Εκείνη τη μέρα πρώτη φορά από τη στιγμή που παραδόθηκα μου φόρεσαν χειροπέδες. Τα κρύα σίδερά τους που έσφιγγαν τους αδύνατους καρπούς των χεριών μου δεν έλεγαν να ζεσταθούν από τη θερμοκρασία του σώματος, τα αισθανόμουν κρύα, πολύ κρύα, να με σφίγγουν και να μου παγώνουν τα χέρια και την καρδιά. Μπήκαμε όλοι στη σκεπαστή καρότσα ενός ημιφορτηγού του ναυτικού. Κάθισα στον πάγκο ανάμεσα σε δυο καρατζόβες. Ήμουν εξαντλημένος από την αϋπνία, με μάτια μελανιασμένα και πρησμένα από το πολύ κλάμα. Είχα ανάγκη από λίγη ζεστασιά και στοργή, αλλά πού να την έβρισκα; Όλοι ήταν αδιάφοροι. Οι ασφαλίτες, ψυχροί επαγγελματίες. Κι εκείνοι οι δυο που μου φόρεσαν τις χειροπέδες χαχάνιζαν κι έκαναν αστεία μεταξύ τους. Γι’ αυτούς το να δένουν χέρια ήταν μια συνηθισμένη δουλειά ρουτίνας. Αδιαφόρησαν ακόμα και που μου τις έσφιγγαν πολύ και πονούσα.
Όταν το αυτοκίνητο ξεκίνησε, στα μαρσαρίσματα και φρεναρίσματα που έκανε, καθώς ήταν δεμένα τα χέρια μου δυσκολευόμουν να κρατηθώ και κινδύνευα να πέσω. Ο ένας καρατζόβας δίπλα μου το κατάλαβε και με κοίταξε με ένα τέτοιο τρυφερό βλέμμα που δε θα το ξεχάσω ποτέ. Χωρίς να πει τίποτα, πέρασε το χέρι του πίσω στην πλάτη μου, μ’ έπιασε από τον ώμο και με έσφιξε πάνω του. Ακούμπησα στην αγκαλιά του κι ένιωσα να με πλημμυρίζει μια ανείπωτη συγκίνηση και γαλήνη, μα και μια επιθυμία να τον αγκαλιάσω και να σφιχτώ πάνω του' οι χειροπέδες έπνιξαν την επιθυμία μου. Έκλεισα λίγο τα μάτια και παρακάλεσα να γινόταν να πέθαινα αυτήν τη στιγμή, την ανθρώπινη, την τρυφερή, στην αγκαλιά του ευαίσθητου καρατζόβα.
Χρήστος Ρούσσος : Προς σωφρονισμόν (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Όταν το αυτοκίνητο ξεκίνησε, στα μαρσαρίσματα και φρεναρίσματα που έκανε, καθώς ήταν δεμένα τα χέρια μου δυσκολευόμουν να κρατηθώ και κινδύνευα να πέσω. Ο ένας καρατζόβας δίπλα μου το κατάλαβε και με κοίταξε με ένα τέτοιο τρυφερό βλέμμα που δε θα το ξεχάσω ποτέ. Χωρίς να πει τίποτα, πέρασε το χέρι του πίσω στην πλάτη μου, μ’ έπιασε από τον ώμο και με έσφιξε πάνω του. Ακούμπησα στην αγκαλιά του κι ένιωσα να με πλημμυρίζει μια ανείπωτη συγκίνηση και γαλήνη, μα και μια επιθυμία να τον αγκαλιάσω και να σφιχτώ πάνω του' οι χειροπέδες έπνιξαν την επιθυμία μου. Έκλεισα λίγο τα μάτια και παρακάλεσα να γινόταν να πέθαινα αυτήν τη στιγμή, την ανθρώπινη, την τρυφερή, στην αγκαλιά του ευαίσθητου καρατζόβα.
Χρήστος Ρούσσος : Προς σωφρονισμόν (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
3 σχόλια:
Είναι το βιβλίο-μαρτυρία του Χρήστου Ρούσσου (βλ. απόσπασμα και σχόλια καταχώρησης Νο. 35) από τις φυλακές όπου εξέτισε την ποινή του, από την αρχή της καταδίκης του έως το 1990 που αποφυλακίστηκε.
…«Στο κελί μου έκλεινα τα μάτια κι έχτιζα το σπίτι μου» είπε.
«Κάτω από τα βλέφαρά μου η λίμνη γέμιζε νερό και φωλιές πουλιών χτίζονταν στα δέντρα. Μέσα στο κελί μου τα χρυσόψαρα κολυμπούσαν και το φίδι κοιμόταν ένα χειμώνα…
Διάβαζοντας το απόσπασμα αποκόμισα οτί πρέπει να είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο.Θα το ψάξω!
ti euaisthitos k tryferos anthropos..
Δημοσίευση σχολίου