Η ΑΛΛΗ
Σκότωσα μία μέσα μου:
δεν την αγαπούσα
Ήταν το φλογάτο άνθος
του βουνίσιου κάκτου’
ήταν η φωτιά και η ξηρασία’
και ποτέ δεν δροσιζόταν.
Ουρανό και πέτρα είχε
στα ποδάρια της και στην πλάτη
και ποτέ της δεν κατέβαινε
να βρει «μάτια του νερού».
Όπου ξεκουραζόταν,
τα χορτάρια μαραίνονταν
από την αναπνοή της
κι απ’ τη θέρμη του προσώπου της.
Σαν σε γρήγορα ρετσίνια
σκλήραινε η ομιλία της,
για να μην πέσει σαν ωραίο
κυνήγι αμολημένο.
Δεν ήξερε να λυγίσει
το βουνίσιο σύθαμνο,
και στο δικό της πλευρό
εγώ λύγιζα…
Την άφησα να πεθάνει,
κλέβοντάς της τα σωθικά μου.
Τέλειωσε σαν την αετίνα
που δεν είχε τι να φάει.
Ησύχασε το φτερούγισμα,
διπλώθηκε, χαλαρή,
κι έπεσε στο χέρι μου
η σβησμένη σπίθα της…
Αυτή ακόμα οι αδελφές της
μου την κλαίνε με λυγμούς,
και οι πήλινες φωτιές
σαν περνάω με πληγώνουν.
Όταν διαβαίνω εγώ τους λέω:
-ψάξτε μες στα φαράγγια
Και φτιάξτε με πηλό
μια άλλη φλογισμένη αετίνα.
Αν δεν μπορέσετε, τότε,
αχ! να την ξεχάσετε.
Εγώ την σκότωσα. Εσείς
σκοτώστε την πάλι!
Gabriela Mistral / ΧιλήGabriela Mistral. Τα καλύτερα ποιήματά της (Εκάτη)
Μετάφραση: Ρήγας Καπάτος
2 σχόλια:
ΗΡΘΑ ΑΠΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ
Ήρθα από σκοτεινή πατρίδα και ξεκάθαρο αφέντη
χωρίς να το γνωρίζω ή, γνωρίζοντάς το μόλις ασαφώς,
χωρίς να διαλέξω πεδιάδα ή εργασία
και ήρθα τυφλή και σαν τυφλή πηγαίνω κι έρχομαι.
Ποιος να μου δώσει αιτία γιατί πηγαίνω
όλο ένα γύρω από λιβάδια και αγκαθότοπους!
Γιατί μου μιλάν σε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω
και μόνο μια φορά σ’ εκείνη που μου δώσανε;
Γιατί μου δίνουν ονόματα που δεν είναι δικά μου
και μοναχά στον ύπνο μού δίνουν αυτό που έχω;
Πρέπει να το ρωτήσω κι ας μη μου αποκραίνονται.
Μου δίνουν το ψωμί και ποτέ δεν μου απαντούν.
Μου δίνουν κρεβάτια, και μου λένε παραμύθια
για να με κάνουν να κοιμηθώ ή να ξυπνήσω.
Αλλά ό,τι μαθαίνω όταν εγώ ονειρεύομαι
παρότι είναι δικό μου εγώ το αρνιέμαι.
Ένα πυκνό μεθύσι μου έχει δώσει η Γη
αφότου άνοιξα τα μάτια και τη γνώρισα,
ήταν μια κατανόηση των μαγικών της λέξεων,
«ωκεανοί», «βουνά», «πευκιάδες».
Αλλά στο σφύριγμα ενός παιδιού που με καλεί
ή στη φωνή του αδελφού εγώ τρέχω, προστρέχω
και χάνω τον αγγελικό κορμό από μούσκλια
που είχα, ή την αλμυρή άμμο όπου
χωρίς θυμητικό, ήμουν ευτυχισμένη.
Η ΞΕΝΗ
Στην Francis de Miomandre
«Μιλάει με το ξαμόλημα βάρβαρων θαλασσών,
κι εγώ δεν ξέρω με τι αμμουδιές και με τι φύκια’
προσεύχεται μια προσευχή σε θεό δίχως όγκο ή βάρος,
γηρασμένη σα να βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου.
Στο δικό της κήπο, που έγινε για μας ξένος,
φύτεψε κάκτους και αγκαθωτά χορτάρια.
Ζωογονείται απ’ την ανάσα της ερήμου
και αγάπησε με πάθος ό,τι ασπρίζει,
που δεν το ιστορεί αλλά αν το ιστορούσε
θα ήταν σαν το χάρτη ενός άλλου άστρου.
Θα ζήσει ανάμεσά μας για ογδόντα χρόνια,
αλλά πάντοτε θα είναι σα να φτάνει,
μιλώντας μια λαχανιαστή γλώσσα που κλαίει
και την καταλαβαίνουν μόνο τα ζωάκια.
Και θα πεθάνει τελικά ανάμεσά μας,
μια νύχτα που θα υποφέρει περισσότερο,
από ένα θάνατο σιωπηλό και ξένο
και με το πεπρωμένο της μόνο για προσκεφάλι».
Gabriela Mistral / Χιλή
Gabriela Mistral. Τα καλύτερα ποιήματά της (Εκάτη, 2008)
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
ΑΠΟΥΣΙΑ
Φεύγει από σε το σώμα μου σταγόνα τη σταγόνα.
Το πρόσωπό μου φεύγει σ’ έναν κουφό καμβά’
φεύγουν τα δυο μου χέρια σ’ ένα τρελό φευγιό’
και φεύγουνε τα πόδια μου σε δυο χρόνους σκόνης.
Φεύγουν από σένα όλα, φεύγουν από μας όλα!
(…)
Φεύγω από σένα με τις δικές σου όμοιες ανάσες:
σαν υγρασία από το σώμα σου εξαερώνομαι.
Φεύγω από σένα με τον ύπνο και τον ξύπνο,
Και στην πιο πιστή θύμησή σου σβήνομαι.
(…)
Θα ήμουν τα σωθικά σου, και θα φλεγόμουνα
σε πορείες δικές σου που ποτέ πια δεν ακούω,
και στο πάθος σου που βροντοκυλάει στη νύχτα
όπως η τρέλα μοναχικών θαλασσών.
Τα χάνουμε όλα, τα χάνουμε όλα!
Gabriela Mistral / Χιλή
Gabriela Mistral. Τα καλύτερα ποιήματά της (Εκάτη, 2008)
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
Δημοσίευση σχολίου