Το ότι ένα βιβλίο μπορεί να γίνει αιτία μιας απ’ τις πιο άγριες και μυστηριώδεις δολοφονίες ενός συγγραφέα στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδος, μπορεί ν’ ακούγεται κάπως ως προϊόν πλοκής ενός ευφάνταστου αστυνομικού μυθιστορήματος. Ωστόσο, κάποιοι άνθρωποι είναι απόλυτα πεπεισμένοι πως πρόκειται για γεγονός αναμφισβήτητο. Η αλήθεια είναι –ισχυρίζονται- ότι ο Ταχτσής, μέσα απ’ το τελευταίο βιβλίο που έγραφε, έκανε ή επρόκειτο να κάνει σοβαρότατες καταγγελίες και/ή αποκαλύψεις για γνωστούς και επώνυμους της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίαςτους οποίους και θα «έκαιγε». Κι επειδή διακυβευόταν το κύρος και η υπόληψη κάποιων «ειδώλων» του ελληνικού κατεστημένου, απόλυτα φυσικό ήταν να θέλουν αυτοί πρώτοι να τον εξοντώσουν βιολογικά, πριν τους καταστρέψει εκείνος με τη δημοσίευση του επίσημου βιβλίου του (…)
Όπως υποστηρίζει κατηγορηματικά η αδελφή του Ταχτσή Ελπίδα, φοβόταν όντως για τη ζωή του, λόγω των αποκαλύψεων που (θα) έκανε στο βιβλίο που έγραφε, και προσθέτει ότι κρατούσε ημερολόγιο, στο οποίο έδινε οδηγίες στον εαυτό του να προσέχει κι επεξηγεί:
«Για τους ανθρώπους του στενού κύκλου του αδελφού μου, δηλαδή εμάς και τους φίλους του, είναι ξεκάθαρο ότι δολοφονήθηκε για το βιβλίο που έγραφε. Στο ημερολόγιο που κράταγε τον τελευταίο καιρό, αναφέρει: “δεν πρέπει να λέω σε κανέναν τι γράφω!” Οι σελίδες που βρήκαμε σκόρπιες από τα γραφτά του, δεν συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο έργο. Λείπουν πολλά κομμάτια.» (…)
Η σημαντικότερη όμως μαρτυρία είναι αυτή της φίλης του συγγραφέα, Νένης Σταμάτη. Ιδού τι ακριβώς ισχυρίζεται:
«(…) Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι, αυτά τα κεφάλαι που είχε γράψει, δεν τα είδα εγώ μέσα στο βιβλίο που κυκλοφόρησε. Δεν μίλαγε με ονόματα μέσα στο βιβλίο που έγραφε, ααλλά σκιαγραφούσε ανθρώπους, τους φωτογράφιζε. Απ’ αυτή την άποψη το βιβλίο ήταν και πιο δελεαστικό. Ήταν πολύ έντεχνα γραμμένο – λέξη-λέξη το ‘γραφε και το παίδευε…»
Γιάννης Βασιλακάκος: Κώστας Ταχτσής. Η αθέατη πλευρά της σελήνης (Ηλέκτρα)
Όπως υποστηρίζει κατηγορηματικά η αδελφή του Ταχτσή Ελπίδα, φοβόταν όντως για τη ζωή του, λόγω των αποκαλύψεων που (θα) έκανε στο βιβλίο που έγραφε, και προσθέτει ότι κρατούσε ημερολόγιο, στο οποίο έδινε οδηγίες στον εαυτό του να προσέχει κι επεξηγεί:
«Για τους ανθρώπους του στενού κύκλου του αδελφού μου, δηλαδή εμάς και τους φίλους του, είναι ξεκάθαρο ότι δολοφονήθηκε για το βιβλίο που έγραφε. Στο ημερολόγιο που κράταγε τον τελευταίο καιρό, αναφέρει: “δεν πρέπει να λέω σε κανέναν τι γράφω!” Οι σελίδες που βρήκαμε σκόρπιες από τα γραφτά του, δεν συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο έργο. Λείπουν πολλά κομμάτια.» (…)
Η σημαντικότερη όμως μαρτυρία είναι αυτή της φίλης του συγγραφέα, Νένης Σταμάτη. Ιδού τι ακριβώς ισχυρίζεται:
«(…) Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι, αυτά τα κεφάλαι που είχε γράψει, δεν τα είδα εγώ μέσα στο βιβλίο που κυκλοφόρησε. Δεν μίλαγε με ονόματα μέσα στο βιβλίο που έγραφε, ααλλά σκιαγραφούσε ανθρώπους, τους φωτογράφιζε. Απ’ αυτή την άποψη το βιβλίο ήταν και πιο δελεαστικό. Ήταν πολύ έντεχνα γραμμένο – λέξη-λέξη το ‘γραφε και το παίδευε…»
Γιάννης Βασιλακάκος: Κώστας Ταχτσής. Η αθέατη πλευρά της σελήνης (Ηλέκτρα)
7 σχόλια:
Ας μην με είχες πετάξει…
Της Σταυρούλας Παπασπύρου (Ελευθεροτυπία 7 - 14/09/2008)
«Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν' αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο της κατεστημένης διανόησης. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ώς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας "θρύλος", κι ώς ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της "καλής" κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων»...
Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Γιάννης Βασιλακάκος, ολοκληρώνοντας την έρευνά του γύρω από την προσωπικότητα του Κώστα Ταχτσή, που με τον τίτλο «Η αθέατη πλευρά της σελήνης» αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες βδομάδες από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα».
Τα χρόνια της Αυστραλίας
Εγκατεστημένος από νήπιο στην Αυστραλία όπου ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα ως νεοελληνιστής, ο 57χρονος φιλόλογος πρωτογνώρισε τον Ταχτσή ως συγγραφέα, φοιτητής, στα μέσα της δεκαετίας του '70, μελετώντας το «Τρίτο στεφάνι».
Ενα μυθιστόρημα που και οι καθηγητές και ο φοιτητόκοσμος εκεί συζητούσαν μ' ενθουσιασμό, λογαριάζοντας, μάλιστα, τον Ταχτσή ως «δικό» τους άνθρωπο, μια και το είχε γράψει την περίοδο που ζούσε στα μέρη τους ξενιτεμένος.
Με μια διδακτορική διατριβή για τον Καχτίτση στο ενεργητικό του, ο Βασιλακάκος φλέρταρε για χρόνια με την ιδέα να γράψει ένα βιβλίο για τον Ταχτσή, αλλά την έρευνά του την ξεκίνησε τελικά πριν από μια πενταετία. Χάρη στον ποιητή Γιάννη Κοντό, ήρθε σ' επαφή με την αδελφή του συγγραφέα Ελπίδα Αρτέμη και την ανιψιά του Ελλη, οι οποίες του παρείχαν «ανεπιφύλακτα» πρόσβαση στο αρχείο και στα κατάλοιπά του.
Μέσω των τελευταίων προσέγγισε στη συνέχεια ανθρώπους-κλειδιά όπως τις έμπιστες φίλες του Ταχτσή, Ιώ Μαρμαρινού, Πολυξένη Σταμάτη και Τέσσα Πράττου ή τον εξάδελφο και συμμαθητή του Τάκη Αργυρό, ενώ συνομιλητές του υπήρξαν και οι Αλέκος Φασιανός, Θανάσης Νιάρχος, Μάγδα Κοτζιά και Τάκης Σπετσιώτης. Κι αφού ξεκοκάλισε πλήθος συνεντεύξεων και μαρτυριών γύρω από τον Ταχτσή που δημοσιεύτηκαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή αλλά και μετά το θανατό του -που είκοσι χρόνια τώρα παραμένει ανεξιχνίαστος- προχώρησε σ' ένα είδος βιογραφίας-ρεπορτάζ, που επιχειρεί ν' ακτινογραφήσει το αίνιγμα «Ταχτσής» κατά τους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του.
Μια διαλυμένη οικογένεια
«Οσο παράξενο κι αν ακούγεται», γράφει ο Βασιλακάκος, «το μεγαλύτερο ενοχικό σύνδρομο απ' το οποίο υπέφερε ο Ταχτσής ήταν αυτό της ομοφυλοφιλίας του, την οποία απεχθανόταν. Ο λόγος που επιδιδόταν αργότερα και στην περενδυσία ήταν, μεταξύ άλλων, για να εκδικηθεί κατά ένα τρόπο την μάνα του την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη γι' αυτήν την ερωτική ιδιαιτερότητά του». Γιος ενός «ήσυχου ανθρωπάκου, χωρίς προσωπικότητα, πυγμή, πρωτοβουλίες» που «όντας αλκοολικός ούτε να σταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε», και μιας μικροπαντρεμένης, κοκέτας καλλονής με ατίθασο χαρακτήρα, ο Ταχτσής βρέθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια διαλυμένη ουσιαστικά οικογένεια, και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ' αγόρια γιαγιά, η οποία φύτεψε μέσα του «τους σπόρους ενός ολόκληρου πλέγματος».
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Ελλης:
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας "χτυπούσε" στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: "Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω" (...). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του "Το τρίτο στεφάνι". Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας...».Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του... Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα "Η συμφωνία του Μπραζίλιαν", ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό... Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι' αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ' όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ' τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό...».
Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».
Ο Βασιλακάκος θεωρεί πως όλη η ζωή όσο και ο μυστηριώδης θάνατος του Ταχτσή ήταν ένα είδος αποθέωσης του τυχοδιωκτισμού, με την έννοια της καλλιτεχνικής, διονυσιακής μέθης, παρά με την έννοια της εκμετάλλευσης των περιστάσεων. Σε ό,τι δε αφορά τη ροπή του προς τον έκλυτο νυχτερινό βίο, φαίνεται πως στην Αυστραλία δεν τον γλέντησε όσο θα ήθελε: συνελήφθη στους Αντίποδες και προφυλακίστηκε επειδή έκανε πεζοδρόμιο ως τραβεστί, κάτι που απαγορευόταν αυστηρότατα εκείνη την εποχή.
Κι όπως λέει η Νεοζηλανδέζα Λόρνα Αντωνιάδη, η οποία έκανε αγώνα τότε για ν' αποφευχθεί η απέλασή του από τη χώρα, υπήρξαν φίλοι του που δίσταζαν να τον βοηθήσουν από φόβο μη μαθευτεί ότι σχετίζονταν μαζί του και εκτεθούν...
Η «αναλγησία» του Αγγελόπουλου
Πόση βαρύτητα είχαν οι φήμες ότι το «Τρίτο στεφάνι» ήταν κλεμμένο από χειρόγραφο του Γιάννη Τσαρούχη;
Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του Βασιλακάκου είναι αφιερωμένο σ' αυτήν την ιστορία προκειμένου να διαλύσει κάθε υποψία, ενώ φροντίζει να παραθέσει κι όλο το παρασκήνιο της άδοξης απόπειρας να μεταφερθεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ταχτσή στον κινηματογράφο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μια «αναλγησία», όπως γράφει, που οδήγησε τον συγγραφέα σε μια «απονενοημένη απόπειρα αυτοκτονίας».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν' ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και... καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.
Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν. Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν' αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός.
Του ήταν αδύνατον να προσκυνάει οποιονδήποτε, τη στιγμή που ήξερε τη δική του αξία και ανωτερότητα» λέει η αδελφή του Ελπίδα στον Βασιλακάκο. Γιατί μπορεί η Ελλη Αλεξίου να είχε μιλήσει απαξιωτικά για το «Τρίτο στεφάνι» («Τι είναι αυτό;» είχε πει. «Δυο γυναίκες που συζητάνε πάνω από μπουγαδόνερα»...), αλλά, έστω και με καθυστέρηση, όλοι οι υπόλοιποι του λογοτεχνικού σιναφιού δήλωσαν θαυμαστές του. »Αν ο Ταχτσής χρειάστηκε να περιπλανηθεί ως άλλος Οδυσσέας στον κόσμο για ν' αποδείξει μέσω του μυθιστορήματός του στην παρέα του «Μπραζίλιαν» ότι δεν ήταν καθόλου ο επιπόλαιος, γραφικός και εριστικός νεαρός που νόμιζαν, στην ωριμότητά του έπρεπε να κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο, λέει ο Βασιλακάκος: έπρεπε ν' αποτινάξει από πάνω τη ρετσινιά του «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Σκόπευε, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία του («Το φοβερό βήμα», που έμελλε να μείνει ημιτελές) να πάρει την εκδίκησή του. Δεν πρόλαβε. Κι η οικογένειά του θεωρεί ότι σ' αυτά τα χειρόγραφα κρύβεται το μυστικό της δολοφονίας του, καθώς είχαν γίνει κοινωνοί της πρόθεσής του να προχωρήσει σε σοβαρές αποκαλύψεις για επωνύμους της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. «Εικασίες», επιμένει ο Θανάσης Νιάρχος, αλλά «όλα είναι δυνατά» λέει η εκδότρια του συγγραφέα Μάγδα Κοτζιά. Είκοσι χρόνια τώρα, τα αίτια της δολοφονίας του Ταχτσή, όπως κι ο δράστης της άλλωστε, μένουν στο σκοτάδι. Τα περί σκηνοθετημένης αυτοκτονίας, πάντως, όλοι οι συνομιλητές του Βασιλακάκου τα θεωρούν φαιδρά.
Jocelyn Plate: «Ήμουν ερωτευμένη με τον Ταχτσή...»
neoskosmos.com, 8/6/2010
Νέα τροπή παίρνει το «σίριαλ» Ταχτσή (που άρχισε πέρσι στην Ελλάδα, λόγω της επετείου των 20 χρόνων από τη στυγνή και ανεξιχνίαστη δολοφονία του και δημοσιευμάτων στον αθηναϊκό τύπο εξαιτίας της βιογραφίας του ομογενή πανεπιστημιακού και συγγραφέα Δρα Γιάννη Βασιλακάκου «Κώστας Ταχτσής: η αθέατη πλευρά της σελήνης – η ζωή του», εκδ. “Ηλέκτρα”), καθώς νέα σημαντικά στοιχεία έρχονται στο φως. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον δημοσιογράφο του Σίδνεϊ Θέμη Καλλό, ο Γιάννης Βασιλακάκος απεκάλυψε ότι η γηραιά χήρα του διάσημου Αυστραλού ζωγράφου Carl Plate του ομολόγησε ένα μυστικό που κρατούσε μέσα της επί δεκαετίες: ότι ο διάσημος Έλληνας συγγραφέας ήταν από κάθε άποψη γοητευτικότατος άνδρας και ότι η ίδια τον είχε ερωτευθεί, παρόλο που γνώριζε ότι ήταν όχι μόνο ομοφυλόφιλος αλλά και τραβεστί – εξού και ο λόγος που φυλακίστηκε και απελάθηκε από την Αυστραλία το 1962. Επίσης όλο το άγνωστο έως σήμερα αρχείο αλληλογραφίας μεταξύ του Ταχτσή και του μεγάλου Αυστραλού ζωγράφου Carl Plate και της συζύγου του Jocelyn, το οποίο εντοπίστηκε από την τελευταία, παραδόθηκε στον Γιάννη Βασιλακάκο για φιλολογική αξιοποίηση και δημοσίευση (μαζί με φωτογραφικό υλικό της εποχής και άλλα άγνωστα στοιχεία) σε Αυστραλία και Ελλάδα προσεχώς.
Η συνέντευξη που παραχώρησε ο ομογενής συγγραφέας στον κ. Θέμη Καλλό είναι η ακόλουθη:
Στο βιβλίο σας αφιερώνετε ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την πολυκύμαντη ζωή του Ταχτσή στην Αυστραλία, με πολλές άγνωστες λεπτομέρειες. Εγώ θα ήθελα να σταθούμε στο ποια ήταν η σχέση του με την τότε Ομογένεια.
Για τη σχέση του με την Ομογένεια, γενικότερα, και την ελληνική παροικία του Σίδνεϊ, ειδικότερα, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα – για τον απλούστατο λόγο ότι, προφανώς, δεν υπήρξε καμία τέτοια σχέση, πέρα από εκείνη με δύο ελληνικές οικογένειες: της Φανής Αντωνιάδη (της γυναίκας που του πρωτοδακτυλογράφησε στην Αυστραλία το «Τρίτο στεφάνι») και του τότε συζύγου της Σταύρου, καθώς και της οικογένειας του Theo Αντωνιάδη (αδερφού της Φανής) και της Νεοζηλανδής γυναίκας του Lorna. Το ότι ο Ταχτσής ούτε είχε, ούτε μπορούσε να έχει σχέση με την Ομογένεια, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, έχει τη λογική του εξήγηση: Κατ’ αρχήν ο Ταχτσής δεν εμπίπτει στην κατηγορία του κλασικού Έλληνα μετανάστη του 1950-60 ο οποίος, άμεσα ή έμμεσα, συνδέεται με την οργανωμένη ελληνική κοινότητα και παροικία, για συναισθηματικούς ή άλλους λόγους. Δεύτερον, ο Ταχτσής, άριστος αγγλόφων και με πολλές γνωριμίες στον αγγλοσαξονικό και αυστραλιανό κοινωνικό περίγυρο, δεν είχε κανέναν αποχρώντα λόγο να συνδεθεί με τη συντηρητική, μίζερη, καχύποπτη και οπισθοδρομική ελληνική παροικία. Ο λόγος που ο Ταχτσής εκπατρίστηκε, ήταν για να ξεφύγει απ’ όλες αυτές τις κατάρες του «αμαρτωλού παρελθόντος», όχι για να τις ξαναβρεί μπροστά του, και μάλιστα στην άλλη άκρη της γης. Όπως πολύ εύγλωττα σχολιάζει στο «Φοβερό Βήμα», «(...) δε θα γινόμουν πάντως σε καμία περίπτωση και λατζέρης στο μαγαζί κάποιου πρώην λατζέρη, εγώ είχα φύγει απ’ την Ελλάδα για να μπορώ να την αγαπάω, όχι για να την μισήσω περισσότερο...» Τρίτον, ο Ταχτσής, ως καλλιτέχνης, διανοούμενος και δονκιχωτικός τύπος, δεν θα μπορούσε να έχει τίποτα το κοινό με τους τότε θλιβερούς, αγράμματους και ανειδίκευτους συμπατριώτες του. Κι αυτό όχι μόνο επειδή ο Ταχτσής, ως άτομο, ήταν φοβερά σνομπ, αλλά κυρίως επειδή, τέταρτον, ο εκπατρισμένος συγγραφέας, με τον ιδιόρρυθμο, ανορθόδοξο και προκλητικό τρόπο ζωής του, μόνο αποσυνάγωγος της άκρως συντηρητικής ελληνικής παροικίας θα μπορούσε να θεωρείται. Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, η αμοιβαία απώθηση και απόκλιση μεταξύ Ταχτσή και Ομογένειας πρέπει να θεωρείται αυτονόητη και δεδομένη. Εξ ού και η προτίμησή του να συναναστρέφεται αποκλειστικά αγγλοσαξονικούς κύκλους, όπως ομολογεί στο «Φοβερό Βήμα».
Δηλαδή ποιους ακριβώς συναναστρεφόταν στο Σίδνεϊ;
Απ’ ό,τι μου είπε η κ. Jocelyn Plate (σύζυγος του γνωστού Αυστραλού ζωγράφου Carl Plate και στενή οικογενειακή φίλη του Ταχτσή), ο τελευταίος είχε έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών με αρκετούς και γνωστούς Αυστραλούς καλλιτέχνες και διανοουμένους του Σίδνεϊ, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν: ο Daniel Thomas (διευθυντής της Γκαλερί της Νέας Νοτίου Ουαλλίας, το ζεύγος Arthur and Elspeth Baldwinson (o Arthur ήταν υφηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ), ο συγγραφέας και μετέπειτα διάσημος νομπελίστας Πάτρικ Γουάιτ, τον οποίο επισκεπτόταν μια φορά τον μήνα, κυρίως λόγω του Μανόλη (του Έλληνα συντρόφου του Γουάιτ) με τον οποίο ο Κώστας τα πήγαινε καλά. Σύμφωνα με την κυρία Plate, «ο Πάτρικ τον ανεχόταν τον Κώστα, αλλά δεν τον πολυσυμπαθούσε, μάλλον εξαιτίας της άστατης και προκλητικής ζωής που έκανε, αλλά θα μου πείτε και ποιον συμπαθούσε ο Πάτρικ;... Ο Μανόλης όμως ήταν ευγενικός και φιλικός απέναντι στον Κώστα και, απ’ όσο θυμάμαι, του άρεσε το «Τρίτο στεφάνι» που έγραφε τότε και από το οποίο τους διάβαζε αποσπάσματα...»
Η ομοφυλοφιλία του Ταχτσή, τι ρόλο νομίζετε ότι έπαιξε στη ζωή και το έργο του;
Κατ’ αρχήν οφείλω να διευκρινίσω ότι ο Ταχτσής δεν ήταν μόνο ομοφυλόφιλος αλλά αμφιφυλόφιλος. Δηλαδή δεν είχε σχέσεις μόνο με άντρες αλλά και με γυναίκες, πράγμα που επιβεβαιώνει ο ίδιος, αλλά και όλοι όσοι τον γνώριζαν καλά. Είναι μύθος και μεγάλο λάθος να υποστηρίζεται ότι ήταν μόνο ομοφυλόφιλος. Απόδειξη – κι αυτό είναι νομίζω το πιο ενδιαφέρον – είναι το γεγονός ότι αρκετές γυναίκες τον είχαν ερωτευθεί παράφορα και ήθελαν να τον παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά μαζί του (ακόμη κι εκτός γάμου), παρ’ όλο που γνώριζαν την ομοφυλοφιλία του! Επιστήθιες φίλες του μάλιστα, στην Ελλάδα, όταν έκανα την έρευνά μου, εξήραν την ανδροπρέπεια και αρρενωπότητα του Ταχτσή. Στο βιβλίο μου τις αναφέρω επώνυμα. Αλλά και στην Αυστραλία, όπως αποκαλύπτω, ο Ταχτσής ήταν έτοιμος να παντρευτεί μια πλούσια Εβραία, αλλά τα χάλασαν στο παρά πέντε, για καθαρά οικονομικούς λόγους. Να σας αναφέρω επίσης ότι πέρσι, όταν βρέθηκα στο σπίτι της κυρίας Jocelyn Plate (χήρας του διάσημου Αυστραλού ζωγράφου) στο Σίδνεϊ, μου έκανε μια συνταρακτική αποκάλυψη, λέγοντάς μου συγκεκριμένα: «Ο Ταχτσής δεν σου έδινε καν την εντύπωση ομοφυλόφιλου. Απεναντίας ήταν πολύ όμορφος και γοητευτικός άντρας, ιδιοφυής, καλλιεργημένος και εξαιρετικά χαρισματικό, ταλαντούχο και αξιαγάπητο άτομο που δύσκολα άφηνε ασυγκίνητη μια γυναίκα. Εγώ ομολογώ – χωρίς ποτέ να του το εκμυστηρευθώ – ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του...» Κι αυτή η ομολογία μπροστά στην κόρη της Cassi, γνωστή συγγραφέα που κι αυτή υπεραγαπούσε και θαύμαζε τον Ταχτσή, αν και τότε ήταν πολύ μικρή... Χρειάζεται να τονίσω ότι ο Ταχτσής απεχθανόταν την ομοφυλοφιλία – γενικά – και τη δική του ειδικότερα, στο σημείο που να την θεωρεί αρρώστια. Απαντώντας λοιπόν κάπως σχηματικά στην ερώτησή σας, θα έλεγα ότι η ομοφυλοφιλία για τον Ταχτσή υπήρξε ο παράδεισος αλλά και η κόλασή του. Περισσότερο η δεύτερη, αφού οδήγησε, νομίζω, και στην τελική καταστροφή, με την άγρια δολοφονία του. Όλα αυτά όμως τα συζητώ διεξοδικά στο βιβλίο μου.
Τι ακριβώς σας έκανε να ασχοληθείτε με τη βιογραφία του Ταχτσή;
Κατ’ αρχήν η αρχική μου πρόθεση δεν ήταν να γράψω βιογραφία. Περισσότερο φλέρταρα με την ιδέα να γράψω κάτι για τη ζωή του Ταχτσή στην Αυστραλία. Όχι μόνο επειδή αυτή η πτυχή της ζωής του ήταν σχεδόν άγνωστη, αλλά και σαν κάποιο χρέος, ας πούμε, απέναντι σ’ έναν πολύπαθο μετανάστη συγγραφέα. Η ιδέα αυτή όμως παρέμενε για πολύ καιρό αόριστη και νεφελώδης στο μυαλό μου, είτε επειδή χρειαζόμουν κάποιο έναυσμα, είτε επειδή μου έλειπε ένας μπούσουλας.
Δρ Βασιλακάκο, πληροφορούμαι ότι όταν κυκλοφόρησε η βιογραφία σας, υπήρξαν κάποιες εξελίξεις αναφορικά με την υπόθεση Ταχτσή. Μπορείτε να μας πείτε ποιες ήταν αυτές;
Όντως υπήρξαν και μάλιστα σημαντικές. Ήδη από πέρσι, στα μέσα του 2008, όταν δηλ. το βιβλίο μου είχε οριστικοποιηθεί και βρισκόταν στα χέρια του εκδότη μου, οι κληρονόμοι του Αυστραλού ζωγράφου Carl Plate με ενημέρωσαν ότι είχαν εντοπίσει το αρχείο αλληλογραφίας του Ταχτσή με τον Carl και τη σύζυγό του Jocelyn και με κάλεσαν στο Σίδνεϊ για να μου το παραδώσουν. Πρόκειται για αρκετά ενδιαφέρουσες επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους, μετά την απέλαση του Ταχτσή από την Αυστραλία το 1962. (Υπενθυμίζω ότι ο Ταχτσής έμεινε στην Αυστραλία από το 1957-60 και από το 1960-62, δηλ. έφυγε και ξαναγύρισε. Απελάθηκε λοιπόν το 1962, αφού πρώτα προφυλακίστηκε, επειδή είχε συλληφθεί επανειλημμένα από την αστυνομία να κάνει πεζοδρόμιο ως τραβεστί τις νύχτες στους δρόμους του Σίδνεϊ – πράγμα αδιανόητο για εκείνη την εποχή). Οι επιστολές αυτές φωτίζουν – άλλοτε ανατρέποντας κι άλλοτε επιβεβαιώνοντας – διάφορα πράγματα για την πολυτάραχη ζωή του διάσημου Έλληνα συγγραφέα, καθώς και τα πολιτιστικά ζητήματα της εποχής σε Αυστραλία και Ελλάδα. Θέλω να ευχαριστήσω και δημόσια την οικογένεια Plate για την εκτίμηση κι εμπιστοσύνη που μου έδειξε και την γενναιόδωρη και συγκινητική χειρονομία τους. Ήρθαν λοιπόν έτσι τα πράγματα που το βιβλίο για τον Ταχτσή θα υλοποιηθεί, τελικά, έτσι όπως ακριβώς το είχα συλλάβει αρχικά στο μυαλό μου, αφού μάλλον του χρόνου θα κυκλοφορήσει ένας ξεχωριστός τόμος για τη ζωή του στο Σίδνεϊ, που θα συμπεριλαμβάνει αυτή την άγνωστη αλληλογραφία του Ταχτσή με την οικογένεια Plate, τη σχέση του με την Αυστραλία, φωτογραφικό υλικό της τότε εποχής, και πολλές άλλες εκπλήξεις...
Πιστεύετε ότι η πολυσυζητημένη βιογραφία σας για τον Ταχτσή τελικά σας δικαίωσε;
Προσωπικά φρονώ ότι η βιογραφία μου είναι μια ταπεινή κατάθεση η οποία όμως, με τα νέα στοιχεία που προσκομίζει, ανοίγει νέους δρόμους στην έρευνα στο περίπλοκο φαινόμενο-Ταχτσή. Ευελπιστώ ότι κατάφερα να φωτίσω κάποιες σημαντικές, αλλά εν πολλοίς άγνωστες πτυχές της ζωής και, εν μέρει, του έργου ενός απ’ τους πιο παρεξηγημένους κι αμφιλεγόμενους συγγραφείς της μεταπολεμικής μας γραμματείας, ο οποίος πολεμήθηκε όσο κανείς άλλος, όχι μόνο εν ζωή αλλά και μετά θάνατον, αποκαθιστώντας τον στο βάθρο που του αξίζει. Ένιωσα ότι είχα ηθικό χρέος να το κάνω. Διότι ο Ταχτσής μπορεί να πουλούσε το σώμα του, ποτέ όμως δεν πούλησε την ψυχή του. Απεναντίας, επέλεξε και/ή εξαναγκάστηκε να καταφύγει στο πρώτο, προκειμένου να διαφυλάξει αμόλυντη τη δεύτερη – κι αυτό είναι το μεγαλείο του. Απ’ αυτή την άποψη νομίζω ότι υπήρξε αναμφίβολα ένας άνθρωπος με μεγάλο ηθικό ανάστημα, ένας αληθινός ΑΝΔΡΑΣ, όπως τον αποκάλεσε ο κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος. Τελικά ο Ταχτσής υπήρξε ένας μεγάλος αμαρτωλός, που όμως καθαγιάστηκε με το αθώο αίμα του...
Αγιογραφία χωρίς άγιο
Πέτρος Τατσόπουλος (Tα Νέα, 6/12/2010)
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙ ΣΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΟ
ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ. ΟΠΩΣ ΕΚΕΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ ΕΡΩΤΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΠΑΓΩΓΕΑ ΤΟΥ, ΕΤΣΙ ΚΙ ΕΔΩ Ο ΒΙΟΓΡΑΦΟΣ ΜΕΡΟΛΗΠΤΕΙ ΑΒΑΣΑΝΙΣΤΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. ΜΠΟΡΕΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ ΜΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΟΓΜΑ «Ο ΑΠΟΘΑΝΩΝ ΔΕΔΙΚΑΙΩΤΑΙ»;
Με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή συμβαίνει το εξής παράδοξο, μολονότι όχι και τόσο σπάνιο. Η αξία του Τρίτου Στεφανιού, του μοναδικού μυθιστορήματός του, αναγνωρίστηκε καθυστερημένα από την ελληνική κριτική- μετά τη μεταπολίτευση- και αφού προηγήθηκε η αγγλική έκδοση στον Ρenguin. Παρ΄ ότι δεν είναι η μοναδική περίπτωση έργου που αγνοείται κατά την πρώτη έκδοσή του και κατόπιν «εισάγεται» η αναγνώρισή του από το εξωτερικό, στην περίπτωση του Ταχτσή αυτή η καθυστέρηση επισφράγισε μια 15ετία σνομπαρίσματος εκ μέρους του λογοτεχνικού μας σιναφιού και η αναγνώριση με τις «ξένες λόγχες» δεν χρησίμευσε για να κοπάσουν οι επικρίσεις και οι λοιδορίες εναντίον του. Τουναντίον. Την ώρα που η Γαλλία τιμούσε τον Ταχτσή στο Μπομπούρ, 4 μόλις μήνες πριν από τον βίαιο θάνατό του, στην πατρίδα του εισέπραττε την πλέον εκκωφαντική σιωπή.
Ως διά μαγείας, το σκηνικό άλλαξε άρδην μετά τη δολοφονία του. Άνοιξε η γη και κατάπιε τους επικριτές του, ενώ παντού ξεφύτρωσαν όψιμοι θαυμαστές του - ανάμεσά τους, θρασύτεροι και θορυβωδέστεροι, οι χθεσινοί εχθροί του. Κατανοούμε λοιπόν ότι όποιος αναλαμβάνει να ασχοληθεί με τον Κώστα Ταχτσή, όπως ο καθ΄ όλα έντιμος ομογενής Γιάννης Βασιλακάκος, πέφτει εξ αντικειμένου πάνω σ΄ ένα τείχος σιωπής και υποκρισίας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν ο Βασιλακάκος θέλησε να μιλήσει με τους «εχθρούς» του Ταχτσή και δεν πήρε πράσινο φως ή προτίμησε εξ αρχής να παρακάμψει ως ανούσιες και κακόβουλες τις δικές τους μαρτυρίες. Καθώς διαβάζαμε όμως το βιβλίο του μας κατέκλυζε μια δυσάρεστη αίσθηση, ανάλογη με εκείνη όταν διαβάζαμε τον Άρη,Αρχηγό των Ατάκτων του Διονύση Χαριτόπουλου: ο βιογράφος δεν θα επέτρεπε σε τίποτε και σε κανέναν να σκιάσει το αγαπημένο του «είδωλο». Ωστόσο, αν δεν δώσεις το μικρόφωνο και στην «άλλη πλευρά», η εργασία σου δεν θα διαφέρει από το πρώτο τυχόν «δοξαστικό» τηλεοπτικό αφιέρωμα. Αποκαλυπτικό και συναρπαστικό όσο και το κόψιμο μιας κορδέλας στα εγκαίνια κλωστοϋφαντουργίας.
Με την προϋπόθεση ότι δεν σας ενοχλούν οι «πανηγυρικοί», θα βρείτε στο βιβλίο του Βασιλακάκου ένα κολάζ μαρτυριών από πρόσωπα συγγενικά ή φίλα προσκείμενα στον Ταχτσή. Μαζί τους θα ανασυνθέσετε την ανηφορική πορεία του Κώστα Ταχτσή προς την καταξίωση: τα δύσκολα παιδικά χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα, την «απόρριψη» της μητέρας, τον «υπερπροστατευτισμό» της γιαγιάς, τα πρώτα (αποτυχημένα) βήματα στα Γράμματα ως ποιητής, τη φυγή στην Αυστραλία (όπου και θα γράψει σχεδόν καθ΄ ολοκληρίαν το Τρίτο Στεφάνι ) και τα εκεί προβλήματα με τις Αρχές, την «υποχρεωτική» επιστροφή στην Ελλάδα (μια ανάσα πριν από τη φυλάκιση ή την απέλαση) και, μεταπολιτευτικά πια, την ενσωμάτωσή του- κυριολεκτικά- στον κόσμο των τραβεστί πορνών. Με την εκνευριστικά διαρκή υπόμνηση ότι ο Ταχτσής ήταν πάντοτε «ανδροπρεπής», «δεν φιλούσε κατουρημένες ποδιές», άτομο «αλέγρο», «αξιαγάπητο», παραπλανητικά «εριστικό»- «σαν σκύλος που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει», σημειώνει ο Θανάσης Νιάρχος-, που «δεν κρατάει κακίες», θα δυσκολευτείτε να κατανοήσετε πώς ένας τόσο αξιέραστος άνθρωπος - «πολλές γυναίκες», υποστηρίζει η Ελπίδα Ταχτσή-Αρτέμη, η αδελφή του, «παρ΄ όλο που ήξεραν τι ήταν, τον κυνηγούσαν»- προκάλεσε τόσο μένος εναντίον του, με κορύφωση τον στραγγαλισμό του τον Αύγουστο του 1988.
Δημοσίευση σχολίου