Πέμπτη, Μαΐου 20, 2010

Νο 690

Paul Cadmus (ΗΠΑ)

Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από πνιγμένους ήχους. Το προδοτικό φως στην τουαλέτα του πάρκου έμενε πάντα αναμμένο και φώτιζε αυτό που συνέβαινε ακόμα και για εκείνους που δεν έπρεπε να το δουν, για εκείνους που αντιμετώπιζαν την παράξενη δραστηριότητα γύρω από την τουαλέτα με την υπεροψία της κοινής αντίληψης ή με εκείνη την υπηρεσιακή περιέργεια που έδειχνε η αστυνομία, όταν έβγαινε σε άτακτα διαστήματα για να κάνει μπλόκο και κάθε φορά συνελάμβανε κάποιους ηλικιωμένους άντρες, που ύστερα από λίγες ώρες τους άφηνε πάλι ελεύθερους. Συχνά ήταν ανάμεσα τους και τρομαγμένοι οικογενειάρχες. (…)
Εκείνη τη στιγμή κάποιος τον άρπαξε και τον τράβηξε προς τα πίσω. Ένιωσε το σιδερένιο σφίξιμο ενός μπράτσου στο λαρύγγι του κι έχασε την ισορροπία του. Η ατσάλινη λαβή τού έκοψε το αίμα και την ανάσα. Ένα πυκνό, άχρωμο παραπέτασμα έπεσε αμέσως μετά και ο Ερνέστ έχασε τις αισθήσεις του, πρόλαβε μόνο να ακούσει δυο λέξεις που του είχαν ψιθυρίσει στο αυτί: «Πούστη, γαμιόλη!»
Όταν συνήλθε, ήταν πεσμένος στο έδαφος, δεν απόρησε, προσπάθησε να ανασάνει, ήταν πεσμένος ανάσκελα, άκουσε το λαχάνιασμά του, την ίδια του την πνιχτή αναπνοή, τότε τον χτύπησαν με ένα βαρύ αντικείμενο, πρώτα στο στήθος, ύστερα στο στομάχι, με κάτι σαν κλομπ. Διπλώθηκε στα δύο, και μόλις γύρισε στο πλάι, δέχτηκε κι αποκεί μια κλοτσιά, ήταν λοιπόν περισσότεροι. Άκουσε ξεφωνητά εκεί κοντά, μετά σιωπή, δεν ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή άσχετων περαστικών, δεν ήθελαν να κινητοποιηθεί η αστυνομία, όλοι φοβόντουσαν. Ο Ερνέστ δεν ήταν ο μόνος τον οποίο είχαν διαλέξει για τη νυχτερινή διασκέδασή τους, δυο ή τρεις άλλοι δεν είχαν προλάβει να το βάλουν έγκαιρα στα πόδια. Οι τραμπούκοι ήταν περισσότεροι, τουλάχιστον τρεις, μόνοι δεν έρχονταν ποτέ, πάντα ήταν οπλισμένοι με κάποια αντικείμενα.
Αυτό που πάντα φοβόταν είχε συμβεί, τον είχαν αιφνιδιάσει, τώρα ήταν γεγονός, θα τον χτυπούσαν ώσπου να πάψει να κινείται.

Αλέν Κλοντ Ζούλτσερ: Ένας τέλειος σερβιτόρος (Μεταίχμιο)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1966 ο Ερνέστ έλαβε προς μεγάλη του έκπληξη ένα γράμμα από τη Νέα Υόρκη. Αλλά δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να συμμεριστεί τα συναισθήματά του. Ο Ερνέστ ήταν μόνος, δεν υπήρχε κανείς στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευτεί πόσο μεγάλη ήταν η κατάπληξη και πόσο ασυγκράτητη η χαρά του που είχε νέα από τον φίλο του, από τον Γιάκομπ, με τον οποίο είχε χάσει κάθε επαφή από το 1936. Η πιο βαθιά επιθυμία του Ερνέστ, να γυρίσει μια μέρα ο Γιάκομπ από εκεί όπου είχε πάει πριν από τριάντα χρόνια, δεν είχε εκπληρωθεί ποτέ. Τώρα βρισκόταν μπροστά στο γραμματοκιβώτιο και κρατούσε στο χέρι του το γράμμα του Γιάκομπ. Το γύρισε από τη μια, το γύρισε από την άλλη, εξέτασε το γραμματόσημο πολύ σχολαστικά, σαν να ήθελε να εντυπωθεί στο μυαλό του ο αριθμός των γραμμών της σφραγίδας που το ακύρωναν, ώσπου να το βάλει επιτέλους στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του.
Ο Ερνέστ λάμβανε γράμματα πολύ σπάνια. Το ότι του είχε γράψει ο Γιάκομπ, ο Γιάκομπ, που δεν τον είχε ξαναδεί, αλλά δεν τον είχε ξεχάσει, ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις πιο τολμηρές του ελπίδες μέσα σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια. Ο Γιάκομπ δεν ήταν νεκρός, όπως το φοβόταν μερικές φορές, ο Γιάκομπ ήταν ζωντανός, ο Γιάκομπ ζούσε στην Αμερική, ο Γιάκομπ είχε γράψει.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Ερνέστ δεν είχε περάσει ούτε μία ημέρα χωρίς να σκεφτεί τον Γιάκομπ. Μπορεί να μην είχε καμία επαφή μαζί του, αλλά ποτέ δεν τον είχε διαγράψει από τη μνήμη του. Το παρελθόν ήταν κλεισμένο στη μακρινή ανάμνηση του Γιάκομπ όπως σε ένα σκοτεινό ντουλάπι. Το παρελθόν ήταν πολύτιμο γι’ αυτόν, αλλά το ντουλάπι δεν το άνοιγε ποτέ.

Αλέν Κλοντ Ζούλτσερ: Ένας τέλειος σερβιτόρος (Μεταίχμιο, 2010)