.
.
Η Χάισμιθ συνέδεσε την πορεία που την έβγαλε από τον εθισμό στη λογοτεχνία – τον εθισμό ενός ανθρώπου που χρησιμοποιούσε τα βιβλία ως ναρκωτικά για να προστατεύσει τον εαυτό του από την πραγματικότητα – και την οδήγησε στην ενεργό συμμετοχή στη ζωή, με την σεξουαλική της ταυτότητα που βρισκόταν σε άνθηση. Στα δεκαεννιά της πήγε, αρχικά με δισταγμό, σε ένα μπαρ του Γκρήνουιτς Βίλατζ μαζί με κάποια άλλα κορίτσια από το Μπάρναρντ. Εκεί συνάντησε τη Μάιρη Σάλλιβαν, μια βραχύσωμη, ώριμη λεσβία που είχε το βιβλιοπωλείο στο ξενοδοχείο Ουάλντορφ Αστόρια. Η Μαίρη προσκάλεσε την Πατ σε ένα πάρτυ – οι φίλες της αρνήθηκαν την πρόσκληση – και μέσα σε διάστημα μιας εβδομάδας «η μοναστική της εφηβεία είχε πάρει τέλος». Η Χάισμιθ περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη σεξουαλική της αφύπνιση στα ημερολόγια της, αφηγούμενη με κτηνώδη ειλικρίνεια και πηγαία δύναμη τις σχέσεις της με ένα μεγάλο αριθμό ανδρών και γυναικών, ανάμεσα τους και η Μάιτη Σάλλιβαν. Αυτή η εκ βαθέων εξιστόρηση της ζωής των σαραντάρηδων Νεοϋορκέζων ομοφυλόφιλων πίσω από τις κλειστές πόρτες του πυκνού δικτύου των μπαρ και των εντευκτηρίων τους είναι πολύ δυνατή (...)
Η ελευθεριότητα της Πατ και η έμμονη ανάγκη της να καταγράφει τα πάντα όσα της συνέβαιναν μπορούν αναχθούν στην ίδια πηγή – την αναζήτηση μιας πληρέστερης αυτογνωσίας. Είχε επίγνωση ότι χρειαζόταν να «γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της» και μέσα από τα ημερολόγια της συνέδεε αυτή την αυτοενδοσκόπηση με δυο αλληλένδετες δραστηριότητες : τις λεσβιακές σεξουαλικές της σχέσεις και το γράψιμο. Πίστευε στην πνευματική επίδραση των γυναικών που αγαπούσε, καθώς τις έβλεπε ως μούσες που θα της ενέπνεαν ένα έργο για το οποίο θα ήταν περήφανη. (...)
Όπως πίστευε η Χάισμιθ, μόνο όσοι απέρριπταν την ιδέα της «κανονικότητας», μόνο όσοι ήταν σε θέση να προσεγγίσουν τα ζητήματα της κοινωνίας και του ατόμου από μια παρεκκλίνουσα, περιθωριακή προοπτική, μπορούσαν να κατανοήσουν πραγματικά τα προβλήματα του 20ου αιώνα.(...) Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη δική της αίσθηση του παράδοξου, τις δικές της ψυχολογικές ιδιορρυθμίες ως βάση για τις εκκεντρικές μυθιστορηματικές της φαντασιώσεις. Για να δημιουργήσει, όφειλε να γνωρίσει εκ βαθέων τον εαυτό της, και ως ένα τέτοιο μέσο αυτογνωσίας θεωρούσε την πιο σημαντική δύναμη στη ζωή της : το σεξ. «Ναι, ίσως το σεξ – με το να ασκεί την πιο βαθιά επίδραση πάνω μου – είναι το θέμα μου στη λογοτεχνία».
Andrew Wilson : Patricia Highsmith. Ζωή στο σκοτάδι (Νεφέλη)
Η ελευθεριότητα της Πατ και η έμμονη ανάγκη της να καταγράφει τα πάντα όσα της συνέβαιναν μπορούν αναχθούν στην ίδια πηγή – την αναζήτηση μιας πληρέστερης αυτογνωσίας. Είχε επίγνωση ότι χρειαζόταν να «γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της» και μέσα από τα ημερολόγια της συνέδεε αυτή την αυτοενδοσκόπηση με δυο αλληλένδετες δραστηριότητες : τις λεσβιακές σεξουαλικές της σχέσεις και το γράψιμο. Πίστευε στην πνευματική επίδραση των γυναικών που αγαπούσε, καθώς τις έβλεπε ως μούσες που θα της ενέπνεαν ένα έργο για το οποίο θα ήταν περήφανη. (...)
Όπως πίστευε η Χάισμιθ, μόνο όσοι απέρριπταν την ιδέα της «κανονικότητας», μόνο όσοι ήταν σε θέση να προσεγγίσουν τα ζητήματα της κοινωνίας και του ατόμου από μια παρεκκλίνουσα, περιθωριακή προοπτική, μπορούσαν να κατανοήσουν πραγματικά τα προβλήματα του 20ου αιώνα.(...) Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη δική της αίσθηση του παράδοξου, τις δικές της ψυχολογικές ιδιορρυθμίες ως βάση για τις εκκεντρικές μυθιστορηματικές της φαντασιώσεις. Για να δημιουργήσει, όφειλε να γνωρίσει εκ βαθέων τον εαυτό της, και ως ένα τέτοιο μέσο αυτογνωσίας θεωρούσε την πιο σημαντική δύναμη στη ζωή της : το σεξ. «Ναι, ίσως το σεξ – με το να ασκεί την πιο βαθιά επίδραση πάνω μου – είναι το θέμα μου στη λογοτεχνία».
Andrew Wilson : Patricia Highsmith. Ζωή στο σκοτάδι (Νεφέλη)
2 σχόλια:
Από την Ελευθεροτυπία (Τέχνες)31/10/2004
Ερωτες, βιβλία και εγκλήματα
Γράφει η Παρή Σπίνου
«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο ικανό να κεντρίσει, να θέλξει ή να γονιμοποιήσει τη φαντασία από την ιδέα -το γεγονός- ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος που συναντάς στον δρόμο μπορεί να είναι σαδιστής, κλεπτομανής, ακόμη και δολοφόνος», πίστευε η Πατρίτσια Χάισμιθ, η ιδιόρρυθμη αμερικανίδα συγγραφέας που κατέχει τον τίτλο «βασίλισσα του μυστηρίου».
Οσο οι ήρωες των βιβλίων της κρατούσαν κρυμμένα μυστικά, άλλο τόσο και η ίδια απέφευγε όσο ζούσε να μιλάει για την προσωπική της ζωή και τα βιβλία της, κρυβόταν από τον φακό...
Ωσπου αποφάσισε να ρίξει φως στο μυστήριο Χάισμιθ ο Άντριου Γουίλσον. Ο αρθρογράφος των «Guardian», «Independent» και άλλων εφημερίδων, ανέτρεξε στα ημερολόγια -πολλά και εξομολογητικά, όπως αποδείχτηκε- και τις επιστολές της, πήρε συνεντεύξεις από φίλους και συνεργάτες της και τώρα υπογράφει την πρώτη βιογραφία της, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες στα ελληνικά με τίτλο «Patricia Highsmith, Ζωή στο σκοτάδι» (εκδόσεις «Νεφέλη», μετάφραση Ραλλού Θεοδωρίδου).
«Μια ιλιγγιώδης παρέλαση ερωτικών συντρόφων», ήταν, σύμφωνα με τον βιογράφο, το πέρασμα της Χάισμιθ από αυτή τη ζωή. «Ολο το έργο της ζωής μου θα είναι ένα άτυπο μνημείο προς τιμήν μιας γυναίκας», έγραψε η ίδια στο ημερολόγιό της. Δεν έχει σημασία αν αυτή η γυναίκα ήταν φίλη ή ερωμένη. Μπορεί να ήταν και μια άγνωστη. Από μια σύμπτωση, μια τυχαία συνάντηση η Χάισμιθ ήταν ικανή να πλέξει ολόκληρη ιστορία.
Ετσι ακριβώς έγινε και με ένα από τα πρώτα της βιβλία, την «Τιμή του αλατιού», που δημοσιεύθηκε το 1952 με ψευδώνυμο και περιέγραφε την ερωτική σχέση δύο γυναικών, μιας πωλήτριας παιχνιδιών και μιας παντρεμένης πελάτισσάς της. Η αφορμή ήταν πραγματική. Τα Χριστούγεννα του 1948 η Χάισμιθ δούλευε στο τμήμα παιχνιδιών του πολυκαταστήματος Μπλουμινγκντέιλ, όταν μπήκε για να ψωνίσει μια κομψή κυρία. Αγόρασε μια κούκλα για την κόρη της και άφησε τα στοιχεία της για να την παραδώσουν στο σπίτι της. Η Χάισμιθ μπήκε τότε στον πειρασμό να την κατασκοπεύσει. Πήρε το τρένο για το Νιου Τζέρσεϊ, και την είδε να βγαίνει από το γκαράζ του σπιτιού της.
«Πόσο παράξενο. Χθες ένιωσα πολύ κοντά στον φόνο όταν πήγα να αναζητήσω τη γυναίκα που ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα», έγραφε με ανάμεικτα συναισθήματα στο ημερολόγιό της. «Ο φόνος είναι ένα είδος ερωτικής πράξης, ένα είδος κατοχής. Δεν είναι εξάλλου ένας τρόπος να κερδίσεις, έστω και για μια στιγμή, την ολοκληρωτική και παθιασμένη προσοχή του αντικειμένου των προσδοκιών σου; Ενιωσα ξαφνικά την επιθυμία να την αρπάξω, να βάλω τα χέρια μου στον λαιμό της (λαιμό που θα ήθελα βέβαια και να φιλήσω), και σαν να βγάζω φωτογραφία, να την κάνω σε μια στιγμή κρύα και άκαμπτη σαν άγαλμα».
Η Χάισμιθ έγραφε σε ένα παιδικό ποίημά της πως ήταν «γεννημένη κάτω από δυσοίωνο άστρο». Η μητέρα της, αναφέρει ο Γουίλσον, νοιαζόταν περισσότερο για την καριέρα της, τον πατέρα της τον γνώρισε στα δώδεκά της χρόνια, τον πατριό της τον αντιπαθούσε. Τα βιβλία που ερευνούσαν τις ψυχικές διαταραχές και τις ακραίες συμπεριφορές κέντριζαν την προσοχή της. Η «ποιήτρια της εμβάθυνσης», όπως την είχε αποκαλέσει ο Γκράχαμ Γκριν, είχε επηρεαστεί από το γοτθικό ύφος του Εντγκαρ Αλαν Πόε και τα υπαρξιακά κείμενα των Ντοστογέφσκι, Νίτσε, Σαρτρ, Καμί, ωστόσο πρώτη ύλη των μυθιστορημάτων της ήταν οι απλοί άνθρωποι, που κάποια στιγμή έφταναν στα άκρα.
...
Aπό το e-book.gr
Δεν υπάρχει ενήλικος άνθρωπος χωρίς μυστικά», λέει ένας ήρωας του μυθιστορήματος της Patricia Highsmith, Κάρολ. Η συγγραφέας που έβαλε στο στόμα του ήρωά της αυτή τη φράση, ίσως είχε περισσότερα μυστικά απ' όσα της αναλογούσαν. Δεν αποκάλυψε ποτέ της πηγές της μυθοπλασίας της και αρνιόταν σθεναρά να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την προσωπική της ζωή. Ωστόσο, μετά τον θάνατό της τον Φεβρουάριο του 1995, η Highsmith άφησε πίσω της ένα αχανές αρχείο με προσωπικά ντοκουμέντα -ημερολόγια, σημειωματάρια και επιστολές- που φωτίζουν ολοκάθαρα τους δεσμούς ανάμεσα στη ζωή και το έργο της.
Η Highsmith υπήρξε πολυγραφότατη, με είκοσι δύο μυθιστορήματα και επτά συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό της, βιβλία που δεν αποκλίνουν ποτέ από το προσφιλές της θέμα: την παρακμή και τον θάνατο. Γνωστή κυρίως για την πενταλογία της με ήρωα τον αμοραλιστή δολοφόνο Τομ Ρίπλεϊ, η Highsmith περιέβαλε το αστυνομικό μυθιστόρημα με νέα αίγλη και δημιούργησε ένα ολότελα δικό της παραβατικό λογοτεχνικό είδος.
[...]
Ανατρέχοντας στο ογκώδες υλικό των προσωπικών της ενθυμημάτων, στις μαρτυρίες των στενότερων φίλων της και στις αφηγήσεις των γυναικών που συνδέθηκαν μαζί της ο Andrew Wilson έγραψε την πρώτη βιογραφία της συγγραφέως που ο Grahan Greene είχε χαρακτηρίσει ως «ποιήτρια της εμβάθυνσης» και ο Gore Vidal ως «μια από τις μεγαλύτερες σύγχρονες συγγραφείς» -και την έγραψε με προσοχή, σεβασμό και γλαφυρότητα. Ο βιογράφος φωτίζει τις πιο σκοτεινές γωνίες της ζωής της Highsmith, εξιχνιάζει τα μυστήρια της δημιουργικής διαδικασίας και ξεσκεπάζει μυστικά που η συγγραφέας δεν θέλησε να αποκαλυφθούν παρά μονάχα μετά τον θάνατό της.
Δημοσίευση σχολίου