Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

No 395

Image Hosted by ImageShack.usPedro Centeno Vallenilla (Βενεζουέλα)
.
Αν ξεπεράσει, λοιπόν, κανείς την επιθετικότητα αυτή, κατά βάθος ο Ταχτσής είχε δίκιο. Αυτός έβλεπε το πράγμα βαθιά, με μια φιλοσοφία που απέρρεε από μια μακροπρόθεσμη και μάλλον πεσσιμιστική αντίληψη των πραγμάτων, σύμφωνη με την καταραμένη του φύση και τις ατομικιστικές του πεποιθήσεις, όπως γράφει κάπου αλλού: «Καμία στράτευση, κανένα κίνημα δεν μπορεί βασικά ν’ αλλάξει την ανθρώπινη φύση».Οι άλλοι, πάλι, ιδρύοντας ένα κίνημα, ήταν φυσικό να ψάχνουν για πιο βραχυπρόθεσμες πολιτικές πρακτικές και για πιο πιασάρικες, αν και εφήμερες, θεωρητικές λύσεις. Πού να καθήσουν τώρα, ή μάλλον, πού να κάθονταν τότε, να διανοηθούν εκείνο το θαυμάσιο που, απ’ την προσωπική αντίφαση του ίδιου του τρανσβεστισμού του, ο Ταχτσής είχε στο μυαλό του, και που, αργότερα, έξοχα διατύπωσε ως εξής: «Σαν υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήμουν υποχρεωμένος να διαχωρίσω τα πράματα ακόμα κι αν συνέβαινε να μην με συμφέρει προσωπικά. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω να ταυτιστεί με μια πουτάνα της Συγγρού ο σημερινός, ανιδιοτελής ομοφυλόφιλος έφηβος που ήμουν κι εγώ κάποτε…».Το κακό εκ μέρους του ΑΚΟΕ σκέφτομαι ότι ήταν όχι τόσο το να αποτανθούν στον Ταχτσή για βοήθεια, όσο το ότι, ψάχνοντας να επανδρώσουν το κίνημά τους με ονόματα, φτασμένους και επώνυμους, για την συνεπαγόμενη διαφήμιση και το κύρος του, να επιμένουν τόσο με τον Ταχτσή, αφού τον έβλεπαν να διαφωνεί ή διαφωνούσαν αυτοί μαζί του. Και το άλλο κακό, εκ μέρους του Ταχτσή, πάλι, ήταν το να επιμένει κι αυτός, τόσο εγωιστικά, και, αντί ν’ αποσυρθεί όταν έβλεπε ότι δεν τα ‘βρισκε μαζί τους, να επιτίθεται με γράμματα στον Τύπο, ζητώντας ως και την παρέμβαση της Αστυνομίας και του Υπουργείου, αυτός, ένας τόσο πονεμένος πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα άνθρωπος και καλλιτέχνης, με αποτέλεσμα να τα σκέφτεται όλα αυτά αργότερα, στις νηφάλιες στιγμές του, και να γράφει: « Εγώ τα ‘γραψα όλα αυτά; Τι μου ‘ρθε; Τους καημούς των τραβεστί τούς ήξερα καλύτερα απ’ τον Βελισσαρόπουλο κι όλους τους έμμεσους καλοθελητές που θα ‘τρεχαν στην εκδήλωση, γιατί να κάνω αυτήν την έμμεση επίθεση εναντίον τους;»
.
Τάκης Σπετσίωτης: Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι. Λογοτεχνικό χρονικό (Πολύχρωμος Πλανήτης)

2 σχόλια:

artois είπε...

«Παρακολούθησα ως φεμινίστρια τα ίδια γεγονότα, ωστόσο μόνο μέσα από το βιβλίο του Τάκη Σπετσιώτη κατάλαβα τι κατά βάθος σήμαινε η σύγκρουση του Ταχτσή με το νεότευκτο τότε Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλης Επιθυμίας (ΑΚΟΕ), καθώς και η αντιπαράθεσή του με τις τραβεστί που αναζητούσαν μια πολιτική λύση να τις προστατέψει από τους διωγμούς. Ο άνθρωπος που έβγαινε στο μπαλκόνι για να χτενίσει την περούκα του και περηφανευόταν για το «σπίτι» που διατηρούσε στου Ψυρή - «σπίτι κανονικό με κόκκινο φωτάκι απ’ όλα» (σ. 130) - δεν διστάζει να χαρακτηρίσει σαν «συγκέντρωση Ναζήδων» (σ. 77) τις συνάξεις των ομοφυλοφίλων οι οποίοι προσπαθούσαν να αποκτήσουν πολιτική έκφραση. Γιατί;»

Είναι ένα απόσπασμα από την κριτική της Ρούλας Γεωργακοπούλου, που συμμετείχε και στην επιτροπή αξιολόγησης του πρώτου διαγωνισμού “Ομοφυλόφιλου Διηγήματος” [“ομοφυλοφιλικού” όπως είναι η σωστή ελληνική λέξη] που οργάνωσε ο Πολύχρωμος Πλανήτης το 2005. H κριτική της δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ της 3ης Ιουνίου ε.ε. και στις 13 Ιουνίου ο Σωτήρης Παστάκας την συμπεριέλαβε στην παρουσίαση που έκανε στο βιβλίο του Τάκη Σπετσιώτη, μέσα από το προσωπικό του site.
(http://www.poiein.gr/index.php?p=256%20-%2028k%20-).

Aξίζει να σημειώσω την σημαντική προσφορά του Σωτήρη Παστάκα ο οποίος δεν περιορίζεται αυτάρεσκα στην δική του ποίηση και την προβολή της, αλλά προβάλλει περισσότερο, και με αξιοσημείωτο σεβασμό, άλλους δημιουργούς.


Αντιγράφω όλη την σχετική καταχώρησή του

Μια μέρα θα με πουν φακίρη
μεσ' απ' το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια
μεσ' απ' τα μάτια μου καπνό
πέρασα ξίφη στα όνειρά μου
διέπραξα κλοπές δι' υποβολής
από αγάπη σας ορκίζομαι, από τύψεις ίσως
μια μέρα θα με πουν ομοφυλόφιλο
εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο
εμένα πονηρό απλώς
θα με πουν οχιά: έναν κοινό προδότη!
Εμπρηστή!
οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα 'ρθουν και θα κοπρίσουνε τον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους α, οι έφηβοι!
Αυτοί θα μ' αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή

ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ
(Κώστας Ταχτής - Καφενείο το «Βυζάντιο» κι άλλα ποιήματα)

Το βιβλίο δεν είναι μια τυπική βιογραφία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή αλλά μάλλον το πορτραίτο μιας ξεχωριστής προσωπικότητας και παράλληλα μια «ιδιόρρυθμη» διατριβή πάνω σε γενικότερα καλλιτεχνικά ή κοινωνικού ενδιαφέροντος θέματα της Αθηναϊκής ζωής των τελευταίων τριάντα χρόνων. Γραμμένο πριν από δέκα χρόνια το «Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι» και αναθεωρημένο από τον συγγραφέα, εκδίδεται από τον «Πολύχρωμο Πλανήτη» ως ένα κείμενο που συνεισφέρει σε μια πολυφωνική κριτική των ιδεών.

——————————————————————————–
Τι έγραψε ο Τύπος για το “Ταχτσής - Δεν Ντρέπομαι”
——————————————————————————–

ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΙΟΥΝΤΑΙ
Ο Τάκης Σπετσιώτης δεν έχει ανάγκη από κάποια ιδιαίτερη συνηγορία για το ότι ξέρει γράμματα και γράφει καλά. Ο σκηνοθέτης της αισθαντικής και πολυβραβευμένης ταινίας «Μετέωρο και Σκιά», ο εραστής του Λαπαθιώτη και του Ροΐδη, που πριν από τρία χρόνια έβγαλε το πρώτο του μυθιστόρημα στην «Αγρα» («Δελτίον ταυτότητος - Γενικός αριθμός Θ.307136»), επέστρεψε στα βιβλιοπωλεία με ένα βιβλίο για την τρίτη μεγάλη λογοτεχνική του αγάπη. Το «Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι» (εκδόσεις «Πολύχρωμος Πλανήτης»), τολμηρό, ελεύθερο, μεταξύ δοκιμίου και μαρτυρίας, μας ξαναθύμισε τον συγγραφέα του «Τρίτου στεφανιού» τόσο έντονα που ανασύραμε από τα πίσω ράφια όλα του τα έργα. Πέραν του ότι διαβάζεται μονορούφι, ακόμα και στα σημεία με την ωραιότατη καθαρεύουσα.
Β.ΓΕΩΡΓ. Ελευθεροτυπία 27/05/06
——————————————————————————–

(ΝΙΚΟΣ ΝΤΟΚΑΣ και ο ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ)

Σκηνοθέτης πληθώρας ταινιών και παραστάσεων και μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο συγγραφέας επανεκδίδει (σε νέα, αναθεωρημένη μορφή) το βιβλίο που έγραψε πριν από δέκα χρόνια, επικεντρωμένο στον θυελλώδη Κώστα Ταχτσή (1927-1988). Σκιαγραφεί το πορτρέτο του ιδιαίτερου ανθρώπου και ξεχωριστού συγγραφέα, τον οποίο πρωτογνώρισε το καλοκαίρι του ‘74. Παραθέτει αποσπάσματα ποιημάτων του, εξιστορεί την εκδοτική περιπέτεια του αριστουργηματικού μυθιστορήματός του «Το τρίτο στεφάνι» και διηγείται περιστατικά από τη ζωή του, φωτίζοντας παράλληλα καλλιτεχνικά ή κοινωνικά θέματα της αθηναϊκής ζωής των τελευταίων τριάντα χρόνων. Το βιβλίο αποπνέει ειλικρίνεια και θαυμασμό για τον Ταχτσή.
50 Ελευθεροτυπία 02/06/06

——————————————————————————–

Tο ολόγραμμα του Kώστα Tαχτσή από τον Tάκη Σπετσιώτη
«Eίχα πάντα ατίθασα μαλλιά»

**Δεκαοκτώ χρόνια μετά την ανεξιχνίαστη δολοφονία του, ένας άνθρωπος που τον γνώρισε από την καλή και την ανάποδη, μας παραδίδει, στην ολότητά τους, το σώμα και το πνεύμα του Kώστα Tαχτσή
(ΡΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΝΕΑ 03/06/06)

H θερμοκρασία του κειμένου είναι ίση με ενός υγιούς οργανισμού. Τριάντα έξι κι έξι. Χωρίς δοκιμιακή υποθερμία και χωρίς τη φούντωση της posthume βιογραφίας, οι 216 σελίδες συν τα σχόλια, τη βιβλιογραφία και τις παραπομπές, διαβάζονται απνευστί αφήνοντας στον αναγνώστη μια πνευματική και σωματική, θα έλεγα, ευεξία. Έτσι ακριβώς όπως παρέστη στην εν Αθήναις ζωή ο Κώστας Ταχτσής. Ολόσωμος, οξύνους και καθ’ έξιν συγκρουσιακός κατά τη μεταπολίτευση. Σε μια εποχή δηλαδή όπου όλοι μας ψάχναμε με χαρά να κουκουλωθούμε τον όμοιό μας. «Λάθος», είπε δυσοίωνα ο Ταχτσής και…ευτυχώς κανείς δεν κατάλαβε τότε τι ακριβώς διέβλεπε.

Συγκρούσεις

Ο Τάκης Σπετσιώτης έχει σκηνοθετήσει τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες και δύο θεατρικές παραστάσεις. Είναι συγγραφέας ενός μυθιστορήματος και ενός δοκιμίου για τον Λαπαθιώτη, ενώ αναμένεται και μια συλλογή κειμένων του από την Άγρα. Στο «Δεν ντρέπομαι» παρουσιάζει τον άγνωστο Κώστα Ταχτσή

Παρακολούθησα ως φεμινίστρια τα ίδια γεγονότα, ωστόσο μόνο μέσα από το βιβλίο του Τάκη Σπετσιώτη κατάλαβα τι κατά βάθος σήμαινε η σύγκρουση του Ταχτσή με το νεότευκτο τότε Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλης Επιθυμίας (ΑΚΟΕ), καθώς και η αντιπαράθεσή του με τις τραβεστί που αναζητούσαν μια πολιτική λύση να τις προστατέψει από τους διωγμούς. Ο άνθρωπος που έβγαινε στο μπαλκόνι για να χτενίσει την περούκα του και περηφανευόταν για το «σπίτι» που διατηρούσε στου Ψυρή - «σπίτι κανονικό με κόκκινο φωτάκι απ’ όλα» (σ. 130) - δεν διστάζει να χαρακτηρίσει σαν «συγκέντρωση Ναζήδων» (σ. 77) τις συνάξεις των ομοφυλοφίλων οι οποίοι προσπαθούσαν να αποκτήσουν πολιτική έκφραση. Γιατί;

Ο Ταχτσής δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να γίνει επεξηγηματικός και να διαλύσει τις παρεξηγήσεις που τον συνόδευαν. Ίσα ίσα τις περιέφερε περήφανα από την οδό Αθηνάς ίσαμε τις τιμητικές υπέρ του έργου του εκδηλώσεις στο Κέντρο Πομπιντού. Έχοντας συνείδηση ότι πορεύεται αταίριαστος και με μια υπαρξιακή αγωνία που έμοιαζε τόσο πολύ με αλαζονεία, ήταν μοιραίο να αφήσει συντρίμμια και ματαιώσεις στο διάβα του.

Ο Τάκης Σπετσιώτης, νεαρός κινηματογραφιστής τότε, γνώρισε τον συγγραφέα το καλοκαίρι του 1974 και επιχείρησε να συνεργαστεί μαζί του για μια τηλεταινία με θέμα ένα διήγημα από τη συλλογή «H γιαγιά μου η Αθήνα». H σοβαρότητα της πρότασης σε συνδυασμό με την καλλιέργεια και την καλλιτεχνική επάρκεια του νεαρού Σπετσιώτη, ο οποίος είχε ήδη στο ενεργητικό του μια αξεπέραστη μέχρι σήμερα δουλειά για τον Λαπαθιώτη, συγκίνησαν προς στιγμήν τον Ταχτσή, γρήγορα όμως το πράγμα σκάλωσε στη γνωστή αδυναμία του συγγραφέα να συνεργαστεί. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης γνωριμίας τους ο Σπετσιώτης επανήλθε με προτάσεις και όρεξη για δουλειά, πλην όμως ο Ταχτσής είχε πλέον για τα καλά μπει στη λεωφόρο της ντελιριακής αυτοκαταστροφής. Σαν πρίγκιπας που ήταν, αρνήθηκε να γίνει παρατρεχάμενος της Μελίνας, κλώτσησε την καρδάρα με το γάλα, δηλαδή το ενδεχόμενο να κάνει ο Αγγελόπουλος ταινία το «Τρίτο στεφάνι» και βάδιζε ολοταχώς προς την έσχατη κατοικία του στον Κολωνό. Εκεί όπου το 1988 θα τον έβρισκαν οι φίλοι του δολοφονημένο να φοράει ακόμη το κοστούμι του ρόλου του.

Το σπίτι πουλήθηκε, η επιτύμβια ζωγραφιά του Φασιανού στην πρόσοψη σοβατίστηκε και το «Τρίτο στεφάνι» έγινε τηλεοπτικό σίριαλ από τον Γιάννη Δαλιανίδη. Το λογοτεχνικό χρονικό «Κώστας Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι» έρχεται πάνω στην ώρα που η μαγεμένη από τον Ταχτσή γενιά του 1970 κοιτάζει μελαγχολικά τα πεπραγμένα της. Πολιτική, τέχνη, αυτοδιάθεση και ασύστολη επιθυμία για ζωή. Το βιβλίο συνοψίζει τον πλούτο του ανακαλώντας το μισοχαμόγελο του Ροΐδη και τη γοητευτική φθορά του Λαπαθιώτη. Έτσι όπως θα έκανε ο Ταχτσής, και κάτι παραπάνω.

Μέχρι τα μη περαιτέρω

«H ευδιαθεσία μου αυτή θα σκανδαλίσει τους διαβάτες» έγραφε ο Κώστας Ταχτσής

H πρώτη γραφή δημοσιεύτηκε το 1996 από την Οδό Πανός και η σημερινή είναι αναθεωρημένη από τον συγγραφέα της. Από όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί, αυτό εδώ νομίζω ότι θεραπεύει αποτελεσματικότερα την απουσία του Κώστα Ταχτσή από τη σύγχρονη ζωή και τη λογοτεχνία. Ο τίτλος «Δεν ντρέπομαι» εκτός από δυνατός, θρασύς και γενναίος, προεξοφλεί το ήθος του συγγραφέα. Ο Τάκης Σπετσιώτης στηρίζεται στον έλεγχο του υλικού του και στην ανεκτίμητη εμπειρία που του έχει δώσει η δουλειά του στο ντοκιμαντέρ και προχωράει στα μη περαιτέρω, χωρίς να υπολογίζει τίποτε παρά μόνον το εσωτερικό του «μέτρο». Αυτό προφανώς τον φρέναρε και, για τον φόβο των σχολαστικών και των αρχειοφυλάκων, δεν θέτει υποψηφιότητα για λογοτέχνης. Διαφωνώ. Σε μια εποχή που η μυθοπλασία έχει παραχωρήσει τη θέση της στο κολάζ και η γλώσσα έχει αδειάσει από φιλοδοξίες και διακυβεύματα, ο Τάκης Σπετσιώτης προτείνει μια high risk μεταλογοτεχνία, θρασεία μαζί και σεβαστική. Καλώς να έλθει.

artois είπε...

[Αν ξεπεράσει, λοιπόν, κανείς την επιθετικότητα αυτή...]

Aπό το αφιέρωμα του ΔΙΑΒΑΖΩ στον Κώστα Ταχτσή:

Ο Ταχτσής ήταν ο πρωταγωνιστής τnς στάσnς n τέχνη- για χάρn του καλλιτέχνn'. Ήταν διεκδικητικός και επιθετικός, χωρίς ενδοιασμούς και ταυτόχρονα μαινόμενος χωρίς σκοπό. Μέσα στο πνεύμα του εύκολου λαϊκισμού που κυριαρχούσε μετά το 1974 και ιδιαίτερα μετά το 1981, ήταν το απαραίτητο και αναγκαίο πρόσωπο για να διατυπώσει το νέο τύπο ανθρώπου που γεννιόταν μέσα από τn δικτατορία' τον αριβίστα, τον ιδεοθήρα, τον καταναλωτή. Ήταν το πρόσωπο που μπορούσε να παίξει σε πολλά ταμπλό, γιατί ήταν αδίστακτος, γραφικός και ταυτόχρονα ικανοποιούσε τnv ευθιξία τnς ιθύνουσας τάξης, με την οποία συναγελαζόταν, να δnλώνει απελευθερωμένn περί τα ερωτικά. Είχε τέλος μια μοναδική και αξιοθαύμαστn ικανότnτα: να κονιορτοποιεί και να εξαπλουστεύει προβλήματα που είχαν ταλανίσει γενιές ανθρώπων, όπως επίσης και μερικά από τα μεγαλύτερα πνεύματα των αιώνων.

Αυτή n ικανότπτά του συνδυαζόταν με μια ευχέρεια στην πνευματώδn έκφρασn και μια άνεση στnv έκδοσn ετυμnγοριών που μερικές από αυτές θα πρέπει, ομολογουμένως, να μείνουν κλασικές στα νέα ελλnνικά. Αναμφίβολα ήταν εύστροφος, αλλά δε φαίνεται να τον απασχολούσαν σοβαρά αυτά που έλεγε ή τον ρωτούσαν. Οι δnμοσιογράφοι και τα περιοδικά που τόσο πολλαπλασιάστnκαν μετά το 1974 χρειάζονταν εικόνες και φωνές' βρήκαν λοιπόν στον Ταχτσή αυτό που οι Γάλλοι προσφυέστατα αποκαλούν haute vulgarization' έναν υψηλού επιπέδου εκχυδαϊσμό των μεγάλων ζnτnμάτων, πράγμα που σήμαινε κοφτές και κομψές φράσεις, που μπορούσαν να απομνnμονευτούν και να γίνουν συνθήματα, σε μια εποχή άλλωστε μεγαλωμένn από σλόγκαν κάθε είδους.

Η λειτουργία του Ταχτσή ως δnμόσιου προσώπου υπήρξε αναμφίβολα καταλυτική για να καταστούν ορισμένα ζητήματα περί τα ερωτικά προφανή και ορατά μέσα σε μια κοινωνία που απέφευγε πάντα την κυριολεξία. Αυτό δε σήμαινε βεβαίως τη λύση των εκκρεμοτήτων του παρελθόντος.

Λόγω της προσωπικότητάς του ο Ταχτσής είχε την τάση να κλασματοποιεί το πρόβλημα, να το προσωποποιεί, να το περιστρέφει γύρω από τον ίδιο, παραμερίζοντας και αγνοώντας τελείως τις προεκτάσεις που είχε μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και κάτω από μια ειδική συγκυρία. Αυτό εξηγεί και τη μανία του να τα βάζει με τους πάντες, χωρίς να τους αναγνωρίζει κανένα ελαφρυντικό.

Για παράδειγμα, να κατηγορεί τον Λουκά Θεοδωρακόπουλο, χωρίς να βλέπει την ηρωική αυταπάρνηση και τη διανοπτική εμβέλεια του ανθρώπου' να μυκτηρίζει τον Γιάννn Τσαρούχη, ένα στοχαστή πολιτισμού με διαχρονική σοφία' να απορρίπτει τον Καζαντζάκη επειδή απλώς ήταν καλύτερος συγγραφέας και διαβαζόταν περισσότερο. Ο κατάλογος θα μπορούσε να μεγαλώσει, ιδιαίτερα αν μιλήσoυμε για τα καλλιτεχνικά. Η τάση αυτή υποδεικνύει την τρομακτική ψυχολογική του ανάγκη να παραδίδεται αμαχητί στη γοητεία των γεγονότων, χωρίς να διαισθάνεται τα συμβολικά πεδία μέσα από τα οποία βιώνουμε και μιλάμε για τις εμπειρίες μας.

Η βεβαιότητά του ότι «είμαι αυτό που είμαι» δίνει την ψευδαίσθηση ενός συμπαγούς, ολοκληρωμένου εαυτού που βλέπει, κρίνει και αποφθέγγεται μέσα από ένα χώρο σταθερών και εδραίων απόψεων. Όμως οι αντιφάσεις είναι τόσο πολλές, ιδιαίτερα αν κάποιος κοιτάξει τις συνεντεύξεις του -πολλές από αυτές μέσα σε διάστημα λίγων μηνών-, ώστε θα πρέπει να υποθέσουμε ένα είδος στιγμιαίας συνείδησης χωρίς μνήμη για να κατανοήσουμε αυτό που θέλει να υποδείξει με τις εν πολλοίς επιπόλαιες θέσεις του. Ο Ταχτσής εκφράζει πέρα από κάθε άλλο νεοέλληνα συγγραφέα την πολιτισμικά διαμορφωμένη στάση ζωής τού να μη νοιάζεσαι για τις συνέπειες των λόγων και των έργων σου, τη στάση τού να ζεις σε μια αυτάρεσκη ικανοποίηση γι' αυτό που είσαι και σε μια αδιάφορη αυτάρκεια απέναντι στους άλλους.

Bρασίδας Καραλής