Τετάρτη, Μαΐου 02, 2012

No 807


Καθώς έκανα όπισθεν για να πάρω την κατεύθυνση προς το διαμέρισμά μου από την απέναντι γωνία ξεπρόβαλε ένα άσπρο σπορ αυτοκίνητο. Οι δυνατοί προβολείς του έπεσαν κατευθείαν στο πρόσωπό μου και για δευτερόλεπτα σχεδόν με τύφλωσαν. Οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση τα αυτοκίνητά μας διασταυρώθηκαν. Έριξα μια καλή ματιά στα γρήγορα αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω πολλά πράγματα μέσα στο σκοτάδι. Το μόνο που κατάφερα να ξεχωρίσω ήταν ότι ο οδηγός φαινόταν νέος, μάλλον συμπαθητικός, ήταν ξανθωπός και φορούσε όπως κι εγώ γυαλιά.
«Χμμμ… ο τύπος μου. Εδώ είμαστε! Ίσως να μην είμαι τελικά και τόσο άτυχος απόψε!» σκέφτηκα κι έκοψα αμέσως ταχύτητα. Έστριψα στον πρώτο παράδρομο που συνάντησα δεξιά. Φρέναρα λίγο πιο κάτω και πάρκαρα προσεκτικά στην αριστερή πλευρά του δρόμου αφήνοντας τα φώτα και τη μηχανή του αυτοκινήτου αναμμένα. Σε λίγα δευτερόλεπτα οι δυνατοί προβολείς του άσπρου αυτοκινήτου φώτισαν το σκοτεινό σοκάκι. Ήρθε και σταμάτησε ακριβώς πίσω μου σβήνοντας τα φώτα και τη μηχανή του. Έκανα κι εγώ το ίδιο. Μείναμε κι οι δυο καρφωμένοι στις θέσεις μας για λίγο, κανείς δεν τολμούσε να κάνει την πρώτη κίνηση. Η αναμονή με σμπαράλιασε. Μεσολάβησαν ακόμη λίγα λεπτά διστακτικότητας, τα οποία μέσα στην αμηχανία της στιγμής μού φάνηκαν αιώνες. Τελικά, ο οδηγός του άσπρου αυτοκινήτου αποφάσισε να κάνει αυτός την πρώτη κίνηση. Πετάχτηκε απότομα έξω από το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε σα σκιά στο σκοτάδι με γοργά βήματα προς το μέρος μου. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και στογγυλοκάθησε με όλη του την άνεση δίπλα μου:
- Καλησπέρα ή μάλλον καλημέρα! Είπε ο άγνωστος κοιτάζοντας με χαμογελώντας. Είμαι ο Ρόρυ.
Γύρισα προς τη μεριά του συνοδηγού αριστερά μου και του έριξα μια καλή ματιά.. το φωτεινό κι ενθαρρυντικό του χαμόγελο με ηρέμησε στιγμιαία και με βοήθησε να ξεφορτωθώ την αμηχανία μου.
- -Χάρηκα πολύ… κι εμένα με λένε Δήμο… από το αρχαιοελληνικό όνομα Δημοσθένης… απάντησα αμήχανα και σε μια παιδαριώδη και καθόλου πρωτότυπη προσπάθεια να συνεχίσω την κουβέντα είπα: …έρχεσαι συχνά εδώ;…
Προτού προλάβω να’ αρθρώσω λέξη έσκυψε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα. Αιφνιδιάστηκα αλλά δεν αντιστάθηκα. Αντίθετα, ανταποκρίθηκα θερμά και χωρίς πολλά-πολλά παραδόθηκα γρήγορα και άνευ όρων στην αγκαλιά του. Εν ριπή οφθαλμού και με εκπληκτική ευελιξία κατορθώσαμε να ξεφορτωθούμε τα περισσότερα από τα ρούχα μας, παρά τη δυσκολία κινήσεων που επέβαλε ο περιορισμένος χώρος του αυτοκινήτου. Τα μισόγυμνα κορμιά μας μπλέχτηκαν ασφυκτικά πάνω στα δερμάτινα καθίσματα κι οι αναπνοές μας άρχισαν να επιταχύνονται ρυθμικά, ολοένα πιο έντονες και πιο ξέπνοες, κάνοντας τα τζάμια του αυτοκινήτου να θαμπώσουν γρήγορα.

Δημήτρης Πολίτης: Η κλεμμένη ζωή ενός εύθυμου ανθρώπου (Οσελότος)