Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2008

No 570

Image Hosted by ImageShack.usSaturnino Ramirez (Κολομβία)

Η Παμ και η Μπάρμπαρα ζούσαν κοντά στη Φρανκφούρτη. Η Μπάρμπαρα εργαζόταν σ’ ένα κομμωτήριο. Δεν είχα καταλάβει πού ακριβώς δούλευε η Παμ, αλλά ήταν κάτι που είχε να κάνει με οικονομικές υπηρεσίες, σε μεγάλο βαθμό μέσω ίντερνετ.
«Δε με θεωρώ λεσβία», είπε η Παμ. «Έχω δεσμό με τη Μπάρμπαρα, αυτό είναι όλο».
«Της είσαι πιστή;»
Κοκκίνησε λίγο. «Ναι …τώρα πια, ναι, είμαστε πιστές η μια στην άλλη. Εκτός κι αν πηγαίνουμε με κάποιον άντρα, πού και πού, αλλά αυτό είναι διαφορετικό, δεν έχει επιπτώσεις».

Μισέλ Ουελμπέκ: Λανθαρότε (Εστία)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2008

No 569

Image Hosted by ImageShack.usRoman Cieslewicz (Πολωνία)
.
Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα αρχίζουν να χορεύουν σλόου. Οι χορευτές, κουρασμένοι, εγκαταλείπουν την πίστα. Εκείνη τη στιγμή η Ανιές τη ρωτάει:
- Θέλεις να χορέψεις μαζί μου;
Η Μαρία την κοιτάζει απολιθωμένη. Η Ανιές καρφώνει επάνω της τα μεγάλα πράσινα μάτια της, που ο χαμηλός φωτισμός εντείνει τη βλοσυρή τους λάμψη. Ήρεμη, ακίνητη, με το χέρι στην πλάτη της καρέκλας της, περιμένει απάντηση. Είναι γλυκιά και επικίνδυνη. Έχει χαμόγελο λύκαινας.
Η Μαρία νιώθει ένα μικρό τρελό άλογο στο στήθος της να ορμάει δεξιά αριστερά, να σκοντάφτει και να αναπηδάει. Νιώθει το λαιμό της να ανάβει, τα μάγουλά της, το μέτωπο της να καίνε. Για μια στιγμή φοβάται πως δεν κατάλαβε καλά. Είναι ωστόσο ξεκάθαρο, όπως και το βλέμμα που την κοιτάζει. Κάτι τέτοιο δεν το περίμενε. Δεν της πέρασε καν από το μυαλό ότι η Ανιές… κι όμως, η Ανιές από την αρχή της βραδιάς δεν έκρυψε καθόλου την έλξη που αισθανόταν. Χωρίς να το ομολογήσει στον εαυτό της, η Μαρία το κατάλαβε μια χαρά. Στην πραγματικότητα ήταν το μόνο που προσδοκούσε από τη στιγμή που συνάντησε το βλέμμα της. Να τη σαγηνεύσει, να την αγγίξει. Δεν επέτρεψε στην επιθυμία της να εκφραστεί, επειδή βρισκόταν στο γάμο της αδερφής της, και απαγορεύεται να φαίνονται τέτοια πράγματα στις οικογενειακές γιορτές.
Είναι δύο το πρωί. Πολλοί έχουν κιόλας φύγει. Τα παιδιά πήγανε για ύπνο. Σκέφτέται ότι ίσως είναι η στιγμή να πάψει να κρύβεται. Είναι η κατάλληλη στιγμή να πει ναι, να δεχτεί να χορέψει με τη γυναίκα αυτή, που της αρέσει, όπως έχει κάνει πολλές άλλες φορές με γυναίκες στην Αυστραλία, στην Αμερική, στο Παρίσι …
.
Blandine Le Callet: Σκηνικό γάμου (Πόλις)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2008

No 568

Image Hosted by ImageShack.usMyles Antony (Ην. Βασίλειο)

Δυστυχία: (…)Στο σπίτι μου καταλάβανε πολύ νωρίς τις τάσεις μου και με αποκαλούσαν «πούστη». Συχνά με δέρνανε, ακόμα κι ο αδελφός μου και η αδελφή μου. Πολλές φορές με δένανε για ώρες, ακόμα και με αλυσίδες. Όταν μ’ άφηναν πια, εγώ ξεσπούσα. Έσπαγα πιατικά, κρύσταλλα από πόρτες κι ό,τι άλλο βρισκόταν μπροστά μου. Άλλες φορές έκλαιγα με τις ώρες και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί όλοι στο σπίτι ήταν εναντίον μου.
Στο σχολείο είχα περιπέτειες. Έμεινα τρεις φορές στην πρώτη δημοτικού κι άλλες δυό στη Δευτέρα. Έφτασα να τελειώσω μέχρι την Πέμπτη δημοτικού. Μάλιστα, το ενδεικτικό της πέμπτης δεν τό ‘χω πάρει, υπάρχει ακόμα στο σχολείο.
Μόλις ήρθαμε απ’ την Αίγυπτο εγκατασταθήκαμε στον Πειραιά κι εγώ άντεξα να μείνω με τους δικούς μου μέχρι τα δεκαοχτώ μου χρόνια. (…)
Στις αρχές της εφηβείας μου έφευγα απ’ τον Πειραιά και ανέβαινα συχνά στην Αθήνα. Σύχναζα στην Ομόνοια με τις ώρες. Ομόνοια, Σύνταγμα, Ζάππειο. Μερικές φορές με έπιανε το ρουνάδικο, με πηγαίνανε μέσα και οι ρούνες μού δίνανε πολύ ξύλο, κυρίως μπουνιές στο στομάχι, με βάζανε με το ζόρι να τους πω αν ήξερα διάφορες αδελφές και μου δείχνανε τις φωτογραφίες τους, ή μου λέγανε τα παρατσούκλιά τους. Τελικά, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω, με τραβολογούσανε σε διάφορα αστυνομικά τμήματα όπου με χτυπάγανε άσχημα. Με χτυπάγανε αλύπητα, χωρίς καν να υπολογίζουν ότι ήμουν άνθρωπος σαν τους άλλους.
Μόλις πρωτόπιασα δουλειά δούλεψα σε σιδεράδικο, ύστερα λαντζιέρης, σερβιτόρος, μικροπωλητής… και τόσες άλλες. Άλλαζα συνέχεια δουλειές γιατί στα αφεντικά μου άρεσα τόσο πολύ που όλο θέλανε «κάτι» από μένα. Το θεωρούσα απαράδεκτο, γιατί μπορεί να μην πήρα μόρφωση αλλά είχα κάποιες αρχές. Ήθελα να έχω μια σοβαρότητα στη δουλειά μου και να μη δίνω το δικαίωμα. Άλλωστε, τότε δεν έκανα τόσο πολύ έρωτα όπως κάνω σήμερα λόγω του επαγγέλματος πού ‘χω, πήγαινα πού και πού να βρω κανέναν για το κέφι μου, και μάλιστα στην αρχή κομπλάριζα αρκετά. Πολλές φορές όταν προσχωρούσα στο δρόμο, μερικοί με φωνάζανε «πούστη! Πουστάρα!!....» Αλλά εγώ δεν τόπαιρνα καθόλου επάνω μου και δεν τους έδινα σημασία. Όταν ήμουνα παιδί και έμπαινα στο λεωφορείο, θυμάμαι πως με χτυπάγανε τα τσόλια. Μερικές φορές με χτυπάγανε και μεγαλύτεροι από μένα, μέχρι κι ο γαμπρός μου μ’ έχει χτυπήσει.
Στα δεκαεφτά μου με πιάσανε πέντε έξι τύποι που ξεμπουκάρανε απόνα αυτοκίνητο κι ήθελαν σώνει και καλά να με γαμήσουνε όλοι μαζί. Με στρίμωξαν σε μια οικοδομή κι εγώ να τους παρακαλάω να μ’ αφήσουν τρέμοντας «σας παρακαλώ, αφήστε με, δεν θέλω βρε παιδιά». Κατόρθωσα να τους ξεφύγω κι αυτοί συνέχισαν να με κυνηγάνε. Έφτασα σε έξαλλη κατάσταση στο σπίτι μου κι όταν με είδαν οι δικοί μου σ’ εκείνο το κακό χάλι κι αφού άκουσαν αυτά που μου συνέβησαν είπαν «πάει το παιδί μας τρελάθηκε».
Και χωρίς να το πολυκαταλάβω με παίρνουν και με πάνε σ’ ένα ιδιωτικό φρενοκομείο, στα Βριλήσσια, όπου έμεινα ένα χρόνο.

Μπέττυ: …πόσο πάει; (Νεφέλη)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2008

No 567

Image Hosted by ImageShack.usMatthew Stradling (Ην. Βασίλειο)

Μου αρκούσε ν’ ανοίγω τις ντουλάπες και να ρουφάω τη μυρωδιά του ξύλου, να τραβάω τα συρτάρια και να νιώθω τα υφάσματα να γλιστρούν ανάμεσα στα χέρια μου, να μπαίνω στην γκαρνταρόμπα και να οσφραίνομαι τη μυρωδιά από το λίπος των παπουτσιών, που ήταν τοποθετημένα σε μια κατασκευή από υφασμάτινα ράφια που κρεμόταν στο πίσω μέρος της πόρτας. Έφτανε να κάνω κάτι απ’ όλα αυτά, ή συχνά να θυμηθώ και μόνο κάτι που είχε σχέση μ’ αυτά, για ν’ αναστατωθεί όλο μου το κορμί, από τις πατούσες, που γίνονταν καυτές σαν σίδερο σιδερώματος, μέχρι τις τρίχες της κεφαλής μου, που πετάγονταν όρθιες σαν τις τρίχες της οδοντόβουρτσας.
«Ήταν συναρπαστικό…»
Η Ντόρα με περιεργαζόταν με ενδιαφέρον. Συναρπαστικό; Ναι. Ίσως να μην υπήρχε καλύτερη λέξη. Ήταν «συναρπαστικό». Με το κεφάλι μισογυρισμένο, ώστε ν’ ακούσω αν κάποιος έμπαινε στο υπνοδωμάτιο, συνήθιζα να χαϊδεύω με τα χέρια μου τα υφάσματα, που δεν έμοιαζαν μ’ αυτά στα οποία ήμουν συνηθισμένος. Τα ρούχα της μητέρας ήταν τόσο μαλακά και γυαλιστερά, τόσο υπέροχα πολυτελή, που ήμουν πεπεισμένος ότι προέρχονταν από έναν καλύτερο και σαφώς διαφορετικό κόσμο. Όταν, για παράδειγμα, έβγαζα απ’ το συρτάρι ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες – ήταν τόσο ελαστικές που μπορούσες να τις τεντώσεις και μετά να τις αφήσεις, ώστε μ’ένα ελαφρύ τίναγμα να επανέλθουν, θυμίζοντας την κίνηση που κάνει το πτερύγιο του ψαριού στον αέρα – έβαζα μέσα τους το χέρι μου, τέντωνα τα δάχτυλα, μετά έκλεινα τη γροθιά μου και μετά τέντωνα και πάλι τα δάχτυλα. Μου φαινόταν ότι είχα αποκτήσει μια δεύτερη επιδερμίδα, θαυμαστή και ελαστική.

Άρης Φιορέτος: Η αλήθεια για τον Σάσα Κνις (Καστανιώτης)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2008

No 566

Image Hosted by ImageShack.usJohn Blaker (Ην. Βασίλειο)

ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ
.
Μέχρι πότε θα µπορώ να επιθυµώ πολλούς χωρίς να παραδίνοµαι σε κανένα;
Πόσες µέρες αυθόρµητης αοριστίας µού αποµένουν;
Με περιµένει εκείνος κι έχει τα χαρακτηριστικά µου.
Σαράντα χρονών, αδελφέ.
Τον προτιµώ απ’ όλους: ευγενικά πρόσωπα που αντικατόπτρισαν το ευµετάβολο δικό µου,
ψυχές παρόµοιες που συµπλήρωσαν την κατακερµατισµένη δική µου.
Μετά από τόση περιπλάνηση σε τόσα κορµιά, συναντώ το δικό µου.
Επιτέλους ένας ενδιαφέρων άνδρας. Αυτός είµαι.
Δεν ήµουν εγώ που κυβερνούσα ένα ατελές πλοίο σάρκας
τόσο ρωµαλέας και κατηγορηµατικής στην αχάριστη νεότητά της.
Λάβετε, φάγετε γιατί εγώ είµαι το σώµα µου.
Εγώ ήθελα να ήµουν εσείς, φίλοι της ψυχής,
και στον καθένα σας έµαθα να µε επιθυµώ.
Αλλά είµαι καλύτερα βολεµένος στον εαυτό µου
απ’ ό,τι στην ακόρεστη εξωτερική αναζήτηση της ευφυΐας και οµορφιάς.
Σαράντα, αδελφέ.
Ξέχνα τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, που πολλοί αµφισβητούν:
υπήρξαν τόσο όµορφες εκείνες οι εκκρεµείς ηµέρεςτων απέραντων οριζόντων,
όπως και οι τωρινές, οι άκεφες και χωρίς προοπτική.
Κι ούτε κουβέντα για τον έρωτα
γιατί όλα τα στοιχήµατα χάθηκαν στην ίδια πλάνη.
Αλλά επί τέλους µε έχω.
Δεν µε ψάχνω πια στον καθρέφτη. Είµαι αυτός που είµαι.
.
Leopoldo Alas / Ισπανία
Η έλξη των ομωνύμων. Ανθολογία ομο-ερωτικών ποιημάτων (Οδυσσέας)
Μετάφραση: Ρήγας Κούπα

Πέμπτη, Νοεμβρίου 13, 2008

No 565

Image Hosted by ImageShack.usRoberto González Fernández (Ισπανία)

Στο βάθος του ουρανού είχε αρχίσει αδιόρατα να χαράζει, αλλά το σκοτάδι γύρω τους παρέμενε πυκνό. Βημάτισαν αργά και στο βαθούλωμα μιας καμάρας ο Φίλιππος τον έσπρωξε ξαφνικά να ακουμπήσει στον τοίχο, τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Έκαναν έρωτα βιαστικά και με το φόβο μήπως περ΄σει κανείς. Ύστερα σήκωσαν τα παντελόνια τους και τακτοποίησαν τα πουλόβερ. Κρύες και παγωμένες ριπές ανέμου εισχώρησαν ανάμεσα τους και τους χώρισαν. Ο Φίλιππος καληνύχτισε χωρίς άλλες κουβέντες κι ανηφόρισε μπροστά στο δρομάκι. Ο Πλάτων έμεινε απολιθωμένος, να χαζεύει τη σκιά του εραστή του που απομακρυνόταν. Ένα ξεπέταγμα όπως και τ’ άλλα! Ώστε έτσι θα τραβούσε; Πού θα τον έβγαζε ο δρόμος; Πού είναι ο έρωτας που τόση ώρα έπαιζε με τα μάτια και την καρδιά του; Ποιος να του απαντήσει εκείνη την ώρα και τι να του έλεγε;

Χρήστος Ναούμ: Αχ, αυτές οι Βασίλισσες (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2008

No 564

Image Hosted by ImageShack.usFelix D'Eon (Μεξικό)

Ο άντρας τον ακολούθησε. Κάθισε δίπλα του πάνω στον πάγκο. Η ζέστη ήταν αφόρητη.
Ο άγνωστος του άγγιξε το δεξιό γόνατο. Ο στέλιος όμως δεν αντέδρασε. Στο τέλος, χωρίς να στρέψει το κεφάλι, του χαμογέλασε.
«Πάμε; Έχω ατομικό…»
«Και δεν πάμε;» συμφώνησε ο Αμαζόνιος ανασηκώνοντας τους ώμους.
Το δωματιάκι βρισκόταν λίγο πριν από τις τουαλέτες, όπου εκείνη τη στιγμή η κυρία Νίνα, η καθαρίστρια, σφουγγάριζε το ραγισμένο πλακόστρωτο. Με το που μπήκαν, ο άντρας έβγαλε αμέσως την πετσέτα. Ξάπλωσε ανάσκελα στο στενό κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια. Ο Αμαζόνιος έβγαλε το μαγιό του. Μόλις έπεσε επάνω του, ο άλλος τον αγκάλιασε σφιχτά ζητώντας απεγνωσμένα τα χείλη του. Το βλέμμα του παρακλητικό – αυτό ακριβώς σιχαινόταν ο Στέλιος, γι’ αυτό και δεν ανταποκρίθηκε. Ο άντρας σηκώθηκε επάνω.
.
Γεράσιμος Δενδρινός: Φραγή εισερχομένων κλήσεων (Μεταίχμιο)

Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2008

No 563

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

(…) Το τρίτο στεφάνι, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά, θεωρήθηκε σε γενικές γραμμές συνέχεια της ηθογραφίας και, ως εκ τούτου, υποτιμήθηκε ως λογοτενικό κείμενο, αν και ο ίδιος ο Ταχτσής αντέτεινε ότι το πεζογραφικό του έργο ερχόταν σε αντίθεση με την ηθογραφία ως τρόπο γραφής και την υπερέβαινε. Το τρίτο στεφάνι είναι παραπλανητικά ρεαλιστικό, αφού αξιοποιεί και ταυτόχρονα υπονομεύει τις συμβάσεις του ρεαλισμού, θολώνοντας την αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στην αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα. Πρόκειται, πράγματι, για ένα κείμενο-τραβεστί, το οποίο «σκηνοθετεί μια διαμάχη γύρω από τη λογοτεχνική αναπαράσταση των στερεοτύπων για τα δυο φύλα κάτω από το προσωπείο και το κοστούμι της ρεαλιστικής αντανάκλασης των στερεοτύπων αυτών». Η λογοτεχνική παρενδυσία (transvestism), η οποία, σύμφωνα με τον Cristopher Robinson, «αρνείται να αναγνωρίσει δυαδικές αντιθέσεις ανάμεσα στην αρσενική και τη θηλυκή ταυτότητα και ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία» αποτελεί, στην πραγματικότητα, υβριδοποίηση ρόλων, φύλων και ταυτοτήτων.

Δημήτρης Τζιόβας: Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία (Πόλις)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008

No 562

Image Hosted by ImageShack.usΑνώνυμος (Γαλλία)

Από τότε που ο Προυστ έριξε φως στα Σόδομα αισθανόμαστε σεβασμό προς ό,τι σχετικά μ’ αυτό το θέμα έχει γράψει. Δε θα τολμούσαμε πια μετά απ’ αυτό ν’ αγγίξουμε τούτα τα κυνηγημένα πλάσματα τα γεμάτα φροντίδα του να θολώσουν τα ίχνη τους και να διαχύσουν σε κάθε βήμα, το προσωπικό τους νέφος σα μελάνι σουπιάς.(…)
Σε μια περίοδο της νιότης μου, συναναστράφηκα για μεκρό διάστημα διάφορους ομοφυλόφιλους, χάρη σ’ έναν απ’ τους μαύρους γραμματείς του κυρίου Γουίλυ. (…)
Ξέρουν, μ’ ακρίβεια, τι αγαπούν και τι όχι. Γνωρίζουν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν, τα όρια της ανεκτικότητάς τους κι αν υποκύπτουν στη φρόνηση, τουλάχιστον συχνά την ξεχνούν.
Δέχονταν να τους συναντώ μέσα σ’ ανταύγειες, έντονες κι αποκαλυπτικές, μιας ακόλαστης χαράς, σε γυμνιστικά παιχνίδια. Εκτιμούσαν τη σιωπή μου, γιατί ήμουν πιστή στο ρόλο ενός ευχάριστου διακοσμητικού στοιχείου και τους άκουγα με το ύφος εμπείρου. Με συνήθισαν, χωρίς ποτέ να μου δείξουν αληθινή στοργή. Κανείς δε μ’ απέκλειε, - κανείς δε μ’ αγαπούσε. Οφείλω πολλά στην ψυχρή τους φιλία, στο άγριο κριτικό τους πνεύμα. Μου έμαθαν πως ο άντρας όχι μονάχα ικανοποιείται ερωτικά μ’ έναν άντρα, αλλά και πως ένα φύλο μπορεί να καταργήσει, ξεχνώντας το, το άλλο φύλο. Αυτό δεν κατόρθωσαν να μου το μάθουν οι κυρίες με τα σακάκια, που ασχολούνταν με τον άντρα, ευερέθιστες και κακολόγες… Οι παράξενοι φίλοι μου δεν μιλούσαν για τις γυναίκες παρά μόνο αφ’ υψηλού κι από μακριά: «Τι όμορφο που ήταν το κολιέ εκείνης της ηθοποιού στην Τρίτη πράξη!»’ «Α πα πα, αυτά τα τεράστια καπέλα της Λάντελμ!»
Παρούσα αλλ’ απομακρυσμένη, οξυδερκής μάρτυρας δοκίμαζα μια ανεξήγητη ηρεμία, που συνοδευόταν από κάποιο συναίσθημα συμμετοχής.
Απ’ το στόμα τους, άκουγα τη γλώσσα του πάθους, τη γλώσσα της προδοσίας και της ζήλειας, και συχνά τη γλώσσα της απελπισίας, όλες πολύ οικείες γλώσσες που κι άλλοτε άκουγα και που μ’ αυτές μιλούσα στον εαυτό μου.

Κολέτ: Ηθικό και ανήθικο (Αστέρι)