Warwick Beecham (Αυστραλία)
«Εδώ έξω αφήνουμε τα ρούχα μας» είπε ο Αριστέας και άρχισε να ξεντύνεται. Δεν έμενε παρά να κάνω και εγώ το ίδιο. Η κατάσταση μου θύμιζε τα μπάνια του στρατού, μόνο που εδώ ήταν ο χώρος μισοσκότεινος και δεν υπήρχε άλλος κανείς.
Δίπλα μας υπήρχε ένα άνοιγμα και, αφού κατεβήκαμε μερικά πέτρινα σκαλοπάτια, βρεθήκαμε στη στέρνα μέσα. Γύρω από το στρογγυλό άνοιγμα έδενε η πέτρα με τη χαμηλή οροφή. Παντού νερό, ζεστό νερό που έβγαζε ατμούς και περιόριζε την ορατότητα.
Αναρωτήθηκα αν ήταν βαθιά, αλλά είδα τον Αριστέα να στέκεται ακριβώς στο κέντρο και μόλις να προεξέχει το κεφάλι του. Στήριξα τα χέρια μου στο πεζούλι και έβαλα τα πόδια μέσα. Το νερό έκαιγε, ήταν πολύ ζεστό. Μπήκα ακόμη πιο μέσα, μέχρι που βούλιαξα ολόκληρος. Το σώμα μου μούδιασε και ένιωσα παντού μια γλυκιά παραλυσία. Η αναπνοή μου πήρε έναν αργό ρυθμό.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Κρυμμένοι άνθρωποι (Πατάκης)
«Εδώ έξω αφήνουμε τα ρούχα μας» είπε ο Αριστέας και άρχισε να ξεντύνεται. Δεν έμενε παρά να κάνω και εγώ το ίδιο. Η κατάσταση μου θύμιζε τα μπάνια του στρατού, μόνο που εδώ ήταν ο χώρος μισοσκότεινος και δεν υπήρχε άλλος κανείς.
Δίπλα μας υπήρχε ένα άνοιγμα και, αφού κατεβήκαμε μερικά πέτρινα σκαλοπάτια, βρεθήκαμε στη στέρνα μέσα. Γύρω από το στρογγυλό άνοιγμα έδενε η πέτρα με τη χαμηλή οροφή. Παντού νερό, ζεστό νερό που έβγαζε ατμούς και περιόριζε την ορατότητα.
Αναρωτήθηκα αν ήταν βαθιά, αλλά είδα τον Αριστέα να στέκεται ακριβώς στο κέντρο και μόλις να προεξέχει το κεφάλι του. Στήριξα τα χέρια μου στο πεζούλι και έβαλα τα πόδια μέσα. Το νερό έκαιγε, ήταν πολύ ζεστό. Μπήκα ακόμη πιο μέσα, μέχρι που βούλιαξα ολόκληρος. Το σώμα μου μούδιασε και ένιωσα παντού μια γλυκιά παραλυσία. Η αναπνοή μου πήρε έναν αργό ρυθμό.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Κρυμμένοι άνθρωποι (Πατάκης)
2 σχόλια:
Aπό το site της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών (συνεργάτης της οποίας είναι και ο Θ.Γρηγοριάδης):
Μέρτυρα: Ένα απόμακρο χωριό στα βόρεια σύνορα της χώρας, μια κοινωνία ανθρώπων με διαφορετική ζωή και ιδεολογία. Ένας νέος δάσκαλος προσπαθεί να. ανακαλύψει τα μυστικά τους μέσα σε μια απόκρυφη ατμόσφαιρα. Αρχετυπικά σύμβολα, τελετές ένταξης, παράξενες γιορτές και ξεχασμένα έθιμα. Όμως την ένταξη και την αποδοχή θα διαδεχθούν η τιμωρία και η εξόντωση.
«Οι Κρυμμένοι άνθρωποι», το πρώτο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, κυκλοφόρησε το 1990. Είναι μια πικρή αλληγορία πάνω στη διαφορετικότητα ανθρώπων και τόπων. Μυθιστόρημα με συγκινητικές στιγμές και εσωτερική δύναμη που σήμερα διαβάζοντάς το, στις αληθινές του διαστάσεις, αποδεικνύεται μοναδικά προφητικό και επίκαιρο.
Μικρή Περίληψη
Ένας νεαρός δάσκαλος διορίζεται με ειδική τοποθέτηση σε απόμακρο σχολείο ενός χωριού στα βόρεια σύνορα της χώρας. Τον έχουν ενημερώσει ότι η αποστολή του δεν θα είναι καθόλου εύκολη αφού κανένας δάσκαλος δεν στέριωσε ποτέ εκεί.
Πράγματι οι πρώτες μέρες του δάσκαλου δεν θα είναι καθόλου εύκολες. Σιωπή, μυστικότητα χαρακτηρίζουν τις κινήσεις και τη ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού. Άρνηση να μάθουν από τον επίσημα διορισμένο δάσκαλο. Σιγά-σιγά ο δάσκαλος –και μέσα από τις ομολογίες ορισμένων κατοίκων-θα αντιληφθεί ότι οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν σε μια διαφορετική ράτσα που δεν θέλησε ποτέ να ενσωματωθεί στο κράτος και προσπάθησαν να διατηρήσουν τα έθιμα και τις παραδόσεις τους αναλλοίωτα.
Η ζωή τους, όπως θα αποκαλύπτεται σταδιακά, είναι ένα κράμα παγανισμού, μυστικισμού και μεταφυσικών αντιλήψεων. Κανείς ξένος, όμως, δεν μπορεί όμως να εισχωρήσει στα απώτερα μυστικά τους εκτός αν υποστεί όλη τη δοκιμασία της ένταξης και απάρνησης του παλιού του εαυτού.
Aπό το "Ποιος είναι" της εφημεριίδας ΤΑ ΝΕΑ, 26/07/1997:
Θόδωρος Γρηγοριάδης
Η γονιμοποίηση
[...]
«Πάρε τη γίδα και πήγαινέ την στου Αποστόλη», μου είχε πει ένα καλοκαίρι, στα τέλη του '60 η μάνα μου. Ήταν μια σημαντική στιγμή για μένα. Παλιότερα την πήγαινε η ίδια. Ήταν η περίοδος που «σέρνει» το ζώο και ο τράγος βρώμαγε από τις ορμές του, σκορπίζοντας τη μυρωδιά στα πέρατα της γειτονιάς.
Πηγαίνοντας να λύσω την κατσίκα, άκουσα τη μάνα μου να λέει στην Αθηνούλα, μια διπλανή μας: «να μαθαίνει».
Έσερνα την κατσίκα στο κατηφορικό καλντερίμι όπως έσερναν τους αγίους στα βασανιστήρια. Έτσι πίστευα εγώ, γιατί η αίγα μάλλον άλλες ορέξεις έκρυβε.
Αισθανόμουν υπερήφανος για τα πρωτόγνωρα καθήκοντά μου. Υποψιαζόμουν τι θα επακολουθούσε, αφού περίπου γνώριζα τι διαδραματιζόταν στον μπαχτσέ του μπαρμπα-Στράτου. Ούτε ήταν και τα πρώτα ζώα που θα έβλεπα να «καβαλικεύονται», όμως μέχρι τότε δεν είχα δείξει ενδιαφέρον για τέτοιες καταστάσεις.
Ο μπαρμπα-Στράτος με καλημέρισε και με έστειλε κατευθείαν στον Αποστόλη. Ο κύκλωπας γιος του, χαμογελώντας, μου είπε να τον ακολουθήσω πίσω στον μπαχτσέ. Η κατσίκα είχε αρχίσει να ζωηρεύει, η τραγίσια μυρωδιά, που την ξετρέλαινε, τρυπούσε και τα δικά μου ρουθούνια. Αφού διασχίσαμε ένα μονοπάτι γεμάτο σβουνιές και λάσπες, φτάσαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού, στον μπαχτσέ. Τριγύρω κοτρόνες, στη γη βαθιά χωμένες. Στη μια γωνιά ένα μαντρί, φτιαγμένο από λιθάρια, σανίδες και καλάμια. Μια λαμαρίνα για οροφή. Εδώ μέσα φύλαγαν τις τροφές, εδώ ησύχαζε το μικρό κοπάδι τη νύχτα.
Ο τράγος, στην άπλα του μπαχτσέ, τριγύρναγε σαν ταύρος μπροστά σε κόκκινο πανί. Θηρίο ανήμερο. Τα στριφτά του κέρατα ορθώνονταν απειλητικά. Ο Αποστόλης με πρόσταξε να αφήσω ελεύθερο το «θηλυκό» έτσι το αποκάλεσε και ύστερα με κάλεσε κοντά του, στο σκεπαστό. Εκεί, από το φαρδύ άνοιγμα της ξύλινης πόρτας, βλέπαμε τα χοροπηδητά του ζευγαριού.
«Θα περιμένουμε να την πηδήξει τρεις φορές», μου είπε όλο σοβαρότητα. «Μην πάνε τσάμπα τα λεφτά σας. Να 'τος, βλέπε, καλή αρχή κάνει».
Κοίταζα προσεχτικά. Αυτός μου εξηγούσε. Για τη μυρωδιά του τράγου που αρχίζει από τον Ιούνιο, για το πόσες φορές μπορεί να πηδήξει τη μέρα, για το σουβλερό εργαλείο του αρσενικού ζώου, και το υγρό, εκείνο το παράξενο υγρό, που θα αφήσει μέσα στην κατσίκα προκειμένου να την γκαστρώσει. Για τις φωνές του θηλυκού όταν έρχεται η ώρα της. Τόσες λεπτομέρειες... Και, ακόμη χειρότερα, ο Αποστόλης γύρισε και μου είπε: «Έτσι γεννηθήκαμε κι εμείς. Τα ίδια έκαναν οι πατεράδες στις μάνες μας».
Μέσα σε δέκα λεπτά, το φανταστικό σκηνικό με πελαργούς που κατεβάζουν παιδάκια σε πλεχτά πανέρια, ανατράπηκε. Τόσο ξαφνικά. Ώστε έτσι γίνεται;
«Και το φχαριστιούνται από πάνω. Μουσκεύει ο τόπος», είπε ο Αποστόλης ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του. Και ανέλαβε με γρήγορες κινήσεις να μου δείξει το υγρό των ανθρώπων.
«Κολλάει στα χέρια», είπε ένα λεπτό αργότερα και σκουπίστηκε στα ξεραμένα χόρτα.
[…]
«Θυμάσαι που πνίγηκε η κατσίκα;», ρώτησα τη μάνα μου που τηγάνιζε πιπεριές και κολοκυθάκια.
«Την άφησες να πνιγεί, θέλεις να πεις. Πού το θυμήθηκες;»
«Λέω να γράψω ένα διήγημα για την κατσίκα μας».
Γυρίζει και με κοιτάζει απορημένη.
«Δε λες να παντρευτείς καλύτερα... Σαραντάρεψες».
...
Καθηγητής αγγλικών σε Λύκειο της Νέας Σμύρνης, πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα σε ηλικία 34 χρόνων με το μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι» («Νέα Σύνορα»). Ακολούθησαν η συλλογή διηγημάτων «Ο αρχαίος φαλλός» («Νέα Σύνορα») και τα μυθιστορήματα «Ο ναύτης» («Κέδρος») και το 1996, ο «Χορευτής στον ελαιώνα» («Κέδρος») με ήρωες δύο χορευτές που ξεκινούν για μια «αρπαχτή» στην ελληνική επαρχία και συναντούν εκεί τη μοίρα τους. Γεννημένος στο Παλαιοχώρι Καβάλας το 1956, σπούδασε αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και στο Λονδίνο και έχει γράψει σενάρια για την ΕΤ1 βασισμένα σε βιβλία.
~~~~~~~~~~~~
Άλλα βιβλία του Θόδωρου Γρηγοριάδη:
Τα νερά της χερσονήσου, Το παρτάλι, Έξω απ’ το σώμα, Αλούζα: χίλιοι και ένας εραστές.
Παλαιότερες καταχωρήσεις για βιβλία του Θ.Γρηγοριάδη:
Ο ναύτης: No.19
Tο Παρτάλι: No 220
Δημοσίευση σχολίου