Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2005

Νο 66

Ομολογώ ειλικρινώς ότι τίποτε δεν είναι περισσότερον για τα πανηγύρια από τον ποιητήν τούτον και τους πανηγυριστάς του. Ιδού τι γράφει επί λέξει περί αυτού η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα (φιλολογικόν ψευδώνυμον) η οποία τον εγνώρισεν εκ του πλησίον : « Ο Ξεβάφης είναι όλως διόλου διότροπο πλάσμα. Πίνει ούζο σε τριανταφυλλιά ποτηράκια, περπατάει με τα δυο του πόδια, παίρνει μεζέ με το πηρούνι του και κοιμάται όρθιος. Έχει μια καταπληκτική πρωτοτυπία σε όλα του. Είναι με δυο λόγια μεγάλος... Μα πιο πολύ απ' όλα μάς συγκινεί ο άνθρωπος, τα ποτηράκια του, τα παπούτσια του, οι τιράντες του και ιδίως τα γιλέκα του, που δείχνουν όλη τη λεπτότητα της ευγενικιάς του ψυχής». Ακόμη όμως πανηγυρικότερος είναι ο κ. Κουκουβαγιάνος, αμερόληπτος κριτικός και ιδιαίτερος υπάλληλος του ποιητού, ο οποίος μας λέγει τα ακόλουθα : «Ο Ξεβάφης είναι μεγάλος, μα το σταυρό, σ' ό,τι έχω ιερό, να μην προφτάσω να κάνω Λαμπρή, σας λέω: Βούϊξε η αραπιά με το ταλέντο του». Κατόπιν όλων αυτών δεν έχω παρά να παραθέσω, προς συμπλήρωσιν του πανηγυρισμού, το αριστούργημα του ποιητή :

Ήτο η ώρα μια και μισή'
αν ήτο και δυο δεν θα ορίσω,
Το ρολόι μου πάει πάντα πίσω,
επίναμε δε κυπραίικο κρασι
όταν εβγήκα έξω με κελεμπία
και ζητούσα κάποιον με πολλήν βια
επάνω στα μετάξια και στα λούσα.
Όταν τον βρήκα τούπα τι εζητούσα
και ήτο μια όασις εις ερημίαν
τόσο γλυκειά να κάμω γνωριμίαν.
Σπ. Μελάς
.
Μ. Περάνθης : Ο Αμαρτωλός (Εστία)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Οι αρνητικές και εμπαθείς κριτικές της εποχής, οι λίβελλοι, οι λοιδορίες και τα σατιρικά στιχάκια δεν ήταν αρκετά για τους επικριτές του Καβάφη. Κάποιοι προχώρησαν έως την διακωμώδηση των ποιημάτων του. H προσπάθεια τους να τον απομυθοποιήσουν δεν φανέρωνε παρά μόνον την μικρόνοια και την μικροψυχία τους. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν εμπόδισε την διάδοση και εξάπλωση του έργου του και καμμία από τις κακές κριτικές δεν έβλαψε την φήμη του.

«Κανένας ίσως έλληνας ποιητής δεν υπήρξε τόσο καλός κριτικός αναγνώστης του έργου του όσο ο Καβάφης» γράφει ο Νάσος Βαγενάς. Και συνεχίζει: «Η φράση "ο Καβάφης είναι ποιητής του μέλλοντος", την οποία διοχέτευε εντέχνως στο ευρύτερο κοινό μέσω του στενού περιβάλλοντος των θαυμαστών του, υπαγορευόταν, είναι φανερό, λιγότερο από ματαιοδοξία και περισσότερο από την επίγνωση ότι θα ερχόταν μια εποχή που η ασύμβατη με τα ποιητικά δεδομένα του καιρού του ποίησή του θα επιβαλλόταν ως μεγάλη ποίηση, όχι μόνο μέσα στο περιορισμένο νεοελληνικό πλαίσιο.
[...]
Αυτά σκέφτεται κανείς όταν παρατηρεί το μέγεθος της διεθνούς απήχησης του Καβάφη σήμερα. Βιβλία για την ποίησή του τυπώνονται σε διάφορες γλώσσες· διεθνή συνέδρια διοργανώνονται σε διάφορες χώρες· μελέτες με τίτλους όπως "Ωντεν και Καβάφης", "Ουνγκαρέττι και Καβάφης", "Πλάτεν και Καβάφης" δημοσιεύονται σε διεθνή περιοδικά· τα ποιήματά του παρέχουν το θεματικό υλικό σε έργα μειζόνων ζωγράφων και μουσουργών· διδάσκονται σε τμήματα όχι μόνο νεοελληνικών σπουδών αλλά και συγκριτικής φιλολογίας των ξένων πανεπιστημίων...»

Ανώνυμος είπε...

Από ΤΟ ΒΗΜΑ, 28/2/1999

[…] Όπως φαίνεται, ο Κ. Π. Καβάφης είναι ο πλέον παρωδούμενος ποιητής μας. Και μάλιστα, όχι κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά στη διάρκεια κοντά ενός αιώνα. Στην εποχή του, γιατί ερέθιζε ως προσωπικότητα και ξένιζε ως ποιητής τόσο τους αιγυπτιώτες συντοπίτες του όσο και τους αθηναίους ομοτέχνους. Αλλά και μακροχρόνια, αφού οι τρόποι του καβαφικού ποιήματος αποδείχτηκαν ιδιαζόντως πρόσφοροι για σκωπτικά στιχουργήματα.
[…]
Την πρώτη περίοδο οι παρωδοί στοχεύουν στον ίδιο τον Καβάφη και στο ιδιότυπο της ποίησής του. Οι περισσότεροι καλύπτονται με ψευδώνυμα, που παραμένουν ως επί το πλείστον αταύτιστα. Αφανείς στιχουργοί, όπως και τα βραχύβια σατιρικά έντυπα της Αλεξάνδρειας που κατά κανόνα τους φιλοξενούν. Ωστόσο ο πρώτος αλεξανδρινός παρωδός είναι ο Τίμος Μαλάνος, που το 1917 είναι ακόμη εχθρός της καβαφικής ποίησης. Ενώ στην Αθήνα τον χορό ανοίγει ένα χρόνο αργότερα ο Φορτούνιο, γνωστό προσωπείο του Σπύρου Μελά. Ακολουθεί δριμύτερος ο Φώτος Πολίτης που παρομοιάζει τον Καβάφη με τον εξ Αμοργού ποιητή Γεώργιο Εξαρχόπουλο Ματθαίου, «αυθεντικό τρελό και περιλάλητο στη φιλολογική πιάτσα».
Από τους πρώτους που ξεσπαθώνουν στην Αθήνα, ο Νίκος Καρβούνης. Το 1925 αρκείται στους ανάλαφρους τόνους της παρωδίας, μία δεκαετία αργότερα θα συνοψίσει εκ μέρους της Αριστεράς, στους «Νέους Πρωτοπόρους», την επίσημη καταδίκη της καβαφικής ποίησης. Υπάρχουν και άλλοι αθηναίοι σατιριστές, λιγότερο γνωστοί. Ωστόσο οι περισσότερες παρωδίες οφείλονται στον Πολ Νορ, ψευδώνυμο του γνωστού στον Μεσοπόλεμο ευθυμογράφου Νίκου Νικολαΐδη. Κυρίως σατιρίζει από τις στήλες της «Βραδυνής», εκδίδει όμως και τη δική του σατιρική εφημερίδα, την «Παπαρούνα». Οι παρωδίες του σταματούν όταν μεταναστεύει στην Αμερική, τέλη της δεκαετίας του '30. Κατά κανόνα οι αθηναϊκές παρωδίες αποτελούν την κορύφωση σχετικού άρθρου που αντιμάχεται τον Καβάφη διακωμωδώντας.
Την ίδια εποχή στην Αλεξάνδρεια, πέραν του Μαλάνου και των ψευδώνυμων, συναντούμε ορισμένους επιφανείς. Οπως ο δημοτικιστής Κωνσταντίνος Δέλτας, νεότερος ετεροθαλής αδελφός του Στέφανου Δέλτα και κουνιάδος της Πηνελόπης, ο αδελφός του Λέοντα Κουκούλα, ηθοποιός Νίκος Γριμάλδης, ο θεατρικός συγγραφέας Χαρ. Κασφίκης κ.ά. Ωστόσο σε αυτή την πρώτη περίοδο ανάμεσα στους παρωδούς του Καβάφη ένας μόνο είναι ποιητής κάποιου αναστήματος: 21 παρωδίες, δημοσιευμένες από το 1927 ως και το 1944, ανήκουν στον Πέτρο Μάγνη, ψευδώνυμο του Κ. Γ. Κωνσταντινίδη από τη Ζαγορά του Πηλίου.
Το 1903, εικοσιτριετής ο Μάγνης, με σπουδές στην Αθήνα, ήδη ποιητής και δημοτικιστής, μεταναστεύει στην Αλεξάνδρεια, «όχι για να θησαυρίσει, όσο για να μη λιμοκτονήσει α λα Μαρτζώκη και Παπαδιαμάντη». Ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς θα ευδοκιμήσει ως ένας ιδιαίτερα δραστήριος λόγιος. Πολλοί, μεταξύ αυτών ο Στρ. Τσίρκας και ο Γ. Π. Σαββίδης, του αποδίδουν τον πρώτο αντικαβαφικό «λίβελο», που δημοσιεύτηκε με την υπογραφή Ροβέρτος Κάμπος. Μάλλον όμως πρόκειται για μια ψευδωνυμία που παραμένει γρίφος για τους μελετητές. Κατά μία εκτίμηση, ο Μάγνης διασώζεται ως ποιητής ακριβώς με τις καβαφικές σάτιρες, τις οποίες και συγκεντρώνει το 1933 στη συλλογή «Αρχιλόχεια».

[...] Στόχος δεν είναι πλέον ο ποιητής αλλά η ελληνική επικαιρότητα, κοινωνική, πολιτική, κατ' εξαίρεσιν και λογοτεχνική. Οπως φαίνεται, ορισμένες δήθεν αδυναμίες της καβαφικής ποίησης, που οι επικριτές της κατά καιρούς έχουν εντοπίσει, δίνουν ένα ευχερές καλούπι για μια σατιρική διαστροφή του λόγου. Για παράδειγμα, ο επιγραμματικός χαρακτήρας, η εκζήτηση της έκφρασης και η ιστορικότητα εξασφαλίζουν το αμέσως αναγνωρίσιμο που ζητεί η παρωδία. Ενώ το άλλο σκέλος, την κωμική διαστρέβλωση, διευκολύνουν η ρίμα, με την ομοιολεξία παρά την ομοιοκαταληξία, και η γλώσσα, επίπλαστα δημοσιογραφική. Αλλωστε εκείνο το σατιρικό επίγραμμα του «Νουμά» ισχυριζόταν πως ο Καβάφης γράφει «αποιήματα». Και μάλιστα, κατά τον Μήτσο Παπανικολάου, ο ποιητής απευθύνεται σε διανοούμενους, μονομερείς και ανίκανους να δεχθούν οτιδήποτε υψηλόν. Καλή ώρα σαν τους αναγνώστες των μεταπολεμικών σατιρογράφων.
Ισως για όλους αυτούς τους προφανείς λόγους ορισμένες γνωστές γραφίδες μάς έχουν δώσει χαριέστατες παρωδίες. Δημοσιογράφοι όπως ο Φρέντυ Γερμανός και ο Κώστας Βούλγαρης, επί σειρά ετών «ο παρατηρητής» της «Καθημερινής». Φιλόλογοι όπως η Τζίνα Πολίτη ή ο Μ. Ζ. Κοπιδάκης. Επίσης, συγγραφείς, σατιριστές και μη. Αναμεταξύ τους πάλι ένας ποιητής είναι αυτός που συγκεντρώνει τις περισσότερες παρωδίες, ολόκληρη ποιητική συλλογή· ο Μίμης Σουλιώτης, ψευδωνύμως Κ. Φ. Φαβάκης.
...
~~~~~~~~~~~~

Το άρθρο έγραψε η Μάρη Θεοδοσοπούλου, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Δημήτρη Δασκαλόπουλου “Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων 1917-1997” (Eκδ. Πατάκης, 1998)