Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2008

No 543

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης
.
Ομοφυλόφιλος, -η,-ο 1. αυτός που έχει σεξουαλική προτίμηση προς άτομα του ιδίου φύλου 2. ομοφυλόφιλος (ο) / ομοφυλόφιλη (η) άνδρας / γυναίκα που συνάπτει ερωτικές σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου ΣΥΝ. (για άνδρα) κίναιδος (οικ) αδελφή, συκιά, (!) πούστης, (για γυναίκα) λεσβία ΑΝΤ ετεροφυλόφιλος ΣΧΟΛΙΟ λ. φύλο
[ΕΤΥΜ. < ομο- + φύλο + φίλος, αποδ. στην ελλην. ξεν. όρου, πβ. αγγλ. homosexual]
.
πούστης (ο) [πούστηδες] (!) 1. ο ομοφυλόφιλος 2. (υβριστ.) για ανέντιμο άνθρωπο 3. (ως έκφραση θαυμασμού): βρε τον -, πώς τα λέει! (τι ωραία που τα λέει) Επίσης πούστρα (η) – (υποκ) πουστάκος (ο) (μεγεθ) πουσταράς κ. πούσταρος (ο) κ. πουστάρα (η) πούστικ-ος,-η, -ια, -ο πούστικα επιρρ.
[ΕΤΥΜ.< τουρκ. pust]
.
κολομπαράς (ο) [κολομπαράδες] (αργκ.) 1. ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος ΣΥΝ. αρσενοκοίτης 2. παιδεραστής (αγοριών)
[ΕΤΥΜ. < τουρκ. kulambara, με παρετυμολογική επίδραση τής λ. κώλος]
.
γκέι (ο) (ακλ.) 1. ο ομοφυλόφιλος 2. (ως επιθ.) ομοφυλοφιλικός - κουλτούρα / μπαρ
[ΕΤΥΜ. < αγγλ. gay «εύθυμος, χαρούμενος» < αρχ. γαλλ. gai < αρχ. γερμ. gahi «αιφνίδιος, γρήγορος». Η σημ. «ομοφυλόφιλος» απαντά κυρ. μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο]
.
κίναιδος (ο) (αρχαιοπρ. –μειωτ.) άνδρας που συνουσιάζεται με ομόφυλό του, ο παθητικός ομοφυλόφιλος ΣΥΝ. (!) πούστης
[ΕΤΥΜ. αρχ. αβεβ. ετύμου. Σύμφωνα με αρχ. ετυμολογικό λεξικό «παρά το κινείσθαι την αιδώ ή παρά το κινείσθαι τα αιδοία» εκδοχή που θεωρεί τη λ. ως σύνθετη των λ. κινώ και αιδώς ή αιδοίον. Εντούτοις, σημαντικό πρόβλημα εξακολουθεί να συνιστά η ποσότητα του –ι- (κίναιδος-κινώ)]
.
αδελφή κ. αδερφή 7. (μειωτ. –συνηθ. ο τ. αδερφή) ο ομοφυλόφιλος, ο θηλυπρεπής άντρας – (υποκ) αδελφούλα (η), (μειωτ. – μεγεθ.) αδερφάρα (η)
.
συκιά 2. (!) ομοφυλόφιλος άνδρας με θηλυπρεπή συμπεριφορά
.
τοιούτος 2. (λαϊκ, - το αρσ. ως ουσ.) ο ομοφυλόφιλος, ο κίναιδος
.
λεσβία (η) [λεσβιών] η γυναίκα που έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις, που έλκεται σεξουαλικά από γυναίκες.
[ΕΤΥΜ. αρχ., Λέσβος, από όπου πιστευόταν πως προέρχεται η γυναικεία ομοφυλοφιλία, καθώς και άλλες σεξουαλικές αποκλίσεις]
.
τριβάς (η) {τριβάδ-ος, -α,/-ες, -ων} (λογ) η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία.
[ΕΤΥΜ. < μτγν. τριβάς, -αδος < αρχ. τρίβω]
.
Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
(Κέντρο Λεξικολογίας)
.
σημ.: Σύμβολο (!) μπροστά από λέξη χυδαία (ταμπού)

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

No 542

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Οι κίναιδοι έχουν την ιδιαίτερη γλώσσα τους, όπως ακριβώς οι μάγκες έχουν τα κουτσαβάκικα. Το ιδίωμα των κιναίδων ονομάζεται καλιαρντή, ή καλιάρντω, ή καλιαρντά, ή λουμπινίστικα, ή φραγκολουμπινίστικα, ή τζιναβωτά, η λατινικά, η βαθιά λατινικά, ή ετρούσκα, ή λιάρντω, ή ντούρα λιάρντω.
Η καλιαρντή, αν και είναι κάτι σαν τεχνητή γλώσσα, δεν εποιήθη σε μια στιγμή. Πρόκειται σχεδόν για μια διάλεκτο, που μετατρέπει την τάξη των κιναίδων σε ερμητική κάστα. Και πρόκειται για έναν απολύτως αμυντικό κλοιόν εκφράσεως’ με δικό του λεξιλόγιο, ιδιάζουσαν ορθοφωνία και ταχύτηταν ομιλίαν. Σήμερα η καλιαρντή δεν έχει μιαν ενιαίαν όψη, αλλά εμφανίζεται σαν ένα σύνολον σε δυο επίπεδα: την απλή καλιαρντή και την λιάρντω (ή ντούρα λιάρντα).
Η πρώτη ομιλείται, λίγο πολύ, απ’ όλους τους κίναιδους. Η δεύτερη είναι η οιονεί καθαρεύουσα και την χειρίζονται οι πολύ μπσαμένοι, οι ελάχιστη. Τούτο οφείλεται στην διαρκή υποχωρητική τάση των λέξεων της καλιαρντής σε νέες απόκρυφες μορφές εννοιών (…) η καλιαρντή είναι μια συνθηματική διάλεκτος, διεπομένη από τους ειδικούς κανόνες όλων των συνθηματικών διαλέκτων. Φυσικά, η καλιαρντή ακολουθεί την γραμματική και το συντακτικό της νεοελληνικής. Αυτό διόλου δεν εμποδίζει την καλιαρντή από το να είναι μια αδιακόπως έξυπνη και ιδιαίτερα πλαστική γλώσσα. Η καλιαρντή έχει ένα χαρακτηριστικό θέλγητρο’ είναι μια γλώσσα που σε κάνει να χαμογελάς άθελά σου. Κι αυτός είναι ο στόχος των κιναίδων: επιζητούν να αφοπλίσουν τον συνομιλητή, γυρίζοντας την κουβέντα στο ευτράπελο. (…) Η ανίχνευση της ετυμολογίας των λέξεων της καλιαρντής είναι εξαιρετικώς δύσκολη, και, κάποτε-κάποτε, αδύνατη. Η καλιαρντή ομιλείται τάχιστα – ουσιαστικώς αν δεν είσαι κίναιδος αδυνατείς να προφέρεις σωστά τις λέξεις της καλιαρντής, που, πάντα, συνοδεύονται από κατάλληλες εύγλωττες χειρονομίες και μορφασμούς και καμώματα και ακκισμούς και γυναικωτές στάσεις του κορμιού. Είναι τόσο δύσκολο να προφέρεις ορθά τα καλιαρντά, ώστε στο σύνηθες ερώτημα «μπενάβεις τα λιαρντά;» όσοι τα ομιλούν απαντούν με κομπασμό: «και τα τζινάβω και τα μπενάβω».

Ηλίας Πετρόπουλος: Καλιαρντά (Νεφέλη)

Τετάρτη, Αυγούστου 06, 2008

No 541

Image Hosted by ImageShack.usΑνδρέας Κάραγιαν (Κύπρος)
.
Έχει απασχολήσει κατά καιρούς πολλούς το θέμα της παράδοσης αλλά έχει αντιμετωπισθεί με τρόπο πολύ συμβατικό και, θα έλεγα, αρκετά μετριοπαθή, σχεδόν εθελοτυφλώντας απέναντι σε κάτι το οποίο δεν τολμούμε να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο – και δεν είναι το μόνο πράγμα που δεν το κοιτάζουμε κατά πρόσωπο, και καταλαβαίνεις τι συνέπειες έχει αυτό. Πρόκειται λοιπόν για έναν τρόπο σύμφωνα με τον οποίο η παράδοση εκλαμβάνεται ως κάτι που συνεχίζεται αυτονόητα και αυτόκλητα, χωρίς να γίνεται αντιληπτό κανένα πρόβλημα συνέχειας ή ανανέωσής της. Κι όμως η παράδοση δεν είναι κάτι το οποίο συντίθεται μόνον από τη συνέχεια’ η παράδοση έχει να κάνει και με την ρήξη. Η παράδοση δεν έχει μόνον στοιχεία οργανικής γραμμικής πορείας’ εμπεριέχει ως δημιουργικό παράγοντα την ασυνέχειά της, την διακοπή της, ακόμη και την αναίρεσή της. Δεν θέλουμε, διστάζουμε, δεν τολμούμε να αποδεχθούμε την παράδοση και ως κάτι το οποίο μπορεί όχι μόνον να σταματήσει, να παρουσιάσει εμπλοκή και να βυθιστεί στο αδιέξοδο και στο χάος, αλλά και να μην έχει καμία σχέση με τη προηγούμενη πορεία του.

Δημήτρης Δημητριάδης: Το πέρασμα στην άλλη όχθη (Άγρα)