Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 16, 2010

No 706


«Τι φοβερή ιστορία είναι πάλι αυτή που μου λέτε; Τι είναι αυτή η ιστορία της στρατιωτικής θητείας; Από τότε που ήμουνα είκοσι έξι χρόνων δεν σας έστειλα από το Άντεν πιστοποιητικό που αποδείκνυε πως ήμουν υπάλληλος σε γαλλική εταιρεία, πράγμα που δίνει αναβολή – και στη συνέχεια, όταν ρωτούσα τη μαμά μου, απαντούσε πάντοτε πως όλα ήταν εντάξει και πως δεν είχα
τίποτα να φοβηθώ. Είναι δεν είναι τέσσερις μήνες που σας ρώτησα σε ένα γράμμα μου γιατί επιθυμούσα να γυρίσω στη Γαλλία. Και δεν έλαβα απάντηση. Νόμιζα πως τα είχατε κανονίσει όλα. Τώρα μου δίνετε να καταλάβω πως είμαι ανυπότακτος, πως με αναζητούν κ.λπ., κ.λπ. Να ζητήσετε πληροφορίες γι’ αυτό μόνο αν είστε βέβαιες πως δεν θα τραβήξετε την προσοχή επάνω μου. Όσο για μένα, δεν υπάρχει κίνδυνος, υπό αυτές τις συνθήκες, να ξανάρθω! Στη φυλακή μετά από όσα υπέφερα, καλύτερα ο θάνατος!
Ναι, εξάλλου εδώ και πολύ καιρό θα ήταν καλύτερα ο θάνατος! Τι μπορεί να κάνει στον κόσμο ένας άνθρωπος σακατεμένος; Και που τώρα είναι αναγκασμένος να εκπατρισθεί οριστικά; Γιατί βέβαια δεν θα γυρίσω πια με αυτές τις ιστορίες – θα είμαι ευτυχής αν μπορέσω να βγω από δω και, από θάλασσα ή ξηρά, να φύγω στο εξωτερικό.
Σήμερα προσπάθησα να περπατήσω με τις πατερίτσες, αλλά δεν μπόρεσα να κάνω παρά μερικά βήματα. Το πόδι μου είναι κομμένο πολύ ψηλά και μου είναι δύσκολο να κρατήσω ισορροπία. Δεν
θα ησυχάσω παρά όταν θα βάλω τεχνητό πόδι, αλλά η αποκοπή προκαλεί νευραλγίες στο υπόλοιπο μέλος και είναι αδύνατον να βάλω μηχανικό πόδι προτού να περάσουν εντελώς αυτές οι νευραλγίες, και υπάρχουν χειρουργημένοι όπου αυτό διαρκεί τέσσερις, έξι, οκτώ, δώδεκα μήνες! Όσο για το αν βγω με τις πατερίτσες, δεν βλέπω σε τι θα με ωφελήσει. Δεν μπορεί κανείς ούτε να ανεβεί ούτε να κατεβεί, είναι κάτι τρομερό. Κινδυνεύεις να πέσεις και να σακατευτείς ακόμη περισσότερο. Είχα σκεφτεί να έρθω σε σας να περάσω μερικούς μήνες περιμένοντας να βρω τη δύναμη να συνηθίσω το τεχνητό πόδι, αλλά τώρα βλέπω πως είναι αδύνατον.
Και τώρα η ζωή ενός σακάτη! Και εγώ που μόλις είχα αποφασίσει να γυρίσω στη Γαλλία αυτό το καλοκαίρι για να παντρευτώ! Αντίο γάμος, οικογένεια, μέλλον! Η ζωή μου είναι χαμένη, δεν είμαι παρά ένα ακίνητο κούτσουρο»
(Μασσαλία, 29 Ιουνίου, 11 Ιουλίου 1891)

Jean Arthur Rimbaud : Γράμματα από το Χαράρ (Άγρα)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης, ο Ζαν-Νικολά Αρθούρος Ρεμπό (1854-1891) ολοκλήρωσε το έργο του σε ηλικία περίπου είκοσι ετών (το οποίο είναι αμφίβολο αν το είδε ποτέ τυπωμένο σε βιβλίο) και του λοιπού αυτοεξορίστηκε στην Ανατολή, όπου κυνήγησε το χρήμα, την περιπέτεια και τον άδοξο θάνατο.
Οι «Εκλάμψεις» και το «Μια εποχή στην Κόλαση», που αποτελούν τον πυρήνα της δημιουργίας του, γράφτηκαν κατά την ταραγμένη περίοδο των ερωτικών του σχέσεων με τον ποιητή Βερλέν, ο οποίος τελικά διέσωσε και τα γραπτά του. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν τυπικά σχήματα βάσει των οποίων να κατανοήσουμε το μέγεθος της επιτυχίας του.
Άλλωστε ούτε η λέξη μεγαλοφυΐα μπορεί να εξηγήσει τα ποιήματα ενός νεαρού που αναμετρήθηκε κραταιώς με την εποχή του και την ίδια τη ζωή.
Ανθολογώντας κάποιους στίχους, ίσως καταφέρουμε να υποψιαστεί ο αναγνώστης την πνευματική επανάσταση που συνέλαβε:

«Δεν είναι σωστό να λέμε: Σκέπτομαι. Θα έπρεπε να πούμε: Με σκέπτονται. Συγνώμη για το λογοπαίγνιο. Το εγώ είναι ένας άλλος».
«Ο άνθρωπος τέλειωσε! Έπαιξε όλους τους ρόλους!».
«Δεν αγαπώ τις γυναίκες. Ο έρωτας πρέπει να επανεφευρεθεί».
«Είμαι κύριος της σιωπής».
«Ξαναβρέθηκε. Τι; Η αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα που οδεύει μαζί με τον ήλιο».


Για τον πόλεμο του 1870 μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, του αποδίδονται τα εξής λόγια:

«Μάλιστα, ο γερμανικός λαός θα πληρώσει ακριβά τη νίκη του· διαβλέπω τη σιδηρά και παρανοϊκή διακυβέρνηση που θα κλείσει σε στρατόπεδα τη γερμανική κοινωνία και σκέψη… Κι όλα αυτά για να συντριβούντελικά από κάποια συμμαχία… Από τη στιγμή που ένα έθνος θέλει να επιτύχει κατακτήσεις, να εξέλθει από τα σύνορά του για να υποτάξει άλλα έθνη, ουσιαστικά οδεύει προς
την αυτοκτονία. Οι Γερμανοί είναι κατώτεροι από εμάς επειδή η νίκη τους θα τους αποκτηνώσει».


Ζώντας πνευματικές εκλάμψεις ανεπανάληπτης βαθύτητας, μεταξύ μεγάλου οραματιστή και προφήτη του πολιτισμού, ο Ρεμπό,με την κατοπινή του ζωή, γεννά το μέγα ερώτημα: Γιατί εγκατέλειψε την πατρίδα του και την Ευρώπη γενικότερα, για να αυτοεξοριστεί κυριολεκτικά σε άξενους τόπους (της Κύπρου μη εξαιρουμένης), να ζήσει με άξεστους και εκτραχηλισμένους ανθρώπους και μέσα σε συνθήκες απάνθρωπες, όταν κάλλιστα θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει στα γαλλικά γράμματα ένδοξος και αναγνωρισμένος; Γεγονός είναι ότι έχουμε να κάνου-
με με δύο Ρεμπό: τον εξεγερμένο νεαρό που συνδέθηκε με τον Βερλέν (τον οποίο τελικά
και πυροβόλησε) και τον κατοπινό Ρεμπό (των επιστολών) που μιλάει διαρκώς για ε-
ρήμους, ασθένειες, καμήλες, παρακινδυ-νευμένες εμπορικές επιχειρήσεις και βέβαια για λεφτά, λεφτά, λεφτά.
Γράφει από το Κάιρο: «Είμαι εξαιρετικά κουρασμένος. Δεν έχω δουλειά προς το παρόν. Φοβούμαι μήπως χάσω τα λίγα που έχω. Φανταστείτε πως κουβαλώ συνεχώς στη ζώνη μου δεκαέξι χιλιάδες και κάτι φράγκα· ζυγίζουν περίπου οκτώ κιλά και μου φέρνουν δυσεντερία».
Εξόχως χαρακτηριστικό παραμένει το γεγονός ότι ουδέποτε στις επιστολές του αναθυμάται κατιτίς από τον πρότερο βίο του. Ούτε ποιητές, ούτε βιβλία (εκτός από τα τεχνικά κιτάπια που χρειαζόταν στις δουλειές του), ούτε κάποιο ενδιαφέρον για τα νεανικά του ποιήματα (καίτοι τον είχαν πληροφορήσει ότι στη Γαλλία είχε μεγάλη αποδοχή). Πλήρης απώλεια μνήμης, πλήρης αποξένωση· υποκρύπτεται κάποια τύψη σε αυτή τη στάση; Η απόφαση ενός υπερπροικισμένου ανθρώπου να ζήσει τη ζωή όπως του υπαγόρευε το ένστικτό του, απορρίπτοντας ψυχρά όλα τα νεανικά του ιδιοφυή «καμώματα»; Εθισμένοι στη διαγωγή διάσημων και μη ποιητών που περνούν τη ζωή τους με μόνη έγνοια να προασπίσουν το έργο τους, στην περίπτωση Ρεμπό μένουμε κυριολεκτικά σύξυλοι, διότι δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η ποιητική δοκιμασία της νιότης του πήγε «χαμένη»

Κωστής Παπαγιώργης (Ο Κόσμος του Επενδυτή, 4/9/2010)