010

No 700

Nebojsa Zdravkovic (Σερβία)

Στη βεράντα το καλοκαίρι

Είμ’ ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στα λαιμό
φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα
σβήσει, αισθάνομαι τα κόκκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες
επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μες στις
τούφες των μαλλιών του, στα δάχτυλά του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν
με τα δικά μου μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λά-
μπουν σαν φανοί αυτοκινήτων που 'ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα
να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι' οι διαφημίσεις του κορμιού να μην
υπάρχουν -cette rumeur-là vient de la ville- τίποτα παρ' αυτός κι' εγώ,
σε μια βεράντα το καλοκαίρι.

Κώστας Ταχτσής
από την ανθολογία Α. Φωστιέρης-Ν. Νιάρχος (επιμ.): Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση (Καστανιώτης)

Nebojsa Zdravkovic (Σερβία)

Στη Χαλκίδα, τα μεσάνυχτα, ανέβηκαν στο πλοίο κι άλλοι επιβάτες. Γέμισε το κατάστρωμα. Ο φίλος μου μού εξήγησε το φαινόμενο της παλίρροιας. Όταν χάθηκαν τα φώτα της Χαλκίδας στον ορίζοντα, μας έβαλαν να κοιμηθούμε μαζί σε μια κουβέρτα, στη μισή ξαπλώσαμε, με την άλλη μισή σκεπαστήκαμε, γιατί, παρόλο πού ήταν Αύγουστος κι η βραδιά γλυκιά, φυσούσε στο κατάστρωμα. Κολλήσαμε αναγκαστικά ο ένας πλάι στον άλλο. Αισθανόμουν την ανάσα του στο πρόσωπό μου, τη θέρμη του κορμιού του να ζεσταίνει το δικό μου πιο πολύ κι απ' την κουβέρτα. Αλλά αυτό, αντί να με αποκοιμίσει, μ' ερέθιζε και δεν έλεγε να με πάρει ο ύπνος. [...]
Ο φίλος μου είχε αποκοιμηθεί. Κοίταξα για λίγο τ' άστρα, που θαρρείς και κουνιούνταν αυτά, κι όχι το πλοίο, στον ουράνιο θόλο, ύστερα αλλαξα πλευρό καε με πήρε κι εμένα ο ύπνος. Εμείς κατεβήκαμε στο Βόλο, εκείνοι θα συνέχιζαν ως τη Θεσσαλονίκη κι από κει στη Χαλκιδική για να παραθερίσουν. Ο χωρισμός ήταν σπαρακτικός. Η κυρία απ' την Αίγυπτο χάρισε στη μάνα μου ένα βάζο με γλυκό από χουρμάδες. Εγώ κι ο φίλος μου ανταλλάξαμε διευθύνσεις, και μου υποσχέθηκε ότι, μόλις γύριζε στήν Αλεξάνδρεια, θα μου έστελνε μια καρτ-ποστάλ. Μου χάρισε και μια μικρή φωτογραφία του. Ήταν ντυμένος πρόσκοπος και την έχω ακόμα, καμιά φορά, όταν ψάχνω το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες, βγαίνει στην επιφάνεια, τον κοιτάζω, νοστιμούλης ήταν, εγώ όμως «τον θυμούμαι σαν πιο εμορφο...». Ήταν ο δεύτερος, άτυχος κι αυτός, έρωτάς μου. ...

Κώστας Ταχτσής: Το φοβερό βήμα (Εξάντας)