Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 6

Image Hosted by ImageShack.usMarie Laurencin (Γαλλία)
.
.
Η απροσδιόριστη και ανεπαίσθητα γλυκιά μυρωδιά του αρώματος της άγγιξε και πάλι την Τερέζ. Ήταν ένα άρωμα που έφερνε στο νου σκούρο πράσινο μετάξι, κάτι αποκλειστικά δικό της, σαν τη μυρωδιά κάποιου σπάνιου λουλουδιού. Η Τερίζ έγειρε προς το μέρος της, κοιτάζοντας το ποτήρι της. Ήθελε να πετάξει το τραπέζι στο πλάι και να πηδήξει στην αγκαλιά της, να χώσει τη μύτη της μέσα στο χρυσοπράσινο φουλάρι που ήταν δεμένο σφιχτά στο λαιμό της. Κάποια στιγμή, τα χέρια τους συναντήθηκαν πάνω στο τραπέζι, και η Τερίζ ένιωσε το δέρμα της σ' εκείνο το σημείο ζωντανό, να καίει. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς συνέβαινε αυτό, το ένιωθε όμως. Μέσα στη σιωπή, η Τερίζ ένιωσε ότι η καθεμία περίμενε την άλλη να μιλήσει, κι ωστόσο η σιωπή δεν ήταν αμήχανη...

Πατρίτσια Χάισμιθ : Κάρολ (Μεταίχμιο)

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καθώς η Χάισμιθ έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των αναγνωστών της ως συγγραφέας μυθιστορημάτων μυστηρίου, το «Κάρολ», αρχικά, ξενίζει γιατί σ' αυτό δεν συναντούμε υποψήφιους δολοφόνους και θύματα... δεν υπάρχουν φόνοι και γρίφοι, αλλά ο έρωτας μιας νεαρής κοπέλας για μια μεγαλύτερη γυναίκα, τον οποίο η συγγραφέας παρακολουθεί και αποδίδει σε κάθε του φάση και με όλες του τις λεπτομέρειες. Φυσικά, όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά της, το «Κάρολ» δεν στερείται «σασπένς», αλλά εδώ προκύπτει από την ένταση των συναισθημάτων, το φόβο της απόρριψης αλλά και την αμφιθυμία των χαρακτήρων, οι οποίοι, όπως και αλλού, είναι απρόβλεπτοι, σκοτεινοί, πολυεπίπεδοι, με προθέσεις και κίνητρα αδιαφανή έως την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Και μέχρι το τέλος δεν μας εγκαταλείπει η αίσθηση ενός επικείμενου κινδύνου και η έλευση ενός μοιραίου κακού που θα ανατρέψει την πλοκή και την αναμενόμενη κατάληξη.

Το «Κάρολ», το οποίο είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1951 με τον τίτλο «The price of salt», κυκλοφόρησε ξανά το 1992 με επίλογο της συγγραφέα και είναι το μοναδικό της μυθιστόρημα που διαφοροποιείται από τις προδιαγραφές των υπολοίπων και το μοναδικό, επίσης, που έχει αντληθεί από προσωπική της εμπειρία, όπως ομολογεί η ίδια σαράντα χρόνια αργότερα, κάτι που θεωρήθηκε παράδοξο, καθώς ήταν ιδιαίτερα αυστηρή με τη δημοσιοποίηση της προσωπικής της ζωής.
Η Χάισμιθ στον επίλογο της αναφέρει τη μοναδική συνάντησή της με τη γυναίκα που της ενέπνευσε την ιστορία, η οποία, όπως έμαθε χρόνια αργότερα από την κόρη της, αυτοκτόνησε. Το 1948, όταν μόλις είχε τελειώσει τη γραφή του πρώτου της μυθιστορήματος, «Ξένοι στο τρένο», το οποίο δεν είχε ακόμα εκδοθεί και είχε ξεμείνει από λεφτά, αποφασίζει να εργαστεί ως πωλήτρια σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα στο Μανχάταν, στο τμήμα των παιχνιδιών, για τη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Εκεί εμφανίστηκε ένα πρωί μια ξανθιά γυναίκα με γούνινο παλτό, η οποία έμοιαζε «να αναδίδει φως», και αγόρασε μια κούκλα για την κόρη της. Ηταν μια συναλλαγή ρουτίνας, όμως όταν η γυναίκα πλήρωσε και έφυγε, η νεαρή τότε Χάισμιθ αισθάνθηκε ίλιγγο και μια ανάταση, σαν να είχε δει όραμα. Το ίδιο βράδυ έγραψε την αρχική ιδέα του μυθιστορήματος, αλλά την επόμενη μέρα ξύπνησε με πυρετό που οφειλόταν στο μικρόβιο της ανεμοβλογιάς και που την ανάγκασε να παραμείνει στο κρεβάτι και να τελειώσει το μυθιστόρημα.
Για να αποφύγει το χαρακτηρισμό τής μυθιστοριογράφου βιβλίων με λεσβιακό περιεχόμενο, το «Κάρολ» εκδόθηκε με ψευδώνυμο γιατί η ερωτική αφύπνιση μιας νεαρής ήταν ταμπού για τη συγκεκριμένη εποχή, όμως το μυθιστόρημα δεν άργησε να βρει τους αποδέκτες του, καθώς ήταν από τα ελάχιστα στο είδος του που δεν περιέγραφε αρνητικά την ομοφυλοφιλία και οι χαρακτήρες δεν ήταν ούτε απόβλητοι ούτε δυστυχείς.
Η ηρωίδα της, Τερίζ, μοιράζεται κάποια από τα χαρακτηριστικά της συγγραφέα, ενώ σε κάποια άλλα διαφοροποιείται: είναι δεκαεννέα ετών, μια άνεργη μαθητευόμενη σκηνογράφος και ελλείψει χρημάτων προσλαμβάνεται κι εκείνη για προσωρινή απασχόληση σε ένα πολυκατάστημα στο τμήμα των παιχνιδιών. Η Τερίζ διατηρεί μια βαρετή σχέση με έναν νεαρό ζωγράφο, τον Ρίτσαρντ, αλλά αισθάνεται αποξενωμένη από το περιβάλλον της καθώς «κανείς δεν επικοινωνούσε με κανέναν...έτσι που το νόημα, το μήνυμα, ή ό,τι περιέχει η ζωή, ποτέ δεν έβρισκε την έκφρασή του». Η μοναξιά της καθημερινά αυξάνεται και την κατατρέχει η αίσθηση πως στερείται το «στέρεο υλικό» από το οποίο είναι φτιαγμένη μια ζωή: στενές επαφές, στόχοι, έρωτας.
Η Τερίζ δεν έχει δική της οικογένεια... μεγάλωσε σε οικοτροφείο, όπου την άφησαν όταν ήταν οκτώ, μετά το θάνατο του πατέρα της. Η μητέρα της, έχοντας αποκτήσει καινούργιο σύζυγο και παιδιά, κάποια στιγμή σταμάτησε να την επισκέπτεται και η έλλειψή της φαίνεται πως την επηρέασε βαθύτατα. Η απουσία των γονιών και ιδιαίτερα της μητέρας ίσως και να ευθύνεται για την αναζήτηση της συντροφιάς και της φιλίας μεγαλύτερων γυναικών. Στο πρόσωπο της Κάρολ η προτίμηση αυτή θα πάρει ερωτικές προεκτάσεις, καθώς σε εκείνη θα αναζητήσει και την «ιδανική μητέρα» που θα την αγαπάει και θα την αποδέχεται άνευ όρων. Σύντομα, όμως, θα βρεθεί παγιδευμένη από τα συναισθήματά της και την ανάγκη της, καθώς η σχέση τους εξελίσσεται σε μια σχέση που διακρίνεται από έντονο ερωτικό πάθος.
Οι στιγμές που οι δύο γυναίκες περνάνε μαζί περιγράφονται ως «νησίδες στο χρόνο, μετέωρες κάπου στην καρδιά ή στη μνήμη, ανέπαφες, απόλυτες». Θα φύγουν μαζί και θα περιπλανηθούν από πολιτεία σε πολιτεία και θα ζήσουν τον έρωτά τους, ενώ ταυτόχρονα ένας ντετέκτιβ τις παρακολουθεί και μαζεύει ενοχοποιητικά στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν στη δίκη για το διαζύγιο της Κάρολ, προκειμένου να της αφαιρεθεί το δικαίωμα να βλέπει την κόρη της. Οταν τα πράγματα στενεύουν και το ειδύλλιό τους γίνεται γνωστό, η Κάρολ θα αναγκαστεί να αναχωρήσει βιαστικά αφήνοντας μόνη την Τερίζ. Μέσα στην αβάσταχτη αναμονή της θα διαπιστώσει πως το πρόσωπο της αγαπημένης το έφερε ήδη μέσα της: σε μια γυναικεία μορφή ενός πίνακα, ο οποίος ήταν κρεμασμένος και στη βιβλιοθήκη του οικοτροφείου όπου έζησε όταν ήταν μικρή, αναγνωρίζει την Κάρολ και διαπιστώνει πως απλώς περίμενε να συναντήσει κάποια που να αντιστοιχεί στο πρόσωπο που είχε εσωτερικεύσει.
Μέσα σε λίγες βδομάδες θα επεξεργαστεί τα συναισθήματα της και θα φθάσει σε μια καινούρια κατανόηση που αφορά τόσο τη δική της θέση στον κόσμο, τη σημασία της δουλειάς της, όσο και την ανάγκη αυτοδιαχείρισης -κατανόηση που επιταχύνεται από τη γνώση που αποκομίζει μετά την οριακή ερωτική της εμπειρία.
Ο έρωτας, εν προκειμένω, είναι μια αναγκαία μυητική περίοδος καθώς μετά την οδυνηρή εξάρτηση από το αντικείμενο του πόθου ακολουθεί η καταλυτική αφύπνιση. Δεν είναι τυχαίο που στην αρχή του μυθιστορήματος μαθαίνουμε πως η Τερίζ διαβάζει το «Πορτρέτο του καλλιτέχνη» του Τζέιμς Τζόις, αφήνοντας να εννοηθεί πως βρίσκεται και η ίδια στο κατώφλι της αναζήτησης μιας εμπειρίας η οποία θα αποκαταστήσει στα μάτια της τις δυνατότητες της ζωής και θα την περάσει στον κόσμο των ενηλίκων.

ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/09/2004

Ανώνυμος είπε...

ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ

Γιάννης Κοτσιφός: ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, 21/8/2004
Υπάρχει ατιμώρητη ευτυχία;

[...]
Καμιά ευτυχία δεν μένει λοιπόν ατιμώρητη; «Πριν από αυτό το βιβλίο, οι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες στα αμερικανικά μυθιστορήματα έπρεπε να πληρώσουν για την ιδιαιτερότητά τους κόβοντας τις φλέβες τους ή βουτώντας σε καμιά πισίνα να πνιγούν ή μπαίνοντας στον ίσιο δρόμο της ετεροφυλοφιλίας (έτσι το διατύπωναν) ή ζώντας –μόνοι, δυστυχείς και απομονωμένοι– σε μια πραγματική κόλαση», σημειώνει η συγγραφέας στον επίλογό της. Η ίδια επεφύλαξε για τις ηρωίδες της άλλο δρόμο […] Μπορεί να μην υπάρχει ατιμώρητη ευτυχία, υπαινίσσεται η Χάισμιθ, κάποιοι όμως μπορούν να αντέξουν το βάρος της τιμωρίας της – κι αυτό για την αμερικανική δεκαετία του ’50 δεν ήταν εύκολο να το ισχυριστείς.

~~~~~~~~~~~~

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, "Βιβλιοθήκη", 20/8/2004


Η αμερικανίδα μαστόρισσα (1921-1995) του νουάρ και του θρίλερ, που τιμήθηκε με τα σπουδαιότερα βραβεία του είδους, μας παρουσιάζει μια σχέση μεταξύ μιας παντρεμένης και μιας δεκαεννιάχρονης πωλήτριας. Βυθίζεται στη γυναικεία ψυχολογία και, χωρίς ηθικολογία ή σεμνοτυφία, μας περιγράφει το θάρρος που χρειάζεται να διαθέτεις, όταν διεκδικείς την ιδιαιτερότητά σου. Εκρήξεις αναμενόμενες που οδηγούν σε ρήξεις, δισταγμοί που υπακούουν στην ατμόσφαιρα της ηπιότητας, κρίσεις και αντεγκλήσεις που οδηγούν τον έρωτα στην επιβράβευση της γνωριμίας του. Και πάλι η Πατρίτσια Χάισμιθ μάς αιφνιδιάζει.

~~~~~~~~~~~~
(από το site του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟΥ)

ReyCorazón είπε...

Προκαλεί μάλλον θλίψη το πόσο δύσκολα, σπάνια και αμήχανα παρουσιάζουν τα ΜΜΕ τα βιβλία ομοφυλόφιλων συγγραφέων με gay θεματολογία. Ένα στυγνό απαρτχάιντ της λογοτεχνικής κριτικής που κι όταν ακόμη σπάει συνήθως πρόκειται περισσότερο για συρραφή κοινοτυπιών και σκανδαλιστικών υπονοουμένων με μια δόση «ανθρωπισμού» παρά για αυθεντικό κριτικό λόγο. Οι δυσεύρετες εξαιρέσεις, όπως κάποιες από αυτές που παραθέτεις, νομίζω ότι απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Ανώνυμος είπε...

Aπό την ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ – τ. 81/82, Δεκ.1995

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη:

Η ομοφυλοφιλία είναι φαινόμενο κοινωνικό, πολυδιάστατο, απαντάται σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες και δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο κριτικής, ούτε να ταυτίζεται με τις μυητικές σχέσεις των πρωτογόνων, ούτε και με την παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα. Θα είχε ενδιαφέρον να ερευνηθεί πώς παρουσιάζεται και πώς λειτουργεί αυτή η σχέση στα μή προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και όχι κατ' ανάγκην ξεκινώντας από μια κοινωνική προκατάληψη.

«Η τιμή του αλατιού» όπως ήταν ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος: «Κάρολ, μια ασυνήθιστη ιστορία αγάπης» της Αμερικανίδας συγγραφέως Πατρίτσια Χάισμιθ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πρόσπερος σε πολύ καλή και προσεγμένη μετάφραση της Χρύσας Σπυροπούλου, γράφτηκε, σύμφωνα με ομολογία της ίδιας στον «επίλογό» της, στα τέλη του 1948 και κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1952. Πραγματεύεται ένα δύσκολο θέμα, σε μια εποχή που η πουριτανική κοινωνία της Αμερικής, δεν ήταν εύκολο να παραδεχτεί πως υφίσταται σαν πρόβλημα διανθρώπινων σχέσεων. Οι Αμερικανοί κάνουν τα πάντα, αδυνατούν όμως να τα κατονομάσουν. Έτσι, το μυθιστόρημα της Χάισμιθ θεωρήθηκε τολμηρό για την εποχή που γράφτηκε, γι αυτό αποτέλεσε και σταθμό. Κι όπως μας πληροφορεί η ίδια, διαβάστηκε πολύ και θαυμάστηκε' αγαπήθηκε πολύ από τους ομοφυλόφιλους, άντρες και γυναίκες, για το λόγο ότι δίνει λύσεις στα προβλήματα σχέσεων των ανθρώπων αυτών.

Βασική ηρωίδα του έργου είναι η Τερέζα Μπέλιβετ, μια δεκαεννιάχρονη σκηνογράφος, όμορφη και χωρίς δουλειά, που εργάζεται ευκαιριακά τις παραμονές των Χριστουγέννων σ' ένα πολυκατάστημα, και συγκεκριμένα στο τμήμα παιχνιδιών και στον πάγκο με τις κούκλες. Είναι παιδί χωρισμένων γονιών, ο πατέρας της, τον οποίο θαύμαζε και υπεραγαπούσε, δεν ζει' κι η μητέρα της, αδιάφορη και άστοργη, ζει με τον δεύτερο άντρα της. Τη μισεί και δεν θέλει να τη βλέπει.

Η Τερέζα μεγάλωσε εσώκλειστη. Διατηρεί κάποιες φιλικές σχέσεις με τους καλλιτέχνες αδερφούς Φιλ και Ντάνυ και μια ερωτική σχέση με τον Ρίτσαρντ. Έχει και κάποιες, μάλλον οδυνηρές, σεξουαλικές εμπειρίες. Με λίγα λόγια το παρελθόν της συνδέεται με δυσάρεστα γεγονότα. Κουβαλάει μνήμες πικρές. Της έχει λείψει η στοργή και η τρυφερότητα. 'Ισως γι αυτό αισθάνεται περίεργα όταν την πλησιάζουν ή όταν βλέπει γυμνές ώριμες κυρίες, μια αλλόκοτη συμπάθεια και έλξη προς αυτές. Όταν συναντιέται τυχαία στον πάγκο με τις κούκλες με την όμορφη, ξανθιά, ώριμη, αιθέρια κυρία Κάρολ Έιρντ, η αδυναμία της αυτή παίρνει τη μορφή σφοδρού ερωτικού πάθους. Βρίσκει τον τρόπο και συνδέεται φιλικά μαζί της. Όμως τα αισθήματά της είναι ανάμεικτα: θαυμασμός, έρωτας, μίσος, αγάπη, αποστροφή προς το άλλο φύλο. Ο Ρίτσαρντ εξηγεί απλά: «Αυτά τα πράγματα όμως δεν γίνονται έτσι. Πάντα υπάρχει κάποια αιτία, που μπορεί κανείς να αναζητήσει στο παρελθόν του ατόμου» (σ. 89).

Η Κάρολ, η άλλη ηρωίδα, είναι ο αντίποδας σ' αυτή τη σχέση. Ύπανδρη, εν διαστάσει και μητέρα ενός μικρού κοριτσιού, είναι πλούσια και τρυφερή, συγκρατημένη και έχει το δικό της τρόπο να ανακαλύπτει και να πλησιάζει το κορίτσι που θα ερωτευτεί κάθε φορά. Ξέρει να μεθοδεύει και να οδηγεί τη σχέση εκεί που επιθυμεί κι όπως επιθυμεί. Είναι διακριτική και περιμένει. Σίγουρη πως θα πετύχει το σκοπό της. Αλλά και αδύναμη. Είναι εκείνη που απολαμβάνει το ερωτικό αντικείμενό της, σύμφωνα με τις δικές της προτιμήσεις, αλλά και εκείνη που υφίσταται τις ταπεινώσεις, τους εξευτελισμούς, την κοινωνική καταδίκη, την απόρριψη από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον κυρίως γιατί είναι σύζυγος και μητέρα, είναι δέσμια των κοινωνικών συμβάσεων και της καθιερωμένης ηθικής τάξης. Είναι εκείνη που θα υποστεί πικρία και απογοήτευση, όταν η όμορφη, νεαρή ερωμένη, απογοητευμένη από τις επιλογές της Έιρντ – η Κάρολ, χάριν του παιδιού της, θυσιάζει στο δικαστήριο τον έρωτά τους - σπάει τον κρίκο της ερωτικής και αισθησιακής τους ιστορίας, γιατί αμφιταλαντεύεται ακόμα ανάμεσα στη σχέση της με την Κάρολ, και σε κείνη την ετεροφυλοφιλική της σχέση με τον Ντάνυ, ο οποίος δείχνει κατανόηση προς την ομοφυλοφιλική της σχέση' αντίθετα προς τον Ρίτσαρντ, που είναι οργισμένα αντίθετος, επικριτικός, και γρήγορα αποστασιοποιείται από αυτήν.

Η υπόθεση ακολουθεί προκαθορισμένη πορεία, βάσει ενός τέλεια οργανωμένου σχεδίου. Κυλάει, ως ένα σημείο, πάνω σε μια ροδαλή καθημερινότητα, χωρίς εκπλήξεις και χωρίς αισθησιακούς κραδασμούς ή εκρήξεις με την περιγραφή της ζωής της κάθε μέρας, μέσα από το εσωτερικό, διανοητικό, αισθηματικό πεδίο, ενώ δίνονται σύντομες, αλλά αδρές πινελιές του εξωτερικού χώρου, στη διάρκεια ενός ταξιδιού τριάντα πάνω κάτω ημερών, που ήταν σαν ένας μήνας γνωριμίας και προσέγγισης ψυχών και σωμάτων «συναπτόμενων αλλήλοις» των δύο ερωτευμένων γυναικών.

Κατά τη διάρκεια της περιφερόμενης από τόπο σε τόπο ιδιότυπης σχέσης, η συμπεριφορά της νεαρής ερωμένης δονείται από έναν ευδιάκριτο ερωτικό παλμό, ενώ από την πλευρά της Κάρολ παρατηρείται μια στάση διακριτικής, αδιόρατης αναμονής. Η ώριμη και έμπειρη είναι σίγουρη και περιμένει ώσπου να εξανθίσουν τα ερωτικά σκιρτήματα της νέας και ν' ανοιχτεί ο φλογερός, παλλόμενος εσωτερικός της θησαυρός προς το μέρος της. Η μόνη αναστολή και η μόνη ηθική δέσμευση είναι η κόρη της το μοναδικό ουσιαστικό άλλοθι, αλλά και αυτό ξεπερνιέται. Ρίχνεται στην καινούργια της ερωτική περιπέτεια χωρίς ενδοιασμούς χωρίς τύψεις, χωρίς σύνορα. Γιατί μέσα σ' αυτήν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει σύμφωνα με τις προσωπικές της επιλογές αδιαφορώντας για την κοινωνική, ακόμα και για την οικογενειακή τιμή και ηθική.

Είναι ανελέητη και δύσκολη η ζωή, ακόμα και για δύο γυναίκες ερωτευμένες μεταξύ τους που αγαπιούνται, κι επιπλέον έχουν την πολυτέλεια να ταξιδεύουν χωρίς έγνοιες βιοτικές, χωρίς περισπασμούς, χωρίς οικονομικά -φαινομενικά τουλάχιστον - άγχη. Πάντα, ωστόσο, και παντού υπάρχει ένα κενό, που τις ακολουθεί με τη μορφή ενός εφιάλτη, της καταδίωξης. Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα μετά την «ολοκλήρωση» της σχέσης των δύο ηρωίδων. Η Τερέζα έχει την τάση, σε κάθε οριακή για τη σχέση τους στιγμή, να κοιτάζει έξω από κάποιο παράθυρο, σε μια προσπάθεια αγωνιώδους φυγής από τη δύσβατη, στην ουσία, πραγματικότητα. Σε μια κίνηση απόδρασης από τη βασανιστική εσωτερική της πραγματικότητα, την παρωχημένη και την παρούσα. Σε μια προσπάθεια διεξόδου από το αδιέξοδο, όπου θέλοντας και μη οδηγείται αυτή η σχέση. Διερευνά τον εξωτερικό χώρο, που είναι γεωμετρημένος σ' αντίθεση με τον εσωτερικό της κόσμο, και που αδυνατεί να ορίσει πάνω σε σταθερές ή συντεταγμένες, αφού η κάθε επαφή τους ισοδυναμούσε με μια ευτυχισμένη ήττα: «Σε κάθε πολιτεία υπάρχουν δύο Βατερλώ» (σ. 175).

Αυτή η διαπίστωση έρχεται μετά την έκρηξη του καταπιεσμένου πάθους, του άναρθρου πάθους της μιας προς την άλλη. Τότε που «η ευτυχία ήταν σαν ένα πράσινο αμπελόκλημα, που απλωνόταν σ' ολόκληρο το σώμα της». (σ. 173). Κι ακολουθεί μια κυνηγημένη μια καταδιωκόμενη, μια παγιδευμένη ερωτική ένοχη περιπέτεια, μέσ' από την καθημερινότητα της οποίας η καθεμία γίνεται συγχρόνως θύτης και θύμα. Και δεν ξέρεις, ποια εκμεταλλεύεται την αδυναμία της άλλης. Μάλλον ισοφαρίζουν στην τράπεζα του ερωτικού διαλόγου. Η Τερέζα προσφέρει τον έρωτα, τα νιάτα, την ομορφιά, την απαλή, τρυφερή, σάρκα των δεκαεννιά Μαίων της στον βωμό του έρωτά τους. Κι η Κάρολ, το απόσταγμα της πείρας της, την τρυφερή της τέχνη και κυρίως το πορτοφόλι της, που είναι και η δύναμη της αδυναμίας της, έχοντας, ωστόσο, συμπληρώσει και τη βιολογική της αποστολή, τη μητρότητα. Σέρνει μαζί της, θύμα των διαστροφικών επιλογών της και των ορέξεών της, μέσα σ' ένα φαινομενικά ευτυχισμένο σκηνικό, μιας ιδανικής τέρψης και ολοκλήρωσης, καταδικασμένης σχέσης τηνΤερέζα. Δεν έχει σημασία αν το Βατερλώ τις ακολουθεί ή το κουβαλούνμαζί με τις αποσκευές τους. Γεγονός παραμένει πως «το ανώνυμο άμορφο πράγμα (..) τις καταδιώκει» (σ. 207) παντού και πάντα. Ώσπου, ο εφιάλτης αυτός γίνεται προδοσία: η Κάρολ εγκαταλείπει τη φίλη της. Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η νέα αισθάνεται άξαφνα μεγαλωμένη, μπορεί να διαθέσει τον εαυτό της όπως θέλει. Ακόμα και να ζήσει με την Κάρολ ή με όποια άλλη Κάρολ. Μπορεί να κατανοήσει τη σχέση της και τη ζωή της. Ξέρει πια πως όλα έρχονται και παρέρχονται. Και τα αισθήματα αλλάζουν, όπως κι οι άνθρωποι. Και πως υπάρχουν πιο πολλές επιλογές για τον καθένα.

Τα μεγάλα πάθη, τα μεγάλα αισθήματα μια και μοναδική φορά γεννιούνται. Έπειτα μένει η ανάμνηση. Η επανάληψη με το ίδιο ή με άλλα πρόσωπα, σώματα, δεν φτάνει ποτέ εκείνη την πρώτη, τη μοναδική στιγμή, της πληρότητας, που δίνει η ψευδαίσθηση της ολοκληρωτικής απόκτησης του αγαθού. Αυτό εκφράζουν τα μεγάλα έργα.

Η όλη γοητεία του μυθιστορήματος της Χάισμιθ έγκειται στην αγωνιώδη προσπάθεια του διερευνητικού ταξιδιού. Ένα ταξίδι, που δεν διαρκεί αιώνια είναι και η ζωή. Φτάνει να μπορέσει κανείς να πλησιάσει τις πηγές της ευτυχίας. Κι εδώ έγκειται η εξυπνάδα και η σοφή πρόνοια της συγγραφέως, ενώ σπατάλησε εκατόν εβδομήντα τρεις σελίδες κειμένου, κυνηγώντας με τις ηρωίδες της το ποθούμενο, δεν διαθέτει παρά μία και κάτι για την περιγραφή της σκηνής της επαφής.

Από κει και πέρα, αρχίζει η κατιούσα, μέσα στα γρανάζια μιας πολυπλοκότητας, καθημερινής με το άγχος της καταδίωξης και της ενοχής, που τις κάνει να συνειδητοποιήσουν πόσο βαρύ είναι το τίμημα, όταν κανείς τολμά να κάμει κάτι που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό. Και ανεπαίσθητα μια παγερή ερημιά απλώνεται ανάμεσά τους, και μέσα τους κατοικεί μιασφαλερή και δολερή ερήμωση και ενοχή. Κι «ό,τι είχαν κοινό, εκείνη (ηΤερέζα) κι η Κάρολ, δεν έμοιαζε πια με αγάπη ή ευτυχία αλλά με ένα τέρας που μπήκε ανάμεσά τους και τις κρατούσε στη φούχτα του» (σ. 214).

Πρόκειται για μια ρέουσα αισθηματική επιφάνεια που τρέχει πάνω σ' ένα ερωτικό/αισθησιακό επίπεδο καθημερινότητας, πολυτελείας, που μετακινείται από στιγμή σε στιγμή σ' ένα τοπίο ακαθόριστων διαστάσεων και χαμένων οριζόντων. Το αξιοθαύμαστο, πάντως, είναι πως οι καθ' όλα εύθραυστοι ήρωες της Χάισμιθ αντέχουν και στέκονται πάντα πάνω από τις καταστάσεις, ψάχνοντας, προς όλες τις κατευθύνσεις, τους χαμένους ορίζοντες.
~~~~~~~~~~~~

Νεότερη καταχώρηση για την Πατρίτσια Χάισμιθ:
No.121 - Andrew Wilson: Patricia Highsmith, Ζωή στο σκοτάδι

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

H μετάφραση στην έκδοση του Μεταίχμιου (έτος 2004) έχει κάνει o Θοδωρής Τσαπακίδης. Το ίδιο βιβλίο είχε εκδοθεί από τον Πρόσπερο (τo 1992) σε μετάφραση της Χρύσας Σπυροπούλου. Παρουσιάζοντας την έκδοση του Πρόσπερου, ο Γιώργος Χρονάς γράφει στην Οδό Πανός τον Μάρτιο του 1994 (τ.72):


Πόσα χρόνια πέρασαν στην Αμερική από το 1948 που πρωτοσκέφτηκε να το γράψει η Χάισμιθ αυτό το βιβλίο έως το 1951 που το έγραψε και κανείς εκδότης δεν το εξέδιδε λόγω του περιεχομένου του; Οι έρωτες γυναικών ή οι έρωτες ανδρών στην Αμερική, όπως και στην Ευρώπη, απαγορεύοντο από την Καθολική, Προτεσταντική εκκλησία. Από τους πουριτανούς. Ή αν περιγράφοντο στα αμερικάνικα μυθιστορήματα αναγκάζονταν να πληρώσουν την ιδιαιτερότητά τους είτε κόβοντας τις φλέβες τους ή πέφτοντας σε πισίνα ή μεταπηδούσαν σε ετεροφυλόφιλες σχέσεις - σημειώνει η Χάισμιθ. Σπουδαία, όπως πάντα, ή Χάισμιθ, παρουσιάζει στην «Κάρολ» τοπία μιας πόλης που κατοικείται από πρόσωπα που θέλουν να ξεπεράσουν τις κοινοτυπίες μιας ζωής έξω από το τζάμι μιας καφετέριας. Δυνατές στιγμές, χαμένες μέσα στη φθορά του χρόνου.