Αξίζει όμως να μνημονεύσουμε κι άλλο επεισόδιο, διόλου ευκαταφρόνητο, που φανερώνει τη δύναμη της φιλίας: ο Πολύχαρμος, ο φίλος του Χαιρέα, στην αρχή όχι μόνο δε φάνηκε στη συγκέντρωση, αλλά δήλωσε και στους γονείς του:
«Αγαπώ τον Χαιρέα, και βέβαια τον αγαπάω, όχι όμως στο σημείο να ριψοκινδυνεύσω τη ζωή μου μαζί του. Γι’ αυτό λοιπόν, μέχρι ν’ αποπλεύσει, εγώ θα σταθώ παράμερα».
Τη στιγμή όμως που το πλοίο άφηνε τη στεριά, τους αποχαιρέτησε από την πρύμνη’ ήταν αργά πια για να τον συγκρατήσουν.
Χαρίτωνος Αφροδισιέως: Χαιρέας και Καλλιρόη (Το Ροδακιό)
«Αγαπώ τον Χαιρέα, και βέβαια τον αγαπάω, όχι όμως στο σημείο να ριψοκινδυνεύσω τη ζωή μου μαζί του. Γι’ αυτό λοιπόν, μέχρι ν’ αποπλεύσει, εγώ θα σταθώ παράμερα».
Τη στιγμή όμως που το πλοίο άφηνε τη στεριά, τους αποχαιρέτησε από την πρύμνη’ ήταν αργά πια για να τον συγκρατήσουν.
Χαρίτωνος Αφροδισιέως: Χαιρέας και Καλλιρόη (Το Ροδακιό)
4 σχόλια:
Τα πέντε μυθιστορήματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας είναι: Τα περί Χαιρέαν και Καλλιρρόην του Χαρίτωνα, τα Εφεσιακά του Ξενοφώντα του Εφέσιου, Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα του Αχιλλέα Τάτιου, το Δάφνις και Χλόη του Λόγγου και τα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου. Σε πολύ γενικές γραμμές χρονολογούνται, με τη σειρά που αναφέρθηκαν, από τον πρώτο ως τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. Είναι μεγάλα σε έκταση, με σύνθετη πλοκή γεμάτη ανατροπές, αφηγούνται φανταστικές περιπέτειες, συχνά με τη χρήση περίπλοκων αφηγηματικών τεχνικών και περιέχουν αρκετά αληθοφανή στοιχεία, τόσο σε σχέση με την εποχή στην οποία αναφέρονται όσο και σε σχέση με διαχρονικά στοιχεία, όπως τα ανθρώπινα συναισθήματα. Οι ήρωες, περιπλανώμενοι, αντιμετωπίζουν τους υπαρκτούς κινδύνους των ταξιδιών στην αρχαιότητα και βιώνουν ανθρώπινα συναισθήματα, κυρίως τον έρωτα και το φόβο. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, συμπεραίνουμε ότι μπορούμε να κατατάξουμε τα έργα αυτά στο είδος του μυθιστορήματος.
Ας δούμε τώρα πιο αναλυτικά μερικά κοινά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται και στα πέντε έργα. Όπως ήδη αναφέρθηκε, πρωταγωνιστές είναι ένα ζευγάρι ερωτευμένων νέων. Οι νέοι αυτοί είναι πάντα εξαιρετικά όμορφοι, ευγενικής καταγωγής και άπειροι στον έρωτα – τουλάχιστον η κοπέλα. Λίγο πριν ή αμέσως μετά το γάμο τους αντιμετωπίζουν διάφορες δοκιμασίες και δυστυχίες, όπως το χωρισμό, τις επιθέσεις και απαγωγές από ληστές ή πειρατές, το ναυάγιο και τον υποτιθέμενο θάνατο, που μεταξύ άλλων θέτουν συνεχώς σε δοκιμασία την πίστη του ενός προς τον άλλο. Και η ίδια η ομορφιά τους, ωστόσο, συμβάλλει στα προβλήματά τους, καθώς κατά τη διάρκεια των περιπετειών τους εμφανίζονται συνεχώς επίδοξοι διεκδικητές, κυρίως της κοπέλας, άλλοτε όμως και του νέου.
Άλλο κοινό στοιχείο είναι η θρησκευτικότητα, με την έννοια ότι κάποια θεότητα, όπως ο Έρωτας ή η Τύχη, αναφέρεται συστηματικά στο έργο και παρουσιάζεται να καθοδηγεί τα γεγονότα. Σημαντικό ρόλο παίζουν και τα όνειρα, πολλά από τα οποία, παρότι θεωρούνται θεόσταλτα, αποδεικνύονται παραπλανητικά. Ωστόσο, πέρα από τις αναφορές σε θεότητες και κάποια θαύματα, γενικά δεν εμφανίζονται υπερφυσικά στοιχεία. Ακόμα και για τη νεκροφάνεια, που εμφανίζεται συχνά στα έργα, προσφέρεται πάντα μια φυσική εξήγηση. Απαραίτητο επίσης είναι και το αίσιο τέλος. Σε αρκετές περιπτώσεις τα έργα περιέχουν μικρές ή μεγαλύτερες εγκυβωτισμένες ιστορίες, που αφηγούνται τα δευτερεύοντα πρόσωπα στους πρωταγωνιστές. Επίσης, ο μυημένος στην κλασική γραμματεία αναγνώστης αναγνωρίζει σε αρκετές περιπτώσεις τα κλασικά πρότυπα θεμάτων και επεισοδίων.
Οι χαρακτήρες, όπως και συνολικά η ιδεολογία των έργων αυτών, είναι σε μεγάλο βαθμό στερεοτυπικοί και εξιδανικευμένοι. Η αγνότητα και η συζυγική πίστη, για παράδειγμα, θεωρούνται πολύ σημαντικές και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι αυτό δεν αποτελούσε γενικό χαρακτηριστικό όλων των μυθιστορημάτων στην αρχαιότητα. Τα παπυρικά αποσπάσματα υποδεικνύουν ότι σε ορισμένα έργα κυριαρχούσαν κωμικά ή και άσεμνα στοιχεία. Η διάσωση των συγκεκριμένων πέντε έργων οφείλεται στους βυζαντινούς λογίους και απηχεί περισσότερο τις δικές τους προτιμήσεις.
Υπάρχουν φυσικά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε έργου, που το ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Το έργο του Χαρίτωνα είναι το πιο μεστό και λογικά οργανωμένο. Η αφήγηση είναι στο μεγαλύτερο μέρος της γραμμική και γίνεται από έναν παντογνώστη αφηγητή. Οι χαρακτήρες του ανήκουν στα γενικά στερεότυπα πλαίσια, με μια πιο προσεκτική ματιά, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι αρκετά πιο σύνθετοι και ενδιαφέροντες. Ο πρωταγωνιστής Χαιρέας απέχει πολύ από το να είναι ιδανικός, ενώ ο αντίζηλός του Διονύσιος παρουσιάζεται με σαφώς πιο θετικά χαρακτηριστικά. Η πρωταγωνίστρια Καλλιρρόη αναγκάζεται για χάρη του παιδιού της να παντρευτεί τον Διονύσιο, παρά τη μεγάλη της αγάπη στο Χαιρέα και την επιθυμία της να του μείνει πιστή. Στο τέλος, παρότι σέβεται τον έντιμο χαρακτήρα του Διονύσιου, τον εγκαταλείπει για τον Χαιρέα, αυτόν που πραγματικά αγαπά. Η εξέλιξη της πλοκής βασίζεται στον ανθρώπινο παράγοντα και, για τα δεδομένα των έργων αυτών, είναι αρκετά λογική. Είναι φανερό ότι το μεγαλύτερο βάρος δίνεται στις ανθρώπινες σχέσεις, που παρουσιάζονται με μεγαλύτερο βάθος και περιπλοκότητα. Παράλληλα, ο συγγραφέας «παίζει» με τον ενημερωμένο αναγνώστη, καθώς μιμείται ή και παρωδεί γνωστά κλασικά κείμενα, κυρίως της ρητορικής, ενώ σε ορισμένα κρίσιμα σημεία παραθέτει αυτούσιους στίχους από τον Όμηρο.
Τα Εφεσιακά έχουν συχνά χαρακτηριστεί ως το λιγότερο πετυχημένο από τα πέντε έργα. Πράγματι, βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η υπερβολή. Οι πρωταγωνιστές, ο Αβροκόμης και η Ανθία, επίπεδοι και χωρίς δυναμισμό, περνούν αμέτρητες περιπέτειες, εξαντλώντας σχεδόν κάθε δυνατή δοκιμασία. Ξεκινώντας από την Έφεσο, ταξιδεύουν μαζί, χωριστά ή και παράλληλα, χωρίς να συναντηθούν, στη Ρόδο, τη Συρία, την Κιλικία, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία και τη Σικελία. Γλιτώνουν το θάνατο πολλές φορές και κατορθώνουν να αποφύγουν ακόμα περισσότερους επίδοξους εραστές. Τον Αβροκόμη διεκδικούν τόσο γυναίκες όσο και άνδρες, ενώ η Ανθία πετυχαίνει να μείνει ανέγγιχτη από πειρατές, ληστές, ευγενείς, πολεμιστές, ακόμα και από το πορνείο στο οποίο έχει πουληθεί, χρησιμοποιώντας κάθε πιθανή δικαιολογία, που συνήθως γίνεται πιστευτή. Η συμπυκνωμένη μορφή των επεισοδίων και τα άλματα από το ένα στο άλλο έχουν οδηγήσει ορισμένους μελετητές στο συμπέρασμα ότι το έργο είναι στην πραγματικότητα επιτομή ενός πολύ εκτενέστερου. Σε κάθε περίπτωση, το πλήθος των επεισοδίων επιτρέπει στον αναγνώστη τον παραλληλισμό με πάρα πολλά μοτίβα γνωστά από την κλασική γραμματεία, την λαϊκή παράδοση και τα παραμύθια και, βέβαια, με τα υπόλοιπα αρχαία μυθιστορήματα. Μεγαλύτερες ομοιότητες παρουσιάζουν τα Εφεσιακά με το έργο του Χαρίτωνα, χωρίς ωστόσο τη δική του λογική αλληλουχία και το βάρος στον ανθρώπινο παράγοντα. Με ενδιαφέρον, επίσης, μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης την επιβίωση διαφόρων επεισοδίων στη μεταγενέστερη έως και τη σύγχρονη λογοτεχνία.
Μια πρωτοτυπία του Αχιλλέα Τάτιου είναι ότι, εκτός από μια πολύ σύντομη εισαγωγή, θέτει ως αποκλειστικό αφηγητή τον πρωταγωνιστή του, Κλειτοφώντα. Πέρα από λίγες νύξεις, όμως, ο Κλειτοφών αφηγείται σαν να μην γνωρίζει τη συνέχεια και την εξέλιξη της ιστορίας, προκαλώντας τον ακροατή να συμμεριστεί την αγωνία του, ακριβώς όπως την ένιωθε κατά τη διάρκεια που βίωνε τα γεγονότα. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του έργου αυτού, ωστόσο, έγκειται στη βαθιά ειρωνεία που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Η περιπαικτική χρήση των καθιερωμένων θεμάτων του μυθιστορήματος το καθιστά σχεδόν μια παρωδία. Η πρωταγωνίστρια Λευκίππη, για παράδειγμα, «πεθαίνει» ούτε λίγο ούτε πολύ τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ιστορίας, με αποτέλεσμα την τελευταία φορά ο απελπισμένος Κλειτοφών να παρηγορείται από έναν φίλο του με τη λογική ότι η Λευκίππη, κατά τη συνήθειά της, είναι αναμενόμενο να «αναστηθεί» και τρίτη φορά. Οι δύο νέοι εμφανίζονται πιο απελευθερωμένοι στο θέμα του έρωτα. Ο Κλειτοφών συζητά με τους φίλους του γύρω από την προτίμηση του ετεροφυλοφιλικού ή του ομοφυλοφιλικού έρωτα και η Λευκίππη αποφασίζει να ενδώσει και σαρκικά στον αγαπημένο της, αλλά εμποδίζεται από την εμφάνιση της μητέρας της. Τελικά, βέβαια, η αγνότητά της διαφυλάσσεται μέχρι το γάμο, σύμφωνα με τις εντολές θεϊκών ονείρων. Σε αρκετά σημεία το έργο περιλαμβάνει εκτενείς περιγραφές, όπως γύρω από τα αξιοπερίεργα φαινόμενα και ζώα της Αιγύπτου, ενώ η σύνδεση των επεισοδίων είναι συχνά αρκετά χαλαρή.
Το έργο του Ηλιόδωρου είναι το πιο θρησκευτικό και το πιο σύνθετο αφηγηματικά, όπως και το μεγαλύτερο σε έκταση. Αρχίζει στη μέση της πλοκής (in medias res), στα πρότυπα του έπους, και η αφήγηση παρελθόντος-παρόντος περιπλέκεται ασταμάτητα, καθώς οι αφηγητές εναλλάσσονται, διακόπτονται ή και ψεύδονται, ενώ παρεμβάλλεται πλήθος διεξοδικών περιγραφών, που όχι μόνο δεν εξελίσσουν την πλοκή, αλλά συχνά την καθυστερούν. Οι πρωταγωνιστές είναι εξίσου αγνοί και άπειροι στον έρωτα και βασισμένοι στα εξιδανικευτικά στερεότυπα, παρότι –όπως και στον Χαρίτωνα– η προσωπικότητα της κοπέλας διαγράφεται πιο δυναμικά από ό,τι του νέου. Συναντιούνται και ερωτεύονται στους Δελφούς, όπου βρίσκονται ως ιερείς του Απόλλωνα και της Άρτεμης αντίστοιχα και, με τη βοήθεια ενός Αιγύπτιου ιερέα, καταλήγουν στην Αιθιοπία, την πραγματική πατρίδα της κοπέλας, όπου πρόκειται να θυσιαστούν στο θεό Ήλιο. Μετά από μια θρησκευτική τελετή αγνότητας την οποία οι δύο νέοι περνούν επιτυχώς, το βασιλικό ζεύγος αναγνωρίζει την κοπέλα ως τη χαμένη κόρη του, καταργεί τις ανθρωποθυσίες και παντρεύει τους δύο νέους, που στέφονται ιερείς του Ήλιου και της Σελήνης. Η θρησκευτικότητα, επομένως, αποτελεί τον βασικό οργανωτικό πυρήνα του έργου αυτού.
Το έργο του Λόγγου είναι πιθανώς το πιο γνωστό σήμερα. Το Δάφνις και Χλόη έχει διαβαστεί πολύ περισσότερο στη σύγχρονη εποχή κι έχει εμπνεύσει πάρα πολλούς Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Αξίζει να αναφερθεί ότι έγινε ελληνική ταινία το 1931 από τον Ορέστη Λάσκο. Σήμερα συνεχίζει να γνωρίζει θεατρικά αλλά και χορευτικά ανεβάσματα, συχνά εμπνευσμένα από την ομώνυμη μουσική του Μωρίς Ραβέλ. Γνωστοί είναι, επίσης, και οι σχετικοί πίνακες του Μαρκ Σαγκάλ. Είναι το πιο διαφορετικό από τα πέντε έργα για αρκετούς λόγους. Οι πρωταγωνιστές είναι ευγενείς, αλλά δεν το γνωρίζουν. Έχουν εγκαταλειφθεί ως έκθετα βρέφη κι έχουν ανατραφεί από βοσκούς. Το σκηνικό είναι η φύση της Λέσβου και δεν υπάρχει ταξίδι, εκτός από την εσωτερική πορεία προς την ωρίμανση και την κατανόηση του έρωτα, που αποτελεί και το κυρίως θέμα του έργου. Τα γεγονότα παρουσιάζονται στο πλαίσιο της παντοδυναμίας της φύσης, στα πρότυπα του ποιμενικού ειδυλλίου και είναι χαριτωμένα, αλλά στυλιζαρισμένα. Ο Δάφνις και η Χλόη είναι αγνοί και αφελείς σε τέτοιο βαθμό, ώστε προκαλούν θυμηδία.
Το αρχαιοελληνικό μυθιστόρημα - απόσπασμα από άρθρο της Κλεοπάτρας Κυρτάτα
alexiptoto.net
Δημοσίευση σχολίου