ΡΟΥΛΑ: …Όταν οι δικοί μου, φεύγαν και πήγαιναν διακοπές τα καλοκαίρια… εγώ, έμενα πίσω στο σπίτι για να μελετώ, επειδή έκανα φροντιστήριο για να δώσω εξετάσεις εισαγωγικές. Τα απογεύματα δεν ξέρω τι στο διάολο μ’ έπιανε, αλλά φορούσα τα φουστάνια τςη μαμάς, τις κάλτσες, τα κραγιόν, τα εσώρουχα και την ξανθιά της την περούκα κι έβγαινα στην βεράντα κι έπινα καφέ!
ΓΩΓΩ: …Πες μωρή Ρούλα πού έβαζες τα πόδια σου μωρή, αυτό με τρελαίνει, πες το το κακόχρονο να ‘χεις!
ΡΟΥΛΑ: …Τα πόδια τα ‘βαζα με χάρη πάνω στα κάγκελα για να φαίνονται όλα από κάτω. Απέναντί μας καθότανε ένας παιδαράς μέχρι εκεί πάνω μπασκετμπολίστας το επάγγελμα που μόλις μ’ έβλεπε να πίνω καφέ, τα ‘βγαζε όλα και γύριζε γύρω-γύρω σαν λύκος και παφ-πουφ άναβε το ‘ να τσιγάρο πάνω στο άλλο και ντουμάνιαζε το δωμάτιο κι ύστερα έπεφτε και στο κρεβάτι κι άνοιγε τις ποδάρες του μ’ ένα πράγμα σηκωμένο να… ως εκεί πάνω καλέ… (…) Κάποτε από τα πολλά δεν βάσταξα και του ‘κανα νόημα να ‘ρθει πάνω. Τι ήταν αυτό καλέ κορίτσια; Τι παράδεισος καλέ, τι μέθεξη; Τι έκσταση και τι μαγεία; Τρεις μέρες μείναμε κλεισμένοι μες στο σπίτι κι αν δεν είχαμε αδειάσει το ψυγείο άλλες τόσες θα μέναμε καλέ…Εγώ σε δέκα μέρες είχα πυρώσει, κεραμίδι είχα γίνει, έκαιγα… Τίποτα δεν με κρατούσε πια, όποιον έβλεπα ήθελα να τον παίρνω… Τέτοια λύσσα μ’ είχε πιάσει… Μια φορά θυμάμαι είχα πέντε μέρες να κοιμηθώ απ’ αγκαλιά σ’ αγκαλιά είχα εξαϋλωθεί καλέ, είχα μεθύσει… χα….χα …χα … Πριν επιστρέψουνε οι δικοί μου από τας διακοπάς τα μάζεψα κι έγινα καπνός. Τον χειμώνα γνώρισα τον Βαγγέλη ένα παιδί ατσίδα που μ’ έμαθε πως καλό και το «κοκό» αλλά όσο περνάει η μπογιά μου… δεν βλάφτει και το «τερπνόν μετά του ωφελίμου» το παραδάκι δηλαδή… και με πήρε ο μάγκας και με πήγε στην Σιγκαπούρη κι εγχειρίστηκα. Τρια χρόνια κάναμε μαζί μέχρι να βγάλω το χρέος… ύστερα ψυχραθήκαμε κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του… Ε, αυτά… στην πρώτη μου ζήση με λέγανε Λευτέρη κι ήθελα να γίνω φυσικός… Άχαχαχαχαχ… αχαχαχαχ γι’ αυτό και με φωνάζουνε Ρούλα η Μελετηρή!!
Γιώργος Μανιώτης: Ο λάκκος της αμαρτίας (Κέδρος)
ΓΩΓΩ: …Πες μωρή Ρούλα πού έβαζες τα πόδια σου μωρή, αυτό με τρελαίνει, πες το το κακόχρονο να ‘χεις!
ΡΟΥΛΑ: …Τα πόδια τα ‘βαζα με χάρη πάνω στα κάγκελα για να φαίνονται όλα από κάτω. Απέναντί μας καθότανε ένας παιδαράς μέχρι εκεί πάνω μπασκετμπολίστας το επάγγελμα που μόλις μ’ έβλεπε να πίνω καφέ, τα ‘βγαζε όλα και γύριζε γύρω-γύρω σαν λύκος και παφ-πουφ άναβε το ‘ να τσιγάρο πάνω στο άλλο και ντουμάνιαζε το δωμάτιο κι ύστερα έπεφτε και στο κρεβάτι κι άνοιγε τις ποδάρες του μ’ ένα πράγμα σηκωμένο να… ως εκεί πάνω καλέ… (…) Κάποτε από τα πολλά δεν βάσταξα και του ‘κανα νόημα να ‘ρθει πάνω. Τι ήταν αυτό καλέ κορίτσια; Τι παράδεισος καλέ, τι μέθεξη; Τι έκσταση και τι μαγεία; Τρεις μέρες μείναμε κλεισμένοι μες στο σπίτι κι αν δεν είχαμε αδειάσει το ψυγείο άλλες τόσες θα μέναμε καλέ…Εγώ σε δέκα μέρες είχα πυρώσει, κεραμίδι είχα γίνει, έκαιγα… Τίποτα δεν με κρατούσε πια, όποιον έβλεπα ήθελα να τον παίρνω… Τέτοια λύσσα μ’ είχε πιάσει… Μια φορά θυμάμαι είχα πέντε μέρες να κοιμηθώ απ’ αγκαλιά σ’ αγκαλιά είχα εξαϋλωθεί καλέ, είχα μεθύσει… χα….χα …χα … Πριν επιστρέψουνε οι δικοί μου από τας διακοπάς τα μάζεψα κι έγινα καπνός. Τον χειμώνα γνώρισα τον Βαγγέλη ένα παιδί ατσίδα που μ’ έμαθε πως καλό και το «κοκό» αλλά όσο περνάει η μπογιά μου… δεν βλάφτει και το «τερπνόν μετά του ωφελίμου» το παραδάκι δηλαδή… και με πήρε ο μάγκας και με πήγε στην Σιγκαπούρη κι εγχειρίστηκα. Τρια χρόνια κάναμε μαζί μέχρι να βγάλω το χρέος… ύστερα ψυχραθήκαμε κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του… Ε, αυτά… στην πρώτη μου ζήση με λέγανε Λευτέρη κι ήθελα να γίνω φυσικός… Άχαχαχαχαχ… αχαχαχαχ γι’ αυτό και με φωνάζουνε Ρούλα η Μελετηρή!!
Γιώργος Μανιώτης: Ο λάκκος της αμαρτίας (Κέδρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου