Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 3

Ένιωθε το στόμα του ξερό απ' τα πολλά τσιγάρα όταν είδε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Το πρόσωπο του οδηγού δεν χρειάστηκε να το φωτίσει καύτρα. Όπως ήταν το τζάμι κατεβασμένο, ο Άλκης πρόσεξε την όμορφη όψη με την ταπεινή αντανάκλαση που χάριζαν τα φώτα του μαντρότοιχου του «Κρόνου». Ο άγνωστος του χαμογέλασε, αλλά ο Άλκης ούτε καν σάλεψε. Έστρεψε μόνο το κεφάλι προς το Λιμανάκι με τις άδειες ψαρόβαρκες (το τζουκ μποξ της ταβέρνας «Ο Διαμαντής» έπαιζε θρηνητικά «Η πιο μεγάλη ώρα» του Άκη Πάνου, ενώ, την ίδια στιγμή, εντελώς ανέλπιστα, οι θαμώνες ξέσπασαν σε κοροϊδευτικά γέλια και παλαμάκια) και αποκεί το βλέμμα του, στυλωμένο για λίγο στο Τελωνείο και στη Χημική Υπηρεσία, συνέχισε το διάβα του προς το κεντρικό λιμάνι, για να χαθεί πέρα μακριά, στο σκοτεινό όγκο του όρους Πατέρας και να σταθεί για λίγο στο φωτισμένο ραντάρ της κορυφής. Με ενστικτώδη κίνηση πέταξε το μισοτελειωμένο του τσιγάρο κι ύστερα πήρε να βαδίζει με τα χέρια στις τσέπες στο πεζοδρόμιο.
Ο οδηγός, αφού ανοίχτηκε αρκετά μακριά, δοκίμασε, παίρνοντας επιτόπια στροφή, να ξαναπεράσει από μπροστά του έχοντας την καμπίνα φωτισμένη. Γέρνοντας το κεφάλι του ελαφρά, τον χαιρέτησε με τρυφερότητα. Στο τέλος, χαμογελώντας, του έγνεψε με τα μάτια. Μαλλιά σγουρά και πυκνά, φρύδια σμιχτά, μάτια που νόμιζες πως θα κυλούσαν, έτσι υγρά, από τις κόγχες, ενώ τα χείλη λεπτά. Ο λαιμός πρόβαλε ψηλός μέσα απ' τον λευκό γιακά και στη ρίζα του το τρίχωμα ήταν πυκνό. Ο Άλκης, θέλοντας ν' απαθανατίσει τη σκηνή, έκλεισε με συγκατάβαση τα μάτια. Η επόμενη κίνηση ήταν ν' ανοίξει ο άγνωστος την πόρτα. Ο Άλκης στάθηκε και τον κοίταζε μαγεμένος. Τον είδε που ρουφούσε τον καπνό του τσιγάρου με μανία. Ποιο να 'ταν αυτό το πρόσωπο; Ο άγνωστος ωστόσο, σκύβοντας στ’ ανοιχτό τζάμι, τον κάλεσε να μπει. Ο Άλκης ούτε που σάλεψε. Έστεκε εκεί μαγνητισμένος, μέχρι που ο άντρας άραξε πιο πέρα το αυτοκίνητο και βγήκε.

Γεράσιμος Δενδρινός : Άλκης (Μεταίχμιο)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τραγουδιστής πολλά εύμορφος νέον εύμορφον ερωτεύθη...

Kριτική του Παναγιώτη Ευαγγελίδη

Ο Άλκης είναι η λιτανεία μιας αδιέξοδης ερωτικής συνάντησης με φόντο την Ελλάδα του σήμερα, που όμως μας πηγαίνει πολύ πίσω στην ιστορία της απελευθέρωσης της ερωτικής επιθυμίας, ενώ ένα «παλιό» δημοτικό τραγούδι με την καθαρή του ποίηση είναι σαν να αγνοεί ακόμη και την ύπαρξη σεξουαλικών απαγορευμένων.


Ο Άλκης είναι η ιστορία μιας συνάντησης που ενώ έχει τις προδιαγραφές μιας ευτυχισμένης συνέχειας, είναι εξ αρχής καταδικασμένη από την ίδια τη στάση και τη θέση των πρωταγωνιστών της.

Ο Άλκης, νεαρός καθηγητής μαθηματικών, γνωρίζεται με τον Ηλία και κάνουν έρωτα ένα καλοκαιρινό βράδυ σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, κάπου στο Θριάσιο Πεδίο. Ο Ηλίας θέλει μια συνέχεια στην γνωριμία τους, ο Άλκης όμως φεύγει χωρίς να δώσει κάποια υπόσχεση και προσπαθεί να αντισταθεί στην έλξη του, για να ξανασυναντήσει λίγο αργότερα τον άνθρωπο της βραδιάς στο πρόσωπο του πατέρα ενός από τους μαθητές του.

Έχουμε εδώ όλα τα συστατικά μιας τυπικής γκέι ιστορίας σε ελληνικό έδαφος. Ο Άλκης, ευαίσθητος και εσωστρεφής πρωταγωνιστής, εραστής της ποίησης και της μοναξιάς που μέχρι το τέλος δεν θα καταφέρει να μάθει τι θέλει και να απλώσει το χέρι να το πάρει, αλλά θα αφήνεται έρμαιο των θολών ψυχικών του διαθέσεων και ενός έρωτα που στην καλύτερη περίπτωση έχει την μορφή μιας σωματικής υποταγής σε ένα παντοδύναμο ένστικτο. Η κατάκοιτη μάνα στην οποία ξαναγυρίζει κάθε φορά ύστερα από τα νυχτερινά ερωτικά του περιδιαβάσματα, τρέχοντας σχεδόν, με ένα μίγμα αφοσίωσης και αποστροφής, πιστός και ιδανικός εραστής της, δυστυχισμένος, αλλά πάντα στο πλάι της. Η Σοφία, η πρώην συνάδελφος και παρ' ολίγον ερωμένη του που πάντα τον θέλει και προσπαθεί να τον χειραγωγήσει, ο Ηλίας, τυπικός έλληνας μικροαστός, παντρεμένος με την Άννα. Το παιδί τους, ο Κλέαρχος, που θα γίνει το πιόνι ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και στην δυσκολία τους να προχωρήσουν πιο πέρα από μια σωματική συνεύρεση στα σκοτεινά που καταλήγει σε φυγή και αρχή καινούργιου κύκλου ενοχών και δυσκολίας ύπαρξης και επικοινωνίας.

Όλα γυρίζουν σε κύκλους, το μικρόψυχο αδιέξοδο των ηρώων σήμερα πια φαντάζει σχεδόν ακατανόητο. Σαν να επιβεβαιώνονται οι ρήσεις κάποιας παρωχημένης, αλλά πάντα ουσιαστικά κρατούσας, ψυχαναλυτικής αντίληψης ότι δεν μπορεί να υπάρξει ομοφυλόφιλος που να τα έχει καλά με τον εαυτό του και να μπορεί να γίνει ευτυχισμένος όπως είναι. Καμία ανατροπή δεν προσφέρεται εδώ, καμία ανάλυση ή υπέρβαση. Η ιστορία θα μείνει μετέωρη, τα πρόσωπα δεν θα δουν από πουθενά ακτίνα φωτός, στο τέλος η σύζυγος θα έρθει σε επαφή με τον εραστή και απλά θα αναμασήσουν μαζί τις εκατέρωθεν δυστυχίες. Ούτε καν η δύσμοιρη μητέρα θα υποψιαστεί την θυσία του απολωλότος της, ώστε να πάρει κάποια, έστω και διεστραμμένη, ικανοποίηση.

Αν ένας άνθρωπος μελλοντικών εποχών διαβάσει αυτό το αφήγημα θα ανατριχιάσει από θλίψη μπροστά στα ακατανόητα βάσανα των ηρώων και θα αναρωτηθεί, με το δίκιο του, πάνω στην εν λόγω περίεργη αρρώστια με αυτά τα τρομερά σύνθετα και παράλογα συμπτώματα. Θα απορήσει για το πώς μια εκατέρωθεν δυνατή ερωτική έλξη γεννάει αγωνία και κατάθλιψη, πώς μια ευτυχισμένη συνάντηση κορμιών οδηγεί σε φυγή και φέρνει απόγνωση.

Πενθούμε τον παράδεισο αφού τον έχουμε ζήσει και χάσει, όχι όταν μας προσφέρεται και εμείς τον αρνιόμαστε πεισματικά. Η εποχή είναι προ πολλού πλέον ώριμη για μια αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας όχι πλέον σαν κάποιο ταμπού που πρέπει να ξεπεραστεί, όχι σαν κάποιο δράμα σκοτεινό και απαγορευμένο, αλλά σαν μια έκφραση ερωτικής επιθυμίας και πραγμάτωσης που έχει ίσες πιθανότητες ευτυχίας και ομορφιάς όπως κάθε άλλη. Και όχι πια με τον τόνο της απολογίας αλλά μ' εκείνον ενός ελεύθερου πνεύματος που δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν.

Ένας συγγραφέας έχει το δικαίωμα να εκφράσει αυτό που επιλέγει και τον καίει. Όταν όμως το μυθιστόρημά του κλείνεται κι αυτό σαν γραφή και δομή, συντροφιά με τους ήρωές του, σε έναν κόσμο ζοφερό και αδιέξοδο και καταλήγει να γίνει μια μονοδιάστατη καταγραφή ενός κουραστικού κύκλου νεύρωσης, αναρωτιέμαι γιατί να προστίθεται στον τεράστιο όγκο συναφών προσπαθειών έκφρασης μιας εσωτερικής ομίχλης και οδύνης που δεν απελευθερώνει ούτε καν τον ίδιο τον γράφοντα, και αυτό όχι βέβαια σε προσωπικό επίπεδο, αλλά σε αυτό μιας δημιουργίας που θα μπορούσε να φωτίσει με τη λάμψη της και άλλες σκοτεινές και χωρίς πυξίδα ζωές.

(από το περιοδικό 10%)

Ανώνυμος είπε...

Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε στον Πειραιά το 1955. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εκτός από τον "Άλκη", έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων "Ένα πακέτο άρωμα" (Κέδρος 1995) και τα μυθιστορήματα "Χαιρετίσματα από το νότο" (Οδυσσέας 1994), Απέραντες συνοικίες (Κέδρος 2001). Από τις εκδόσεις "Οδυσσέας" κυκλοφορεί και το βιβλίο του "Ματίας ντελ Ρίος, Τα ημερολόγια".
Στο βιβλίο του Γεράσιμου Δενδρινού "Χαιρετίσματα από το Νότο", βασίστηκε η ταινία του Δημήτρη Μακρή "Χαιρέτα μας τον πλάτανο", που διαγωνίστηκε στο περσινό (45ο) Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Στον "Άλκη" καταγράφεται «η σχέση δύο ανθρώπων, του Ηλία και του Άλκη, όπως προκύπτει ύστερα από τυχαία γνωριμία μιας νύχτας στην παραλία της Ελευσίνας, ενώ ανάμεσά τους παραπαίουν ένα παιδί, ο Κλέαρχος, και μια γυναίκα, η Άννα. Οι αναστολές, η σύγχυση και οι υπολογισμοί που τόσο ύπουλα χτίζει ο ασφυκτικός περίγυρος κακοφορμίζουν τα συναισθήματα. Με φόντο το Θριάσιο Πεδίο: Κομμένα βλέμματα, ανολοκλήρωτες φράσεις, ανασφάλεια, αγωνία, μουδιασμένα μέλη και αγγίγματα ερωτικά, όλ’ αυτά επιτείνουν την ένταση της ιστορίας, που ξετυλίγεται κινηματογραφικά μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.»