Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 30

Εκείνο το πρωί το τρένο είχε καθυστέρηση. Ευτυχώς αυτός ήταν άκρη-άκρη στην αποβάθρα και θα έμπαινε πρώτος. Θα έμπαινε οπωσδήποτε. Το τρένο φυσικά ήρθε ασφυκτικά γεμάτο. Όταν η πόρτα σταμάτησε ακριβώς μπροστά του, τον είδε κολλημένο πίσω από το τζάμι σαν ακριβό ομοίωμα του ιδανικού ανθρώπου της εποχής μας, σε κάποιο μουσείο μετά από χιλιάδες χρόνια, με φόβο να μην ανοίξει ποτέ η γυάλα και τυχόν χαλάσει. Άνοιξε. Δεν μπορούσε να μπει, μόνο να κολλήσει επάνω του κι αν χωρέσει στην αγκαλιά του στριμώχνοντας τον λίγο για να κλείσει η πόρτα, τότε το τρένο θα έφευγε. Αυτό έκανε. Δεν πίστευε στην αφή του. Όμως πια ό,τι και να έλεγε, θα ήταν ασήμαντο μπροστά σ' αυτή την αναπάντεχη μα αποκαλυπτική επαφή. Είδε και λίγο τα αδιάφορα μάτια του, άνοιξε τα χείλια να καταπιεί την εκπνοή εκείνου, σήκωσε το κεφάλι, είδε το σήμα κινδύνου και το τράβηξε. Ήξερε πως η στάση πλησίαζε και ήθελε να παρατείνει το τέλος.

Πρόδομος Σαββίδης : Δυο σταγόνες βροχή (Οδυσσέας)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Tα πουκάμισα: o φετιχισμός σε δύο από τα οκτώ διηγήματα της συλλογής «Δυο σταγόνες βροχή»

Ούτε «γεια» δεν πρόλαβα να του πω. Στη βιασύνη του άφησε τα ρούχα στην καρέκλα. Ας του τα κρεμάσω. Το πουκάμισό του είναι ακόμα ζεστό. Μαλακό που είναι! Δε βάζει κολώνιες, Μυρίζει πολύ ωραία. Το δέρμα του. Ούτε το φερμουάρ του παντελονιού του δεν κατέβασε καλά καλά. Να, ένα δοντάκι κοντεύει να βγεί απ’ το απότομο τράβηγμα. Να το κατεβάσω.

η λιβρέα: δράμα δίχως πράξεις.
* * *

Το ένα χέρι δισταχτικά κατευθύνεται στην πρώτη κουμπότρυπα. Το άλλο τραβάει κουπί. Μετά στη δεύτερη. Αλλάζει χέρι για να έρθει η βάρκα στην ευθεία. Ξεκουμπώνει πιο γρήγορα και τις άλλες δύο. Τραβάει απότομα το πουκάμισο απ’ το παντελόνι και μου το παραδίνει. Το αγγίζω με δάχτυλα που τρέμουν. Το τοποθετώ αργά στο ντουλάπι. Ποτέ άλλοτε δεν ήμουν πιο άπληστος.

Το ντέρμπυ
* * *